Το φάκελο έγραψαν οι Χρήστος Ιακώβου,
Φοίβος Κλόκκαρης και Ανδρέας Πενταράς
Κωδικός άρθρου: 803341
ΠΟΛΙΤΗΣ - 29/06/2008, Σελίδα: 20
Η ασφάλεια είναι θεμελιακής σημασίας παράγοντας για την ύπαρξη και επιβίωση ενός κράτους. Για την περίπτωση του κυπριακού προβλήματος, όπως αποδείχτηκε από το δημοψήφισμα του 2004, ο παράγοντας ασφάλεια παίζει τον καθοριστικό ρόλο στην αποδοχή ή απόρριψη ενός σχεδίου επίλυσης του προβλήματος. Προσφάτως το Κυπριακό Κέντρο Μελετών (ΚΥ.ΚΕ.Μ) διοργάνωσε επιστημονική ημερίδα με αντικείμενο την πτυχή της ασφάλειας στη λύση του Κυπριακού. Στο φάκελο αυτό παρουσιάζονται τα πιο βασικά σημεία της συζήτησης.
ΘΕΜΑ 1
Υψηλή στρατηγική, γεωπολιτική και ο παράγων ασφάλειαΕΝΘΕΤΟ
Απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση της υψηλής στρατηγικής είναι η επισήμανση των αδυναμιών και των δυνατοτήτων σε εθνικό επίπεδο ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους κινδύνους και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες
Χρήστος ΙακώβουΤα κράτη μέλη του διεθνούς συστήματος έχουν ορισμένους στρατηγικούς στόχους, ανεξάρτητα αν αυτοί είναι μακροχρόνιοι ή βραχυπρόθεσμοι, έχουν συνοχή ή είναι αντιφατικοί. Με αυτό τον τρόπο, το εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον μιας χώρας δημιουργεί διάφορες απαιτήσεις και είναι η πηγή προκλήσεων και ευκαιριών για την πραγματοποίηση των στόχων και των επιδιώξεων του κράτους. Η στρατηγική της προσαρμογής, που επιλέγει ένα κράτος, αποτελεί την απόδειξη για το ότι οι εθνικές δομές εξουσίας προσαρμόζονται στην αλληλεξάρτηση του εθνικού και διεθνούς συστήματος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα κράτη λειτουργούν ως προσαρμοζόμενες οντότητες που προσπαθούν με την εξωτερική τους πολιτική, καθώς επίσης και με την πολιτική ασφάλειας που διαμορφώνουν, να διατηρήσουν τις βασικές δομές τους, δηλαδή τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά τους χαρακτηριστικά σε αποδεκτά όρια. Τα πιο πάνω συνιστούν την πεμπτουσία για τη διαμόρφωση αυτού που στις στρατηγικές σπουδές ονομάζεται Υψηλή Στρατηγική (Grand Strategy). Με άλλα λόγια, η υψηλή στρατηγική θέτει ιεραρχημένους στόχους, λαμβάνοντας υπόψη το διεθνές περιβάλλον και την επιθυμητή θέση μιας χώρας, με σκοπό να κινητοποιήσει το ευρύτερο εθνικό δυναμικό και τους πόρους του κράτους προκειμένου να επιτύχει τρεις βασικούς στόχους, α) σταθερότητα, β) ευημερία και γ) ασφάλεια. Απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση της υψηλής στρατηγικής είναι η επισήμανση των αδυναμιών και των δυνατοτήτων σε εθνικό επίπεδο, ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους κινδύνους και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες.
Ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες για τη διαμόρφωση της υψηλής στρατηγικής είναι η γεωπολιτική, δηλαδή η ερμηνεία και ανάλυση της αλληλεξάρτησης μεταξύ του γεωγραφικού χώρου και των πολιτικών επιλογών που κάνει ένα κράτος προκειμένου να αξιοποιήσει και να αυξήσει τη στρατιωτική, την οικονομική και τη διπλωματική του ισχύ. Επομένως, η γεωπολιτική ανάλυση λαμβάνει υπόψιν την ύπαρξη διεθνών ανταγωνισμών σε σχέση με τον στρατηγικό σχεδιασμό σε διάφορους τομείς, όπως της στρατιωτικής ισχύος (γεωστρατηγική), της οικονομίας (γεωοικονομίας), του φυσικού περιβάλλοντος, των δημογραφικών τάσεων, κτλ.
