Επιστημονικό-ενημερωτικό ιστολόγιο με βαρύτητα σε θέματα γεωπολιτικής,εξωτερικής πολιτικής και διεθνών σχέσεων. geopoliticsgr@gmail.com
Πέμπτη 1 Απριλίου 2010
Διπλό χτύπημα στο Νταγκεστάν
Βομβιστική επίθεση με 12 νεκρούς στην πόλη Κιζλιάρ,
λίγο μετά το πλήγμα στο μετρό της Μόσχας
ΜΑKΧΑΚΤΣΚΑΛΑ. Δύο ημέρες μετά το διπλό τρομοκρατικό χτύπημα στη Μόσχα κι ενώ οι πάντες αναγνώριζαν ότι ο «Καύκασος εκδικείται», οι βομβιστές χτύπησαν, χθες, ξανά, αυτήν τη φορά στη γειτονική της Τσετσενίας επαρχία του Νταγκεστάν. Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, οι νεκροί από την επίσης διπλή και άψογα συντονισμένη βομβιστική επίθεση στην πόλη Κιζλιάρ είναι τουλάχιστον 12 και οι τραυματίες 23. Εως αργά χθες δεν είχε επιβεβαιωθεί η εκτίμηση του Ρώσου πρωθυπουργού, Βλαντιμίρ Πούτιν, ότι οι επιθέσεις στη Μόσχα και στο Κιζλιάρ οργανώθηκαν από τον ίδιο άνθρωπο, αν και το απόγευμα ο αυτοαποκαλούμενος «εμίρης του Εμιράτου του Καυκάσου», διαβόητος Τσετσένος πολέμαρχος Ντόκου Ουμάροφ, ανέλαβε την ευθύνη για τις εκρήξεις στο μετρό της ρωσικής πρωτεύουσας.
Δύο βόμβες
Στο Κιζλιάρ, η πρώτη βόμβα είχε τοποθετηθεί σε αυτοκίνητο σταθμευμένο κοντά σε σχολείο στο κέντρο της πόλης, όπου και εξερράγη την ώρα που δύο αστυνομικοί, οι οποίοι περιπολούσαν στην περιοχή, πέρασαν ακριβώς από δίπλα του. Και οι δύο βρήκαν ακαριαίο θάνατο, ενώ στη συνέχεια πολλοί συνάδελφοί τους όπως και απλοί πολίτες συγκεντρώθηκαν επί τόπου για να δουν τι συνέβη. Η δεύτερη βόμβα είχε στόχο ακριβώς αυτό το πλήθος των συγκεντρωθέντων και βρισκόταν δεμένη στο σώμα του δράστη, ο οποίος φορούσε στολή αστυνομικού, όπως προέκυψε από στοιχεία της έρευνας. Οπως και η πρώτη έτσι και η δεύτερη βόμβα πυροδοτήθηκε σύμφωνα με το σχέδιο, την ώρα που ο βομβιστής είχε πλησιάσει εκείνους τους οποίους ήθελε νεκρούς, μεταξύ τους ο αρχηγός της αστυνομίας του Κιζλιάρ, Βιντάλι Βεντέρνικοφ. Ο ίδιος δεν γλίτωσε το θάνατο, ενώ νεκροί έπεσαν άλλοι επτά αστυνομικοί και δύο πολίτες. Τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν έτσι, σύμφωνα με την αρχική εκδοχή της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ερευνών της Ρωσίας, η οποία ανέφερε ότι το παγιδευμένο με εκρηκτικά αυτοκίνητο ήταν σταθμευμένο.
Σύμφωνα, όμως, με άλλη εκδοχή του υπουργού Εσωτερικών, Ρασίντ Νουργκαλίεφ, «η τροχαία ακολούθησε το αυτοκίνητο και βρέθηκε μπροστά του τη στιγμή της έκρηξης».
Αστυνομικοί και περίοικοι συγκεντρώθηκαν στο σημείο, λίγο προτού ένας δεύτερος βομβιστής πυροδοτήσει τον δεύτερο μηχανισμό. «Δεν θα επιτρέψουμε στους μαχητές να σπείρουν τον τρόμο και τον πανικό στη Ρωσία», υποσχέθηκε ο πρόεδρος Μεντβέντεφ. Νωρίτερα, ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε δεσμευτεί να τιμωρήσει παραδειγματικά τους εγκέφαλους του διπλού πλήγματος στο μετρό της Μόσχας, όπου σκοτώθηκαν 39 άτομα.
Φόβοι νέων πληγμάτων
Στις αρχές του μηνός, ο Ντόκο Ουμάροφ, ένας από τους λίγους πολέμαρχους οι οποίοι επιβίωσαν των δύο ρωσο-τσετσενικών πολέμων τη δεκαετία του '90, είχε προειδοποιήσει ότι θα μεταφέρει τον πόλεμο του Καυκάσου στις ρωσικές πόλεις. Αναλυτές προβλέπουν πως οι ισλαμιστές μαχητές θα πολλαπλασιάσουν τα πλήγματά τους εν όψει των προεδρικών εκλογών του 2012.
Πηγή: http://news.kathimerini.gr Διαβάστε περισσότερα...
Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010
Η βία επανέρχεται στον Καύκασο
Του Andrew E. Kramer
The New York Times
Την περασμένη εβδομάδα ισλαμιστής σε επίθεση αυτοκτονίας σκότωσε έξι αστυνομικούς στην πρωτεύουσα της ρωσικής επαρχίας του Νταγκεστάν. Ήταν η πλέον αιματηρή επίθεση των τελευταίων μηνών σε μια περιοχή όπου οι δολοφονίες αστυνομικών αποτελούν κύριο χαρακτηριστικό του τοπικού εξτρεμιστικού, ισλαμιστικού κινήματος. Η επίθεση έλαβε χώρα λίγες ημέρες μετά την ανακοίνωση της αστυνομίας περί «εξουδετέρωσης» του τοπικού ηγέτη των ενόπλων. Οι τοπικές αρχές παραδέχονται ότι ο αριθμός των θυμάτων θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερος. Ο βομβιστής ακινητοποίησε το παγιδευμένο με εκρηκτικά φορτηγό μπροστά από φυλάκιο ελέγχου, ακριβώς απέναντι από αστυνομικό τμήμα. Σύμφωνα με Ρώσους αξιωματούχους, η επίθεση εκδηλώθηκε δευτερόλεπτα πριν ολοκληρωθεί η καθημερινή, πρωινή συγκέντρωση των αστυνομικών στον προαύλιο χώρο του τμήματος. Ο οδηγός φέρεται να αντιλήφθηκε ότι δεν θα μπορούσε να προσεγγίσει το αστυνομικό τμήμα και αποφάσισε να πυροδοτήσει τον εκρηκτικό μηχανισμό τη στιγμή της διέλευσης από το σημείο ελέγχου λεωφορείου στο οποίο επέβαιναν αστυνομικοί. Δώδεκα, ακόμα, αστυνομικοί τραυματίστηκαν.
Η επίθεση προκάλεσε την έντονη αντίδραση του προέδρου της Ρωσίας, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ο οποίος διέταξε τον διευθυντή της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας, Αλεξάντρ Μπορτνίκοφ και τον υπουργό Εσωτερικών, Ρασίν Νουργκαλίεφ να διερευνήσουν το συμβάν και να λάβουν κάθε αναγκαίο μέτρο για τη βελτίωση της ασφάλειας στο Νταγκεστάν. Ο ίδιος ο κ. Μεντβέντεφ είχε επισκεφτεί την επαρχία τον περασμένο Ιούνιο με αφορμή τη δολοφονία του τοπικού αρχηγού της αστυνομίας.
Ανήμερα της πρωτοχρονιάς, η αστυνομία του Νταγκεστάν είχε ανακοινώσει ότι τρεις ένοπλοι, μεταξύ των οποίων ο λεγόμενος «εμίρης» των ισλαμιστών, Ουμουλάτ Μαγκομέντοφ, σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια καταδίωξης. Στα προσωπικά είδη του τελευταίου ανακαλύφθηκαν, σύμφωνα πάντα με την αστυνομία, το βιβλίο των οικονομικών της παραστρατιωτικής του οργάνωσης από το οποίο διαφαίνεται ότι οι ισλαμιστές συγκέντρωναν χρήματα εκβιάζοντας επιχειρηματίες και λαμβάνοντας δωρεές από τη Σαουδική Αραβία, την Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν.
Τα τελευταία χρόνια και μετά τον τερματισμό του Δεύτερου Πολέμου της Τσετσενίας τα φαινόμενα βίας είχαν υποχωρήσει στην ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου. Τελευταία, ωστόσο, μοιάζουν να κάνουν δυναμική επανεμφάνιση. Στα τέλη της περασμένης εβδομάδας, τρεις αστυνομικοί τραυματίστηκαν από έκρηξη βόμβας στην Τσετσενία, ενώ ένας ακόμα εκρηκτικός μηχανισμός εντοπίστηκε εγκαίρως κάτω από αγωγό φυσικού αερίου στην Ινγκουσετία. Το Νταγκεστάν, όμως, το οποίο χαρακτηριζόταν ανέκαθεν από μικροεντάσεις για λόγους της πληθυσμιακής του σύστασης, ήταν ιδιαίτερα ήσυχο μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Οι περιπτώσεις πολιτικής βίας τετραπλασιάστηκαν την τελευταία διετία, σύμφωνα με μελέτη του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών.
Από την εποχή των Σοβιετικών, το Νταγκεστάν διοικείται μέσω ενός συστήματος εθνοτικής αντιπροσώπευσης στα κυρίως θεσμικά όργανα. Αρκετοί δε, υποστηρίζουν ότι το εν λόγω σύστημα αποτελεί μέρος του προβλήματος. Η δύναμη της αστυνομίας απαρτίζεται κυρίως από μέλη της κυρίαρχης εθνοτικής ομάδας των Αβάρ. Οι φονταμεταλιστικές εκδοχές του Ισλάμ που διαδόθηκαν από τη Σαουδική Αραβία μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης σ’ αυτή την περιοχή όπου παραδοσιακά συνυπάρχουν οι σουνίτες με τους σούφι βρήκαν υποστηρικτές στις άλλες εθνότητες. Η καταστολή του ισλαμικού εξτρεμισμού κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Πολέμου της Τσετσενίας διόγκωσε την εχθρότητα μεταξύ των Αβαρών και των περισσότερων από δέκα άλλων εθνοτήτων που ζουν στις ορεινές περιοχές.
Διαβάστε περισσότερα...
Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009
Συμφωνία για τη μεταφορά καζακικού πετρελαίου προς την Ευρώπη
Συμφωνία για τη μεταφορά αργού πετρελαίου μέσω Κασπίας από το Καζακστάν προς το Μπακού, σημείο εκκίνησης του αγωγού Μπακού-Τμπιλίσι-Τσεϊχάν, που τροφοδοτεί τη ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά παρακάμπτοντας τη Ρωσία, υπέγραψε σήμερα η καζακική πετρελαϊκή εταιρία KazmunayGas και η αζέρικη πετρελαϊκή εταιρία Socar, σύμφωνα με σημερινές δηλώσεις του επικεφαλής της πρώτης.
"Η Socar και η KazmunayGas θα συστήσουν κοινοπραξία, στόχος της οποίας είναι η δημιουργία διακασπιακού δικτύου" μεταφοράς αργού πετρελαίου, δήλωσε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου ο κ. Κ. Καμπιλντίν.
Στο πλαίσιο του προγράμματος, το κόστος του οποίου τοποθετείται στα 3 δισ.
δολάρια και το οποίο θα χρηματοδοτηθεί από ξένους επενδυτές, θα κατασκευαστούν τερματικοί σταθμοί πετρελαίου τόσο στο καζακικό πετρελαϊκό κοίτασμα Κασαγκάν όσο και στο Μπακού, όπου θα μεταφέρονται με πλοία φορτία αργού πετρελαίου.
Πέρυσι, η Socar είχε πει ότι αυτό το σύστημα θα επέτρεπε, από το 2013, τη μεταφορά περίπου 500.000 βαρελιών αργού ημερησίως, ποσότητα η οποία θα μπορούσε μελλοντικά να ανέλθει στα 750.000 με 1,2 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου.
Τον Ιούνιο του 2006, ο Καζάκος πρόεδρος κ. Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγεφ και ο Αζέρος ομόλογός του κ. Ιλχάμ Αλίεφ είχαν υπογράψει σχετική συμφωνία, την οποία κύρωσε το 2008 η βουλή του Καζακστάν.
ΕΞΠΡΕΣΣ
Πηγή : http://infognomonpolitics.blogspot.com
Διαβάστε περισσότερα...
Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008
Israeli Strategy After the Russo-Georgian War
The Russo-Georgian war continues to resonate, and it is time to expand our view of it. The primary players in Georgia, apart from the Georgians, were the Russians and Americans. On the margins were the Europeans, providing advice and admonitions but carrying little weight. Another player, carrying out a murkier role, was Israel. Israeli advisers were present in Georgia alongside American advisers, and Israeli businessmen were doing business there. The Israelis had a degree of influence but were minor players compared to the Americans.
More interesting, perhaps, was the decision, publicly announced by the Israelis, to end weapons sales to Georgia the week before the Georgians attacked South Ossetia. Clearly the Israelis knew what was coming and wanted no part of it. Afterward, unlike the Americans, the Israelis did everything they could to placate the Russians, including having Israeli Prime Minister Ehud Olmert travel to Moscow to offer reassurances. Whatever the Israelis were doing in Georgia, they did not want a confrontation with the Russians.
It is impossible to explain the Israeli reasoning for being in Georgia outside the context of a careful review of Israeli strategy in general. From that, we can begin to understand why the Israelis are involved in affairs far outside their immediate area of responsibility, and why they responded the way they did in Georgia.
We need to divide Israeli strategic interests into four separate but interacting pieces:
The Palestinians living inside Israel’s post-1967 borders.
The so-called “confrontation states” that border Israel, including Lebanon, Syria, Jordan and especially Egypt.
The Muslim world beyond this region.
The great powers able to influence and project power into these first three regions.
The Palestinian Issue
The most important thing to understand about the first interest, the Palestinian issue, is that the Palestinians do not represent a strategic threat to the Israelis. Their ability to inflict casualties is an irritant to the Israelis (if a tragedy to the victims and their families), but they cannot threaten the existence of the Israeli state. The Palestinians can impose a level of irritation that can affect Israeli morale, inducing the Israelis to make concessions based on the realistic assessment that the Palestinians by themselves cannot in any conceivable time frame threaten Israel’s core interests, regardless of political arrangements. At the same time, the argument goes, given that the Palestinians cannot threaten Israeli interests, what is the value of making concessions that will not change the threat of terrorist attacks? Given the structure of Israeli politics, this matter is both substrategic and gridlocked.
The matter is compounded by the fact that the Palestinians are deeply divided among themselves. For Israel, this is a benefit, as it creates a de facto civil war among Palestinians and reduces the threat from them. But it also reduces pressure and opportunities to negotiate. There is no one on the Palestinian side who speaks authoritatively for all Palestinians. Any agreement reached with the Palestinians would, from the Israeli point of view, have to include guarantees on the cessation of terrorism. No one has ever been in a position to guarantee that — and certainly Fatah does not today speak for Hamas. Therefore, a settlement on a Palestinian state remains gridlocked because it does not deliver any meaningful advantages to the Israelis.
The Confrontation States
The second area involves the confrontation states. Israel has formal peace treaties with Egypt and Jordan. It has had informal understandings with Damascus on things like Lebanon, but Israel has no permanent understanding with Syria. The Lebanese are too deeply divided to allow state-to-state understandings, but Israel has had understandings with different Lebanese factions at different times (and particularly close relations with some of the Christian factions).
Jordan is effectively an ally of Israel. It has been hostile to the Palestinians at least since 1970, when the Palestine Liberation Organization attempted to overthrow the Hashemite regime, and the Jordanians regard the Israelis and Americans as guarantors of their national security. Israel’s relationship with Egypt is publicly cooler but quite cooperative. The only group that poses any serious challenge to the Egyptian state is The Muslim Brotherhood, and hence Cairo views Hamas — a derivative of that organization — as a potential threat. The Egyptians and Israelis have maintained peaceful relations for more than 30 years, regardless of the state of Israeli-Palestinian relations. The Syrians by themselves cannot go to war with Israel and survive. Their primary interest lies in Lebanon, and when they work against Israel, they work with surrogates like Hezbollah. But their own view on an independent Palestinian state is murky, since they claim all of Palestine as part of a greater Syria — a view not particularly relevant at the moment. Therefore, Israel’s only threat on its border comes from Syria via surrogates in Lebanon and the possibility of Syria’s acquiring weaponry that would threaten Israel, such as chemical or nuclear weapons.
The Wider Muslim World
As to the third area, Israel’s position in the Muslim world beyond the confrontation states is much more secure than either it or its enemies would like to admit. Israel has close, formal strategic relations with Turkey as well as with Morocco. Turkey and Egypt are the giants of the region, and being aligned with them provides Israel with the foundations of regional security. But Israel also has excellent relations with countries where formal relations do not exist, particularly in the Arabian Peninsula.
The conservative monarchies of the region deeply distrust the Palestinians, particularly Fatah. As part of the Nasserite Pan-Arab socialist movement, Fatah on several occasions directly threatened these monarchies. Several times in the 1970s and 1980s, Israeli intelligence provided these monarchies with information that prevented assassinations or uprisings.
Saudi Arabia, for one, has never engaged in anti-Israeli activities beyond rhetoric. In the aftermath of the 2006 Israeli-Hezbollah conflict, Saudi Arabia and Israel forged close behind-the-scenes relations, especially because of an assertive Iran — a common foe of both the Saudis and the Israelis. Saudi Arabia has close relations with Hamas, but these have as much to do with maintaining a defensive position — keeping Hamas and its Saudi backers off Riyadh’s back — as they do with government policy. The Saudis are cautious regarding Hamas, and the other monarchies are even more so.
More to the point, Israel does extensive business with these regimes, particularly in the defense area. Israeli companies, working formally through American or European subsidiaries, carry out extensive business throughout the Arabian Peninsula. The nature of these subsidiaries is well-known on all sides, though no one is eager to trumpet this. The governments of both Israel and the Arabian Peninsula would have internal political problems if they publicized it, but a visit to Dubai, the business capital of the region, would find many Israelis doing extensive business under third-party passports. Add to this that the states of the Arabian Peninsula are afraid of Iran, and the relationship becomes even more important to all sides.
There is an interesting idea that if Israel were to withdraw from the occupied territories and create an independent Palestinian state, then perceptions of Israel in the Islamic world would shift. This is a commonplace view in Europe. The fact is that we can divide the Muslim world into three groups.
First, there are those countries that already have formal ties to Israel. Second are those that have close working relations with Israel and where formal ties would complicate rather than deepen relations. Pakistan and Indonesia, among others, fit into this class. Third are those that are absolutely hostile to Israel, such as Iran. It is very difficult to identify a state that has no informal or formal relations with Israel but would adopt these relations if there were a Palestinian state. Those states that are hostile to Israel would remain hostile after a withdrawal from the Palestinian territories, since their issue is with the existence of Israel, not its borders.
The point of all this is that Israeli security is much better than it might appear if one listened only to the rhetoric. The Palestinians are divided and at war with each other. Under the best of circumstances, they cannot threaten Israel’s survival. The only bordering countries with which the Israelis have no formal agreements are Syria and Lebanon, and neither can threaten Israel’s security. Israel has close ties to Turkey, the most powerful Muslim country in the region. It also has much closer commercial and intelligence ties with the Arabian Peninsula than is generally acknowledged, although the degree of cooperation is well-known in the region. From a security standpoint, Israel is doing well.
The Broader World
Israel is also doing extremely well in the broader world, the fourth and final area. Israel always has needed a foreign source of weapons and technology, since its national security needs outstrip its domestic industrial capacity. Its first patron was the Soviet Union, which hoped to gain a foothold in the Middle East. This was quickly followed by France, which saw Israel as an ally in Algeria and against Egypt. Finally, after 1967, the United States came to support Israel. Washington saw Israel as a threat to Syria, which could threaten Turkey from the rear at a time when the Soviets were threatening Turkey from the north. Turkey was the doorway to the Mediterranean, and Syria was a threat to Turkey. Egypt was also aligned with the Soviets from 1956 onward, long before the United States had developed a close working relationship with Israel.
That relationship has declined in importance for the Israelis. Over the years the amount of U.S. aid — roughly $2.5 billion annually — has remained relatively constant. It was never adjusted upward for inflation, and so shrunk as a percentage of Israeli gross domestic product from roughly 20 percent in 1974 to under 2 percent today. Israel’s dependence on the United States has plummeted. The dependence that once existed has become a marginal convenience. Israel holds onto the aid less for economic reasons than to maintain the concept in the United States of Israeli dependence and U.S. responsibility for Israeli security. In other words, it is more psychological and political from Israel’s point of view than an economic or security requirement.
