Σάββατο 30 Αυγούστου 2008

ASIA SENZA FUTURO-Ασία Χωρίς Μέλλον


Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, με τον καθηγητή, Luigi Cerantola

καθηγητή της ιταλικής φιλολογίας στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο.  

 

Ευρώπη ή Ασία;

 

Προς τα πού γέρνει ο γεωπολιτικός ρωσικός άξονας; 


Προς μια Ευρώπη ύποπτη, σε μεγάλες δυσκολίες που δεν θέλει να κατανόηση τις στρατηγικές επιλογές της Ρωσίας, συνοψίζοντας αυτές, πάντοτε ίδιες, από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου, είτε προς την κατεύθυνση των συναρπαστικών νέων δυνάμεων της Ανατολικής Ασίας, που σίγουρα πρέπει να φοβόμαστε, αλλά προβλέψιμες και πάντα πρόθυμες σε τακτικές και επιχειρηματικές συμμαχίες;

  

Η συζήτηση που ακολουθεί, αναλύει θέματα ασυνήθιστα που σχετίζονται με τη γλώσσα και δίνει απαντήσεις που προκαλούν έκπληξη.




Καθηγητά Cerantola,


σε όλο το διάβα της ιστορίας, πολλοί διανοούμενοι και επιστήμονες προβληματίσθηκαν με τις θέσεις της Άπω Ανατολής, σχετικά με την επιστημονική υλη, θεωρώντας την έννοια της επιστήμης, σαν την φυσική εξέλιξη της ορθολογικής σκέψης που εφαρμόζεται σε διάφορα πεδία γνώσης.

Κάποιοι υποστήριξαν ότι η Ανατολική Ασία δεν είχε στην κατοχή της, παραδείγματα πολιτιστικής παραγωγής βασισμένα στην συστημική λογική και προσαρμοσμένα για την επαρκή ανάπτυξη της επιστήμης, για την φυσική εξέλιξη αυτής, την πρόοδο. Εσείς τι πιστεύετε;


Στις 31 Ιανουαρίου 1665 ο συγγραφέας Giovanni Magalotti πήρε συνέντευξη στη Φλωρεντία από τον ιησουίτη Giovanni Grueber που επέστρεφε από την Κίνα. “Θα σας παρακαλούσα να μας αναφέρετε κάτι για την γλώσσα και το αλφάβητο τους.

Όπως είπε για τη γλώσσα, είναι φτωχότατη, συνολικά ,ούτε τετρακόσια (400) ρήματα, δεν περιέχει.

Είπε ότι τα ονόματα είναι άκλιτα και τα ρήματα δεν συνδυάζονται εις το άπειρον. “

Γύρω από τα μαθηματικά και την επιστήμη εν γένει, ο ιησουίτης απάντησε ως εξής:

Πέρα από τη θεωρία του Κομφούκιου, τείνουν σημαντικά στην επιστήμη των αριθμών και έχουν μια ντροπιαστική μίξη της γεωμετρίας, που δεν αποδεικνύει , αλλά απλώς διαχειρίζεται την πρακτική , των χονδροειδέστερων μηχανιστικών εργασιών, δεδομένου ότι ούτε την προοπτική ούτε άλλες πλευρές της οπτικής φωτίζουν.

Από αυτό, εύκολα μπορεί κανείς να σχολιάσει την «αριστεία» τους , από τους πίνακες ζωγραφικής τους, έως και τα εργοστάσιά τους.

Όλος αυτός ο «πυρετός» τους, έγκειται στις ψευδείς επιστήμες της καθαρής γνώμης …”

Κάτι έχει αλλάξει σε 350 χρόνια; 

Απολύτως τίποτα, μιας και οι γλώσσες, αν και διαρθρωτικά αλλάζουν, αυτό, το πράττουν σε χρόνους αρκετά επιμήκεις.

Οι γλώσσες, δηλαδή η σκέψη της Ανατολικής Ασίας είναι μη κλιτές , δηλαδή άκλιτες:

Έχουν έλλειμμα ,φύλου, αριθμού, υπόθεσης, και τα ρήματα δεν συνδυάζονται στον αόριστο, ακριβώς όπως μαρτυρά ο Ιησουίτης στο 1665.

Η Θεωρία μου είναι η εξής: 

Η γλώσσα είναι το λογισμικό που δημιουργεί η σκέψη: με διαφορετικό λογισμικό, θα έχουμε διαφορετικότητα της σκέψης και, ως εκ τούτου διαφορετικότητα των πολιτισμών και των λαών.

Με άλλα λόγια, η διαφορετικότητα των λαών αποτελούνται βασικά από τη γλωσσική διαφορετικότητα. 

Τώρα μόνο η Δύση διαθέτει αυτές τις κλιτές γλώσσες , οι μόνες που έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν εξαιρετικά δομημένη σκέψη: 

Η ιστορία το αποδεικνύει:

μόνο η Δύση έχει δημιουργήσει εκείνον τον παγκόσμιο τρόπο σκέψης που δημιούργησε την επιστήμη. Η Ασία είναι μπλοκαρισμένη σε άκλιτες γλώσσες, ανήμπορες να αρθρώσουν και να καλλιεργήσουν τη λογική σκέψη η οποία τροφοδοτεί την επιστήμη.

Αυτό στην πράξη τι σημαίνει;

Αυτό σημαίνει, για να παραμείνω στο κύριο σημείο της συνομιλίας, που είναι το ρήμα, ότι στις ασιατικές γλώσσες δεν υπάρχει καμία πρακτική για να προσδιορίσει το πρόσωπο και την ώρα της δράσης, αλλά μόνο με την διάκριση, μέσω ενός επιθέματος.

Η δράση εντός της πράξης, η όχι πλέον εντος της πράξης; σημαίνει ότι δεν υπάρχει σαφής προσδιορισμός του χρόνου, ότι ο χρόνος δεν είναι διακριτός και να προσδιορίζεται τριαδικά, σε παρελθόν-παρόν και μέλλον.

Σημαίνει ότι, σε περίπτωση απουσίας της υποτακτικής, η γραμμή μεταξύ πραγματικού και πιθανού, δεν μπορεί να υπάρχει;

Σημαίνει ότι δεν υπάρχει το μέλλον ούτε καμιά κατάταξη του παρελθόντος (η ιταλική έχει 5). Σημαίνει τέλος, ότι οι εγκεφαλικές διεργασίες που πραγματοποιούνται από την Άπω-ανατολίτικη ορολογία , είναι έντονα χαμηλότερες από εκείνες που διενεργούνται από την Δυτικό-ευρωπαϊκή Ορολογία. 

Έτσι, η Ανατολική Ασία, παρόλο που έχει ένα αόριστο παρελθόν, είναι χωρίς μέλλον.


Υπάρχει μια Ασία που έχει μέλλον;

Ναι, από την Ινδία πηγαίνοντας προς δυτικά, το μέλλον υπάρχει, και υπάρχουν περιοχές που κατέχουν ακόμη και δύο μέλλοντα, το επερχόμενο και το απλό, που καθιερώνουν συνεπαγωγή μεταξύ δύο μελλοντικών δράσεων.

Γύρω στο 1930 ο Ιάπωνας ευγενής Kuki Shuzo ταξίδεψε στην Ευρώπη, όπου είχε επαφές ακόμη και με τον Heidegger: ήταν στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στην Ιταλία: εδώ, από μαρτυρία του, έκανε την πιο όμορφη ανακάλυψη , στο πρόσωπο της οποίας, έπεσε στα γόνατα της: 

Η ανακάλυψη του πρότερου μέλλοντος.

Ο Kuki προσχώρησε στον Καθολικισμό, αλλά δεν ήταν αρκετό για φέρει στην πατρίδα του οποιοδήποτε μέλλον, ούτε απλό, ούτε σύνθετο.

Θα έπρεπε να εισάγουν πρωτίστως, την σχετική αντωνυμία, διότι είναι μέσω της σχετικής αντωνυμίας ότι έχουμε την ευκαιρία να διαμορφώσουμε την πρώτη από τις δευτεροβάθμιες προτάσεις, την λειτουργία: δηλαδή να θέσουν σε ένα σύστημα εξάρτησης τις έννοιες μεταξύ των.

Λοιπόν, οι Ιάπωνες δεν έχουν ούτε την σχετική αντωνυμία. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν μπορεί να επιτραπεί η κατηγοριοποίηση (των εννοιών), και ως εκ τούτου, η συνομιλία, σταματά στην παράταση, δηλαδή σε μια αλληλουχία σκέψεων χωρίς κατάταξη ούτε σε χρόνο ούτε σε προτεραιότητα.

Η Ασία είναι επομένως καθηλωμένη στην παράταση.

Έτσι ήταν πάντα;

Υπήρξε μια εποχή κατά την οποία η Ασία εκκινεί από την ινδική λεκάνη προς την κατεύθυνση της Δύσης, που της έφερε κλιτική) και σύνταξη: εξ αυτού γεννήθηκε η ιστορία και το μεγαλείο της Δύσης. 

Υπήρξε μια εποχή που η Ασία κινήθηκε από τις Κεντρικές στέπες προς την Δύση, φέρνοντας την παράταση της, και ιδού οι βαρβαρότητες! 

Ιδού η κατάρρευση της Δύσης 1500 χρόνια πριν, μια κατάρρευση που κόστισε στον κόσμο, τον Μεσαίωνα, που ήταν μια κατάρρευση γλωσσική που ακόμα εξακολουθούν να υφίστανται οι συνέπειες της, όλοι αναγνωρίζουμε ότι το μέγιστο του πολιτισμού δεν επετεύχθη από εμάς, ούτε καν κατά την Αναγέννηση, αλλά το μέγιστο, ήταν η αρχαϊκή σκέψη ,Ελληνική και Ρωμαϊκή.

Αλλά ο αρχαϊκός Έλληνο-ρωμαϊκός τρόπος σκέψης, ήταν ότι πιο συντακτικό έχει ο κόσμος.

Οι βαρβαρικές επιδρομές μετατράπηκαν σε επιδρομές γλωσσικές που κατέστρεψαν τμήμα της κλασικής σύνταξης, επιφέροντας στην Δύση, έλλειψη λογικής σκέψης, με τον επακολουθούμενο θρίαμβο της μαγικής σκέψης και τον χωρίς λογική θρησκευτικό.

Όλα αυτά τι συνέπειες επέφεραν σε πρακτικό επίπεδο;

Η παράταση γλώσσας-σκέψης, προφανώς έχει επιπτώσεις στο σύνολο της ανθρώπινης συμπεριφοράς, η οποία ανθρώπινη συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα της σκέψης.

Αν δεχθούμε ότι η αναγκαία απαιτουμένη λογική στην επιστήμη είναι «καρπός» της σύνταξης, τότε οι παρατατικές γλώσσες εξαιρούνται: και αυτό ισχύει, τόσο για την κατανόηση της επιστήμης, όσο και στην ανάπτυξή αυτής.

Ξεκινώντας με βάση την υπόθεση ότι η γλώσσα ,διαμορφώνει την σκέψη ,άρα τον πολιτισμό, σε ποιες πολιτισμικές περιοχές της Ανατολικής Ασίας είναι ορατή αυτή η μορφή παράτασης;

Η εμπειρία της παράτασης μπορεί να ανευρεθεί στην Ανατολική Ασία, στο οτιδήποτε. Εμείς υποδεικνύουμε 4 τομείς της έκφρασης: Κουζίνα - Ζωγραφική - Κήποι - Πολεοδομικό σχεδιασμό.

Η ιαπωνική κουζίνα, η οποία παραμένει μια από τις πιο υγιεινές στον κόσμο, είναι παρατατική. Όλα σερβίρονται χωρίς χρονοδιάγραμμα και μπορούν να καταναλωθούν, χωρίς σειρά προτεραιότητας. Η διαφορά με τη Δυτική κουζίνα είναι ολοφάνερη. 

Η ζωγραφική δεν έχει ποτέ φτάσει σε σημείο ακριβούς ορισμού του χώρου: η προοπτική είναι καθαρά εμπειρική και τα αντικείμενα συνδυάζονται χωρίς ακρίβεια και συγχρονισμό. Εξ ου και η αύρα της διακοπείσας μαγείας, διαφέροντας με την δυτική τέχνη που βασίζεται στην χωρική και φυσική ανάλυση της πραγματικότητας.

Οι κήποι δεν συνίστανται σε μια παρτιτούρα του χώρου αλλά σε μείωση της φύσης (δέντρα) από αναγωγική μορφές που λαμβάνονται μέσω συνεχούς κλάδεμα Μπονσαι (Bonsai). 

Ο πολεοδομικός σχεδιασμός, ο οποίος από τη φύση του, έχει συντακτική σχέση εξάρτησης με τα αρχιτεκτονικά μέρη εντός του χώρου, δεν υπάρχει. 

Όποιος επισκέπτεται το Τόκιο, θα έχει την εμπειρία από όλα αυτά τα δραματικά στοιχεία: δεν υπάρχει το κέντρο της πόλης, καμία πλατεία, καμία ένδειξη οδικού συστήματος, Κανένα έργο, ενταγμένο ως μέρος μιας ολότητας.
Δεν είναι ενδεικτικό, ότι η Κίνα οικοδομεί τις νέες της πόλεις με δυτικούς αρχιτέκτονες;

Όμως δεν αληθεύει ότι, η Κίνα και η Ιαπωνία ειδικά, ιδίως κατά τις τελευταίες δεκαετίες είναι ιδιαίτερα εξελιγμένοι και εκσυγχρονισμένοι, αποδεικνύοντας την ικανότητά τους να ενστερνίζονται και να απορροφούν την γνώσης της Δυτική πολιτιστικής και επιστημονικής προόδου, να παράγουν ανεξάρτητα και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και να υπερβαίνουν τη Δύση;

Ας ειπωθεί ξεκάθαρα: H Ασία, χαίρεται (ή υποφέρει) σήμερα, τα αποτελέσματα της δυτικής επιστήμης, σε καθαρά τεχνολογικό επίπεδο.

Του Μοντερνισμού, τον οποίον έφερε η Δυτική επιστήμη, ο οποίος δεν έχει καμία έννοια: ούτε λογική, ούτε αισθητική, ούτε κοινωνική, ούτε πολιτική, ούτε ηθική.

Ολόκληρη η Ασία δεν έχει ποτέ λάβει την έννοια της αποδεδειγμένης αλήθειας (η οποία, παραμένει η πραγματική κληρονομιά της ελληνικής σκέψης), ακολουθεί μόνο την έννοια της εξουσίας, και σε αυτήν την κατοχή μονόπλευρα στηρίζεται. 

Το δείχνει η Κίνα, η οποία εισάγοντας από τη Ρωσία, και εφαρμόζοντας το, καταστροφικά, ένα πολιτικό μοντέλο το οποίο με τη σειρά της, η Ρωσία είχε άκριτα εισάγει από την Γερμανία: 

Στην πραγματικότητα δεν έχει ποτέ αναπτυχθεί στην Ασία, εν τη απουσία της θεωρίας, κανένα πολιτικό μοντέλο και για αυτό, κατά την εμφάνιση της Δύσης ,την μιμείται σε όλα, σε όλες τις συμπεριφορές ακόμη και τον Δυτικό τρόπο ντυσίματος μιμείται.

Όμως παραμένει ένας τρόπος μίμησης στείρος και επιφανειακός μόνο, που έγινε από ανθρώπους που διαμορφώνουν μια σκέψη ριζικά διαφορετική, και πιο εύκολη, από εκείνο, που παρήγαγε αυτή την νοοτροπία που προσπαθούν να μιμηθούν. 

Για να αποσαφηνιστεί η εννοιολογική δυναμική των διαφόρων γλωσσών / πολιτισμών, σας προτείνω ένα στοιχειώδες πείραμα , το οποίο αποτελείτο από την επεξεργασία των παραλλαγών μιας απλής φράσης, που ακούγεται στα ιταλικά “Το λευκό φεγγάρι λάμπει στον ουρανό γαλήνιο”, και λέω ότι θα δούμε πως ταιριάζουν σε λειτουργία γλώσσες, με τις δικές τους πολυπλοκότητες, αναγκάζοντας μας σε μια κατηγοριοποίηση η οποία θα είναι πολύ λίγο πολιτικά ορθή, αλλά πολύ χρήσιμη στην προκειμένη στιγμή. 