Στην περίπτωση του κυπριακού προβλήματος, όπως αυτό διεμορφώθη μετά το 1974, η αλληλεξάρτηση μεταξύ υψηλής στρατηγικής, γεωπολιτικής και του παράγοντα ασφάλεια σε σχέση με τον στρατηγικό στόχο επίλυσης του προβλήματος επηρεάστηκε καθοριστικά από τον τρόπο με τον οποίο προσαρμόστηκαν αμφότερες, Τουρκία και Ελλάδα, σε σχέση προς τα στρατηγικά δεδομένα που δημιούργησε η σύγκρουση του 1974.
Έκτοτε, η Ελλάδα και η Τουρκία ακολούθησαν δύο διαφορετικά πρότυπα προσαρμογής του συστήματος εξωτερικής πολιτικής στο Κυπριακό. Η διαφορά αυτή αντανακλά σε ένα μεγάλο βαθμό τόσο τα νέα στρατηγικά δεδομένα που δημιούργησε η εισβολή του 1974 όσο και τις στρατηγικές προτεραιότητες που έδιδαν αμφότερα τα κράτη στο ζήτημα της Κύπρου. Η μεν Ελλάδα ακολούθησε το πρότυπο της συναινετικής προσαρμογής, η δε Τουρκία το πρότυπο της αδιάλλακτης προσαρμογής.
Ελλάδα - Συναινετική Προσαρμογή
Οι εσωτερικές αλλαγές που επέφερε η πτώση της Χούντας το 1974 στην Ελλάδα έθεσαν ως προτεραιότητα όλων των ελληνικών κυβερνήσεων τη συνέχιση του εκδημοκρατισμού της χώρας, τη διατήρηση των δομών του κοινωνικού συστήματος και την οικονομική ανάπτυξη. Για τις ελληνικές κυβερνήσεις αυτό μπορούσε να επιτευχθεί με την αποδοχή και συναίνεση των ορίων που έθεταν στην Ελλάδα οι απαιτήσεις τόσο του διεθνούς όσο και του περιφερειακού περιβάλλοντος. Όσον αφορά το διεθνές περιβάλλον, οι απαιτήσεις επέβαλαν συνέχιση των καλών σχέσεων με τις ΗΠΑ και αργότερα ενσωμάτωση στην υπό διαμόρφωση Ευρώπη. Αυτοί οι στόχοι τέθηκαν από την αρχή σε υψηλότερη προτεραιότητα από οποιουσδήποτε άλλους στόχους της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ελληνική εξωτερική πολιτική να υποβιβάσει στις προτεραιότητές της τις περιφερειακές προκλήσεις και κατά συνέπεια να θεωρήσει το Κυπριακό δευτερεύον ζήτημα. Οι διαμορφωτές αποφάσεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εδραίωσαν την άποψη ότι η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να επαναφέρει τα στρατηγικά δεδομένα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο στην προ του 1974 κατάσταση, αφού θεωρούσαν ότι δεν μπορούσαν να αλλάξουν τις απαιτήσεις του διεθνούς περιβάλλοντος στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ελληνική εξωτερική πολιτική στο Κυπριακό μετά το 1974 διέπεται από τη λογική ότι οποιαδήποτε προσπάθεια ανατροπής των στρατηγικών επιπτώσεων σε βάρος της Κύπρου ήταν ουσιαστικά ένα παιγνίδι μηδενικού αθροίσματος από το οποίο η Ελλάδα θα έβγαινε ηττημένη. Έτσι, η λύση θα έπρεπε να βρεθεί στη βάση ενός επώδυνου συμβιβασμού. Αυτό κατέστησε την ελληνική πολιτική στο Κυπριακό ιδιαίτερα επιρρεπή στην ξένη επιρροή, με αποτέλεσμα να ανταποκρίνεται ευνοϊκά στις υποδείξεις του διεθνούς περιβάλλοντος.