Israel therefore has no threats or serious dependencies, save two. The first is the acquisition of nuclear weapons by a power that cannot be deterred — in other words, a nation prepared to commit suicide to destroy Israel. Given Iranian rhetoric, Iran would appear at times to be such a nation. But given that the Iranians are far from having a deliverable weapon, and that in the Middle East no one’s rhetoric should be taken all that seriously, the Iranian threat is not one the Israelis are compelled to deal with right now.
The second threat would come from the emergence of a major power prepared to intervene overtly or covertly in the region for its own interests, and in the course of doing so, redefine the regional threat to Israel. The major candidate for this role is Russia.
During the Cold War, the Soviets pursued a strategy to undermine American interests in the region. In the course of this, the Soviets activated states and groups that could directly threaten Israel. There is no significant conventional military threat to Israel on its borders unless Egypt is willing and well-armed. Since the mid-1970s, Egypt has been neither. Even if Egyptian President Hosni Mubarak were to die and be replaced by a regime hostile to Israel, Cairo could do nothing unless it had a patron capable of training and arming its military. The same is true of Syria and Iran to a great extent. Without access to outside military technology, Iran is a nation merely of frightening press conferences. With access, the entire regional equation shifts.
After the fall of the Soviet Union, no one was prepared to intervene in the Middle East the way the Soviets had. The Chinese have absolutely no interest in struggling with the United States in the Middle East, which accounts for a similar percentage of Chinese and U.S. oil consumption. It is far cheaper to buy oil in the Middle East than to engage in a geopolitical struggle with China’s major trade partner, the United States. Even if there was interest, no European powers can play this role given their individual military weakness, and Europe as a whole is a geopolitical myth. The only country that can threaten the balance of power in the Israeli geopolitical firmament is Russia.
Israel fears that if Russia gets involved in a struggle with the United States, Moscow will aid Middle Eastern regimes that are hostile to the United States as one of its levers, beginning with Syria and Iran. Far more frightening to the Israelis is the idea of the Russians once again playing a covert role in Egypt, toppling the tired Mubarak regime, installing one friendlier to their own interests, and arming it. Israel’s fundamental fear is not Iran. It is a rearmed, motivated and hostile Egypt backed by a great power.
The Russians are not after Israel, which is a sideshow for them. But in the course of finding ways to threaten American interests in the Middle East — seeking to force the Americans out of their desired sphere of influence in the former Soviet region — the Russians could undermine what at the moment is a quite secure position in the Middle East for the United States.
This brings us back to what the Israelis were doing in Georgia. They were not trying to acquire airbases from which to bomb Iran. That would take thousands of Israeli personnel in Georgia for maintenance, munitions management, air traffic control and so on. And it would take Ankara allowing the use of Turkish airspace, which isn’t very likely. Plus, if that were the plan, then stopping the Georgians from attacking South Ossetia would have been a logical move.
The Israelis were in Georgia in an attempt, in parallel with the United States, to prevent Russia’s re-emergence as a great power. The nuts and bolts of that effort involves shoring up states in the former Soviet region that are hostile to Russia, as well as supporting individuals in Russia who oppose Prime Minister Vladimir Putin’s direction. The Israeli presence in Georgia, like the American one, was designed to block the re-emergence of Russia.
As soon as the Israelis got wind of a coming clash in South Ossetia, they — unlike the United States — switched policies dramatically. Where the United States increased its hostility toward Russia, the Israelis ended weapons sales to Georgia before the war. After the war, the Israelis initiated diplomacy designed to calm Russian fears. Indeed, at the moment the Israelis have a greater interest in keeping the Russians from seeing Israel as an enemy than they have in keeping the Americans happy. U.S. Vice President Dick Cheney may be uttering vague threats to the Russians. But Olmert was reassuring Moscow it has nothing to fear from Israel, and therefore should not sell weapons to Syria, Iran, Hezbollah or anyone else hostile to Israel.
Interestingly, the Americans have started pumping out information that the Russians are selling weapons to Hezbollah and Syria. The Israelis have avoided that issue carefully. They can live with some weapons in Hezbollah’s hands a lot more easily than they can live with a coup in Egypt followed by the introduction of Russian military advisers. One is a nuisance; the other is an existential threat. Russia may not be in a position to act yet, but the Israelis aren’t waiting for the situation to get out of hand.
Israel is in control of the Palestinian situation and relations with the countries along its borders. Its position in the wider Muslim world is much better than it might appear. Its only enemy there is Iran, and that threat is much less clear than the Israelis say publicly. But the threat of Russia intervening in the Muslim world — particularly in Syria and Egypt — is terrifying to the Israelis. It is a risk they won’t live with if they don’t have to. So the Israelis switched their policy in Georgia with lightning speed. This could create frictions with the United States, but the Israeli-American relationship isn’t what it used to be.
source : www.stratfor.com Διαβάστε περισσότερα...
Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2008
"Russia and the 'Responsibility to Protect'", Gareth Evans in The Los Angeles Times
The Los Angeles Times
The principle was intended to prevent another Cambodia or Rwanda; it cannot be used to justify Moscow's invasion of Georgia.
The Russian government has argued that its recent military operations in Georgia were justified by the principle of "responsibility to protect" (colloquially known as R2P). This is the approach to dealing with mass-atrocity crimes that was embraced by 150 member states at the 2005 U.N. World Summit.
Russian President Dmitry Medvedev, Prime Minister Vladimir Putin and U.N. Ambassador Vitaly Churkin have described Georgia's initial actions against the local population in the breakaway republic of South Ossetia as "genocide." Russian Foreign Minister Sergei Lavrov argued that Russia's use of force in response was an exercise of the "responsibility to protect," which applied not only "in the U.N. system when people see some trouble in Africa" but also under the Russian Constitution when its own citizens were at risk.
For those of us who have worked long and hard to create a consensus that the world should never again turn its back on another Cambodia or Rwanda, this and every misapplication of R2P -- genuine or cynical -- is an occasion for alarm. We are conscious of the fragility of that consensus should the impression gain hold that R2P is just another excuse for the major powers to throw their weight around. It needs to be made clear beyond a doubt that whatever other explanation Russia had for its military action in Georgia, the R2P principle was not among the valid ones.
The primary ground stated for intervention by Russian leaders was "to protect Russian citizens." But this is not an R2P rationale. R2P is about the responsibility of a sovereign state to protect populations within its own borders (and of other states to assist it), and the responsibility of other states to step in with appropriate action if that state is unable or unwilling to do so. It does not address the question of an individual country taking direct action to protect its nationals located outside its own borders. When such action has been taken in the past -- as it often has been -- the justification has been almost invariably advanced in terms of "self-defense" (since 1945, under Article 51 of the U.N. Charter). The second major reason for resisting the Russian characterization is that Russia has not made a compelling case that the threat posed by Georgia to the South Ossetian population was of a nature and scale to legitimate the use of military force. Five criteria are relevant here, and it is not clear that any of them were satisfied.
The seriousness of the threat. It is not at all clear whether any of the U.N.-specified crimes of "genocide, war crimes, ethnic cleansing or crimes against humanity" were being committed, or imminently about to be, by Georgia against South Ossetians. While Georgia's actions in attacking the South Ossetia capital, Tskhinvali, might well be thought to be an unjustified overreaction to the provocations it cites, the available evidence is not of the weight or clarity needed to justify the use of coercive military action by others in response.
The primary purpose of the response. While one purpose of the Russian military intervention may have been to protect South Ossetian civilians under attack, it is highly questionable whether that was the primary motive. Others appear to have been to establish full Russian control over both South Ossetia and Abkhazia, to dismantle Georgia's entire military capability, to scuttle Georgia's NATO ambitions and to send a clear signal to other former parts of the Soviet Union as to what would and would not be tolerated by Moscow.
Military action only as a last resort. A peaceful solution does not seem to have been out of reach here. An immediate U.N. Security Council call for Georgia to cease its military action would have placed Tbilisi under great pressure to comply. Russia did urge the Security Council on the evening of Aug. 7 to call for a cease-fire, but disagreement about whether the statement should refer to Georgia's territorial integrity led to council inaction. With a little more flexibility on all sides, this issue could probably have been finessed. Russia's position on the "last resort" issue is further weakened by its later attack on Georgian territory outside South Ossetia and Abkhazia, after Georgia signed a cease-fire agreement.
Proportionality of response. The introduction of about 20,000 Russian troops and 100 tanks into South Ossetia and Abkhazia and Georgia proper appears manifestly excessive. The Russian naval blockade in the Black Sea as well as aerial bombings of Gori, Poti, the Zugdidi region and an aviation plant in Tbilisi went well beyond the necessary minimum.
More good than harm from the intervention. That is a very difficult argument to make, based on the current evidence about refugee outflows and unrestrained reprisal actions by South Ossetian separatists against Georgians, not to mention concerns about wider implications for regional and global stability.
The final response to Russia's reliance on the R2P resolution is that there was no Security Council resolution giving it legal authority for military intervention -- an omission that Moscow complained about long and hard when the U.S. ignored this requirement in Kosovo in 1999 (not to mention Iraq in 2003). The 2005 General Assembly position was very clear that, when any country seeks to apply forceful means to address an R2P situation, it must do so through the Security Council. The Russia-Georgia case highlights the risks of states, whether individually or in a coalition, interpreting global norms unilaterally. The sense of moral outrage at reports of civilians being killed and ethnically cleansed can have the unintended effect of clouding judgment as to the best response, which is another reason to channel action collectively through the United Nations. That other major countries may have been indifferent to this constraint in the past doesn't justify Russian actions in Georgia. Vigilante justice is always dangerous.
Gareth Evans, president of the International Crisis Group, co-chaired the International Commission on Intervention and State Sovereignty, which introduced the "R2P" concept, and is the author of the forthcoming "The Responsibility to Protect: Ending Mass Atrocity Crimes Once and for All."
source: http://www.crisisgroup.org
Διαβάστε περισσότερα...Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008
Καύκασος και διεθνές γεωπολιτικό παίγνιο
Αναδημοσίευση από Ανατροπή
του Καρατουλιώτη Νίκου*
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας η Δύση αιφνιδιάστηκε και αμήχανη παρακολουθούσε τις εξελίξεις στο λεγόμενο ανατολικό μπλοκ. Η Αμερική μέσα στην δύνη των γεγονότων και κάτω από ιστορικές συγκυρίες βρέθηκε ως μοναδική υπερδύναμη ο μεγάλος επικυρίαρχος του Διεθνούς Συστήματος. Προκειμένου να παραμείνει ο παγκόσμιος ηγεμόνας του συστήματος, αναθεώρησε τα σχέδια της τα οποία μέχρι εκείνη την στιγμή είχαν σαν στόχο το αντίπαλο δέος του Συμφώνου της Βαρσοβίας και τα προσάρμοσε σε ότι απέμεινε απόμεινε από αυτό (λέγε με Ρωσία).