Προκαταβολικά, θα δούμε έναν καθαρό διαχωρισμό μεταξύ γλωσσών κλιτών και μη κλιτών, ένα ανυπέρβλητο χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Αυτή η φράση στα Ιταλικά, έχει 324 παραλλαγές που προέκυψαν από την απλή μετακίνηση των καταλήξεων.

Στις μη κλιτές Γλώσσες, οι παραλλαγές είναι μειωμένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Και αυτό εξηγεί αρκετά την λεγόμενη “ιταλική δημιουργικότητα» ενάντια, της τάσης της μίμησης που διακρίνει τις Άπω-ασιατικές κουλτούρες.

Ποια είναι λοιπόν, υπό το φως αυτών των αναλύσεων, τα πιθανά, κοινωνικό-πολιτικά σενάρια που έχουμε μπροστά μας;


Ο νέος αιώνας θα δει την σύγκριση της Ασίας και της Ευρώπης, θα είναι τότε σαφές το συνολικό εγγενές, η υπεροχή της Δύσης:

Η υπεροχή των κλιτών γλωσσών, έναντι της αδυναμίας των μη κλιτών , να σχεδιάζουν και να διαχειρίζονται τα συστήματα. 

Υπό την προϋπόθεση, ότι ωθούμενη από την ανανεωμένη αγριότητα, η Δύση δεν καταρρεύσει και πάλι, όπως 1500 χρόνια πριν.

Τότε πραγματικά θα είναι το τέλος. 

Τώρα η πιο ελκυστική χώρα από γλωσσική άποψη, διότι περιέχει στο εσωτερικό της, την γραμμή μεταξύ των δύο πολιτισμών, είναι η Ρωσία: Το έδαφος της καλύπτει, δύο τομείς ανθρωπολογικός διαφορετικούς: τον κλιτικό, γλωσσικά, ευρωπαϊκό χώρο, και τον Ασιατικό χώρο, γλωσσολογικά μη κλιτικό.

Το σύνολο του ρωσικού μεγαλείου, έχει παραχθεί από τον Ευρωπαϊκό χώρο αυτής, είναι ορατό στα μάτια του κόσμου. Αυτό το όνειρο της ενσωμάτωσης των δύο περιοχών, γεννηθέντος υπό τον «μυστικισμό» του κομμουνισμού, είναι αποτυχημένο, είναι εμφανές στα μάτια όλων. 

Ότι η Ρωσία έχει παράγει μεγαλειώδη, είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο.

Εκείνο που δεν λέγεται, είναι ότι η Ρωσία έκανε άλμα στο 1700 από μια κατάσταση σχεδόν πρωτοχριστιανική και περιήλθαν στην κατοχή της τα πιο προηγμένα συστήματα λογικής, και τα αναπαρήγαγε/παρήγαγε, η ίδια, αυτόνομα σε χρόνο, και σε πρωτοφανώς απίστευτο, σύντομο χρονικό διάστημα.

Συγκρινόμενη με την ‘Αγγλία, η οποία ξεκινώντας αρκετά πρώτη χρονικά και με συγκριτικά πλεονεκτήματα περισσότερα, δεν έφτασε ποτέ σε αυτό το επίπεδο.

Διαφαίνεται ότι το μυστικό σε όλο αυτά, στηρίζεται στο Ρωσικό «λογικό σύστημα-γλώσσα», το οποίο βασίζεται δυναμικά στο Έλληνο-Βυζαντινό κλασικό, ενώ τα αγγλικά, είναι σύστημα χαλκευμένο μεταξύ της μη κλιτικής Σαξονικής και της κλιτικής Λατινικής, με αποτέλεσμα να μην είναι ποτέ, πολύ μακριά από την λογική και ποτέ πολύ, μέσα σ ‘αυτήν.

Τα προϊόντα αυτά (αυτού του γλωσσικού συστήματος) το αποδεικνύουν:

Η Αγγλία δεν έχει φτάσει ποτέ τη δημιουργική ολοκλήρωση των Γάλλων, ούτε τις κορυφές της Γερμανικής λογικής, ούτε το βάθος και το εύρος της ρωσικής κουλτούρας.

Οι Ιταλοί, έχοντας το γλωσσικό τους σύστημα, πιο ισορροπημένα ανάμεσα στην πλαστικότητα και την αυστηρότητα, είναι έκτος συζητήσεως.

Αλλά τώρα το παγκόσμιο επίπεδο, εγείρει την Ασία και την Αφρική, και υποβιβάζει την Ευρώπη, στην λιγότερο κλιτική αγγλική γλώσσα, και αυτό είναι κατανοητό ως μια νέα, έστω και μερική, βάρβαρη εισβολή.

Είναι να πιστεύουμε ότι η Ρωσία, που υποστηρίζεται από το λογισμικό της γλώσσας της, που αναδύεται από τον μαρασμό, δίδοντας το μεγαλύτερο παράδειγμα ήδη το 1700, και πάλι παράγει υψηλά κοινωνικά συστήματα και λογικής, υπό την προϋπόθεση ότι παύει η ιση σύγκριση με την Ασία, και στρέφεται αποκλειστικά στην Δύση, από την οποία εδράζεται το γλωσσικό της λογισμικό.

Όχι όμως στην Γερμανική σκέψη , η οποία της είναι ξένη, και την ώθησε στην κατάρρευση, και βεβαίως ούτε στο χαμηλού επιπέδου, κλιτικό Άγγλο-σαξονικό, αλλά σε εκείνο το Μεσογειακό, από το οποίο αντλεί τις ρίζες της η δική της γλώσσα/σκέψη.

Ούτε να έχετε την ψευδαίσθηση ότι η Ασία των τρόπων, θα φτάσει να συγχωνευτεί με την Ευρώπη του τονισμού, όπως μας λέει ο Borodin στο έργο του “Στις στέπες της κεντρικής Ασίας”: αν συμβεί, θα είναι προς όφελος της Ασίας, αλλά σε βάρος και ίσως αποσύνθεση της Ευρώπης:

Γιατί η μετάβαση από τη μαγική σκέψη στην ορθολογική, οδηγεί στην επιστήμη, το αντίθετο οδηγεί στον Μεσαίωνα.

Και ο Μεσαίωνας της λογικής, θα κατρακυλήσει όλο τον κόσμο στην Ασιατική παράταση, σκοτώνοντας την επιστήμη ως ορθολογική γνώση της πραγματικότητας, όπως την συνέθεσε και μορφοποίησε η ελληνική σύνταξη.

Προς δόξαν της παγκόσμιας ψευδαίσθησης, μιας ισοπεδωτικής ισότητας των λαών, των πολιτισμών και της ιστορίας.

 

ASIA SENZA FUTURO 


Interresante discussione con il prof. Luigi Cerantola 

Docente di letteratura italiana all’Università Imperiale di Tokio. 


Europa oppure Asia? 

Dove tende l’asse geopolitico russo? 



Verso un’ Europa diffidente, in grandi difficolta’ e che non vuole comprendere le scelte strategiche della Russia, tutto sommato sempre uguali dai tempi di Pietro il Grande, oppure in direzione delle affascinanti nuove potenze est asiatiche, certamente da temere ma prevedibili e sempre disposte ad alleanze tattiche e al business? 


La discussione seguente, analizza questioni inusuali, legate al linguaggio e da risposte sorprendenti. 


Professor Cerantola, 

nel corso della storia molti pensatori e studiosi rifletterono sulla posizione dell’Estremo Oriente in material di scienza, intendendo la scienza come la naturale evoluzione del pensiero razionale applicata ai diversi ambiti del sapere. 



Alcuni sostenevano che l’Asia Orientale non fosse in possesso di paradigmi culturali logicosistemici adeguati allo sviluppo della scienza, 

e quindi del progresso. Lei cosa ne pensa? 


Il 31 gennaio 1665 lo scrittore Giovanni Magalotti intervistò a Firenze il gesuita Giovanni Grueber che tornava dalla Cina. “Lo pregammo a dirci qualche cosa della lingua e del loro alfabeto. 

Quanto alla lingua replicò esser poverissima, non arrivando assolutamente a quattrocento vocaboli. 

Disse che i nomi sono indeclinabili e i verbi non coniugarsi altrimenti che per infiniti”. 

Circa le matematiche e la scienza in generale il gesuita rispose così: 

“Oltre alla dottrina di Confucio attendono grandemente alla scienza de’ numeri ed hanno un’ignobile spezie di geometria, non dimostrante, ma dirigente semplicemente la pratica delle operazioni mecaniche più grossolane, poiché né della prospettiva né dell’altre parti dell’ottica non hanno alcun lume. 

Dal che si può facilmente argomentare l’eccellenza non meno delle loro pitture che delle loro fabbriche. 

Tutto il loro fervore consiste nelle false scienze di pura opinione…”. 


Qualcosa è cambiato in 350 anni? 

Assolutamente nulla, da che le lingue, se pur strutturalmente cambiano, lo fanno in tempi assai lunghi: le lingue, ossia il pensiero, dell’Asia orientale sono inflessive, ossia indeclinabili: 

mancano di genere, numero, caso, e i verbi non si coniugano che all’infinito, esattamente come testimoniò il gesuita nel 1665. 

La mia teoria consiste in questo: 

le lingue sono il software che crea il pensiero: a diversità di software, avremo diversità di pensiero, e quindi diversità di culture e di popoli. 

Ossia, le diversità dei popoli consistono fondamentalmente nelle diversità linguistiche. 

Ora soltanto l’Occidente possiede quelle lingue flessive che sole hanno possibilità di elaborare pensiero altamente strutturato: 

la storia sta a dimostrarlo: 

solo l’Occidente ha creato quel pensiero universale che ha generato la scienza. 

L’Asia è ferma a lingue inflessive, impotenti ad articolare il pensiero logico di cui la scienza si nutre. 


Questo nel concreto cosa significa? 

Significa, per attenerci al re del discorso, cioè il verbo, che nelle lingue asiatiche non esiste alcuna operazione a determinare la persona e il tempo dell’azione, ma soltanto a distinguere, attraverso un suffisso, 

l’azione in atto o non più in atto; significa che non esiste chiara determinazione di tempo, che il tempo non è inteso e distinto trinitariamente in passato-presente-futuro; 

Significa che, non esistendo il congiuntivo, il discrimine tra reale e possibile non esiste; 

Significa che non esiste il futuro né alcuna classificazione del passato (l’italiano ha 5 passati). Significa infine che le operazioni mentali operate dal linguaggio estremoasiatico inflessivo sono fortemente inferiori a quelle operate dal linguaggio flessivo occidentale. 

Dunque l’Asia orientale, se pure ha un vago passato, è senza futuro. 


Esiste anche un’Asia che ha il futuro? 

Sì, dall’India andando ad occidente il futuro esiste, e ci son terre che di futuri ne posseggono due addirittura, l’anteriore e il semplice, a stabilire antecendenza tra due azioni future. 

Attorno al 1930 il nobile giapponese Kuki Shuzo viaggiò in Europa, dove ebbe contatti perfino con Heidegger: 

Fu a Parigi, Londra, in Italia: qui, per sua testimonianza, fece la scoperta più mirabile, quella di fronte alla quale cadde in ginocchio: 

La scoperta del futuro anteriore. 

Kuki si convertì al cattolicesimo ma non gli fu sufficiente per portare in patria alcun futuro, né semplice né composto. 

E avrebbe dovuto importare anzitutto il pronome relativo perché è attraverso il pronome relativo che si arriva a formulare la prima delle proposizioni secondarie, la relativa: a mettere cioè in sistema di dipendenza un concetto sull’altro. 

Ebbene, il giapponese non ha nemmeno il pronome relativo. Ne consegue che non può permettersi la subordinazione, e che quindi il discorso si ferma alla paratassi, ossia a una sequenza di pensieri senza classificazione né di tempo né di priorità. 

L’Asia è dunque ferma alla paratassi. 

È sempre stato così? 

Ci fu un’età in cui l’Asia mosse dal bacino dell’Indo verso Occidente portandovi flessione e sintassi: da ciò nacque la storia e la grandezza dell’Occidente. 

Ci fu poi un tempo in cui l’Asia mosse dalle steppe centrali verso Occidente portandovi la sua paratassi, e fu la barbarie: 

Fu il collasso dell’Occidente 1500 anni fa’, un collasso che costò al mondo il medioevo, e fu un collasso linguistico di cui ancora portiamo le conseguenze, tutti affermando che lo splendore massimo della civiltà fu raggiunto non da noi, nemmeno nel Rinascimento, ma dal pensiero antico, Greco e romano. 

Ma il pensiero greco-romano fu quanto di più sintattico abbia avuto il mondo. 

Le invasioni barbariche furono dunque invasioni linguistiche che distrussero parte della sintassi classica facendo precipitare l’ Occidente in un’insufficienza di pensiero logico, col conseguente trionfo del pensiero magico e alogico-religioso. 

Tutto ciò che conseguenze comporta a livello pratico? 

La paratassi di lingua-pensiero ha ricadute ovviamente su tutto l’agire, da che l’agire umano procede dal pensiero. 

Se ammettiamo che la logica necessaria alla scienza è φiglia della sintassi, allora le lingue paratattiche ne sono escluse: e ciò si dica sia della comprensione della scienza, sia dell’elaborazione di essa. 


Partendo dal presupposto che la lingua modella il pensiero e quindi lacultura, in quali ambiti della cultura dell’Asia Orientale è visibile questa forma di paratassi? 

La paratassi può essere esperita in Asia Orientale da qualsiasi. Noi ne indichiamo 4 ambiti d’espressione: cucina – pittura – giardini – urbanistica. 

La cucina giapponese, che rimane una delle più sane del mondo, è paratattica: tutto vien servito senza sequenza temporale e può essere mangiato senza alcun ordine di precedenza. La differenza con le cucine occidentali è lampante. 

La pittura non è mai giunta ad esatta definizione spaziale: la prospettiva è puramente empirica e gli oggetti sono accostati senza rapporto mensurale. Da ciò la sua aura di sospesa magia, a diff erenza dell’arte occidentale improntata all’analisi spaziale e fisica della realtà. 

I giardini consistono non in una partitura dello spazio ma in una riduzione della natura (alberi) entro forme riduttive ottenute tramite costante potatura (bonsai). 

L’urbanistica, che per sua natura intrinseca è sintattica in quanto rapporto subordinazione delle parti architettoniche nello spazio, non esiste. 

Chi arriva a Tokyo, ne ha tutta la drammatica evidenza: nessun centro-città, nessuna piazza, nessun sistema d’indicazione viaria, nessun progetto d’insieme. 

Non per nulla la Cina sta facendo costruire le sue nuove città ad architetti occidentali. 

Ma non è forse vero che Cina e Giappone in particolare si siano negli ultimi decenni fortemente evoluti e modernizzati, dimostrando di saper fare proprie le cognizioni culturali e scientifiche occidentali per produrre progresso autonomamente e in certi casi addirittura superare l’Occidente? 

Si dica con chiarezza: l’Asia gode (o soffre) attualmente i risultati della scienza occidentale a puro livello tecnologico; 

Della modernità, quale portato della scienza occidentale, non ha alcun concetto: non logico, non estetico, non sociale, non politico, non morale. 

L’Asia tutta, non avendo mai assunto il concetto di verità dimostrata (che rimane la vera eredità del pensiero greco), si attiene soltanto al concetto d’autorità, e su questo unicamente si regge. 

Lo dimostra la Cina, che importò dalla Russia, praticandolo rovinosamente, un modello politico che a sua volta la Russia aveva importato acriticamente dalla Germania: 

In realtà l’Asia non ha mai elaborato, mancando di teoretica, alcun modello politico; per questo, all’apparire dell’Occidente, ne imita in tutto i comportamenti, arrivando ad imitarne perfino il vestirsi. 

Ma rimane un’imitazione sterile ed esterna, operata da popoli che elaborano un pensiero radicalmente diverso, e più semplice, di quello che ha prodotto la cultura che essi tentano di imitare. 

A chiarire le potenzialità concettuali delle diverse lingue/culture, io propongo un esperimento elementare, consistente nella elaborazione delle varianti di una frase semplice, che in italiano suona “La luna bianca splende nel cielo sereno”, e dico che vedremo allinearsi le lingue in funzione della loro complessità, costringendoci ad una classificazione che sarà molto poco politicamente corretta, ma assai utile nel momento presente. 