Αυτή η εκτίμηση στο επίπεδο της πολιτικής ελίτ της Ελλάδας για τη μορφή και το χαρακτήρα του διεθνούς και περιφερειακού συστήματος προσάρμοσε συναινετικά την ελληνική εξωτερική πολιτική στο Κυπριακό και αναπόφευκτα οδήγησε σε χειρισμούς, που έθεσαν τη λύση του στη βάση της αποδοχής των στρατηγικών κεκτημένων της Τουρκίας. Η θετική ανταπόκριση της ελληνικής κυβέρνησης, το 2002, έναντι του σχεδίου Ανάν, χωρίς να λαμβάνει υπόψη το αρνητικό ψυχολογικό κλίμα που δημιουργήθηκε ανάμεσα στους Έλληνες της Κύπρου μετά τη δημοσιοποίηση του σχεδίου, αποτελεί εξόφθαλμη συνέχεια της λογικής της δογματικής συναίνεσης που χαρακτηρίζει τις επιλογές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο Κυπριακό.
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τουρκία - Αδιάλλακτη προσαρμογή
Η τουρκική εξωτερική πολιτική στο Κυπριακό, ιδιαίτερα μετά το 1974, ακολούθησε το μοντέλο της αδιάλλακτης προσαρμογής. Η στρατηγική νίκη της Τουρκίας, που συνετελέσθη με την εισβολή, καθώς επίσης και η εμφανής στρατηγική αδυναμία στην οποία ευρέθη η ελληνική πλευρά μετά το 1974 ευνόησαν σημαντικά την Τουρκία να εφαρμόσει αυτό το πρότυπο προσαρμογής.
Μετά το 1974, η Τουρκία προσπάθησε να μετατρέψει τον στρατηγικό χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, και πιο ειδικά εκεί όπου υπήρχε σύγκρουση ελληνοτουρκικών συμφερόντων, έτσι ώστε να είναι σύμφωνος με τις ανάγκες του πολιτικού της συστήματος. Δηλαδή, το τουρκικό κράτος δεν έδειξε ότι θα μετέβαλλε την εξωτερική του πολιτική και το πολιτικό του σύστημα εξαιτίας των αιτημάτων που προέρχονται από το διεθνές περιβάλλον. Αυτό ευνοήθηκε ιδιαίτερα από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ, ως η συμμαχική υπερδύναμη της Τουρκίας, θεωρούσαν και θεωρούν ότι το στρατογραφειοκρατικό κατεστημένο της Άγκυρας αποτελεί την πιο σημαντική εγγύηση για την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή και, ως εκ τούτου, θα πρέπει και αυτές να υποστηρίζουν τον ηγεμονικό του ρόλο στο πολιτικό σύστημα της Τουρκίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αυξημένης αυτοπεποίθησης που δίδει η υποστήριξη των ΗΠΑ, καθώς επίσης και η γεωπολιτική νίκη του 1974, οι διαμορφωτές των αποφάσεων της τουρκικής εξωτερικής στο Κυπριακό πιστεύουν ότι συμμετέχουν σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, όπου σίγουρα θα είναι νικητές.
Η εφαρμογή δύο εντελώς αντιθέτων μοντέλων συμπεριφοράς εξωτερικής πολιτικής ήταν αναπόφευκτο να έχει αντανακλάσεις σε ένα σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού, όπως το σχέδιο Ανάν, όπου εσωτερικεύει το μεγαλύτερο μέρος των στρατηγικών στόχων της Τουρκίας στην Κύπρο με την ταυτόχρονη απαίτηση από την ελληνική πλευρά να συναινέσει σε ένα πλαίσιο στρατηγικού συμβιβασμού.