Έτσι σύμφωνα με την νέα Εθνική Στρατηγική η Αμερική σε σχέση με την Ρωσία προβλέπει τα εξής.
Α. αποδυνάμωση της Ρωσίας στον ιστορικό της χώρο
Β. Συνεπικουρούμενη από την Αγγλία προσπαθεί να απομονώσει την Ρωσία δημιουργώντας έναν περιφερειακό δακτύλιο γύρω της Rimland όπως ονομάσθηκε.
Ο δακτύλιος αυτός δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια θηλιά γύρω από τα σύνορα της Ρωσίας ο οποίος θα απαγορεύσει την επιστροφή της Ρωσίας στο διεθνές γίγνεσθαι και ως εκ τούτου την αμφισβήτηση της Αμερικανικής ηγεμονίας.
Στην Ευρώπη η Αμερική χρησιμοποίησε το ΝΑΤΟ(με τις συνεχείς διευρύνσεις προς
ανατολάς) ως εργαλείο απομόνωσης της Ρωσίας.
Το ΝΑΤΟ, είναι το εργαλείο εκείνο που επιτρέπει στους Αμερικανούς να κρατούν τη Γερμανία “ κάτω “, τη Ρωσία “ έξω ”, και τους εαυτούς τους “μέσα ” στην Ευρώπη
Στα υπόλοιπα σύνορα της Ρωσίας όπου η Αμερική δεν είχε κάποια αντίστοιχη στρατιωτική συμμαχία ανέτρεψε τις υπάρχουσες κυβερνήσεις και επέβαλε νέες της αρεσκείας της, με την βοήθεια κάποιων ΜΚΟ (Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων). Χαρακτηριστικό των νέων κυβερνήσεων είναι ότι οι επικεφαλείς τους είναι κατά κανόνα αμερικανοσπούδαστοι και βρίσκονται σε ευθεία γραμμή με τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον ακόμη και εάν αυτό είναι σε βάρος της πατρίδας ρους.
Έτσι είχαμε μια σειρά από «έγχρωμες επαναστάσεις» όπως ονομάσθηκαν.
Α. Στην Ουκρανία (πορτοκαλί επανάσταση)
Β. Στην Κιργισία (επανάσταση του λεμονιού)
Γ. Στην Μολδαβία (επανάσταση του αμπελιού)
Δ. Στην Αρμενία (επανάσταση του βερίκοκου)
Γεωργία.
Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Γεωργία όπου με την επανάσταση των ρόδων και την ανατροπή του Έντουαρντ Σεβαρνάτζε μετά από εξέγερση της φοιτητικής οργάνωσης Kmera ("Aρκετά"), που χρηματοδοτείτο από το ίδρυμα Liberty Institute, ανήλθε στην εξουσία ο Σαακασβίλι.
Γεννήθηκε το 1967 στην Τιφλίδα της Γεωργίας, απόφοιτος της Σχολής Διεθνούς Δικαίου του Κίεβου, υπότροφος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ με νομικές σπουδές στο πανεπιστήμιο Κολούμπια και διδακτορικό στο Τζορτζ Ουάσιγκτον. Γνώστης επτά ξένων γλωσσών παντρεμένος με ολλανδέζα, εργαζόταν σε δικηγορικό γραφείο της Αμερικής μέχρι το 1992 που στρατολογήθηκε από την κυβέρνηση του Έντουαρντ Σεβαρνάτζε. Οι Αμερικανοί τον ανακάλυψαν μετά την επανάσταση των ρόδων όπου τον πριμοδότησαν απροκάλυπτα και εκλέχθηκε Πρόεδρος της Γεωργίας αφού ανέτρεψε τον ευεργέτη του.
Με αιχμή του δόρατος τον Σαακασβίλι και την κυβέρνηση του, οι ΗΠΑ διείσδυσαν δυναμικά στην περιοχή(άτσαλα), έτσι με πληθώρα Αμερικανών στρατιωτικών συμβούλων και στρατιωτικό υλικό από την Ουκρανία, Τουρκία και Ισραήλ οργάνωσαν έναν σύγχρονο και άρτιο στρατό που είχε βάλει πλώρη για την είσοδο του στο ΝΑΤΟ.
Στρατιωτική ανάλυση της σύγκρουσης.
Η νέα κρίση στον Καύκασο ξέσπασε ένα μόλις μήνα μετά την επίσκεψη της Κοντολίζα Ράϊς στην Τιφλίδα και τη σκληρή γλώσσα που χρησιμοποίησε εναντίον της Μόσχας. Η Γεωργία, εκμεταλλευόμενη κάποια από τις συνηθισμένες αψιμαχίες που σημειώνονται τα τελευταία χρόνια στα σύνορα με τη Νότια Οσσετία, εισέβαλε στην περιοχή και κατέλαβε την πρωτεύουσα Τσχινβάλι.
Η Ρωσία απάντησε αμέσως στην πρόκληση της Γεωργίας με στρατιωτικό σχηματισμό περίπου τριών ταξιαρχιών αποτελούμενο από 10.000 περίπου άνδρες(6.000 στην Οσσετία και 4.000 στην Αμπχαζία) . Προπομπός ήταν οι επίλεκτες δυνάμεις αλεξιπτωτιστών και τα αερομεταφερόμενα αγήματα προκειμένου να επιτύχουν τον τακτικό αιφνιδιασμό(πράγμα το οποίο επετεύχθη). Από πλευράς τεθωρακισμένων χρησιμοποιήθηκαν δυνάμεις και υλικό δευτέρας διαλογής συνοδευόμενα από ελικόπτερα που πετούσαν πάνω από τα τεθωρακισμένα για κάλυψη από τυχόν κυνηγούς αρμάτων. Η παραπάνω επιλογή τους αν και είχε υψηλό ρίσκο αποδείχτηκε σωστή καθώς δικαιώθηκαν από την πλήρη κατάρρευση του μετώπου. Από πλευράς πυροβολικού δεν χρησιμοποίησαν έξυπνα βλήματα αλλά τα κλασικά βλήματα του πυροβολικού και ΠΕΠ (πολλαπλοί εκτοξευτές πυραύλων) που σαρώνουν μεγάλη περιοχή με αποτέλεσμα την ύπαρξη πολλών θυμάτων και την δημιουργία πανικού στον αντίπαλο( αποτέλεσε και αυτό σημαντικό παράγοντα της κατάρρευσης του αντιπάλου), πλην όμως είχαμε πολλές παράπλευρες απώλειες(άμαχοι). Από πλευράς αεροπορίας οι Ρώσοι είχαν τον απόλυτο έλεγχο του θεάτρου επιχειρήσεων με την χρήση των Σουχόϊ (τύπου 25,24 και 27).
Η εισβολή των Ρωσικών δυνάμεων ήταν ταυτόχρονη στην Οσσετία και Αμπχαζία και από εκεί στο έδαφος της Γεωργίας σε δίκην λαβίδας με αποτέλεσμα να κόψουν στη μέση την Γεωργία ελέγχοντας όλα τα στρατηγικά σημεία. Το ότι δεν κατέλαβαν ολόκληρη την Γεωργία, απλά δεν το θέλησαν ή δεν το επέτρεπαν οι διεθνείς συγκυρίες μιας και η στρατιωτική επιχείρηση είχε σκοπό την προστασία της Οσσετίας και Αμπχαζίας από την επιθετικότητα της Γεωργίας(λέγε με Αμερική).
Η παραπάνω επέμβαση της Γεωργίας στην Οσσετία παρά τα γραφόμενα στον τύπο ότι ήταν μια μεμονωμένη κίνηση του Σαακασβίλι που δυσαρέστησε και αιφνιδίασε τους Αμερικανούς, καταρρίπτετε από το γεγονός ότι μόλις πριν ένα μήνα ο Γεωργιανός στρατός με την συμμετοχή 1600 Αμερικανών στρατιωτών πραγματοποίησε άσκηση μεγάλης κλίμακας στη περιοχή του Καυκάσου. Η Ρωσία τότε ανταπάντησε και αυτή με μια ανάλογη στρατιωτική άσκηση στην δική της παραμεθόριο, αλλά ο Σαακασβίλι και η οι ΗΠΑ δεν το πήραν στα σοβαρά.
Συμπερασματικά μπορώ να πω ότι οι Αμερικανοί(που εκπόνησαν τα σχέδια) και η Γεωργία (που προσπάθησε να τα υλοποιήσει), υπέστησαν τακτικό αιφνιδιασμό από τις Ρωσικές ένοπλες δυνάμεις και ηττήθηκαν κατά κράτος. Το μέγεθος του αιφνιδιασμού είναι ανάλογο με αυτόν τον πόλεμο των έξη ημερών ή πόλεμος αστραπή κατά την στρατιωτική ορολογία, και ένεκα τούτου ήδη κάποιοι αναλυτές άρχισαν να ονομάζουν την Ρωσική επέμβαση στην Γεωργία ως ο πόλεμος των πέντε ημερών (πιστεύω ότι έτσι θα μείνει στην ιστορία).
Στρατηγικοί στόχοι
Ο στρατηγικός στόχος της όλης επιχείρησης ήταν να επιφέρει βαρύτατο πλήγμα στην παρουσία της Ρωσίας στον Καύκασο και στην Κασπία με αποτέλεσμα την αμφισβήτηση της Ρωσικής πρωτοκαθεδρίας στην περιοχή με αποτέλεσμα την δημιουργία φυγόκεντρων τάσεων σε μια σειρά ελεγχομένων περιοχών και την Βαλκανιοποίηση της ευρύτερης περιοχής.
Γεωπολιτική ανάλυση.
Μετά την κατάρρευση της σοβιετικής Ένωσης , ο Καύκασος όπου κυριαρχούσε η Ρωσία, η επιρροή της στην περιοχή μειώθηκε σημαντικά και έγινε αντικείμενο διεθνούς ανταγωνισμού λόγω των ενεργειακών αποθεμάτων αλλά και λόγου της διέλευσης σημαντικών αγωγών αερίου και πετρελαίου.