E si anticipi che vedremo un taglio netto tra le lingue flessive e le inflessive, un solco insormontabile tra Oriente e Occidente. 

Quella frase ha in italiano 324 varianti generate dal semplice spostamento dei termini; 

Nelle lingue inflessive le varianti si riducono alle dita di una mano. E ciò spiega a sufficienza la cosiddetta ‘creatività italiana’ a fronte della propensione all’imitazione che distingue le culture estremo-asiatiche. 


Quali sono allora, alla luce di queste analisi i possibili scenari socio-politici che ci attendono? 

Il nuovo secolo vedrà il confronto di Asia ed Europa: allora sarà chiara la totale, connaturata, supremazia dell’Occidente: 

La supremazia delle lingue flessive sull’impossibilità di quelle inflessive a concepire e gestire sistemi. 

Purché, sotto la spinta della rinnovata barbarie, l’Occidente non collassi nuovamente come 1500 anni fa’. 

Allora sarà davvero la fine. 

Ora il paese più interessante dal punto di vista linguistico, perché avente al suo interno il discrimine tra le due culture, è la Russia: il suo territorio copre infatti due aree antropologicamente diversissime: l’area europea linguisticamente flessiva, e l’area asiatica linguisticamente inflessiva. 

Che tutta la grandezza russa sia stata prodotta dall’area europea, sta sotto gli occhi del mondo. Che il sogno d’integrazione delle due aree, partorito dalla ‘mistica’ del comunismo, sia fallito, sta pure sotto gli occhi di tutti. 

Che la Russia abbia prodotto grandezze, è fatto inoppugnabile; 

Quello che non si dice, è che la Russia balzò nel 1700 da una situazione pressoché protostorica ad impossessarsi dei più avanzati sistemi logici e a riprodurli/ produrli essa stessa autonomamente in tempo incredibilmente breve, incomparabile all’Inghilterra che, partita assai prima e maggiormente avvantaggiata, non arrive mai allo stesso livello. 

Si proclami che il segreto di tutto ciò sta nel ‘sistema logico-linguistico’ russo, il quale aff onda potentemente nel greco-bizantino classico, mentre l’inglese è sistema spurio tra l’inflessività sassone e la flessività latina, col risultato di non essere mai troppo lontano dalla logica e mai troppo dentro ad essa. 

I prodotti stanno a dimostrarlo: 

L’Inghilterra non è mai arrivata alla compiutezza creative dei francesi, né alle vette della logica tedesca, né alla profondità e vastità della cultura russa. 

Gli italiani, detentori del sistema linguisticamente più equilibrato tra plasticità e rigore, sono fuori discussione. 

Ma ora il mondo si livella, sollevandosi Asia ed Africa, e abbassandosi l’Europa, sulla poco flessiva lingua inglese; e questo sia inteso come nuova, se pur parziale, invasion barbarica. 

È da credere che la Russia, supportata dal suo software linguistico, emerga dal marasma, come già diede prova la più grande nel 1700, e produca nuovamente alti sistemi logici e sociali, purché cessi il confront paritario con l’Asia e si volga interamente all’Occidente da cui ha origine il suo software linguistico; non però al pensiero germanico, che le è alieno e già la portò alla deriva, e tanto meno allo scarsamente flessivo anglosassone, ma a quello mediterraneo da cui trae radice la sua lingua/pensiero. 

Né s’illuda che l’Asia della modalità arrive a fondersi con l’Europa della tonalità come ci fa udire Borodin in “Nelle steppe dell’Asia centrale”: se avverrà, sarà a vantaggio dell’Asia, ma a svantaggio e forse sfacelo dell’Europa: 

Perché il passaggio dal pensiero magico a quello razionale conduce alla scienza, l’opposto conduce al medioevo. 

E il medioevo della logica farà recedere il mondo intero alla paratassi dell’Asia, uccidendo la scienza quale conoscenza razionale della realtà, come la intese e formalizzò la greca sintassi. 

Con buona pace all’illusione universale d’un’eguaglianza livellatrice dei popoli, delle culture, della storia.


Ανασημοσίευση από http://www.constantinmacris.com/

Διαβάστε περισσότερα...

Παρασκευή 29 Αυγούστου 2008

Μειονότητες και εδαφικές αποσχίσεις

Επιμέλεια: Χρήστος Ιακώβου



Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου το μειονοτικό φαινόμενο και οι διαστάσεις που έλαβε απετέλεσαν το επίκεντρο των εξελίξεων στα Βαλκάνια και τον Καύκασο. Για μια περίοδο το φαινόμενο αυτό απασχόλησε ερωτήματα που αφορούσαν τα πλαίσια των προβληματικών σχέσεων μεταξύ πολιτικού κέντρου και μειονοτήτων στις μετακομμουνιστικές πραγματικότητες. Σήμερα, με τις πρόσφατες διακηρύξεις ανεξαρτησίας από το Κοσσοφοπέδιο, την Αμπχαζία και τη Ν. Οσετία, το φαινόμενο καθίσταται ρυθμιστικό πεδίο στις διπλωματικές, πολιτικές και στρατιωτικές αντοχές των μεγάλων δυνάμεων, φέροντας στην επιφάνεια τα κλασικά ερωτήματα, περί ισχύος και δικαίου, σχετικά με την ανάλυση των διεθνών σχέσεων.  




Πολιτικοποίηση των μειονοτήτων στις διεθνείς σχέσεις


Του Χρήστου Ιακώβου

Η διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου, τον περασμένο Φεβρουάριο, από τους Αλβανοφώνους, η οποία αναγνωρίστηκε αμέσως από τρία μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία), καθώς επίσης και η πρόσφατη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ν. Οσετίας και της Αμπχαζίας, η οποίες ανεγνωρίσθησαν από τη Ρωσία, έχουν φέρει εκ νέου στην επιφάνεια το ζήτημα του εθνοτικού εθνικισμού και της πολιτικοποίησης των μειονοτήτων στις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις. Το φαινόμενο αυτό έχει καταστεί, μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, το πιο σοβαρό πρόβλημα στην Ανατολική Ευρώπη και ιδιαίτερα στα Βαλκάνια και τον Καύκασο. 

H εξέλιξη των διενέξεων στο Κοσσυφοπέδιο και τον Καύκασο κατέδειξε κάποια συμπεράσματα όσον αφορά την πολιτικοποίηση των μειονοτήτων και τη διεθνή διάσταση που μπορεί να λάβει ένα μειονοτικό πρόβλημα. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου το πρόβλημα των μειονοτήτων εθεωρείτο οριακό, στοιχείο που χαρακτήριζε τον Τρίτο Kόσμο, κυρίως τη Mέση Aνατολή και την Αφρική. Το πρόβλημα αυτό υπήρξε, σε μεγάλο βαθμό, το ιστορικό προϊόν αυθαιρέτων καθορισμών συνόρων κατά τη μετάβαση από την αποικιακή στη μετααποικιακή τάξη πραγμάτων. Σήμερα, η Eυρώπη καλείται να προλάβει εθνοτικές διενέξεις, να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά υπάρχουσες πριν αυτές αποβούν βίαιες, εμπόλεμες ή αποσχιστικές. Ήδη, πέραν των Βαλκανίων και του Καυκάσου, ορισμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης αντιμετωπίζουν προβλήματα εθνοτικών διενέξεων, όπως η Βρετανία (καθολικοί βορειοϊρλανδοί), η Iσπανία (Bάσκοι και Kαταλανοί), το Βέλγιο (Bαλλόνοι και Φλαμανδοί) και η Γαλλία (Κορσική) 

Για την κατανόηση της πολιτικοποίησης μιας μειονότητας και της διεθνούς διάστασης που μπορεί να πάρει ένα μειονοτικό πρόβλημα πρέπει κανείς να προσεγγίσει το ζήτημα μέσα από δύο οπτικές γωνίες: α) από την πλευρά του κράτους και της εξουσίας και β) από την πλευρά της πολιτικής ανάπτυξης και συμπεριφοράς της μειονότητας. Tα βασικά ερωτήματα που τίθενται σ' αυτή την περίπτωση είναι: Ποια είναι η συμπεριφορά του κράτους σε μια μειονότητα; Πώς αντιμετωπίζει ένα κράτος μια μειονότητα, όταν αυτή εκδηλώνει αποκεντρωτικές τάσεις; Ποια η αντίδραση της μειονότητας; Ποιοι παράγοντες λειτουργούν καταλυτικά προς την κατεύθυνση της σύγκρουσης κράτους – μειονότητας; 

H μελέτη της πολιτικοποίησης της μειονότητας και της υιοθέτησης της βίας, ως μέσου πολιτικής πρακτικής από την μειονότητα εναντίον του κράτους, καταδεικνύει ότι τέτοια περίπτωση μπορεί να εκδηλωθεί αν συντρέχουν κάποιες θεμελιώδεις προϋποθέσεις:
1) Εάν αποτελεί ή αν θεωρεί τον εαυτό της ξεχωριστή κοινότητα από την κυρίαρχη κοινότητα ή εθνότητα σε ένα κράτος.
2) Εάν υφίσταται διακρίσεις ή θεωρεί ότι υφίσταται διακρίσεις και καταπίεση από την κυρίαρχη πλειοψηφία.
3) Εάν η μειονότητα είναι συγκεντρωμένη και ζει ιστορικά σε μια περιοχή, που σε αριθμούς συναγωνίζεται ή υπερτερεί της πλειοψηφίας.
4) Εάν γειτονικό κράτος την ενισχύει και την χρησιμοποιεί ως μοχλό πίεσης εναντίον του κράτους μέσα στο οποίο ζει. H τάση αυτή για πολιτικοποίηση και εξέλιξή της σε αυτονομιστική μπορεί να ενισχυθεί αν η μειονότητα θεωρεί τον εαυτό της μέρος γειτονικού έθνους-κράτους.

Όταν μελετά κανείς την πολιτικοποίηση της μειονότητας μέσα από τα πλαίσια του εσωτερικού περιβάλλοντος ενός κράτους, το πιο πιθανόν, είναι να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το κράτος, με την πολιτική συμπεριφορά του είναι αυτό που έχει την ουσιαστική ευθύνη για την ενίσχυση ή αποτροπή της αυτονομιστικής τάσης μιας μειονότητας. Αυτό όμως μπορεί να οδηγήσει σε παραπλανητικά συμπεράσματα.

Οι ειδικές περιπτώσεις του Κοσσυφοπεδίου και του Καυκάσου έχουν θέσει ένα άλλο βασικό ερώτημα. Πότε ένα μειονοτικό πρόβλημα παίρνει διεθνή διάσταση ανάλογη με αυτή που γνωρίσαμε κατά την κρίση στην πρώην Γιουγκοσλαβική επαρχία και στις αποσχισθείσες περιοχές της Γεωργίας; 

Θα μπορούσε κανείς να ερμηνεύσει τη διεθνή διάσταση των περιπτώσεων αυτών με μια απλή επίκληση του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς έννομης τάξης. Όμως, σε τέτοια περίπτωση τα επιχειρήματα θα εξαντληθούν όταν προσπαθήσει κανείς να παραλληλίσει το μειονοτικό ζήτημα στο Κοσσυφοπέδιο ή στην Αμπχαζία ή στη Ν. Οσετία με το κουρδικό πρόβλημα, για παράδειγμα, στην Τουρκία, όπου η αντίδραση και ανταπόκριση της διεθνούς κοινότητας είναι εντελώς διαφορετική. 

H διεθνής διάσταση και δυναμική που πήραν, ειδικά αυτό το χρόνο, τα εν λόγω μειονοτικά ζητήματα, καταδεικνύουν ότι το διεθνές σύστημα δε λειτουργεί όπως η εσωτερική έννομη τάξη αλλά με βάση το συσχετισμό συμφερόντων και ισχύος στις διακρατικές σχέσεις. Επιπλέον, το διεθνές δίκαιο προσαρμόζεται στη λογική αυτού του συσχετισμού. Παράλληλα, η δράση και η αποτελεσματικότητα των διεθνών θεσμών προσδιορίζονται από τους εκάστοτε συσχετισμούς δυνάμεων (πρβλ. την αντιπαράθεση ΗΠΑ-Ρωσίας στον ΟΗΕ για το θέμα του Κοσσυφοπεδίου). Στη διεθνή κονίστρα υπάρχουν τόσες θέσεις περί δικαιοσύνης και ηθικής όσες και οι κοινωνίες που αντιπροσωπεύονται από κράτη στους διεθνείς οργανισμούς. Στο διεθνές σύστημα απουσιάζει η παγκόσμια ρυθμιστική εξουσία και το κενό αυτό επιτρέπει την ερμηνεία τέτοιων καυτών θεμάτων στη βάση των ηγεμονικών σκοπιμοτήτων. 

Επομένως, η προσπάθεια ανάλυσης τέτοιων περιπτώσεων μέσω της διαρκούς επίκλησης ιδεολογιών και ιδεολογημάτων που αντλούν φιλοσοφική νομιμότητα από ένα φαντασιακό σύστημα διεθνούς ηθικής και ταυτόχρονα αγνοούν το συσχετισμό συμφερόντων και ισχύος καταδεικνύει αδυναμία θέασης των σημερινών διεθνών σχέσεων με τους όρους της πραγματικότητας.




Mία Υπερδύναμη ξαναγεννιέται σε περιβάλλον 
μειονοτικών συγκρούσεων

  

 

Tου Ronald Steel*
 


Το ψυχόδραμα που βρίσκεται σε εξέλιξη στον Καύκασο, δεν είναι η πρώτη πράξη του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως ορισμένοι ασθμαίνοντες πολιτικοί και σχολιαστές αρέσκονται να το παρουσιάζουν. Στην ουσία, πρόκειται για την τελική πράξη του ψυχρού Πολέμου. Και ενώ η Σοβιετική Ένωση ηττήθηκε σε αυτήν την επική διαμάχη, η Ρωσία, κέρδισε το εκ νέου κάλεσμα στη σκηνή, με τρόπο ο οποίος διασφαλίζει ότι η Ουάσιγκτον, θα πρέπει πλέον να την λαμβάνει πολύ πιο σοβαρά στο μέλλον.

Η εκτίμηση αυτή δεν πηγάζει – όπως υποστηρίζουν ορισμένοι «ρεαλιστές» επί διεθνών θεμάτων – από το ότι η Μόσχα διαθέτει αρκετά στρατεύματα και πετρέλαιο ώστε να αναγκάσει τις ΗΠΑ να λάβουν υπόψιν τους υποτιθέμενους παράλογους φόβους της. Αντίθετα, η διένεξη στη Γεωργία έχει καταδείξει πόσο ρεαλιστικές είναι οι ανησυχίες της Ρωσίας όσον αφορά την ανάμιξη των Ηνωμένων Πολιτειών στην παραδοσιακή σφαίρα επιρροής της, και ότι η Ουάσιγκτον θα πρέπει πλέον να αρχίσει να της συμπεριφέρεται ως μεγάλη δύναμη που εξακολουθεί να είναι.

Με την λήξη του Ψυχρού Πολέμου, οι ρώσοι, μπορεί να εγκατέλειψαν εθελοντικά, αν και υπό διαμαρτυρία την ηγεμονική τους παρουσία στην Ανατολική Ευρώπη, εντούτοις εξακολουθούν να την θεωρούν ως αναγκαία ζώνη για την ασφάλεια τους. Πρόσφατα, οι ΗΠΑ, παραμέρισαν τις ρωσικές διαμαρτυρίες για την ανάπτυξη αμερικανικών πυραύλων στην Ανατολική Ευρώπη, καθώς και την προσπάθεια της Ουάσιγκτον για επέκταση του ΝΑΤΟ, με την ένταξη στη συμμαχία της Ουκρανίας και της Γεωργίας. Η Μόσχα αντέταξε το επιχείρημα, ότι παρόμοια θα ήταν η αντίδραση αν υπέγραφε τη δημιουργία συμφώνου με την Κούβα και τη Βενεζουέλα, και στη συνέχεια επιχειρούσε να εγκαταστήσει στις δύο αυτές χώρες πυραύλους στραμμένους προς τα βόρεια.

Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, ήταν αναπόφευκτο ότι οι ρώσοι, που επανήλθαν σε περίοδο ακμής λόγω των αποθεμάτων σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, θα αντιδρούσαν. Ο θερμοκέφαλος πρόεδρος της Γεωργίας Μιχαήλ Σαακασβίλι ήταν η αφορμή που ζητούσαν. Το τι επακολούθησε στην Ουάσιγκτον, ήταν η ανάλωση πολιτικών και από τις δύο παρατάξεις, σε ένα ρεσιτάλ φαρισαϊκής αγανάκτησης, στο οποίο εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους στο ανήμπορο θύμα και την καταδίκη της επέμβασης των νταήδων σε κράτη τα οποία το μόνο που επιζητούν, είναι να αφεθούν ήσυχα.

Τέτοιου είδους διακηρύξεις, παραγνωρίζουν και αγνοούν μία πάγια γεωπολιτική πραγματικότητα: οι νόμοι των μεγάλων δυνάμεων, διαφέρουν από τους νόμους των μικρών κρατών. Απαιτούν σεβασμό, και υπακοή από τους ανίσχυρους γείτονες τους. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις είναι σαφείς ως προς το αίτημα τους. Όπως χαρακτηριστικά είχε δηλώσει το 1985, ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Richard Olney, πιστός στο δόγμα Μονρόε: “σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι στην ουσία κυρίαρχες σε αυτή την ήπειρο, και οι απαιτήσεις τους είναι νόμος για τα κράτη στα οποία ασκούν την παρέμβαση τους».

Είναι για αυτό το λόγο για τον οποίο δεν θα πρέπει να αναμένει κανείς από την Μόσχα, να επιδείξει ηπιότερη στάση όσον αφορά τον πολιτικό προσανατολισμό της πρώην σοβιετικής δημοκρατίας, στα ζωτικής σημασίας νότια σύνορα της. Οι μεγάλες δυνάμεις προστατεύουν με ιδιαίτερο ζήλο τα όσα θεωρούν ότι εμπίπτουν στην σφαίρα επιρροής τους. Αυτό μπορεί να είναι υποτιμητικό, αλλά έτσι λειτουργεί ο κόσμος, πάντοτε έτσι λειτουργούσε. Και καμία χώρα δεν υπήρξε πιο επίμονη όσον αφορά την απαίτηση τα συμφέροντα της να τυγχάνουν σεβασμού από τους γείτονες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες. Τα κράτη της Λατινικής Αμερικής μπορούν να το επιβεβαιώσουν.

Ως διαφαίνεται, τα όρια υποχωρήσεων της Ρωσίας στη μεταψυχροπολεμική εποχή έχουν φθάσει στα όριά τους, ενώ η ανατροπή της ισορροπίας ισχύος, όπως αυτή καθορίστηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, δεν ισχύει πλέον. Οι σημερινοί ρώσοι ηγέτες είναι αποφασισμένοι να προστατεύσουν το τι θεωρούν ως ζωτικά τους συμφέροντα. Καθήκον των αμερικανών ηγετών δεν είναι να προσποιούνται ότι αυτά τα συμφέροντα δεν υπάρχουν ή μπορούν με ασφάλεια να αγνοηθούν. Αντιθέτως, θα πρέπει να επεξεργαστούν έναν διακανονισμό, ο οποίος θα είναι βασισμένος όχι σε ευσεβείς πόθους ή όνειρα για ακόμη μεγαλύτερη δόξα, αλλά στις ρεαλιστικές και υπάρχουσες πραγματικότητες.

Το πρώτο ουσιαστικό βήμα που θα πρέπει να κάνουν οι ηγέτες της Νατοϊκής συμμαχίας είναι να μειώσουν τους τόνους και να αποκαταστήσουν τον διάλογο με την Ρωσία. Η περιοδεύουσα υπουργός εξωτερικών Condoleeza Rice, θα έπρεπε να είχε σπεύσει στη Μόσχα και όχι στην Τιφλίδα. Αδέξιες δηλώσεις όπως αυτές περί εκδίωξης της Ρωσίας από τους G8, θα έχει ως αποτέλεσμα να πληγούν τα συμφέροντα της Δύσης. Τέτοιοι οργανισμοί δεν διέπονται από την φιλοσοφία της ανταμοιβής λόγω υποτελούς συμπεριφοράς, αλλά από την εποικοδομητική συζήτηση με στόχο την αντιμετώπιση κοινών προβλημάτων.

Κατά δεύτερο λόγο, θα πρέπει οι ΗΠΑ να απόσχουν από συζητήσεις περί ένταξης της Ουκρανίας ή της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ – τουλάχιστον μέχρι η Ουάσιγκτον να είναι έτοιμη να προσκαλέσει στη συμμαχία την ίδια τη Ρωσία. Το ΝΑΤΟ, εξακολουθεί να παραμένει ένα ψυχροπολεμικό σύμφωνο το οποίο βρίσκεται στη διαδικασία αναζήτησης της ταυτότητας του. Τυχόν ένταξη των δύο αυτών πρώην σοβιετικών δημοκρατιών στο ΝΑΤΟ, θα ερμηνευθεί, και πολύ σωστά από την Μόσχα, ως πρόκληση που στρέφεται εναντίον της. Και αν ακόμη μια τέτοια ενέργεια δεν αποτελέσει την αιτία για έναν νέο ψυχρό πόλεμο, σίγουρα θα δημιουργήσει σοβαρές εντάσεις στους κόλπους της ίδιας της συμμαχίας.

Τρίτο, θα πρέπει οι ΗΠΑ να συναντηθούν με τους εταίρους τους στο ΝΑΤΟ ώστε να καθοριστεί μία ενιαία προσέγγιση στο πρόβλημα του εθνικού διαχωρισμού. Ο χειρισμός αυτού του θέματος στα Βαλκάνια ήταν κάκιστος, αφού διευκόλυνε το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας στη βάση εθνικών διαχωριστικών γραμμών, και στη συνέχεια, παρά τις έντονες αντιρρήσεις της Ρωσίας, η Ουάσιγκτον προχώρησε στην αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου ως ανεξαρτήτου κράτους. Ο διαμελισμός των κρατών στη βάση εθνοτικών διαχωριστικών γραμμών, δεν είναι πρόβλημα το οποίο συναντάται αποκλειστικά στα Βαλκάνια. Ισχυρά αποσχιστικά κινήματα υπάρχουν σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, όπως στη Βρετανία, την Ιταλία και την Ισπανία, ενώ μπορεί σύντομα αυτή η κατάσταση να οδηγήσει στον διαμελισμό του Βελγίου. Είναι αυτή μία εξέλιξη την οποία θα ήθελαν οι ΗΠΑ να διευκολύνουν;

Από την στιγμή που η Αμερική είναι μπλεγμένη σε δύο δαπανηρούς και ως φαίνεται αδιέξοδους πολέμους στη Μέση Ανατολή και στην Κεντρική Ασία, δεν θα ήταν φρόνιμο να προκαλέσει μία σύγκρουση με την Ρωσία λόγω των εδαφικών φιλοδοξιών μίας πρώην επαρχίας της. Την ίδια στιγμή θα ήταν σοφό αν ανακαλούσαμε στη μνήμη μας την προειδοποίηση του John Quincy Adams το 1821, ο οποίος είχε πει τα εξής: «εκστρατεύοντας στο εξωτερικό σε αναζήτηση και εξόντωση τεράτων με στόχο την υποστήριξη των εδαφικών διεκδικήσεων άλλων, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εμπλακούν σε όλους τους πολέμους συμφερόντων και ραδιουργιών. Πόλεμοι οι οποίοι προκαλούνται από πλεονέκτες, ζηλόφθονους και φιλόδοξους ηγέτες, και οι οποίοι στο όνομα της ελευθερίας, σφετερίζονται τα ιδανικά της».

Ο Ronald Steel, είναι καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας.
   Διαβάστε περισσότερα...

Ian Kershaw Hitler, The Germans, and the Final Solution Yale University Press, 2008


Το βιβλίο αυτό είναι το αποκορύφωμα της, πέραν των τριών δεκαετιών, σχολαστικής ιστοριογραφικής έρευνας σχετικά με τη Ναζιστική Γερμανία από ένα εκ των πλέον διακεκριμένων ιστορικών στο αντικείμενο αυτό. Ο τόμος συγκεντρώνει, για πρώτη φορά, τις πιο σημαντικές και με μεγάλη επιρροή επιστημονικές απόψεις του συγγραφέα για το Ολοκαύτωμα. Τα κείμενα είναι χωρισμένα σε τρία μέρη: το πρώτο αφορά το Χίτλερ και την Τελική Λύση, το δεύτερο τη λαϊκή γνώμη και τους εβραίους στη Ναζιστική Γερμανία και το τρίτο την Τελική Λύση στην ιστοριογραφία. Ο Ian Kersaw παραθέτει μία εισαγωγή και μια καταληκτική ενότητα για την μοναδικότητα του Ναζισμού. Ο Kershaw υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους ιστορικούς που έθεσαν τις επιστημονικές βάσεις για την μελέτη της κοινωνικής ιστορίας του Τρίτου Ράϊχ, αφιερώνοντας όλη του την πανεπιστημιακή καριέρα στην έρευνα σχετικά με τα κοινωνικά αίτια και της συνέπειες της ναζιστικής πολιτικής. Το επιστημονικό του έργο έχει φέρει στο φως πολλά σχετικά με τους τρόπους κατά τους η στάση του γερμανικού πληθυσμού είτε επηρέασε είτε όχι την πολιτική του ναζιστικής Γερμανίας. Όλα μαζί, άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά, κεφάλαια βιβλίων που επελέγησαν γι’ αυτόν τον τόμο παρουσιάζουν μία ολοκληρωμένη και πολύπλευρη εικόνα τόσο της καταστροφικής δυναμικής της ναζιστικής ηγεσίας καθώς επίσης και των στάσεων και συμπεριφορών των απλών Γερμανών καθώς οι διωγμοί εναντίον των Εβραίων εξελίσσονταν σε γενοκτονία. 


Ο Ian Kershaw είναι καθηγητής σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας στο πανεπιστήμιο Sheffield.  Διαβάστε περισσότερα...

David Hannay, Cyprus: The Search for a Solution. I.B. Tauris


Του Martin Packard*

 
Ο Λόρδος Χάνεϊ έχει γράψει ένα πολύ ευκολοδιάβαστο βιβλίο Είναι όμως λυπηρό, ότι αυτό το βιβλίο δεν προσφέρει τίποτε το αξιόλογο στη συζήτηση για το Κυπριακό ζήτημα. Ξεκινώντας από μια λανθασμένη αντίληψη της Κυπριακής ιστορίας, προχωρά με διασκεδαστικό τρόπο σε λανθασμένα συμπεράσματα. Το ότι κάπου στη μέση του βιβλίου εμφανίζονται αποσπάσματα από το ημερολόγιό του, που έχουν ψήγματα αντικειμενικότητας, δεν αφαιρεί καθόλου από την υποκειμενικότητα του έργου στο σύνολό του. Οπωσδήποτε θα βλάψει το ζήτημα της Κύπρου, και ίσως βοηθήσει το Λονδίνο στο να στρέψει αλλού την προσοχή της διεθνούς γνώμης παρά στην πραγματικότητα των προβλημάτων που έχουν επιβληθεί στην Κύπρο. Θα ισχυροποιήσει επίσης, την αντίληψη στην Κύπρο ότι η αγγλική γραφειοκρατία (Whitehall) θα πρέπει να σταματήσει να εμφανίζει εαυτήν ως ικανό ερμηνευτή των Κυπριακών υποθέσεων.

O Χάνεϊ ήταν ο λάθος άνθρωπος για να αναμειχθεί στην εξεύρεση λύσεων στη Κύπρο: παραείναι έξυπνος, πολύ αλαζόνας και επίμονος στις αντιλήψεις του, και καθοριστικά αντιπρόσωπος του κατεστημένου της αγγλικής γραφειοκρατίας. Είναι εμφανή τα δύο μέτρα και δύο σταθμά σε αυτό το βιβλίο, με τη διεθνή πίεση προς τη Συρία για να αποχωρήσει από το Λίβανο, από τη μια, και τη διεθνή ανοχή της συνεχιζόμενης τουρκικής στρατιωτικής και κατασκοπευτικής παρουσίας στην Κύπρο. 

Η αποτυχία του Λόρδου Χάνεϊ να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα της κατοχής μεγάλου μέρους της Κύπρου από τον τουρκικό στρατό προσδίδει στο βιβλίο του την εικόνα της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Ο ίδιος, όπως και άλλοι Βρετανοί σχολιαστές, εισηγούνται ότι οι Ελληνοκύπριοι πρέπει να εμπιστευτούν την καλή θέληση του τουρκικού στρατού. Με δεδομένη την από πολλού εκφρασμένη απαίτηση της ηγεσίας αυτού του στρατού για ανάγκη άσκησης ελέγχου σε όλη την Κύπρο, η εισήγηση του Λόρδου Χάνεϊ είναι είτε ύπουλη ή το λιγότερο άστοχη.

Αποτελεί πράγματι μεγάλο πρόβλημα για την Κύπρο το γεγονός ότι η Αγγλία έχει γίνει αποδεκτή από ένα μεγάλο μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των Ηνωμένων Εθνών και των ΗΠΑ ως ένας πραγματικός και αμερόληπτος γνώστης των Κυπριακών υποθέσεων. Οι άνθρωποι σε θέσεις ευθύνης ακούν με προσοχή τη γνώμη ανθρώπων όπως ο Χάνεϊ και η γραφειοκρατία του Whitehall, ενώ οι προσπάθειες των Κυπρίων για εξηγήσεις ή καταρρίψεις αβάσιμων ισχυρισμών αγνοούνται. Σημαντικοί πολιτικοί και σχολιαστές των μέσων ενημέρωσης, γνωστοί για την αντικειμενικότητά τους, αρνούνται να ακούσουν κριτική για το 5ο Σχέδιο Ανάν, ισχυριζόμενοι ότι ήταν η τελευταία καλή ευκαιρία για τους Ελληνοκυπρίους, ή ακόμη να σκεφτούν ότι αυτή η ίδια η απόρριψή του είναι ένα τρανό παράδειγμα της δημοκρατίας την οποία με τόση εμμονή προωθούν σε άλλα μέρη του πλανήτη. 

Το βιβλίο μπορεί να προταθεί για την εξαίρετη χρήση της αγγλικής γλώσσας, για την απίστευτη εκδοχή της προσπάθειας μιας ξένης δύναμης να επιβάλει εκ των άνω τον σχηματισμό ενός έθνους (κρατικού μορφώματος στην περίπτωση αυτή) και ως καλό ανάγνωσμα πριν κοιμηθεί κάποιος. Δεν μπορεί όμως με τίποτε να θεωρηθεί ως βοήθημα στην κατανόηση των προβλημάτων της Κύπρου, ή ως βραχίονας σύγκλισης και συμφιλίωσης.

*Ο Martin Packard ήταν για 21 χρόνια αξιωματικός στο Βασιλικό Ναυτικό της Μεγάλης Βρετανίας. Υπηρέτησε ως υπεύθυνος για την καθιέρωση της Μεσολάβησης Επιτόπου Ειρήνευσης στην Κύπρο το 1964. Διαβάστε περισσότερα...

Jonathan Powel, Great Hatred, Little Room: Making Peace in Northern Ireland. The Bodley Head Ltd, 2008


Το βιβλίο πραγματεύεται τις προσπάθειες του Τόνυ Μπλαίρ να υλοποιήσει την ειρηνευτική συμφωνία για το ζήτημα της Βορείου Ιρλανδίας. Σύμφωνα με το συγγραφέα, ο βρετανός πρωθυπουργός επέμενε από την αρχή να χρησιμοποιήσει αποκλειστικώς δημοκρατικά και ειρηνικά μέσα για τον αφοπλισμό των παραστρατιωτικών ομάδων ως κύριο βήμα στην πρακτική εφαρμογή της ειρήνης. Αυτό επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό. Σημαντικό ρόλο στην υλοποίηση της συμφωνίας θα διαδραματίσουν οι αμερικανοί αλλά όχι στο βαθμό που οι ίδιοι επιδίωξαν και ανέμεναν. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι βασικό πρόβλημα στα εμπόδια που εμφανίστηκαν στην πορεία ήταν η ελλιπής κατανόηση, παραθέτοντας πολλά παραδείγματα. Επίσης, γίνεται μία διασύνδεση των διεθνών γεγονότων με την εφαρμογή της ειρηνευτικής συμφωνίας χωρίς ο συγγραφέας να θεωρεί ότι οι διεθνείς συγκυρίες υπερκέρασαν τις προσωπικές προσπάθειες του Μπλαίρ. Μέσα από το βιβλίο, ο πρώην δημοσιογράφος του BBC, Jonathan Powel, προσπαθεί να καταδείξει ότι όσο δύσκολο είναι πολιτικά και διπλωματικά να εξευρεθεί μία συμφωνία σε ένα πρόβλημα μακράς εθνοτικής διαφοράς άλλο τόσο δύσκολο είναι η εφαρμογή της. 