Το γεωπολιτικό περιβάλλον της Κύπρου έχει μεγάλο έλλειμμα ασφαλείας για τρεις λόγους: α) η τουρκική στοχοθεσία ηγεμονικών αξιώσεων παραμένει αμείωτη, β) η αστάθεια στη Μέση Ανατολή συνεχίζεται (συγκρούσεις και ασύμμετρες απειλές) και γ) η όποια εγγύηση ασφαλείας εκ μέρους της ΕΕ βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της προσδοκίας. Ως εκ τούτου, ο παράγων ασφάλεια συνιστά αδήριτη αναγκαιότητα που θα πρέπει να υλοποιείται σε ένα σχέδιο λύσης προκειμένου να εξασφαλισθεί η σταθερότητα και η ευημερία του μορφώματος που θα προκύψει μέσα από τη λύση.
ΘΕΜΑ 2
Αποστρατιωτικοποίηση και λύσηΕΝΘΕΤΟ
* Η Κύπρος βρίσκεται σε περιοχή μεγάλης γεωστρατηγικής σημασίας και σε περίπτωση οποιασδήποτε κρίσης η αποστρατιωτικοποίηση θα παραβιασθεί από δυνάμεις γειτονικών ή άλλων χωρών.
Φοίβος ΚλόκκαρηςΣήμερα όλες οι χώρες της ΕΕ διαθέτουν Ένοπλες Δυνάμεις (ΕΔ) για την ασφάλειά τους, περιλαμβανομένης της Μάλτας που έχει περίπου την έκταση της επαρχίας Πάφου. Ένα μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων των ΕΔ της Μάλτας αφορά την αντιμετώπιση του προβλήματος των λαθρομεταναστών από την Αφρική.
Οι ΕΔ αποτελούν τον βασικότερο συντελεστή της αμυντικής ικανότητας ενός κράτους, αναγκαίας για την αντιμετώπιση απειλών κατά της ασφάλειάς του. Είναι το κύριο μέσο για την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του στην ξηρά, τη θάλασσα, τον αέρα, και την προστασία των εθνικών του συμφερόντων.
Σε περίπτωση λύσης του κυπριακού προβλήματος, θα πρέπει να αποστρατιωτικοποιηθεί η Κύπρος από τα ξένα στρατεύματα, αλλά το κυπριακό κράτος δεν πρέπει να στερηθεί το δικαίωμα της αυτοάμυνας και της διάθεσης ιδίων Ενόπλων Δυνάμεων κατά τη βούλησή του.
Κατά την άποψή μου δεν εξυπηρετεί την Κύπρο η υποστήριξη της θέσης για πλήρη αποστρατιωτικοποίηση σε περίπτωση λύσης, για τους παρακάτω λόγους:
* Το δικαίωμα της αυτοάμυνας είναι συνυφασμένο με την έννοια του κράτους και κατοχυρώνεται από τον καταστατικό χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (Άρθρο 51), γιατί συμβάλλει στο αγαθό της ασφάλειας και της ειρήνης. Η ειρήνη είναι συνάρτηση του συσχετισμού δυνάμεων.
* Η Κύπρος βρίσκεται σε περιοχή μεγάλης γεωστρατηγικής σημασίας και, σε περίπτωση οποιασδήποτε κρίσης, η αποστρατιωτικοποίηση θα παραβιασθεί από δυνάμεις γειτονικών ή άλλων χωρών.
* Η Κύπρος βρίσκεται πλησίον της ασταθούς περιοχής της Μέσης Ανατολής, στο πλέον ευαίσθητο τμήμα των συνόρων της ΕΕ, από όπου ενδέχεται να προκύψουν απειλές κατά της ασφάλειάς της, αλλά και της ασφάλειας της ΕΕ (τρομοκρατία, λαθρομετανάστευση, όπλα μαζικής καταστροφής, λαθρεμπόριο όπλων κλπ).
* Δεν θα είναι δυνατή η εξασφάλιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του Κυπριακού Κράτους στην ξηρά, τη θάλασσα και τον αέρα, ούτε δυνατή ουσιαστική συμμετοχή της στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) της ΕΕ.