Η περιοχή του Καυκάσου περιλαμβάνει τα κράτη Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν και Γεωργία. Ουσιαστικά είναι μία γέφυρα που ενώνει την Μαύρη Θάλασσα με την Κασπία Θάλασσα. Παρόλο που η ίδια η περιοχή δεν έχει ενεργειακά αποθέματα ( εκτός από την ανατολική περιοχή του Αζερμπαϊτζάν ) ωστόσο είναι το ενεργειακό σταυροδρόμι της περιοχής και αυτός που θα το ελέγχει θα είναι σε θέση να ανοιγοκλείνει τους ενεργειακούς κρουνούς της Κασπίας κατά το δοκούν.
Η Γεωργία αποτελεί σημαντικότατο κόμβο μεταφοράς ενέργειας από την Κασπία στην Δύση παρακάμπτοντας την Ρωσία.
Τέσσερις αγωγοί ζωτικής σημασίας διέρχονται από την περιοχή.
1. Μπακού – Τιφλίδα- Τσεϊχάν ( 1038 μιλίων), αμερικανικών συμφερόντων κονσόρτσιουμ με επικεφαλής την BP (Chevron, Statoil, Exxon Mobil), και ο πλέον ακριβός αγωγός από πλευράς κόστους κατασκευής. Ο παραπάνω αγωγός διέρχεται νότια της πρωτεύουσας της Νότιας Οσσετίας Tskhinvali και είναι δυναμικότητας 1.000.000 περίπου βαρελιών την ημέρα .
2. Μπακού Σούπσα (515 μιλίων και μέσω της Γεωργίας καταλήγει στο λιμάνι Σούπσα της Μαύρης Θάλασσας). Αμερικανικών συμφερόντων με επικεφαλής την BP(Chevron, Statoil, Eni, Total) και δυναμικότητας 170.000 βαρέλια ημερησίως.
3. Μπακού Νοβοροσίσκ Ρωσικών συμφερόντων Transneft ( 868 μιλίων, ξεκινά από το Μπακού διασχίζει την Τσετσενία και καταλήγει στο λιμάνι Νοβοροσίσκ στη Μαύρη Θάλασσα). Η Ρωσική Transneft ένεκα της αστάθειας στην Τσετσενία δημιούργησε έναν παρακαμπτήριο αγωγό ( 11 μιλίων ) προς λιμάνι Makhachkala της Ρωσίας στην Μαύρη Θάλασσα. Ο Παραπάνω αγωγός μεταφέρει αποθέματα από το Αζερμπαϊτζάν, Καζακστάν και Τουρκμενιστάν.
4. Και ο αγωγός φυσικού αερίου του Νοτίου Καυκάσου SCP. Πάλι επικεφαλής η αμερικανική BP.
Και τέλος ο αγωγός Ιράν Αρμενίας, το 2001 υπογράφηκε συμφωνία κατασκευής αγωγού μεταξύ των παραπάνω χωρών ( ο εν λόγω αγωγός δεν έχει υλοποιηθεί ακόμη).
Η μεγάλη κόντρα στην περιοχή δεν είναι το ενεργειακό αλλά η στρατηγική απομόνωση της Ρωσίας. Μέσα σε αυτή την λογική κατασκεύασαν τους αγωγούς προκειμένου να απομακρύνουν την Ρωσική επιρροή στον Καύκασο.
Συμπεράσματα- εκτιμήσεις
Αυτό που διακυβεύεται από την σύγκρουση Ρωσίας και Γεωργίας(Αμερικής), είναι το ρόλο που θα έχει η Ρωσία στο νέο διεθνές σύστημα.
Αυτός ο πόλεμος είναι ένα μήνυμα της Μόσχας που έχει αποδέκτες όλες τις πρώην σοβιετικές περιοχές που θέλουν να συνάψουν στενές σχέσεις με την Αμερική σε βάρος του ζωτικού χώρου της και των στρατηγικών συμφερόντων της.
Η Ρωσία δεν έκανε τίποτε άλλο από το να πληρώσει με το ίδιο νόμισμα τους Αμερικανούς κάνοντας έναν «ανθρωπιστικό» πόλεμο όπως έλεγαν και στο ΝΑΤΟ για τους Σέρβους. Η διαφορά είναι ότι οι πρώτοι τόλμησαν και έστειλαν χερσαίες δυνάμεις ενώ οι δεύτεροι δεν άντεχαν το πολιτικό κόστος της επιστροφής από τα φέρετρα που θα ερχόταν από το πεδίο της μάχης.
«Μπορείτε να ξεχάσετε οποιαδήποτε συζήτηση για τη γεωργιανή εδαφική ακεραιότητα επειδή πιστεύω, είναι απίθανο να πειστούν η Ν. Οσσετία και η Αμπχαζία να συμφωνήσουν στη λογική ότι θα επιστρέψουν στο Γεωργιανό κράτος», εξήγησε ο κ. Λαβρόφ μετά τη συνάντηση του προέδρου Μεντβέντεφ με τους προέδρους των δυο επαρχιών, στο Κρεμλίνο. Ο Ρώσος υπουργός κάλεσε μάλιστα τις ΗΠΑ να διαλέξουν μεταξύ μιας «σχετικά εικονικής» σχέσης με τη Γεωργία και μιας «συνεργασίας με τη Ρωσία σε ζητήματα που απαιτούν συλλογική δράση». Η τελευταία φράση μάλλον αφορούσε και προειδοποιούσε την Αμερική για μια μονομερή επέμβαση στο Ιράν.
Ο Σαρκοζί κάθιδρος έσπευσε στην Ρωσία προκειμένου να εξευρεθεί ένα σχέδιο ειρήνευσης στην περιοχή. Από κοντά και Άγγελλα Μέρκελ με κλάδο ελαίας. Η Ευρώπη διασπάται στα δύο, από την μια μεριά η Αγγλία με τις νέες χώρες και από την άλλη ο Γαλλογερμανικός άξονας με τις παλιές χώρες. Βλέπεις η δύση είναι ενεργειακά εξαρτημένη από την Ρωσία και ο «χειμώνας» που έρχεται θα είναι βαρύς…….
Οι Ρώσοι γνωρίζουν πολύ καλύτερα την περιοχή του Καυκάσου και άλλοτε με επιθετικές κινήσεις και άλλοτε ακόμη και με ήττες κατόρθωσαν να είναι οι επικυρίαρχοι του γεωπολιτικού παιγνίου στην περιοχή επί πέντε συνεχείς αιώνες. Η αρκούδα αυτή την φορά έδειξε όχι μόνο τα νύχια της αλλά και τα δόντια της, οι Αμερικανοί αισθάνθηκαν την καυτή ανάσα της …………Η αρκούδα θεωρεί την περιοχή Καυκάσου ότι είναι η πίσω αυλή της φωλιάς της.
Οι Αμερικανοί από την μεριά τους δεν θα παραχωρήσουν τους αγωγούς στους Ρώσους, και για κανένα λόγο δεν θα σταματήσουν τον γεωπολιτικό απομονωτισμό της Ρωσίας και την δημιουργία του περιφερειακού δακτυλίου στραγγαλισμού της .
Η συνέχεια του Γεωπολιτικού παιγνίου επί της παγκόσμιας σκακιέρας…… η παρτίδα θα έχει ενδιαφέρον και οι παίκτες είναι απρόβλεπτοι.
* Υποστρατηγος ε.α. Μέλος Εθνικού Συμβουλιόυ Επιτροπής Ειρήνης (ΕΕΔΥΕ), Μέλος Κίνησης Εθνικής Άμυνας
Διαβάστε περισσότερα...ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΛΕΜΟ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ
του Ανδρέα Πενταρά*
Το να καταλήξει κάποιος σε ακριβή συμπεράσματα αναφορικά με τη στρατιωτική πτυχή των συγκρούσεων στο Καύκασο σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα θα ήταν παρακινδυνευμένο, με δεδομένο ότι η προς τα έξω πληροφόρηση που υπάρχει είναι αυτή που δόθηκε μέσα από τα ΜΜΕ και μόνο. Ωστόσο κάποιες πρώτες σκέψεις και γενικά συμπεράσματα, μπορούμε να καταθέσουμε με όση ασφάλεια επιτρέπει η πληροφόρηση αυτή.
Από πλευράς Γεωργίας, όσο δίκαιο κι αν αποδώσει κανείς στις προθέσεις της χώρας αυτής να προστατεύσει την εδαφική της ακεραιότητα από αποσκιρτήσεις πληθυσμιακών μειονοτήτων όπως είναι οι Οσέτιοι και οι Απχάζιοι, δεν μπορεί να δικαιολογήσει από την άλλη το τρόπο με τον οποίο προσπάθησε να επιτύχει το σκοπό αυτό. Η επίθεση εναντίον της πρωτεύουσας της Ν. Οσετίας Τσινχβάλι με άρματα μάχης και ανηλεή βομβαρδισμό με πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων, έφερε τη στρατιωτική στρατηγική σε εποχές Β΄παγκοσμίου πολέμου, όπου η δολοφονίες αμάχων μέσα από βομβαρδισμούς (αεροπορικούς κυρίως) αποσκοπούσαν στην κάμψη της θέλησης του αντιπάλου για πόλεμο και στη παράδοσή του. Τέτοιοι βομβαρδισμοί έγιναν στη Δρέσδη, στο Αμβούργο, στο Βερολίνο, στο Τόκιο, στο Λονδίνο κλπ. Σήμερα όμως, με την εξέλιξη της τεχνολογίας και την εφεύρεση όπλων ακριβείας, παράλληλα με την εξέλιξη του πολιτισμού και τη διαφορετική εκτίμηση της αξίας της ανθρώπινης ζωής, οι τακτικές αυτές απαξιώθηκαν και εγκαταλείφθηκαν από το πολιτισμένο κόσμο. Εάν η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Γεωργίας διάβαζε Θουκυδίδη ή Σουν Τζου θα γνώριζε ότι κανένας πόλεμος δεν κερδίζεται χωρίς τη κοινωνική συναίνεση και αποδοχή. Με ποιο τρόπο θα επανένωνε τη πατρίδα του ο Γεωργιανός πρόεδρος; Με τη δολοφονία των κατοίκων της Ν. Οσετίας και τη καταστροφή των σπιτιών τους; Σε τακτικό επίπεδο ο στρατός της Γεωργίας διέπραξε επίσης απαράδεκτα σφάλματα. Αντί να στείλει τα άρματα να κυκλώσουν και να αποκλείσουν το μικρό Τσινχβάλι και στη συνέχεια να στείλει ειδικές δυνάμεις και πεζικό να καταλάβουν στρατηγικά σημεία της πόλης (κυβερνητικά κτίρια, σταθμούς επικοινωνιών, κυκλοφοριακούς κόμβους, κτίρια των ΜΜΕ κλπ), εισέβαλε στους στενούς δρόμους – παγίδες - της πόλης με άρματα μάχης και τεθωρακισμένα. Το αποτέλεσμα το είδαμε στις τηλεοράσεις με τα κατεστραμμένα άρματα κατά μήκος των δρόμων. Ένα δεύτερο σφάλμα ήταν η χρήση πολλαπλών εκτοξευτών πυραύλων εναντίον κατοικημένων τόπων. Το όπλο αυτό χρησιμοποιείται για τη καταστροφή εκτεταμένων συγκεντρώσεων στρατευμάτων εξ αιτίας της μεγάλης διασποράς που έχει και όχι εναντίον πόλεων και χωριών. Στη χρήση του όπλου αυτού οφείλονται κατά κύριο λόγο οι μεγάλες απώλειες αμάχων αλλά και η καταστροφή της κτιριακής υποδομής της πρωτεύουσας Τσινχβάλι.