Διαβάστε περισσότερα...

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2008

Norman Graebner, Richard Dean Burns, Joseph Siracusa, Reagan, Bush, Gorbachev: Revisiting the End of the Cold War. Praeger Security International, 200




Το έργο αυτό είναι ένα σύγχρονο χρονικό του Ψυχρού Πολέμου και, ταυτόχρονα, προσφέρει μία ανάλυση της εξωτερικής πολιτικής και ρητορικής των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Οι συγγραφείς εξετάζουν τις υποθέσεις που οδήγησαν σε κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις καθώς επίσης και τη ρητορική που προσδιόρισε τις σχέσεις τους, όταν άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την ΕΣΣΔ. Στο βιβλίο, οι τρεις συγγραφείς υποστηρίζουν ότι ενώ η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν κάτι που δεν επιδίωξε ο τελευταίος ηγέτης της χώρας, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο τερματισμός του Ψυχρού Πολέμου ήταν μέσα στις προθέσεις του. Θα πρέπει να πιστωθεί στο Ρόναλντ Ρήγκαν το γεγονός ότι αναγνώρισε στον Γκορμπατσόφ τόσο την ειλικρίνεια όσο και την αποφασιστικότητα να αλλάξει τους προσανατολισμούς της σοβιετικής πολιτικής. Γι’ αυτό, ο Ρέιγκαν δέχθηκε τις φραστικές επιθέσεις των ιεράκων του αντικομμουνισμού για δήθεν δοσοληψίες με τον ηγέτη του κομμουνισμού. Ήταν όμως ο Γκορμπατσόφ που τελικά παραδέχθηκε δημόσια ότι οι υπερδυνάμεις «γοητεύθηκαν από ιδεολογικούς μύθους», οι οποίοι απέκλεισαν οποιαδήποτε ουσιαστική συζήτηση για την επίλυση διαφόρων πολιτικών θεμάτων, για περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες. Εντυπωσιακή είναι η απόδειξη, όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο, ότι ο Γκορμπατσόφ τράβηξε τον ιδεολογικό μανδύα του Ψυχρού Πολέμου που είχε παραλύσει τις ικανότητες της Μόσχας και της Ουάσιγκτον να επιλύσουν τις διαφορές τους. Αν και πολιτικά αδύνατος, ο Γκορμπατσόφ δεν υποχώρησε στην στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ ούτε διαπραγματεύθηκε από θέση αδυναμίας. Με αυτόν τον τρόπο, ο τελευταίος σοβιετικός ηγέτης είχε να αντιμετωπίσει ακόμη μεγαλύτερο πολιτικό και φυσικό ρίσκο. Αυτό συνετέλεσε καθοριστικά στον ειρηνικό τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, γιατί χωρίς τον Γκορμπατσόφ, στην τελική φάση, το κρίσιμο αυτό στάδιο ίσως να ήταν διαφορετικό απ’ ό,τι ζήσαμε.

Ο Norman A. Graebner είναι καθηγητής Ιστορίας στο University of Virginia, ο Richard Dean Burns καθηγητής Ιστορίας στο California State University, Los Angeles και ο Joseph Siracusa καθηγητής διεθνούς διπλωματίας στο Royal Melbourne Institute of Technology.   Διαβάστε περισσότερα...

Emilio Gentile, Φασισμός: Ιστορία και Ερμηνεία. Εκδόσεις Ασίνη, 2007


Ο καθηγητής Emilio Gentile, προσεγγίζει τους όρους και τις παραμέτρους που γέννησαν το φασισμό. Πως κατάφερε να αποκτήσει λαϊκό έρεισμα χειραγωγώντας συνειδήσεις και διαμορφώνοντας σκοτεινά τοπία σε όλη την Ευρώπη; Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το φασισμό πολιτική θρησκεία. Μέσα από θεμιτούς και μη τρόπους, φανατίζει και καθηλώνει τα θύματά του σε ένα ολοκληρωτικό εργαστήριο. Η δράση όλων των εκπροσώπων του και η αντοχή της ιδεολογίας τους μέχρι τις μέρες μας, είναι το αντικείμενο του βιβλίου, που με σοβαρή έρευνα επεξεργάζεται και αναλύει μοναδικά μια πάντα επίκαιρη ιδεολογική παρέκκλιση.

Το βιβλίο του Emilio Gentile επανατοποθετεί το ζήτημα της κατανόησης του φασισμού στο επίκεντρο της ιστορικής, πολιτικής, κοινωνιολογικής και ανθρωπολογικής έρευνας. Η παρούσα έκδοση έρχεται να ενισχύσει τις γνώσεις του αναγνώστη προσφέροντας νέους τρόπους ανάγνωσης ενός σύνθετου πολιτικού και κοινωνικού φαινομένου που επηρεάζει ως τις μέρες μας τόσο την πολιτική όσο και την κοινωνία κυρίως μέσω της αντίληψης που έχουμε για αυτόν, αλλά και λόγω του ότι αγγίζει ορισμένα στοιχεία της φύσης του ανθρώπου που είναι διαχρονικά. 
Ο Emilio Gentile είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης La Sapienza. 
Τίτλος πρωτοτύπου: Fascismo: Storia E Interpretazione. Editori Laterza, 2002 Διαβάστε περισσότερα...

Anthony Rogers, Το Ολίσθημα του Τσόρτσιλ. Εκδόσεις Ιωλκός 2007




Του Φοίβου Οικονομίδη / Ελευθεροτυπία 


Ο βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου αναζητούσε τη χρυσή ευκαιρία για μια συμμαχική απόβαση και παρουσία στα Βαλκάνια που, όπως πίστευε, θα κατοχύρωνε τα βρετανικά συμφέροντα στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το φθινόπωρο του 1943, πρόσφερε την ευκαιρία στον Τσόρτσιλ να επιχειρήσει την απώθηση των Ιταλών από το Αιγαίο και ιδιαίτερα από τις δωδεκανησιακές κτήσεις τους. Αλλά ο βρετανός πρωθυπουργός είχε λογαριάσει χωρίς τον ξενοδόχο, καθώς οι Γερμανοί ήταν αποφασισμένοι να υπερασπίσουν τα δικά τους συμφέροντα στον χώρο του Αιγαίου Πελάγους. Ο Άντονι Ρότζερς στο βιβλίο του παρακολουθεί επισταμένως, μέρα τη μέρα, τις βρετανικές πολεμικές επιχειρήσεις στο νοτιο-ανατολικό Αιγαίο για την κατάληψη συγκεκριμένων νησιών αλλά και τη γερμανική αντεπίθεση στην Κω, στη Λέρο, στη Σάμο, που οδήγησαν τελικά σε μια ήττα των Άγγλων.

Ο Τσόρτσιλ επιθυμούσε να στρέψει την προσοχή των συμμάχων του Ρούζβελτ και Στάλιν προς τα Βαλκάνια, αλλά εκείνοι είχαν άλλα σχέδια και προσέβλεπαν κυρίως στην επιχείρηση «Overlord», που άρχισε τον Ιούνιο του 1944 με την απόβαση στη Νορμανδία. Αλλά ο βρετανός πρωθυπουργός επέμενε κι έγραψε σχετικά στον Αμερικανό πρόεδρο Ρούζβελτ: «Πιστεύω ότι θα αποδειχθεί πως οι χερσόνησοι της Ιταλίας και των Βαλκανίων είναι στρατιωτικά και πολιτικά ενωμένες... Μπορεί μάλιστα να μην είναι δυνατό να διενεργηθεί επιτυχώς εκστρατεία στην Ιταλία παραβλέποντας τι συμβαίνει στο Αιγαίο. Αυτό που ζητώ είναι η κατάληψη της Ρόδου και των άλλων νησιών των Δωδεκανήσων» (σ.σ. 139-141).

Ο Τσόρτσιλ φαίνεται ότι είχε και βαθύτερα σχέδια για την προσέλκυση της Τουρκίας στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων και το δέλεαρ που τους πρότεινε ήταν κάποια νησιά από τα Δωδεκάνησα. Παρ' όλη τη συμμετοχή και κάποιων ελληνικών δυνάμεων στο πλευρό των Άγγλων κατά τις αποβατικές επιχειρήσεις σε νησιά του Αιγαίου, εκείνο το φθινόπωρο του 1943, η ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου έδειχνε αρχικά ενοχλημένη από τις αγγλικές αντιδράσεις. Ο Ρότζερς, αν και πολύ λίγα πράγματα λέει σχετικά με τον Τσόρτσιλ και την Τουρκία, μας προσφέρει μια λεπτομερή καταγραφή των στρατιωτικών επιχειρήσεων των Άγγλων και των Γερμανών εκείνο το φθινόπωρο του 1943 στο Αιγαίο, και ειδικότερα στη Λέρο, στην Κω και στη Σάμο.

Πρόκειται για μια καταγραφή του συγγραφέα, υψηλού στρατιωτικού ενδιαφέροντος, αποτέλεσμα της ερευνητικής του προσπάθειας σε βρετανικές, γερμανικές και ιταλικές πηγές, ενώ δεν λείπουν και αρκετές ελληνικές μαρτυρίες. Το βιβλίο του Ρότζερς συμβάλλει αποφασιστικά στην κατανόηση των στρατιωτικών εξελίξεων στο Αιγαίο εκείνης της περιόδου, που διημείφθησαν ουσιαστικά στον ελληνικό γεωγραφικό χώρο. Ο βρετανός Άντονι Ρότζερς, που προέρχεται και ο ίδιος από το στρατιωτικό σώμα, εργάστηκε και ως φωτορεπόρτερ καλύπτοντας, την περίοδο 1980-1990, μια σειρά πολεμικών συγκρούσεων σε διάφορα σημεία του κόσμου. 

Η ελληνική έκδοση του βιβλίου του Ρότζερς, το οποίο κατατάσσεται αναμφίβολα στον χώρο της στρατιωτικής Ιστορίας, είναι εμπλουτισμένη με πλούσιο φωτογραφικό υλικό (55 φωτογραφίες) κατά τη διάρκεια των μαχών και των αερομαχιών στο Αιγαίο το φθινόπωρο του 1943, όπως επίσης και μ' ένα ευρετήριο κύριων ονομάτων αλλά κι ένα ευρετήριο στρατιωτικών μονάδων των αντιπάλων, Άγγλων και Γερμανών. Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να τονίσει και τη συμβολή του ελληνικού στοιχείου στην όλη βρετανική-συμμαχική προσπάθεια, τόσο των στρατιωτικών όσο και των κατοίκων των νησιών, και ιδιαίτερα της Κω, της Λέρου και της Καλύμνου. Ανάμεσά τους και τα «ηρωικά κατορθώματα» του ελληνικού αντιτορπιλικού «Αδρίας».

«Το Ολίσθημα του Τσόρτιλ» είναι ένα βιβλίο που τουλάχιστον οι στρατιωτικοί θα πρέπει να το μελετήσουν και να το συμπεριλάβουν στη βιβλιοθήκη τους.

Τίτλος πρωτοτύπου: Churchill's Folly: Leros and the Aegean 1943. Weidenfeld Military, 2004 Διαβάστε περισσότερα...

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008

Καύκασος και διεθνές γεωπολιτικό παίγνιο


Αναδημοσίευση από Ανατροπή

του Καρατουλιώτη Νίκου*

Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας η Δύση αιφνιδιάστηκε και αμήχανη παρακολουθούσε τις εξελίξεις στο λεγόμενο ανατολικό μπλοκ. Η Αμερική μέσα στην δύνη των γεγονότων και κάτω από ιστορικές συγκυρίες βρέθηκε ως μοναδική υπερδύναμη ο μεγάλος επικυρίαρχος του Διεθνούς Συστήματος. Προκειμένου να παραμείνει ο παγκόσμιος ηγεμόνας του συστήματος, αναθεώρησε τα σχέδια της τα οποία μέχρι εκείνη την στιγμή είχαν σαν στόχο το αντίπαλο δέος του Συμφώνου της Βαρσοβίας και τα προσάρμοσε σε ότι απέμεινε απόμεινε από αυτό (λέγε με Ρωσία).

Εκείνο που δεν μπορούμε να καταλάβουμε εμείς οι υπόλοιποι στην δύση, είναι ότι για να λειτουργήσει η Αμερική σαν έθνος χρειάζεται πάντα έναν κακό, είναι κατάλοιπο της λογικής των γουέστερν, οι καλοί και οι κακοί. Όπως στις κινηματογραφικές ταινίες ο σερίφης επικρατεί των κακών, έτσι και εδώ ως παγκόσμια δύναμη στο νέο μεταψυχροπολεμικό Διεθνές Σύστημα, ανέλαβε τον ρόλο του παγκόσμιου σερίφη προκειμένου να διατηρήσει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία. Μέσα σε αυτή την λογική ξεκίνησε μια σειρά πολεμικών επεμβάσεων όπου με πρόσχημα άλλοτε την δημοκρατία και άλλοτε την τρομοκρατία προσπάθησε να επιβάλει την «νέα τάξη πραγμάτων» ή την λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση», που μοναδικός σκοπός είναι η επικράτηση της ως ο παγκόσμιος σερίφης και η επιβολή των συμφερόντων της με την ισχύ των κανονιοφόρων.
Έτσι σύμφωνα με την νέα Εθνική Στρατηγική η Αμερική σε σχέση με την Ρωσία προβλέπει τα εξής.
Α. αποδυνάμωση της Ρωσίας στον ιστορικό της χώρο
Β. Συνεπικουρούμενη από την Αγγλία προσπαθεί να απομονώσει την Ρωσία δημιουργώντας έναν περιφερειακό δακτύλιο γύρω της Rimland όπως ονομάσθηκε. 
Ο δακτύλιος αυτός δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια θηλιά γύρω από τα σύνορα της Ρωσίας ο οποίος θα απαγορεύσει την επιστροφή της Ρωσίας στο διεθνές γίγνεσθαι και ως εκ τούτου την αμφισβήτηση της Αμερικανικής ηγεμονίας.
Στην Ευρώπη η Αμερική χρησιμοποίησε το ΝΑΤΟ(με τις συνεχείς διευρύνσεις προς
ανατολάς) ως εργαλείο απομόνωσης της Ρωσίας. 
Το ΝΑΤΟ, είναι το εργαλείο εκείνο που επιτρέπει στους Αμερικανούς να κρατούν τη Γερμανία “ κάτω “, τη Ρωσία “ έξω ”, και τους εαυτούς τους “μέσα ” στην Ευρώπη
Στα υπόλοιπα σύνορα της Ρωσίας όπου η Αμερική δεν είχε κάποια αντίστοιχη στρατιωτική συμμαχία ανέτρεψε τις υπάρχουσες κυβερνήσεις και επέβαλε νέες της αρεσκείας της, με την βοήθεια κάποιων ΜΚΟ (Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων). Χαρακτηριστικό των νέων κυβερνήσεων είναι ότι οι επικεφαλείς τους είναι κατά κανόνα αμερικανοσπούδαστοι και βρίσκονται σε ευθεία γραμμή με τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον ακόμη και εάν αυτό είναι σε βάρος της πατρίδας ρους.
Έτσι είχαμε μια σειρά από «έγχρωμες επαναστάσεις» όπως ονομάσθηκαν.
Α. Στην Ουκρανία (πορτοκαλί επανάσταση)
Β. Στην Κιργισία (επανάσταση του λεμονιού)
Γ. Στην Μολδαβία (επανάσταση του αμπελιού)
Δ. Στην Αρμενία (επανάσταση του βερίκοκου)
Γεωργία.
Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Γεωργία όπου με την επανάσταση των ρόδων και την ανατροπή του Έντουαρντ Σεβαρνάτζε μετά από εξέγερση της φοιτητικής οργάνωσης Kmera ("Aρκετά"), που χρηματοδοτείτο από το ίδρυμα Liberty Institute, ανήλθε στην εξουσία ο Σαακασβίλι. 
Γεννήθηκε το 1967 στην Τιφλίδα της Γεωργίας, απόφοιτος της Σχολής Διεθνούς Δικαίου του Κίεβου, υπότροφος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ με νομικές σπουδές στο πανεπιστήμιο Κολούμπια και διδακτορικό στο Τζορτζ Ουάσιγκτον. Γνώστης επτά ξένων γλωσσών παντρεμένος με ολλανδέζα, εργαζόταν σε δικηγορικό γραφείο της Αμερικής μέχρι το 1992 που στρατολογήθηκε από την κυβέρνηση του Έντουαρντ Σεβαρνάτζε. Οι Αμερικανοί τον ανακάλυψαν μετά την επανάσταση των ρόδων όπου τον πριμοδότησαν απροκάλυπτα και εκλέχθηκε Πρόεδρος της Γεωργίας αφού ανέτρεψε τον ευεργέτη του.
Με αιχμή του δόρατος τον Σαακασβίλι και την κυβέρνηση του, οι ΗΠΑ διείσδυσαν δυναμικά στην περιοχή(άτσαλα), έτσι με πληθώρα Αμερικανών στρατιωτικών συμβούλων και στρατιωτικό υλικό από την Ουκρανία, Τουρκία και Ισραήλ οργάνωσαν έναν σύγχρονο και άρτιο στρατό που είχε βάλει πλώρη για την είσοδο του στο ΝΑΤΟ.