* Εξυπηρετεί την Τουρκία, η οποία, λόγω εγγύτητας προς την Κύπρο, θα έχει τη δυνατότητα άμεσης στρατιωτικής επέμβασης χωρίς να αντιμετωπίσει αντίσταση.
* Εξυπηρετεί τη Βρετανία, η οποία θα εκμεταλλεύεται μονοπωλιακά τα στρατηγικά πλεονεκτήματα από τη γεωστρατηγική θέση της Κύπρου.
Εκτιμάται ότι οι κατά προτεραιότητα ευμενέστερες επιλογές για την Τουρκία (δυσμενέστερες για μας) στα θέματα ασφάλειας είναι:
1η Επιλογή (όπως Σχέδιο Ανάν)
Η Τουρκία διατηρεί επεμβατικά δικαιώματα και στρατεύματα στην Κύπρο.
Η Κύπρος αφοπλίζεται.
2η Επιλογή (πλήρης αποστρατιωτικοποίηση)
Η Κύπρος αφοπλίζεται.
3η Επιλογή (ευμενέστερη για την Κύπρο)
Η Τουρκία δεν διατηρεί επεμβατικά δικαιώματα και στρατεύματα στην Κύπρο.
Η Κύπρος διατηρεί το δικαίωμα της αυτοάμυνας και διάθεσης ιδίων Ενόπλων Δυνάμεων κατά τη βούλησή της.
Από ορισμένους προβάλλεται το επιχείρημα ότι η Κύπρος δεν μπορεί να έχει μικτές ΕΔ (στρατιωτικές μονάδες αμιγείς από Ε/Κ και Τ/Κ υπό μικτό προϊστάμενο επιτελείο) γιατί υπάρχει κίνδυνος να επέλθει σύγκρουση μεταξύ τους, προφανώς λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης και εξάρτησης των Τ/Κ από την Τουρκία. Κατά τη γνώμη μου, αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της εμπιστοσύνης και απεξάρτησης από την Τουρκία, δεν θα είναι δυνατή η αποτελεσματική λειτουργία και των βασικών εξουσιών του Κοινού Κράτους (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική), των οποίων κύριος στόχος θα πρέπει να είναι η εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων του Κυπριακού Κράτους. Θα υπάρχει μια συνεχής υπόσκαψη στους κόλπους των εξουσιών αυτών, που θα στοχεύει στην εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων της Τουρκίας, με αποτέλεσμα το υπό σύσταση Κράτος να καταστεί θνησιγενές (π.χ. στο μικτό υπουργικό συμβούλιο θα συζητούνται τα υψίστης σημασίας θέματα Εθνικής Ασφάλειας και συμφέροντα της Κύπρου - οικονομικά, πολιτικά κλπ). Με απλά λόγια, αν δεν μπορούμε να έχουμε κοινές ΕΔ, δεν μπορούμε να έχουμε και κοινό Κράτος, και κατά συνέπεια δεν μπορεί να υπάρξει και βιώσιμη λύση του Κυπριακού.
ΘΕΜΑ 3Εγγυήσεις και επεμβατικά δικαιώματαΕΝΘΕΤΟ
Η Τουρκία το 1974 θα πραγματοποιούσε την εισβολή στην Κύπρο είτε υπήρχε η συνθήκη εγγυήσεων είτε δεν υπήρχε. Θα την πραγματοποιούσε επειδή, κατά τη δική της εκτίμηση, με το πραξικόπημα θα γινόταν η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και αυτό ανέτρεπε μια στρατηγική 50 και πλέον χρόνων, που αφορούσε την ασφάλεια του "μαλακού της υπογαστρίου".