Από πλευράς Ρώσων, φαίνεται ότι πέτυχαν κατ’ αρχή το στρατηγικό αιφνιδιασμό με την ακαριαία αντίδρασή τους στις ασύνετες στρατιωτικές ενέργειες της Γεωργίας. Είναι ξεκάθαρο ότι οι Ρώσοι στρατηγοί ήταν έγκαιρα ενημερωμένοι για τις προθέσεις της Τυφλίδας και διατηρούσαν τα στρατεύματά τους που στάθμευαν στη περιοχή σε ύψιστη ετοιμότητα. Ο Ρωσικός στρατός σχεδίασε τις επιχειρήσεις του εφαρμόζοντας πιστά την αρχή ότι ΄΄ο σκοπός του πολέμου είναι η κάμψη της θέλησης του εχθρού προς πόλεμο και η επιβολή της δικής μας θέλησης επ’ αυτού΄΄. Γι αυτό δεν περιορίσθηκε στην ανακατάληψη της Οσετίας και την εκδίωξη των εισβολέων, αλλά με αεροπορικούς βομβαρδισμούς, αποδιοργάνωσε τη στρατιωτική και οικονομική υποδομή της Γεωργίας, ενώ στο χερσαίο θέατρο επιχειρήσεων με μια θεαματική εισβολή στο έδαφος της Γεωργίας, προήλασε σε απόσταση βολής από τη πρωτεύουσα Τυφλίδα. Με το τρόπο αυτό -που ονομάσθηκε από τους Δυτικούς ΄΄δυσανάλογη αντίδραση΄΄ – υποχρέωσε το πρόεδρο Σαακασβίλι να αποδεχθεί όλους τους όρους του κειμένου ειρήνευσης που ο πρόεδρος Μεντβέντεφ και ο προεδρεύων της ΕΕ Νικολά Σαρκοζί συμφώνησαν.
Αξίζει να αναφερθούμε και στα οπλικά συστήματα που οι δύο αντίπαλοι χρησιμοποίησαν στη σύρραξη αυτή και που βασικά ήσαν τα ίδια, προερχόμενα από το οπλοστάσιο του πρώην Σοβιετικού στρατού. Από πλευράς αρμάτων μάχης και τεθωρακισμένων χρησιμοποιήθηκαν τα άρματα Τ-64 και Τ-72 της δεκαετίας του 60 και 70 αντίστοιχα. Δεν είδαμε στις φωτογραφίες τα σύγχρονα Τ- 80 και Τ-90 τα οποία οι Ρώσοι φαίνεται να διατηρούν σε μονάδες πέριξ της Μόσχας. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης τα τεθωρακισμένα BMP -1 της δεκαετίας του 60 και τα μεταφοράς προσωπικού ΒΤR σε νεότερες εκδόσεις. Από πλευράς πυροβολικού οι μεν Γεωργιανοί χρησιμοποίησαν τους πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων ΒΜ-21 GRAND της δεκαετίας του 60 επίσης, ενώ οι Σοβιετικοί τα πιο σύγχρονα αυτοκινούμενα πυροβόλα 152 χιλ. Στον αεροπορικό πόλεμο και οι δύο αντίπαλοι χρησιμοποίησαν το αεροσκάφος εγγύς αεροπορικής υποστήριξης Σουκουχόϊ - 24, ένα συμβατικό αεροπλάνο της δεκαετίας του 70, το εργοστάσιο κατασκευής του οποίου ήταν στη Τυφλίδα. Χρησιμοποιήθηκε επίσης ευρέως από τους Ρώσους το εκσυγχρονισμένο μαχητικό ελικόπτερο Μi-24 της δεκαετίας του 60. Η νεώτερη έκδοσή του το Μi-35 –σαν αυτά που διαθέτει η Εθνική Φρουρά - δεν έκανε την εμφάνισή του. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε με βάση πάντοτε τις εικόνες που είδαμε από τις τηλεοράσεις, ότι το οπλοστάσιο του Ρωσικού στρατού –και των πρώην χωρών της ΕΣΣΔ – στηρίζεται ακόμα στο οπλοστάσιο του Σοβιετικού στρατού. Η Ρωσία έχει πολύ δρόμο να διανύσει στο τομέα αυτό μέχρις ότου πλησιάσει το επίπεδο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
* Υποστράτηγος ε.α. Διαβάστε περισσότερα...
Georgia and Kosovo: A Single Intertwined Crisis
By George Friedman
The Russo-Georgian war was rooted in broad geopolitical processes. In large part it was simply the result of the cyclical reassertion of Russian power. The Russian empire — czarist and Soviet — expanded to its borders in the 17th and 19th centuries. It collapsed in 1992. The Western powers wanted to make the disintegration permanent. It was inevitable that Russia would, in due course, want to reassert its claims. That it happened in Georgia was simply the result of circumstance.
There is, however, another context within which to view this, the context of Russian perceptions of U.S. and European intentions and of U.S. and European perceptions of Russian capabilities. This context shaped the policies that led to the Russo-Georgian war. And those attitudes can only be understood if we trace the question of Kosovo, because the Russo-Georgian war was forged over the last decade over the Kosovo question.
Yugoslavia broke up into its component republics in the early 1990s. The borders of the republics did not cohere to the distribution of nationalities. Many — Serbs, Croats, Bosnians and so on — found themselves citizens of republics where the majorities were not of their ethnicities and disliked the minorities intensely for historical reasons. Wars were fought between Croatia and Serbia (still calling itself Yugoslavia because Montenegro was part of it), Bosnia and Serbia and Bosnia and Croatia. Other countries in the region became involved as well.
One conflict became particularly brutal. Bosnia had a large area dominated by Serbs. This region wanted to secede from Bosnia and rejoin Serbia. The Bosnians objected and an internal war in Bosnia took place, with the Serbian government involved. This war involved the single greatest bloodletting of the bloody Balkan wars, the mass murder by Serbs of Bosnians.
Here we must pause and define some terms that are very casually thrown around. Genocide is the crime of trying to annihilate an entire people. War crimes are actions that violate the rules of war. If a soldier shoots a prisoner, he has committed a war crime. Then there is a class called “crimes against humanity.” It is intended to denote those crimes that are too vast to be included in normal charges of murder or rape. They may not involve genocide, in that the annihilation of a race or nation is not at stake, but they may also go well beyond war crimes, which are much lesser offenses. The events in Bosnia were reasonably deemed crimes against humanity. They did not constitute genocide and they were more than war crimes.
At the time, the Americans and Europeans did nothing about these crimes, which became an internal political issue as the magnitude of the Serbian crimes became clear. In this context, the Clinton administration helped negotiate the Dayton Accords, which were intended to end the Balkan wars and indeed managed to go quite far in achieving this. The Dayton Accords were built around the principle that there could be no adjustment in the borders of the former Yugoslav republics. Ethnic Serbs would live under Bosnian rule. The principle that existing borders were sacrosanct was embedded in the Dayton Accords.
In the late 1990s, a crisis began to develop in the Serbian province of Kosovo. Over the years, Albanians had moved into the province in a broad migration. By 1997, the province was overwhelmingly Albanian, although it had not only been historically part of Serbia but also its historical foundation. Nevertheless, the Albanians showed significant intentions of moving toward either a separate state or unification with Albania. Serbia moved to resist this, increasing its military forces and indicating an intention to crush the Albanian resistance.
There were many claims that the Serbians were repeating the crimes against humanity that were committed in Bosnia. The Americans and Europeans, burned by Bosnia, were eager to demonstrate their will. Arguing that something between crimes against humanity and genocide was under way — and citing reports that between 10,000 and 100,000 Kosovo Albanians were missing or had been killed — NATO launched a campaign designed to stop the killings. In fact, while some killings had taken place, the claims by NATO of the number already killed were false. NATO might have prevented mass murder in Kosovo. That is not provable. They did not, however, find that mass murder on the order of the numbers claimed had taken place. The war could be defended as a preventive measure, but the atmosphere under which the war was carried out overstated what had happened.
The campaign was carried out without U.N. sanction because of Russian and Chinese opposition. The Russians were particularly opposed, arguing that major crimes were not being committed and that Serbia was an ally of Russia and that the air assault was not warranted by the evidence. The United States and other European powers disregarded the Russian position. Far more important, they established the precedent that U.N. sanction was not needed to launch a war (a precedent used by George W. Bush in Iraq). Rather — and this is the vital point — they argued that NATO support legitimized the war.
This transformed NATO from a military alliance into a quasi-United Nations. What happened in Kosovo was that NATO took on the role of peacemaker, empowered to determine if intervention was necessary, allowed to make the military intervention, and empowered to determine the outcome. Conceptually, NATO was transformed from a military force into a regional multinational grouping with responsibility for maintenance of regional order, even within the borders of states that are not members. If the United Nations wouldn’t support the action, the NATO Council was sufficient.
Since Russia was not a member of NATO, and since Russia denied the urgency of war, and since Russia was overruled, the bombing campaign against Kosovo created a crisis in relations with Russia. The Russians saw the attack as a unilateral attack by an anti-Russian alliance on a Russian ally, without sound justification. Then-Russian President Boris Yeltsin was not prepared to make this into a major confrontation, nor was he in a position to. The Russians did not so much acquiesce as concede they had no options.
The war did not go as well as history records. The bombing campaign did not force capitulation and NATO was not prepared to invade Kosovo. The air campaign continued inconclusively as the West turned to the Russians to negotiate an end. The Russians sent an envoy who negotiated an agreement consisting of three parts. First, the West would halt the bombing campaign. Second, Serbian army forces would withdraw and be replaced by a multinational force including Russian troops. Third, implicit in the agreement, the Russian troops would be there to guarantee Serbian interests and sovereignty.