Στρατιωτική ανάλυση της σύγκρουσης.
Η νέα κρίση στον Καύκασο ξέσπασε ένα μόλις μήνα μετά την επίσκεψη της Κοντολίζα Ράϊς στην Τιφλίδα και τη σκληρή γλώσσα που χρησιμοποίησε εναντίον της Μόσχας. Η Γεωργία, εκμεταλλευόμενη κάποια από τις συνηθισμένες αψιμαχίες που σημειώνονται τα τελευταία χρόνια στα σύνορα με τη Νότια Οσσετία, εισέβαλε στην περιοχή και κατέλαβε την πρωτεύουσα Τσχινβάλι.
Η Ρωσία απάντησε αμέσως στην πρόκληση της Γεωργίας με στρατιωτικό σχηματισμό περίπου τριών ταξιαρχιών αποτελούμενο από 10.000 περίπου άνδρες(6.000 στην Οσσετία και 4.000 στην Αμπχαζία) . Προπομπός ήταν οι επίλεκτες δυνάμεις αλεξιπτωτιστών και τα αερομεταφερόμενα αγήματα προκειμένου να επιτύχουν τον τακτικό αιφνιδιασμό(πράγμα το οποίο επετεύχθη). Από πλευράς τεθωρακισμένων χρησιμοποιήθηκαν δυνάμεις και υλικό δευτέρας διαλογής συνοδευόμενα από ελικόπτερα που πετούσαν πάνω από τα τεθωρακισμένα για κάλυψη από τυχόν κυνηγούς αρμάτων. Η παραπάνω επιλογή τους αν και είχε υψηλό ρίσκο αποδείχτηκε σωστή καθώς δικαιώθηκαν από την πλήρη κατάρρευση του μετώπου. Από πλευράς πυροβολικού δεν χρησιμοποίησαν έξυπνα βλήματα αλλά τα κλασικά βλήματα του πυροβολικού και ΠΕΠ (πολλαπλοί εκτοξευτές πυραύλων) που σαρώνουν μεγάλη περιοχή με αποτέλεσμα την ύπαρξη πολλών θυμάτων και την δημιουργία πανικού στον αντίπαλο( αποτέλεσε και αυτό σημαντικό παράγοντα της κατάρρευσης του αντιπάλου), πλην όμως είχαμε πολλές παράπλευρες απώλειες(άμαχοι). Από πλευράς αεροπορίας οι Ρώσοι είχαν τον απόλυτο έλεγχο του θεάτρου επιχειρήσεων με την χρήση των Σουχόϊ (τύπου 25,24 και 27).
Η εισβολή των Ρωσικών δυνάμεων ήταν ταυτόχρονη στην Οσσετία και Αμπχαζία και από εκεί στο έδαφος της Γεωργίας σε δίκην λαβίδας με αποτέλεσμα να κόψουν στη μέση την Γεωργία ελέγχοντας όλα τα στρατηγικά σημεία. Το ότι δεν κατέλαβαν ολόκληρη την Γεωργία, απλά δεν το θέλησαν ή δεν το επέτρεπαν οι διεθνείς συγκυρίες μιας και η στρατιωτική επιχείρηση είχε σκοπό την προστασία της Οσσετίας και Αμπχαζίας από την επιθετικότητα της Γεωργίας(λέγε με Αμερική).
Η παραπάνω επέμβαση της Γεωργίας στην Οσσετία παρά τα γραφόμενα στον τύπο ότι ήταν μια μεμονωμένη κίνηση του Σαακασβίλι που δυσαρέστησε και αιφνιδίασε τους Αμερικανούς, καταρρίπτετε από το γεγονός ότι μόλις πριν ένα μήνα ο Γεωργιανός στρατός με την συμμετοχή 1600 Αμερικανών στρατιωτών πραγματοποίησε άσκηση μεγάλης κλίμακας στη περιοχή του Καυκάσου. Η Ρωσία τότε ανταπάντησε και αυτή με μια ανάλογη στρατιωτική άσκηση στην δική της παραμεθόριο, αλλά ο Σαακασβίλι και η οι ΗΠΑ δεν το πήραν στα σοβαρά.
Συμπερασματικά μπορώ να πω ότι οι Αμερικανοί(που εκπόνησαν τα σχέδια) και η Γεωργία (που προσπάθησε να τα υλοποιήσει), υπέστησαν τακτικό αιφνιδιασμό από τις Ρωσικές ένοπλες δυνάμεις και ηττήθηκαν κατά κράτος. Το μέγεθος του αιφνιδιασμού είναι ανάλογο με αυτόν τον πόλεμο των έξη ημερών ή πόλεμος αστραπή κατά την στρατιωτική ορολογία, και ένεκα τούτου ήδη κάποιοι αναλυτές άρχισαν να ονομάζουν την Ρωσική επέμβαση στην Γεωργία ως ο πόλεμος των πέντε ημερών (πιστεύω ότι έτσι θα μείνει στην ιστορία).
Στρατηγικοί στόχοι
Ο στρατηγικός στόχος της όλης επιχείρησης ήταν να επιφέρει βαρύτατο πλήγμα στην παρουσία της Ρωσίας στον Καύκασο και στην Κασπία με αποτέλεσμα την αμφισβήτηση της Ρωσικής πρωτοκαθεδρίας στην περιοχή με αποτέλεσμα την δημιουργία φυγόκεντρων τάσεων σε μια σειρά ελεγχομένων περιοχών και την Βαλκανιοποίηση της ευρύτερης περιοχής.
Γεωπολιτική ανάλυση.
Μετά την κατάρρευση της σοβιετικής Ένωσης , ο Καύκασος όπου κυριαρχούσε η Ρωσία, η επιρροή της στην περιοχή μειώθηκε σημαντικά και έγινε αντικείμενο διεθνούς ανταγωνισμού λόγω των ενεργειακών αποθεμάτων αλλά και λόγου της διέλευσης σημαντικών αγωγών αερίου και πετρελαίου. 
Η περιοχή του Καυκάσου περιλαμβάνει τα κράτη Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν και Γεωργία. Ουσιαστικά είναι μία γέφυρα που ενώνει την Μαύρη Θάλασσα με την Κασπία Θάλασσα. Παρόλο που η ίδια η περιοχή δεν έχει ενεργειακά αποθέματα ( εκτός από την ανατολική περιοχή του Αζερμπαϊτζάν ) ωστόσο είναι το ενεργειακό σταυροδρόμι της περιοχής και αυτός που θα το ελέγχει θα είναι σε θέση να ανοιγοκλείνει τους ενεργειακούς κρουνούς της Κασπίας κατά το δοκούν.
Η Γεωργία αποτελεί σημαντικότατο κόμβο μεταφοράς ενέργειας από την Κασπία στην Δύση παρακάμπτοντας την Ρωσία. 
Τέσσερις αγωγοί ζωτικής σημασίας διέρχονται από την περιοχή. 
1. Μπακού – Τιφλίδα- Τσεϊχάν ( 1038 μιλίων), αμερικανικών συμφερόντων κονσόρτσιουμ με επικεφαλής την BP (Chevron, Statoil, Exxon Mobil), και ο πλέον ακριβός αγωγός από πλευράς κόστους κατασκευής. Ο παραπάνω αγωγός διέρχεται νότια της πρωτεύουσας της Νότιας Οσσετίας Tskhinvali και είναι δυναμικότητας 1.000.000 περίπου βαρελιών την ημέρα . 
2. Μπακού Σούπσα (515 μιλίων και μέσω της Γεωργίας καταλήγει στο λιμάνι Σούπσα της Μαύρης Θάλασσας). Αμερικανικών συμφερόντων με επικεφαλής την BP(Chevron, Statoil, Eni, Total) και δυναμικότητας 170.000 βαρέλια ημερησίως.
3. Μπακού Νοβοροσίσκ Ρωσικών συμφερόντων Transneft ( 868 μιλίων, ξεκινά από το Μπακού διασχίζει την Τσετσενία και καταλήγει στο λιμάνι Νοβοροσίσκ στη Μαύρη Θάλασσα). Η Ρωσική Transneft ένεκα της αστάθειας στην Τσετσενία δημιούργησε έναν παρακαμπτήριο αγωγό ( 11 μιλίων ) προς λιμάνι Makhachkala της Ρωσίας στην Μαύρη Θάλασσα. Ο Παραπάνω αγωγός μεταφέρει αποθέματα από το Αζερμπαϊτζάν, Καζακστάν και Τουρκμενιστάν.
4. Και ο αγωγός φυσικού αερίου του Νοτίου Καυκάσου SCP. Πάλι επικεφαλής η αμερικανική BP.
Και τέλος ο αγωγός Ιράν Αρμενίας, το 2001 υπογράφηκε συμφωνία κατασκευής αγωγού μεταξύ των παραπάνω χωρών ( ο εν λόγω αγωγός δεν έχει υλοποιηθεί ακόμη).
Η μεγάλη κόντρα στην περιοχή δεν είναι το ενεργειακό αλλά η στρατηγική απομόνωση της Ρωσίας. Μέσα σε αυτή την λογική κατασκεύασαν τους αγωγούς προκειμένου να απομακρύνουν την Ρωσική επιρροή στον Καύκασο.
Συμπεράσματα- εκτιμήσεις
Αυτό που διακυβεύεται από την σύγκρουση Ρωσίας και Γεωργίας(Αμερικής), είναι το ρόλο που θα έχει η Ρωσία στο νέο διεθνές σύστημα. 
Αυτός ο πόλεμος είναι ένα μήνυμα της Μόσχας που έχει αποδέκτες όλες τις πρώην σοβιετικές περιοχές που θέλουν να συνάψουν στενές σχέσεις με την Αμερική σε βάρος του ζωτικού χώρου της και των στρατηγικών συμφερόντων της. 
Η Ρωσία δεν έκανε τίποτε άλλο από το να πληρώσει με το ίδιο νόμισμα τους Αμερικανούς κάνοντας έναν «ανθρωπιστικό» πόλεμο όπως έλεγαν και στο ΝΑΤΟ για τους Σέρβους. Η διαφορά είναι ότι οι πρώτοι τόλμησαν και έστειλαν χερσαίες δυνάμεις ενώ οι δεύτεροι δεν άντεχαν το πολιτικό κόστος της επιστροφής από τα φέρετρα που θα ερχόταν από το πεδίο της μάχης. 
«Μπορείτε να ξεχάσετε οποιαδήποτε συζήτηση για τη γεωργιανή εδαφική ακεραιότητα επειδή πιστεύω, είναι απίθανο να πειστούν η Ν. Οσσετία και η Αμπχαζία να συμφωνήσουν στη λογική ότι θα επιστρέψουν στο Γεωργιανό κράτος», εξήγησε ο κ. Λαβρόφ μετά τη συνάντηση του προέδρου Μεντβέντεφ με τους προέδρους των δυο επαρχιών, στο Κρεμλίνο. Ο Ρώσος υπουργός κάλεσε μάλιστα τις ΗΠΑ να διαλέξουν μεταξύ μιας «σχετικά εικονικής» σχέσης με τη Γεωργία και μιας «συνεργασίας με τη Ρωσία σε ζητήματα που απαιτούν συλλογική δράση». Η τελευταία φράση μάλλον αφορούσε και προειδοποιούσε την Αμερική για μια μονομερή επέμβαση στο Ιράν. 
Ο Σαρκοζί κάθιδρος έσπευσε στην Ρωσία προκειμένου να εξευρεθεί ένα σχέδιο ειρήνευσης στην περιοχή. Από κοντά και Άγγελλα Μέρκελ με κλάδο ελαίας. Η Ευρώπη διασπάται στα δύο, από την μια μεριά η Αγγλία με τις νέες χώρες και από την άλλη ο Γαλλογερμανικός άξονας με τις παλιές χώρες. Βλέπεις η δύση είναι ενεργειακά εξαρτημένη από την Ρωσία και ο «χειμώνας» που έρχεται θα είναι βαρύς…….
Οι Ρώσοι γνωρίζουν πολύ καλύτερα την περιοχή του Καυκάσου και άλλοτε με επιθετικές κινήσεις και άλλοτε ακόμη και με ήττες κατόρθωσαν να είναι οι επικυρίαρχοι του γεωπολιτικού παιγνίου στην περιοχή επί πέντε συνεχείς αιώνες. Η αρκούδα αυτή την φορά έδειξε όχι μόνο τα νύχια της αλλά και τα δόντια της, οι Αμερικανοί αισθάνθηκαν την καυτή ανάσα της …………Η αρκούδα θεωρεί την περιοχή Καυκάσου ότι είναι η πίσω αυλή της φωλιάς της. 
Οι Αμερικανοί από την μεριά τους δεν θα παραχωρήσουν τους αγωγούς στους Ρώσους, και για κανένα λόγο δεν θα σταματήσουν τον γεωπολιτικό απομονωτισμό της Ρωσίας και την δημιουργία του περιφερειακού δακτυλίου στραγγαλισμού της .

Η συνέχεια του Γεωπολιτικού παιγνίου επί της παγκόσμιας σκακιέρας…… η παρτίδα θα έχει ενδιαφέρον και οι παίκτες είναι απρόβλεπτοι.

* Υποστρατηγος ε.α. Μέλος Εθνικού Συμβουλιόυ Επιτροπής Ειρήνης (ΕΕΔΥΕ), Μέλος Κίνησης Εθνικής Άμυνας

Διαβάστε περισσότερα...

Thomas Ricks, Fiasco: The American Military Adventure in Iraq. Penguine Press, 2006


Πρόκειται για τη διεξοδική έρευνα-μελέτη του Αμερικανού πολεμικού ανταποκριτή και στρατιωτικού αναλυτή, Thomas Ricks, της εφημερίδας Washington Post. Το έργο εξαιρετικά πλούσιο σε στοιχεία, πληροφορίες και γεγονότα –από εντελώς άγνωστα έως ελάχιστα γνωστά στο κοινό–, μας βοηθά καίρια να κατανοήσουμε τα εγκληματικά λάθη και τις παραλείψεις της αμερικανικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, σε ανώτατο επίπεδο, τα οποία προκάλεσαν τη συνεχιζόμενη αιματοχυσία στο ερειπωμένο Ιράκ. Το βιβλίο αποκαλύπτει ξεκάθαρα το ρόλο που διαδραματίζουν σήμερα οι στρατιωτικοί στις ΗΠΑ του Τζορτζ Μπους. Οι σελίδες του για τη γέννηση του ιρακινού αντάρτικου κινήματος το καλοκαίρι του 2003, τη μεγάλη σιιτική εξέγερση του Απριλίου 2004, τις δύο μάχες της Φαλούτζα, την απάνθρωπη συμπεριφορά των Αμερικανών στις φυλακές Αμπού Γκράιμπ, καθηλώνουν τον αναγνώστη. Για μια χώρα που έχει βυθιστεί σε μια από τις χειρότερες ανθρωπιστικές κρίσεις της εποχής μας, ο Thomas Ricks αναγνωρίζει πως ακόμη και τα εφιαλτικότερα σενάρια μιας γενίκευσης της κρίσης, με κορυφή τον πετρελαϊκό παράγοντα, μπορεί να βρίσκονται «προ των πυλών». Άλλωστε και η τρέχουσα τιμή του πετρελαίου έχει ανέλθει στις μέρες μας σε δυσθεώρητα ύψη, αλλά και ο περιφερειακός ρόλος του σιιτικού Ιράν έχει ενισχυθεί χάρη στην αβελτηρία του αμερικανού προέδρου. Ένα ιδιαίτερα προσεγμένο έργο που αποδεικνύει επίσης ότι οι ανώτατοι στρατιωτικοί διοικητές των ΗΠΑ πραγματικά δε θα μπορούσαν να τα είχαν καταφέρει χειρότερα έστω κι αν είχαν προσπαθήσει κάτι τέτοιο.

Κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΙΩΛΚΟΣ.  Διαβάστε περισσότερα...

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΛΕΜΟ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ




του Ανδρέα Πενταρά*
 
 
Το να καταλήξει κάποιος σε ακριβή συμπεράσματα αναφορικά με τη στρατιωτική πτυχή των συγκρούσεων στο Καύκασο σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα θα ήταν παρακινδυνευμένο, με δεδομένο ότι η προς τα έξω πληροφόρηση που υπάρχει είναι αυτή που δόθηκε μέσα από τα ΜΜΕ και μόνο. Ωστόσο κάποιες πρώτες σκέψεις και γενικά συμπεράσματα, μπορούμε να καταθέσουμε με όση ασφάλεια επιτρέπει η πληροφόρηση αυτή. 
 
Από πλευράς Γεωργίας, όσο δίκαιο κι αν αποδώσει κανείς στις προθέσεις της χώρας αυτής να προστατεύσει την εδαφική της ακεραιότητα από αποσκιρτήσεις πληθυσμιακών μειονοτήτων όπως είναι οι Οσέτιοι και οι Απχάζιοι, δεν μπορεί να δικαιολογήσει από την άλλη το τρόπο με τον οποίο προσπάθησε να επιτύχει το σκοπό αυτό. Η επίθεση εναντίον της πρωτεύουσας της Ν. Οσετίας Τσινχβάλι με άρματα μάχης και ανηλεή βομβαρδισμό με πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων, έφερε τη στρατιωτική στρατηγική σε εποχές Β΄παγκοσμίου πολέμου, όπου η δολοφονίες αμάχων μέσα από βομβαρδισμούς (αεροπορικούς κυρίως) αποσκοπούσαν στην κάμψη της θέλησης του αντιπάλου για πόλεμο και στη παράδοσή του. Τέτοιοι βομβαρδισμοί έγιναν στη Δρέσδη, στο Αμβούργο, στο Βερολίνο, στο Τόκιο, στο Λονδίνο κλπ. Σήμερα όμως, με την εξέλιξη της τεχνολογίας και την εφεύρεση όπλων ακριβείας, παράλληλα με την εξέλιξη του πολιτισμού και τη διαφορετική εκτίμηση της αξίας της ανθρώπινης ζωής, οι τακτικές αυτές απαξιώθηκαν και εγκαταλείφθηκαν από το πολιτισμένο κόσμο. Εάν η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Γεωργίας διάβαζε Θουκυδίδη ή Σουν Τζου θα γνώριζε ότι κανένας πόλεμος δεν κερδίζεται χωρίς τη κοινωνική συναίνεση και αποδοχή. Με ποιο τρόπο θα επανένωνε τη πατρίδα του ο Γεωργιανός πρόεδρος; Με τη δολοφονία των κατοίκων της Ν. Οσετίας και τη καταστροφή των σπιτιών τους; Σε τακτικό επίπεδο ο στρατός της Γεωργίας διέπραξε επίσης απαράδεκτα σφάλματα. Αντί να στείλει τα άρματα να κυκλώσουν και να αποκλείσουν το μικρό Τσινχβάλι και στη συνέχεια να στείλει ειδικές δυνάμεις και πεζικό να καταλάβουν στρατηγικά σημεία της πόλης (κυβερνητικά κτίρια, σταθμούς επικοινωνιών, κυκλοφοριακούς κόμβους, κτίρια των ΜΜΕ κλπ), εισέβαλε στους στενούς δρόμους – παγίδες - της πόλης με άρματα μάχης και τεθωρακισμένα. Το αποτέλεσμα το είδαμε στις τηλεοράσεις με τα κατεστραμμένα άρματα κατά μήκος των δρόμων. Ένα δεύτερο σφάλμα ήταν η χρήση πολλαπλών εκτοξευτών πυραύλων εναντίον κατοικημένων τόπων. Το όπλο αυτό χρησιμοποιείται για τη καταστροφή εκτεταμένων συγκεντρώσεων στρατευμάτων εξ αιτίας της μεγάλης διασποράς που έχει και όχι εναντίον πόλεων και χωριών. Στη χρήση του όπλου αυτού οφείλονται κατά κύριο λόγο οι μεγάλες απώλειες αμάχων αλλά και η καταστροφή της κτιριακής υποδομής της πρωτεύουσας Τσινχβάλι.
 
Από πλευράς Ρώσων, φαίνεται ότι πέτυχαν κατ’ αρχή το στρατηγικό αιφνιδιασμό με την ακαριαία αντίδρασή τους στις ασύνετες στρατιωτικές ενέργειες της Γεωργίας. Είναι ξεκάθαρο ότι οι Ρώσοι στρατηγοί ήταν έγκαιρα ενημερωμένοι για τις προθέσεις της Τυφλίδας και διατηρούσαν τα στρατεύματά τους που στάθμευαν στη περιοχή σε ύψιστη ετοιμότητα. Ο Ρωσικός στρατός σχεδίασε τις επιχειρήσεις του εφαρμόζοντας πιστά την αρχή ότι ΄΄ο σκοπός του πολέμου είναι η κάμψη της θέλησης του εχθρού προς πόλεμο και η επιβολή της δικής μας θέλησης επ’ αυτού΄΄. Γι αυτό δεν περιορίσθηκε στην ανακατάληψη της Οσετίας και την εκδίωξη των εισβολέων, αλλά με αεροπορικούς βομβαρδισμούς, αποδιοργάνωσε τη στρατιωτική και οικονομική υποδομή της Γεωργίας, ενώ στο χερσαίο θέατρο επιχειρήσεων με μια θεαματική εισβολή στο έδαφος της Γεωργίας, προήλασε σε απόσταση βολής από τη πρωτεύουσα Τυφλίδα. Με το τρόπο αυτό -που ονομάσθηκε από τους Δυτικούς ΄΄δυσανάλογη αντίδραση΄΄ – υποχρέωσε το πρόεδρο Σαακασβίλι να αποδεχθεί όλους τους όρους του κειμένου ειρήνευσης που ο πρόεδρος Μεντβέντεφ και ο προεδρεύων της ΕΕ Νικολά Σαρκοζί συμφώνησαν.
 
Αξίζει να αναφερθούμε και στα οπλικά συστήματα που οι δύο αντίπαλοι χρησιμοποίησαν στη σύρραξη αυτή και που βασικά ήσαν τα ίδια, προερχόμενα από το οπλοστάσιο του πρώην Σοβιετικού στρατού. Από πλευράς αρμάτων μάχης και τεθωρακισμένων χρησιμοποιήθηκαν τα άρματα Τ-64 και Τ-72 της δεκαετίας του 60 και 70 αντίστοιχα. Δεν είδαμε στις φωτογραφίες τα σύγχρονα Τ- 80 και Τ-90 τα οποία οι Ρώσοι φαίνεται να διατηρούν σε μονάδες πέριξ της Μόσχας. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης τα τεθωρακισμένα BMP -1 της δεκαετίας του 60 και τα μεταφοράς προσωπικού ΒΤR σε νεότερες εκδόσεις. Από πλευράς πυροβολικού οι μεν Γεωργιανοί χρησιμοποίησαν τους πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων ΒΜ-21 GRAND της δεκαετίας του 60 επίσης, ενώ οι Σοβιετικοί τα πιο σύγχρονα αυτοκινούμενα πυροβόλα 152 χιλ. Στον αεροπορικό πόλεμο και οι δύο αντίπαλοι χρησιμοποίησαν το αεροσκάφος εγγύς αεροπορικής υποστήριξης Σουκουχόϊ - 24, ένα συμβατικό αεροπλάνο της δεκαετίας του 70, το εργοστάσιο κατασκευής του οποίου ήταν στη Τυφλίδα. Χρησιμοποιήθηκε επίσης ευρέως από τους Ρώσους το εκσυγχρονισμένο μαχητικό ελικόπτερο Μi-24 της δεκαετίας του 60. Η νεώτερη έκδοσή του το Μi-35 –σαν αυτά που διαθέτει η Εθνική Φρουρά - δεν έκανε την εμφάνισή του. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε με βάση πάντοτε τις εικόνες που είδαμε από τις τηλεοράσεις, ότι το οπλοστάσιο του Ρωσικού στρατού –και των πρώην χωρών της ΕΣΣΔ – στηρίζεται ακόμα στο οπλοστάσιο του Σοβιετικού στρατού. Η Ρωσία έχει πολύ δρόμο να διανύσει στο τομέα αυτό μέχρις ότου πλησιάσει το επίπεδο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
 
 
* Υποστράτηγος ε.α. Διαβάστε περισσότερα...

Georgia and Kosovo: A Single Intertwined Crisis

August 25, 2008

By George Friedman

The Russo-Georgian war was rooted in broad geopolitical processes. In large part it was simply the result of the cyclical reassertion of Russian power. The Russian empire — czarist and Soviet — expanded to its borders in the 17th and 19th centuries. It collapsed in 1992. The Western powers wanted to make the disintegration permanent. It was inevitable that Russia would, in due course, want to reassert its claims. That it happened in Georgia was simply the result of circumstance.

There is, however, another context within which to view this, the context of Russian perceptions of U.S. and European intentions and of U.S. and European perceptions of Russian capabilities. This context shaped the policies that led to the Russo-Georgian war. And those attitudes can only be understood if we trace the question of Kosovo, because the Russo-Georgian war was forged over the last decade over the Kosovo question.

Yugoslavia broke up into its component republics in the early 1990s. The borders of the republics did not cohere to the distribution of nationalities. Many — Serbs, Croats, Bosnians and so on — found themselves citizens of republics where the majorities were not of their ethnicities and disliked the minorities intensely for historical reasons. Wars were fought between Croatia and Serbia (still calling itself Yugoslavia because Montenegro was part of it), Bosnia and Serbia and Bosnia and Croatia. Other countries in the region became involved as well.

One conflict became particularly brutal. Bosnia had a large area dominated by Serbs. This region wanted to secede from Bosnia and rejoin Serbia. The Bosnians objected and an internal war in Bosnia took place, with the Serbian government involved. This war involved the single greatest bloodletting of the bloody Balkan wars, the mass murder by Serbs of Bosnians.

Here we must pause and define some terms that are very casually thrown around. Genocide is the crime of trying to annihilate an entire people. War crimes are actions that violate the rules of war. If a soldier shoots a prisoner, he has committed a war crime. Then there is a class called “crimes against humanity.” It is intended to denote those crimes that are too vast to be included in normal charges of murder or rape. They may not involve genocide, in that the annihilation of a race or nation is not at stake, but they may also go well beyond war crimes, which are much lesser offenses. The events in Bosnia were reasonably deemed crimes against humanity. They did not constitute genocide and they were more than war crimes. 

At the time, the Americans and Europeans did nothing about these crimes, which became an internal political issue as the magnitude of the Serbian crimes became clear. In this context, the Clinton administration helped negotiate the Dayton Accords, which were intended to end the Balkan wars and indeed managed to go quite far in achieving this. The Dayton Accords were built around the principle that there could be no adjustment in the borders of the former Yugoslav republics. Ethnic Serbs would live under Bosnian rule. The principle that existing borders were sacrosanct was embedded in the Dayton Accords.

In the late 1990s, a crisis began to develop in the Serbian province of Kosovo. Over the years, Albanians had moved into the province in a broad migration. By 1997, the province was overwhelmingly Albanian, although it had not only been historically part of Serbia but also its historical foundation. Nevertheless, the Albanians showed significant intentions of moving toward either a separate state or unification with Albania. Serbia moved to resist this, increasing its military forces and indicating an intention to crush the Albanian resistance.

There were many claims that the Serbians were repeating the crimes against humanity that were committed in Bosnia. The Americans and Europeans, burned by Bosnia, were eager to demonstrate their will. Arguing that something between crimes against humanity and genocide was under way — and citing reports that between 10,000 and 100,000 Kosovo Albanians were missing or had been killed — NATO launched a campaign designed to stop the killings. In fact, while some killings had taken place, the claims by NATO of the number already killed were false. NATO might have prevented mass murder in Kosovo. That is not provable. They did not, however, find that mass murder on the order of the numbers claimed had taken place. The war could be defended as a preventive measure, but the atmosphere under which the war was carried out overstated what had happened. 

The campaign was carried out without U.N. sanction because of Russian and Chinese opposition. The Russians were particularly opposed, arguing that major crimes were not being committed and that Serbia was an ally of Russia and that the air assault was not warranted by the evidence. The United States and other European powers disregarded the Russian position. Far more important, they established the precedent that U.N. sanction was not needed to launch a war (a precedent used by George W. Bush in Iraq). Rather — and this is the vital point — they argued that NATO support legitimized the war.

This transformed NATO from a military alliance into a quasi-United Nations. What happened in Kosovo was that NATO took on the role of peacemaker, empowered to determine if intervention was necessary, allowed to make the military intervention, and empowered to determine the outcome. Conceptually, NATO was transformed from a military force into a regional multinational grouping with responsibility for maintenance of regional order, even within the borders of states that are not members. If the United Nations wouldn’t support the action, the NATO Council was sufficient.

Since Russia was not a member of NATO, and since Russia denied the urgency of war, and since Russia was overruled, the bombing campaign against Kosovo created a crisis in relations with Russia. The Russians saw the attack as a unilateral attack by an anti-Russian alliance on a Russian ally, without sound justification. Then-Russian President Boris Yeltsin was not prepared to make this into a major confrontation, nor was he in a position to. The Russians did not so much acquiesce as concede they had no options.

The war did not go as well as history records. The bombing campaign did not force capitulation and NATO was not prepared to invade Kosovo. The air campaign continued inconclusively as the West turned to the Russians to negotiate an end. The Russians sent an envoy who negotiated an agreement consisting of three parts. First, the West would halt the bombing campaign. Second, Serbian army forces would withdraw and be replaced by a multinational force including Russian troops. Third, implicit in the agreement, the Russian troops would be there to guarantee Serbian interests and sovereignty.

As soon as the agreement was signed, the Russians rushed troops to the Pristina airport to take up their duties in the multinational force — as they had in the Bosnian peacekeeping force. In part because of deliberate maneuvers and in part because no one took the Russians seriously, the Russians never played the role they believed had been negotiated. They were never seen as part of the peacekeeping operation or as part of the decision-making system over Kosovo. The Russians felt doubly betrayed, first by the war itself, then by the peace arrangements.

The Kosovo war directly effected the fall of Yeltsin and the rise of Vladimir Putin. The faction around Putin saw Yeltsin as an incompetent bungler who allowed Russia to be doubly betrayed. The Russian perception of the war directly led to the massive reversal in Russian policy we see today. The installation of Putin and Russian nationalists from the former KGB had a number of roots. But fundamentally it was rooted in the events in Kosovo. Most of all it was driven by the perception that NATO had now shifted from being a military alliance to seeing itself as a substitute for the United Nations, arbitrating regional politics. Russia had no vote or say in NATO decisions, so NATO’s new role was seen as a direct challenge to Russian interests.

Thus, the ongoing expansion of NATO into the former Soviet Union and the promise to include Ukraine and Georgia into NATO were seen in terms of the Kosovo war. From the Russian point of view, NATO expansion meant a further exclusion of Russia from decision-making, and implied that NATO reserved the right to repeat Kosovo if it felt that human rights or political issues required it. The United Nations was no longer the prime multinational peacekeeping entity. NATO assumed that role in the region and now it was going to expand all around Russia.