Ανδρέας ΠενταράςTo γεγονός ότι δεν παρατηρήθηκε πρόοδος στην πτυχή της ασφάλειας, παρά τις συναντήσεις που έγιναν από τις ομάδες εργασίας, αποδεικνύει για μια ακόμα φορά ότι η πτυχή αυτή αποτελεί ίσως το πιο ακανθώδες ζήτημα στη λύση του Κυπριακού. Ο κυριότερος λόγος είναι επειδή στην πτυχή της ασφάλειας εμπλέκεται άμεσα η Τουρκία, η οποία τον τελευταίο μισό αιώνα έκτισε μια στρατηγική αναφορικά με την αντίληψη που έχει για την ασφάλεια του "μαλακού της υπογαστρίου" (νότια και νοτιοανατολική Τουρκία) και η οποία αποσκοπεί στον γεωστρατηγικό έλεγχο της Κύπρου, αλλά και ευρύτερα της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. Οι επιδιώξεις αυτές της Τουρκίας, οι οποίες χρονολογούνται από τα μέσα της δεκαετίας του '50, έγιναν κατορθωτές μέσω της συνθήκης εγγυήσεων και της συνθήκης συμμαχίας που, μαζί με τη συνθήκη εγκαθίδρυσης, αποτέλεσαν τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Μέσω των δύο αυτών συνθηκών η Τουρκία πέτυχε να αποκλείσει εσαεί την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, η ίδια να καταστεί μία από τις εγγυήτριες δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, να διαθέτει μόνιμα στην Κύπρο στρατιωτικό απόσπασμα και να συμμετέχε, μέσω του τριμερούς στρατηγείου, στο σχεδιασμό και διεξαγωγή της άμυνας της Κύπρου. Ένας δεύτερος λόγος είναι η δικαιολογημένη στάση της ε/κ πλευράς απέναντι στο πιο πάνω σύστημα ασφάλειας και ιδιαίτερα στη συνθήκη εγγυήσεων, με τα λεγόμενα "επεμβατικά δικαιώματα" των εγγυητριών δυνάμεων. Δυστυχώς, η προσέγγιση μιας μεγάλης μερίδας της ε/κ κοινής γνώμης πάνω στο ζήτημα αυτό, η οποία έχει την άποψη περί ύπαρξης επεμβατικών δικαιωμάτων, παρά το γεγονός ότι γίνεται με καλή πρόθεση, στο τέλος ταυτίζεται με την Τουρκία, γιατί είναι η μόνη χώρα η οποία υποστηρίζει ότι η συνθήκη εγγυήσεων της παρείχε το δικαίωμα στρατιωτικής επέμβασης στην Κύπρο το 1974. Ποια είναι η πραγματικότητα, όμως, πάνω στο θέμα αυτό;
Αν ανατρέξουμε στη συνθήκη εγγυήσεων και διαβάσουμε τη σχετική παράγραφο, λέει ότι "...Εκάστη των εγγυητριών δυνάμεων επιφυλάσσει εις εαυτήν το δικαίωμα να ενεργήσει (to take action) προς τον αποκλειστικό σκοπό της αποκατάστασης της τάξης των πραγμάτων της καθιερουμένης δια της παρούσας συνθήκης". Το ότι η διατύπωση αυτή δεν έδινε κανένα δικαίωμα στρατιωτικής επέμβασης στις εγγυήτριες δυνάμεις, αποδεικνύεται και από τα παρακάτω στοιχεία και γεγονότα:
α. Αμέσως μετά την υπογραφή της, η συνθήκη εγγυήσεων κατατέθηκε στη Γραμματεία του ΟΗΕ, σύμφωνα με το άρθρο 102 του καταστατικού του χάρτη. Η Γραμματεία την έστειλε στη νομική υπηρεσία του ΟΗΕ προκειμένου να γνωματεύσει στο κατά πόσο η φράση "to take action" σήμαινε και στρατιωτική δράση. Η απάντηση της νομικής υπηρεσίας ήταν σαφής. "...Σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ανάληψη στρατιωτικής δράσης".