As soon as the agreement was signed, the Russians rushed troops to the Pristina airport to take up their duties in the multinational force — as they had in the Bosnian peacekeeping force. In part because of deliberate maneuvers and in part because no one took the Russians seriously, the Russians never played the role they believed had been negotiated. They were never seen as part of the peacekeeping operation or as part of the decision-making system over Kosovo. The Russians felt doubly betrayed, first by the war itself, then by the peace arrangements.
The Kosovo war directly effected the fall of Yeltsin and the rise of Vladimir Putin. The faction around Putin saw Yeltsin as an incompetent bungler who allowed Russia to be doubly betrayed. The Russian perception of the war directly led to the massive reversal in Russian policy we see today. The installation of Putin and Russian nationalists from the former KGB had a number of roots. But fundamentally it was rooted in the events in Kosovo. Most of all it was driven by the perception that NATO had now shifted from being a military alliance to seeing itself as a substitute for the United Nations, arbitrating regional politics. Russia had no vote or say in NATO decisions, so NATO’s new role was seen as a direct challenge to Russian interests.
Thus, the ongoing expansion of NATO into the former Soviet Union and the promise to include Ukraine and Georgia into NATO were seen in terms of the Kosovo war. From the Russian point of view, NATO expansion meant a further exclusion of Russia from decision-making, and implied that NATO reserved the right to repeat Kosovo if it felt that human rights or political issues required it. The United Nations was no longer the prime multinational peacekeeping entity. NATO assumed that role in the region and now it was going to expand all around Russia.
Then came Kosovo’s independence. Yugoslavia broke apart into its constituent entities, but the borders of its nations didn’t change. Then, for the first time since World War II, the decision was made to change Serbia’s borders, in opposition to Serbian and Russian wishes, with the authorizing body, in effect, being NATO. It was a decision avidly supported by the Americans.
The initial attempt to resolve Kosovo’s status was the round of negotiations led by former Finnish President Martti Ahtisaari that officially began in February 2006 but had been in the works since 2005. This round of negotiations was actually started under U.S. urging and closely supervised from Washington. In charge of keeping Ahtisaari’s negotiations running smoothly was Frank G. Wisner, a diplomat during the Clinton administration. Also very important to the U.S. effort was Assistant Secretary of State for European and Eurasian Affairs Daniel Fried, another leftover from the Clinton administration and a specialist in Soviet and Polish affairs.
In the summer of 2007, when it was obvious that the negotiations were going nowhere, the Bush administration decided the talks were over and that it was time for independence. On June 10, 2007, Bush said that the end result of negotiations must be “certain independence.” In July 2007, Daniel Fried said that independence was “inevitable” even if the talks failed. Finally, in September 2007, Condoleezza Rice put it succinctly: “There’s going to be an independent Kosovo. We’re dedicated to that.” Europeans took cues from this line.
How and when independence was brought about was really a European problem. The Americans set the debate and the Europeans implemented it. Among Europeans, the most enthusiastic about Kosovo independence were the British and the French. The British followed the American line while the French were led by their foreign minister, Bernard Kouchner, who had also served as the U.N. Kosovo administrator. The Germans were more cautiously supportive.
On Feb. 17, 2008, Kosovo declared independence and was recognized rapidly by a small number of European states and countries allied with the United States. Even before the declaration, the Europeans had created an administrative body to administer Kosovo. The Europeans, through the European Union, micromanaged the date of the declaration.
On May 15, during a conference in Ekaterinburg, the foreign ministers of India, Russia and China made a joint statement regarding Kosovo. It was read by the Russian host minister, Sergei Lavrov, and it said: “In our statement, we recorded our fundamental position that the unilateral declaration of independence by Kosovo contradicts Resolution 1244. Russia, India and China encourage Belgrade and Pristina to resume talks within the framework of international law and hope they reach an agreement on all problems of that Serbian territory.”
The Europeans and Americans rejected this request as they had rejected all Russian arguments on Kosovo. The argument here was that the Kosovo situation was one of a kind because of atrocities that had been committed. The Russians argued that the level of atrocity was unclear and that, in any case, the government that committed them was long gone from Belgrade. More to the point, the Russians let it be clearly known that they would not accept the idea that Kosovo independence was a one-of-a-kind situation and that they would regard it, instead, as a new precedent for all to follow.
The problem was not that the Europeans and the Americans didn’t hear the Russians. The problem was that they simply didn’t believe them — they didn’t take the Russians seriously. They had heard the Russians say things for many years. They did not understand three things. First, that the Russians had reached the end of their rope. Second, that Russian military capability was not what it had been in 1999. Third, and most important, NATO, the Americans and the Europeans did not recognize that they were making political decisions that they could not support militarily.
For the Russians, the transformation of NATO from a military alliance into a regional United Nations was the problem. The West argued that NATO was no longer just a military alliance but a political arbitrator for the region. If NATO does not like Serbian policies in Kosovo, it can — at its option and in opposition to U.N. rulings — intervene. It could intervene in Serbia and it intended to expand deep into the former Soviet Union. NATO thought that because it was now a political arbiter encouraging regimes to reform and not just a war-fighting system, Russian fears would actually be assuaged. To the contrary, it was Russia’s worst nightmare. Compensating for all this was the fact that NATO had neglected its own military power. Now, Russia could do something about it.
At the beginning of this discourse, we explained that the underlying issues behind the Russo-Georgian war went deep into geopolitics and that it could not be understood without understanding Kosovo. It wasn’t everything, but it was the single most significant event behind all of this. The war of 1999 was the framework that created the war of 2008.
The problem for NATO was that it was expanding its political reach and claims while contracting its military muscle. The Russians were expanding their military capability (after 1999 they had no place to go but up) and the West didn’t notice. In 1999, the Americans and Europeans made political decisions backed by military force. In 2008, in Kosovo, they made political decisions without sufficient military force to stop a Russian response. Either they underestimated their adversary or — even more amazingly — they did not see the Russians as adversaries despite absolutely clear statements the Russians had made. No matter what warning the Russians gave, or what the history of the situation was, the West couldn’t take the Russians seriously.
It began in 1999 with war in Kosovo and it ended in 2008 with the independence of Kosovo. When we study the history of the coming period, the war in Kosovo will stand out as a turning point. Whatever the humanitarian justification and the apparent ease of victory, it set the stage for the rise of Putin and the current and future crises.
source: www.stratfor.com Διαβάστε περισσότερα...
Τρίτη 26 Αυγούστου 2008
Russia vs Georgia: The Fallout
22 August 2008
By International Crisis Group
EXECUTIVE SUMMARY AND RECOMMENDATIONS
The Russia-Georgia conflict has transformed the contemporary geopolitical world, with large consequences for peace and security in Europe and beyond. Moscow’s initial moves into South Ossetia as large-scale violence broke out there on 7-8 August were in part a response to a disastrous miscalculation by a Georgian leadership that was impatient with gradual confidence building and a Russian-dominated negotiations process. But Russia’s disproportionate counter-attack, with movement of large forces into Abkhazia and deep into Georgia, accompanied by the widespread destruction of economic infrastructure, damage to the economy and disruption of communications and movement between different regions of the country, constitutes a dramatic shift in Russian-Western relations. It has undermined regional stability and security; threatened energy corridors that are vital for Europe; made claims with respect to ethnic Russians and other minorities that could be used to destabilise other parts of the former Soviet Union, with Ukraine a potential target; and shown disregard for international law.
Russian actions reflected deeper factors, including pushback against the decade-long eastward expansion of the NATO alliance, anger over issues ranging from the independence of Kosovo to the placement of missile defence systems in Europe, an assertion of a concept of limited sovereignty for former Soviet states and a newfound confidence and aggressiveness in foreign affairs that is intimately linked with the personality and world view of Russia’s predominant leader, Prime Minister Vladimir Putin.
Georgia, too, has mishandled its relationships with Russia, South Ossetia and Abkhazia since 2004, abandoning real confidence building and often following confrontational policies towards the conflict regions. With patience it might have demonstrated that the regions would be better served by enjoying extensive autonomy within an increasingly prosperous and democratising Georgia. Instead, President Mikheil Saakashvili and a small inner circle of bellicose officials used menacing and arrogant rhetoric that made the dispute with Moscow and the conflict regions bitter and personal. All sides bear responsibility for the humanitarian consequences of the violence, as tens of thousands of civilians in South Ossetia, Abkhazia and the rest of Georgia have been displaced amid disturbing reports of atrocities.
Western nations must eschew the worst of the Cold War mentality that would further isolate Russia, but engagement, as UK Foreign Secretary David Miliband has put it, has to be “hard-headed”. Russia cannot be allowed to maintain a military force in Georgia except as part of an international peacekeeping mission with non-Russian command, with a clear and mutually acceptable mandate in South Ossetia and Abkhazia. The ceasefire signed on 15-16 August must be respected, and Russian troops must return promptly to the positions they held on 7 August, honouring the spirit of a loosely worded agreement. International monitors should be deployed in Georgia proper to observe Russian withdrawal and return of displaced persons (IDPs) and then serve as an interim measure to help maintain the ceasefire in South Ossetia and Abkhazia until a peacekeeping mission can be created.
Russian participation is probably necessary as a practical matter in the peacekeeping mission, although serious questions should be raised about the motives of the Russian forces that Moscow describes as peacekeepers. Command and composition should be genuinely international. All Georgian and Ossetian civilians displaced since 7 August need to be immediately allowed to return to their homes. The Russians and Georgians should agree to and cooperate with investigations to establish responsibility for human rights abuses during the conflict, including by the International Criminal Court (ICC) and perhaps the Organization for Security and Co-operation in Europe (OSCE).
None of this will be easy or even possible without a combination of significant pressures and pragmatic incentives to gain essential Russian approval. Moscow must be made to understand the advantages for its prestige, power and economy of being a partner in ensuring security in Europe rather than an outlier, subject to threats of exclusion from such institutions as the G8 and World Trade Organization (WTO).
The crisis also reflects serious mistakes by the U.S. and the European Union (EU) in Georgia since 2004, most significantly failing to adequately press President Saakashvili to abandon a quick-fix approach toward restoring Georgian control over South Ossetia and Abkhazia. The Georgian army was trained and sold weapons without ensuring that these would not be used to recover the conflict territories, and Russia’s anger over these actions and other perceived post-Cold War slights was misread. Instead of concentrating on democratic institutions and rule of law, the U.S. too often focused its support on Saakashvili personally, even as he engaged in reckless and authoritarian behaviour. As the long-frozen conflicts in South Ossetia and Abkhazia began to heat up, Georgia’s partners did too little to encourage it to engage more substantially in confidence building and dialogue with the de facto authorities and Russia.