Then came Kosovo’s independence. Yugoslavia broke apart into its constituent entities, but the borders of its nations didn’t change. Then, for the first time since World War II, the decision was made to change Serbia’s borders, in opposition to Serbian and Russian wishes, with the authorizing body, in effect, being NATO. It was a decision avidly supported by the Americans.

The initial attempt to resolve Kosovo’s status was the round of negotiations led by former Finnish President Martti Ahtisaari that officially began in February 2006 but had been in the works since 2005. This round of negotiations was actually started under U.S. urging and closely supervised from Washington. In charge of keeping Ahtisaari’s negotiations running smoothly was Frank G. Wisner, a diplomat during the Clinton administration. Also very important to the U.S. effort was Assistant Secretary of State for European and Eurasian Affairs Daniel Fried, another leftover from the Clinton administration and a specialist in Soviet and Polish affairs. 

In the summer of 2007, when it was obvious that the negotiations were going nowhere, the Bush administration decided the talks were over and that it was time for independence. On June 10, 2007, Bush said that the end result of negotiations must be “certain independence.” In July 2007, Daniel Fried said that independence was “inevitable” even if the talks failed. Finally, in September 2007, Condoleezza Rice put it succinctly: “There’s going to be an independent Kosovo. We’re dedicated to that.” Europeans took cues from this line. 

How and when independence was brought about was really a European problem. The Americans set the debate and the Europeans implemented it. Among Europeans, the most enthusiastic about Kosovo independence were the British and the French. The British followed the American line while the French were led by their foreign minister, Bernard Kouchner, who had also served as the U.N. Kosovo administrator. The Germans were more cautiously supportive.

On Feb. 17, 2008, Kosovo declared independence and was recognized rapidly by a small number of European states and countries allied with the United States. Even before the declaration, the Europeans had created an administrative body to administer Kosovo. The Europeans, through the European Union, micromanaged the date of the declaration. 

On May 15, during a conference in Ekaterinburg, the foreign ministers of India, Russia and China made a joint statement regarding Kosovo. It was read by the Russian host minister, Sergei Lavrov, and it said: “In our statement, we recorded our fundamental position that the unilateral declaration of independence by Kosovo contradicts Resolution 1244. Russia, India and China encourage Belgrade and Pristina to resume talks within the framework of international law and hope they reach an agreement on all problems of that Serbian territory.” 

The Europeans and Americans rejected this request as they had rejected all Russian arguments on Kosovo. The argument here was that the Kosovo situation was one of a kind because of atrocities that had been committed. The Russians argued that the level of atrocity was unclear and that, in any case, the government that committed them was long gone from Belgrade. More to the point, the Russians let it be clearly known that they would not accept the idea that Kosovo independence was a one-of-a-kind situation and that they would regard it, instead, as a new precedent for all to follow.

The problem was not that the Europeans and the Americans didn’t hear the Russians. The problem was that they simply didn’t believe them — they didn’t take the Russians seriously. They had heard the Russians say things for many years. They did not understand three things. First, that the Russians had reached the end of their rope. Second, that Russian military capability was not what it had been in 1999. Third, and most important, NATO, the Americans and the Europeans did not recognize that they were making political decisions that they could not support militarily. 

For the Russians, the transformation of NATO from a military alliance into a regional United Nations was the problem. The West argued that NATO was no longer just a military alliance but a political arbitrator for the region. If NATO does not like Serbian policies in Kosovo, it can — at its option and in opposition to U.N. rulings — intervene. It could intervene in Serbia and it intended to expand deep into the former Soviet Union. NATO thought that because it was now a political arbiter encouraging regimes to reform and not just a war-fighting system, Russian fears would actually be assuaged. To the contrary, it was Russia’s worst nightmare. Compensating for all this was the fact that NATO had neglected its own military power. Now, Russia could do something about it.

At the beginning of this discourse, we explained that the underlying issues behind the Russo-Georgian war went deep into geopolitics and that it could not be understood without understanding Kosovo. It wasn’t everything, but it was the single most significant event behind all of this. The war of 1999 was the framework that created the war of 2008.

The problem for NATO was that it was expanding its political reach and claims while contracting its military muscle. The Russians were expanding their military capability (after 1999 they had no place to go but up) and the West didn’t notice. In 1999, the Americans and Europeans made political decisions backed by military force. In 2008, in Kosovo, they made political decisions without sufficient military force to stop a Russian response. Either they underestimated their adversary or — even more amazingly — they did not see the Russians as adversaries despite absolutely clear statements the Russians had made. No matter what warning the Russians gave, or what the history of the situation was, the West couldn’t take the Russians seriously.

It began in 1999 with war in Kosovo and it ended in 2008 with the independence of Kosovo. When we study the history of the coming period, the war in Kosovo will stand out as a turning point. Whatever the humanitarian justification and the apparent ease of victory, it set the stage for the rise of Putin and the current and future crises.

source: www.stratfor.com Διαβάστε περισσότερα...

Τρίτη 26 Αυγούστου 2008

Russia vs Georgia: The Fallout

Europe Report N°195 

22 August 2008 

By International Crisis Group


EXECUTIVE SUMMARY AND RECOMMENDATIONS



The Russia-Georgia conflict has transformed the contemporary geopolitical world, with large consequences for peace and security in Europe and beyond. Moscow’s initial moves into South Ossetia as large-scale violence broke out there on 7-8 August were in part a response to a disastrous miscalculation by a Georgian leadership that was impatient with gradual confidence building and a Russian-dominated negotiations process. But Russia’s disproportionate counter-attack, with movement of large forces into Abkhazia and deep into Georgia, accompanied by the widespread destruction of economic infrastructure, damage to the economy and disruption of communications and movement between different regions of the country, constitutes a dramatic shift in Russian-Western relations. It has undermined regional stability and security; threatened energy corridors that are vital for Europe; made claims with respect to ethnic Russians and other minorities that could be used to destabilise other parts of the former Soviet Union, with Ukraine a potential target; and shown disregard for international law.  


Russian actions reflected deeper factors, including pushback against the decade-long eastward expansion of the NATO alliance, anger over issues ranging from the independence of Kosovo to the placement of missile defence systems in Europe, an assertion of a concept of limited sovereignty for former Soviet states and a newfound confidence and aggressiveness in foreign affairs that is intimately linked with the personality and world view of Russia’s predominant leader, Prime Minister Vladimir Putin. 

Georgia, too, has mishandled its relationships with Russia, South Ossetia and Abkhazia since 2004, abandoning real confidence building and often following confrontational policies towards the conflict regions. With patience it might have demonstrated that the regions would be better served by enjoying extensive autonomy within an increasingly prosperous and democratising Georgia. Instead, President Mikheil Saakashvili and a small inner circle of bellicose officials used menacing and arrogant rhetoric that made the dispute with Moscow and the conflict regions bitter and personal. All sides bear responsibility for the humanitarian consequences of the violence, as tens of thousands of civilians in South Ossetia, Abkhazia and the rest of Georgia have been displaced amid disturbing reports of atrocities.

Western nations must eschew the worst of the Cold War mentality that would further isolate Russia, but engagement, as UK Foreign Secretary David Miliband has put it, has to be “hard-headed”. Russia cannot be allowed to maintain a military force in Georgia except as part of an international peacekeeping mission with non-Russian command, with a clear and mutually acceptable mandate in South Ossetia and Abkhazia. The ceasefire signed on 15-16 August must be respected, and Russian troops must return promptly to the positions they held on 7 August, honouring the spirit of a loosely worded agreement. International monitors should be deployed in Georgia proper to observe Russian withdrawal and return of displaced persons (IDPs) and then serve as an interim measure to help maintain the ceasefire in South Ossetia and Abkhazia until a peacekeeping mission can be created. 

Russian participation is probably necessary as a practical matter in the peacekeeping mission, although serious questions should be raised about the motives of the Russian forces that Moscow describes as peacekeepers. Command and composition should be genuinely international. All Georgian and Ossetian civilians displaced since 7 August need to be immediately allowed to return to their homes. The Russians and Georgians should agree to and cooperate with investigations to establish responsibility for human rights abuses during the conflict, including by the International Criminal Court (ICC) and perhaps the Organization for Security and Co-operation in Europe (OSCE). 

None of this will be easy or even possible without a combination of significant pressures and pragmatic incentives to gain essential Russian approval. Moscow must be made to understand the advantages for its prestige, power and economy of being a partner in ensuring security in Europe rather than an outlier, subject to threats of exclusion from such institutions as the G8 and World Trade Organization (WTO).

The crisis also reflects serious mistakes by the U.S. and the European Union (EU) in Georgia since 2004, most significantly failing to adequately press President Saakashvili to abandon a quick-fix approach toward restoring Georgian control over South Ossetia and Abkhazia. The Georgian army was trained and sold weapons without ensuring that these would not be used to recover the conflict territories, and Russia’s anger over these actions and other perceived post-Cold War slights was misread. Instead of concentrating on democratic institutions and rule of law, the U.S. too often focused its support on Saakashvili personally, even as he engaged in reckless and authoritarian behaviour. As the long-frozen conflicts in South Ossetia and Abkhazia began to heat up, Georgia’s partners did too little to encourage it to engage more substantially in confidence building and dialogue with the de facto authorities and Russia.

With regard to NATO, the division evident at its Bucharest Summit in April 2008 on whether to approve a membership action plan (MAP) for Georgia has been exacerbated. Those countries, led by the U.S., who support Georgia’s accession are pointing to the Russian attacks as clear proof that Georgia needs the protection of NATO security guarantees; those that oppose it believe that NATO dodged a bullet by not committing itself to go to war against Russia in defence of a capricious and reckless government in Tbilisi. A decision on MAP or membership status should not be taken in the heat of the current crisis. It will be difficult to finally resolve the membership issue, in relation to both Georgia and other potential members, without addressing the larger question of NATO’s future role as a security organisation. 

At the broader level, the crisis raises significant questions about the capacity of the EU, the UN and NATO to address fundamental issues. While European leaders stepped forward to achieve the ceasefire agreement, their inability to put forward a forceful response to the Russian action reflects a lowest common denominator approach that discourages stronger and more innovative policies. Similarly, the UN Security Council, divided by whether to include references to Georgia’s territorial integrity in either a resolution or statement, has issued nothing on the conflict since it began to boil over on 7 August. In an unhappy reminder of the Cold War years, the conflict has called into question the Council’s capacity to address any issue over which P-5 members have significantly different interests. And in the process of seeking justification for its actions, Russia has also misstated and distorted the UN-approved principle of “responsibility to protect”. 

RECOMMENDATIONS

To the Russian and Georgian Governments and the De Facto South Ossetian and Abkhazian Authorities:

1. Implement immediately and fully the six-point ceasefire agreement signed on 15-16 August 2008.

2. Assist monitoring of compliance by a strengthened OSCE Georgia Mission, with full freedom 
of movement throughout the country, until a more permanent and substantial international peacekeeping mission can be authorised and deployed.

3. Allow and support the immediate return of all newly displaced persons and refugees to their homes, provide unrestricted access for humanitarian aid, facilitate the exchange of prisoners and detainees, halt belligerent rhetoric and the issuing of false press reports, assist with the determination of the fate of the missing and cooperate with the International Committee of the Red Cross (ICRC) and humanitarian airlifts, as well as with the International Criminal Court (ICC) and other investigating authorities.

To the Russian Government:

4. Withdraw all military and related personnel from Georgia, except initially for the numbers authorised as peacekeepers before 7 August 2008 in South Ossetia and Abkhazia, and subsequently for any who are entitled to serve in an international peacekeeping mission in South Ossetia and Abkhazia that may be authorised by the UN Security Council. 

To the De Facto South Ossetian and Abkhazian Authorities: 

5. Halt and desist from violence against ethnic Georgians, destruction of property or forced displacement.

To the Georgian Government:

6. Sign a non-resumption of hostilities agreement with the de facto authorities of South Ossetia and Abkhazia. 

7. Pursue and consistently implement without status preconditions measures to gradually build confidence with South Ossetians and Abkhaz, including by providing full protection to South Ossetian and Abkhaz minorities throughout Georgia. 

To the Member States of the UN Security Council:

8. Negotiate rapidly a resolution that:

a) acknowledges and welcomes the ceasefire signed 15-16 August 2008 and addresses the territorial integrity issues by confirming that it does not affect the legal situation that existed in the concerned area on 7 August 2008;

b) welcomes the dispatch of observers to serve as interim monitors of the ceasefire;

c) authorises for an initial period of one year the formation and operation of a peacekeeping mission, which may be, as appears most practical and expeditious, either a traditional UN mission or the mission of another appropriate international institution such as the OSCE, and is commanded on the military side by a senior soldier from outside the region and on the 
political side by a senior diplomat from outside the region. Russian participation in such a mission should be fully integrated into the international command structure and not form a separate force within the main force. This force should be mandated to:

i. ensure respect for the ceasefire signed on 15-16 August 2008; 

ii. offer such assistance as may be deemed useful by the de facto South Ossetian and Abkhazian authorities to develop their institutions; and

iii. encourage contacts between the Georgian government, Georgian institutions and individuals and the de facto authorities of South Ossetia and Abkhazia, their institutions and individuals; and

d) establishes a forum in which the concerned parties, facilitated by the UN, as well as interested neighbouring states and international organisations such as the OSCE and EU, can urgently explore practical measures to improve the humanitarian and economic situation, as well as the possibility of more far-reaching political measures to achieve, ultimately, a resolution of the underlying problems that have produced conflict between Georgians, South Ossetians and Abkhazians, including regarding status. 

9. Request that the Secretary-General, after consultations with all parties to the conflict and with relevant international organisations such as the OSCE, appoint an independent panel to conduct an investigation documenting August events in South Ossetia and Abkhazia as well as other parts of Georgia in which Russian forces established temporary presence. The purpose of the investigation should be to provide an accurate and complete accounting of what occurred in order to promote reconciliation and make it possible to ensure future accountability for any atrocity crimes. 

To the European Union and its Member States:

10. Organise an emergency donors conference, in coordination with the international financial institutions (IFIs) and bilateral donors, for the purpose of obtaining funds to assist the repair of war damage in the affected areas and support economic stability. 

11. Rapidly send interim observers to monitor the ceasefire as part of the OSCE mission, reinforce the office of the European Union Special Representative (EUSR) and the Border Support Team (BST) and take the necessary measures to dispatch a European Security and Defence Policy (ESDP) team to assist in a peacekeeping mission authorised by the UN Security Council. 

To NATO and its Member States:

12. Do not seek to resolve Georgia’s MAP or membership status until the present crisis has cooled. Consider other appropriate means of satisfying Georgia’s legitimate security concerns pending any progress on its NATO application. 

To European Union and NATO Member States:

13. Advise Russia at the most senior level that if it cooperates in implementing and maintaining the ceasefire signed on 15-16 August 2008 and negotiating and implementing the UN Security Council resolution described above, they are prepared to explore common security interests on a wide range of global issues, including possible ways to bridge differences with respect to Georgia’s relationship to NATO, the expressed Russian interest to consider whether there might be some utility in a forum to draft a new instrument on aspects of European security and otherwise generally to deepen dialogue and cooperation. 

14. Advise Russia at the most senior level that if it does not cooperate in implementing and maintaining the ceasefire signed on 15-16 August 2008 and negotiating and implementing the Security Council resolution described above, they are prepared to adjust relations accordingly, including to:

a) suspend further consideration of Russia’s membership in the World Trade Organization (WTO) and its participation in the activities of the G8; and 

b) request through national committees the International Olympic Committee (IOC) to seek assurances from Russia that appropriate international cooperation is in place with respect to Abkhazia by 1 January 2009, so that there can be confidence the 2014 Winter Games will be prepared adequately and conducted safely and there is no need to review the decision to award those Games to Sochi. 

15. Advise Georgia at the most senior level that if it cooperates in implementing and maintaining the ceasefire signed on 15-16 August 2008 and works constructively with regard to the processes to be set in motion by the Security Council resolution described above, every effort will be made to increase aid appropriate to the needs for reconstruction of the economy and infrastructure and to facilitate its EU integration.

Tbilisi/Brussels, 22 August 2008 Διαβάστε περισσότερα...