β. Το 1963, όταν ο Μακάριος ετοίμαζε τα 13 σημεία αναθεώρησης του Συντάγματος, απέστειλε τον Γλαύκο Κληρίδη στην Αγγλία προκειμένου να πάρει νομική συμβουλή από έγκριτο νομικό οίκο, εξειδικευμένο στα θέματα διεθνούς δικαίου. Ο Γλαύκος Κληρίδης απευθύνθηκε στον διεθνούς φήμης δικηγόρο Frank Soskice, o οποίος του έδωσε την απάντηση: "Yπό τις συνθήκες αυτές, ακόμα και αν οι λέξεις 'να αναλάβουν δράση' θεωρηθούν ότι σημαίνουν στρατιωτική δράση, τέτοια δράση δεν μπορεί να αναληφθεί χωρίς προηγούμενη συγκατάθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας".
γ. Στις 19 Δεκεμβρίου 1963 ο Γλαύκος Κληρίδης συναντά τον ύπατο αρμοστή της Βρετανίας προκειμένου να συζητήσουν τα 13 σημεία αναθεώρησης του Συντάγματος. Σε ερώτηση του Γλαύκου Κληρίδη κατά πόσο η Βρετανία, στην περίπτωση ενδοκοινοτικών συγκρούσεων, θα μπορούσε να διαθέσει στρατεύματα ως εγγυήτρια δύναμη προκειμένου να επιβάλουν την τάξη, η απάντηση του ύπατου αρμοστή ήταν: "Η Βρετανική κυβέρνηση δεν δικαιούται να επέμβει στρατιωτικώς στην Κύπρο άνευ προγενεστέρας συγκατάθεσης του Συμβουλίου Ασφαλείας".
δ. Στις 20 Ιουλίου 1974 συνήλθε το Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ προκειμένου να μελετήσει την κατάσταση που δημιουργήθηκε με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και εξέδωσε ομόφωνα το γνωστό ψήφισμα 353, με το οποίο απορρίπτει τις αιτιάσεις της Τουρκίας για ειρηνευτική επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε με βάση τα δικαιώματα που της παρείχε η συνθήκη εγγυήσεων, και την καλεί να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Κύπρο.
ε. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην υπόθεση Τιτίνας Λοϊζίδου όπως και στις επόμενες που ακολούθησαν, απορρίπτει επίσης τις αιτιάσεις της Τουρκίας περί του δικαιώματος επέμβασης και της επιδικάζει τις γνωστές αποζημιώσεις. Όλοι οι επιδρομείς και όλοι οι κατακτητές πάντοτε θα επικαλούνται κάποια συνθήκη ή κάποιο καταστατικό χάρτη για να δικαιολογήσουν την πράξη τους απέναντι στη διεθνή κοινή γνώμη. Γι' αυτές τις πράξεις τους όμως δεν φταίνε οι συνθήκες. Φταίνε οι ίδιοι οι επιδρομείς και οι κατακτητές. Η Τουρκία το 1974 θα πραγματοποιούσε την εισβολή στην Κύπρο είτε υπήρχε η συνθήκη εγγυήσεων είτε δεν υπήρχε. Θα την πραγματοποιούσε επειδή, κατά τη δική της εκτίμηση, με το πραξικόπημα θα γινόταν η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και αυτό ανέτρεπε μια στρατηγική 50 και πλέον χρόνων που αφορούσε την ασφάλεια του "μαλακού της υπογαστρίου".
Αν θέλουμε δε να απαντήσουμε στο ερώτημα αν θα πρέπει να καταργηθεί ή όχι η συνθήκη εγγυήσεων, η απάντηση είναι ανεπιφύλακτα να καταργηθεί. Όχι όμως επειδή παρέχει επεμβατικά δικαιώματα στις εγγυήτριες δυνάμεις, αλλά επειδή, όπως αποδείχθηκε στην πράξη, δεν εξυπηρετεί το σκοπό για τον οποίο καταρτίσθηκε. Επειδή δεν παράγει ασφάλεια ούτε για την εδαφική ακεραιότητα, ούτε για την ανεξαρτησία, ούτε για τη συνταγματική τάξη της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Διαβάστε περισσότερα...