With regard to NATO, the division evident at its Bucharest Summit in April 2008 on whether to approve a membership action plan (MAP) for Georgia has been exacerbated. Those countries, led by the U.S., who support Georgia’s accession are pointing to the Russian attacks as clear proof that Georgia needs the protection of NATO security guarantees; those that oppose it believe that NATO dodged a bullet by not committing itself to go to war against Russia in defence of a capricious and reckless government in Tbilisi. A decision on MAP or membership status should not be taken in the heat of the current crisis. It will be difficult to finally resolve the membership issue, in relation to both Georgia and other potential members, without addressing the larger question of NATO’s future role as a security organisation.
At the broader level, the crisis raises significant questions about the capacity of the EU, the UN and NATO to address fundamental issues. While European leaders stepped forward to achieve the ceasefire agreement, their inability to put forward a forceful response to the Russian action reflects a lowest common denominator approach that discourages stronger and more innovative policies. Similarly, the UN Security Council, divided by whether to include references to Georgia’s territorial integrity in either a resolution or statement, has issued nothing on the conflict since it began to boil over on 7 August. In an unhappy reminder of the Cold War years, the conflict has called into question the Council’s capacity to address any issue over which P-5 members have significantly different interests. And in the process of seeking justification for its actions, Russia has also misstated and distorted the UN-approved principle of “responsibility to protect”.
RECOMMENDATIONS
To the Russian and Georgian Governments and the De Facto South Ossetian and Abkhazian Authorities:
1. Implement immediately and fully the six-point ceasefire agreement signed on 15-16 August 2008.
2. Assist monitoring of compliance by a strengthened OSCE Georgia Mission, with full freedom
of movement throughout the country, until a more permanent and substantial international peacekeeping mission can be authorised and deployed.
3. Allow and support the immediate return of all newly displaced persons and refugees to their homes, provide unrestricted access for humanitarian aid, facilitate the exchange of prisoners and detainees, halt belligerent rhetoric and the issuing of false press reports, assist with the determination of the fate of the missing and cooperate with the International Committee of the Red Cross (ICRC) and humanitarian airlifts, as well as with the International Criminal Court (ICC) and other investigating authorities.
To the Russian Government:
4. Withdraw all military and related personnel from Georgia, except initially for the numbers authorised as peacekeepers before 7 August 2008 in South Ossetia and Abkhazia, and subsequently for any who are entitled to serve in an international peacekeeping mission in South Ossetia and Abkhazia that may be authorised by the UN Security Council.
To the De Facto South Ossetian and Abkhazian Authorities:
5. Halt and desist from violence against ethnic Georgians, destruction of property or forced displacement.
To the Georgian Government:
6. Sign a non-resumption of hostilities agreement with the de facto authorities of South Ossetia and Abkhazia.
7. Pursue and consistently implement without status preconditions measures to gradually build confidence with South Ossetians and Abkhaz, including by providing full protection to South Ossetian and Abkhaz minorities throughout Georgia.
To the Member States of the UN Security Council:
8. Negotiate rapidly a resolution that:
a) acknowledges and welcomes the ceasefire signed 15-16 August 2008 and addresses the territorial integrity issues by confirming that it does not affect the legal situation that existed in the concerned area on 7 August 2008;
b) welcomes the dispatch of observers to serve as interim monitors of the ceasefire;
c) authorises for an initial period of one year the formation and operation of a peacekeeping mission, which may be, as appears most practical and expeditious, either a traditional UN mission or the mission of another appropriate international institution such as the OSCE, and is commanded on the military side by a senior soldier from outside the region and on the
political side by a senior diplomat from outside the region. Russian participation in such a mission should be fully integrated into the international command structure and not form a separate force within the main force. This force should be mandated to:
i. ensure respect for the ceasefire signed on 15-16 August 2008;
ii. offer such assistance as may be deemed useful by the de facto South Ossetian and Abkhazian authorities to develop their institutions; and
iii. encourage contacts between the Georgian government, Georgian institutions and individuals and the de facto authorities of South Ossetia and Abkhazia, their institutions and individuals; and
d) establishes a forum in which the concerned parties, facilitated by the UN, as well as interested neighbouring states and international organisations such as the OSCE and EU, can urgently explore practical measures to improve the humanitarian and economic situation, as well as the possibility of more far-reaching political measures to achieve, ultimately, a resolution of the underlying problems that have produced conflict between Georgians, South Ossetians and Abkhazians, including regarding status.
9. Request that the Secretary-General, after consultations with all parties to the conflict and with relevant international organisations such as the OSCE, appoint an independent panel to conduct an investigation documenting August events in South Ossetia and Abkhazia as well as other parts of Georgia in which Russian forces established temporary presence. The purpose of the investigation should be to provide an accurate and complete accounting of what occurred in order to promote reconciliation and make it possible to ensure future accountability for any atrocity crimes.
To the European Union and its Member States:
10. Organise an emergency donors conference, in coordination with the international financial institutions (IFIs) and bilateral donors, for the purpose of obtaining funds to assist the repair of war damage in the affected areas and support economic stability.
11. Rapidly send interim observers to monitor the ceasefire as part of the OSCE mission, reinforce the office of the European Union Special Representative (EUSR) and the Border Support Team (BST) and take the necessary measures to dispatch a European Security and Defence Policy (ESDP) team to assist in a peacekeeping mission authorised by the UN Security Council.
To NATO and its Member States:
12. Do not seek to resolve Georgia’s MAP or membership status until the present crisis has cooled. Consider other appropriate means of satisfying Georgia’s legitimate security concerns pending any progress on its NATO application.
To European Union and NATO Member States:
13. Advise Russia at the most senior level that if it cooperates in implementing and maintaining the ceasefire signed on 15-16 August 2008 and negotiating and implementing the UN Security Council resolution described above, they are prepared to explore common security interests on a wide range of global issues, including possible ways to bridge differences with respect to Georgia’s relationship to NATO, the expressed Russian interest to consider whether there might be some utility in a forum to draft a new instrument on aspects of European security and otherwise generally to deepen dialogue and cooperation.
14. Advise Russia at the most senior level that if it does not cooperate in implementing and maintaining the ceasefire signed on 15-16 August 2008 and negotiating and implementing the Security Council resolution described above, they are prepared to adjust relations accordingly, including to:
a) suspend further consideration of Russia’s membership in the World Trade Organization (WTO) and its participation in the activities of the G8; and
b) request through national committees the International Olympic Committee (IOC) to seek assurances from Russia that appropriate international cooperation is in place with respect to Abkhazia by 1 January 2009, so that there can be confidence the 2014 Winter Games will be prepared adequately and conducted safely and there is no need to review the decision to award those Games to Sochi.
15. Advise Georgia at the most senior level that if it cooperates in implementing and maintaining the ceasefire signed on 15-16 August 2008 and works constructively with regard to the processes to be set in motion by the Security Council resolution described above, every effort will be made to increase aid appropriate to the needs for reconstruction of the economy and infrastructure and to facilitate its EU integration.
Tbilisi/Brussels, 22 August 2008 Διαβάστε περισσότερα...
Κυριακή 17 Αυγούστου 2008
Ο πόλεμος Ρωσίας - Γεωργίας
Επιμέλεια: Χρήστος Ιακώβου
Η στρατιωτική σύγκρουση Ρωσίας – Γεωργίας, που κλιμακώθηκε αυτήν την εβδομάδα, έχει βαθιές ιστορικές ρίζες. Ανιχνεύεται στην επέκταση της Ρωσικής αυτοκρατορίας στον Καύκασο τον 19ο αιώνα. Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, οι αποσχιστικές τάσεις ήλθαν στην επιφάνεια και έδωσαν την ευκαιρία σε εξωτερικούς παράγοντες να αυξήσουν την επιρροή τους στον πρώην σοβιετικό νότο, προκειμένου να περιορίσουν τη ρωσική επιρροή στην περιοχή. Η περιοχή του Καυκάσου σίγουρα παραμένει ένα κομβικό γεωπολιτικό σημείο για τον διεθνή ανταγωνισμό ισχύος.
Το γεωπολιτικό κενό από τη διάλυση της ΕΣΣΔ
Χρήστος Ιακώβου
Αμερικανική γεωστρατηγική
Κατά τους τελευταίους πέντε αιώνες ο χώρος από την Δυτική Ευρώπη μέχρι την Άπω Ανατολή, γνωστός ως Ευρασία, έγινε το κέντρο για τον ανταγωνισμό της παγκόσμιας ισχύος. Περίπου το 75% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει στην Ευρασία και το μεγαλύτερο μέρος του φυσικού πλούτου του πλανήτη βρίσκεται επίσης εκεί. Η Ευρασία αντιπροσωπεύει το 60% περίπου του παγκόσμιου ΑΕΠ καθώς επίσης και τα τρία τέταρτα περίπου των παγκοσμίων γνωστών ενεργειακών πόρων. Επιπλέον, στην Ευρασία βρίσκονται τα περισσότερα πολιτικά ισχυρά και δυναμικά κράτη. Μετά από τις ΗΠΑ, οι επόμενες έξι μεγαλύτερες οικονομίες και οι επόμενοι έξι μεγαλύτεροι καταναλωτές στρατιωτικών όπλων βρίσκονται στην Ευρασία. Όλες οι παγκόσμιες δυνάμεις που διαθέτουν πυρηνικά όπλα, εκτός από τις ΗΠΑ, βρίσκονται στην Ευρασία. Οι δύο πιο πολυπληθείς διεκδικητές της περιφερειακής ηγεμονίας και της παγκόσμιας επιρροής είναι ευρασιατικές δυνάμεις (Ρωσία, Κίνα). Όλες οι δυνάμεις που θα μπορούσαν δυνητικά να αμφισβητήσουν την πολιτική και οικονομική πρωτοκαθεδρία της Αμερικής είναι ευρασιατικές. Αθροιστικά, η δύναμη της Ευρασίας υπερβαίνει κατά πολύ εκείνη της Αμερικής. Το βασικό χαρακτηριστικό, όμως, της Ευρασίας είναι ότι ο χώρος αυτός είναι τεράστιος με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποτελέσει μία ενιαία πολιτική οντότητα. Ο πολιτικός πολυκατατεμαχισμός της Ευρασίας καθώς επίσης και ύπαρξη διαφόρων θρησκειών και πολιτισμών αποτελεί και τον κύριο λόγο που ο χώρος αυτός είναι ιδιαίτερα επιρρεπής σε συγκρούσεις. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένα σημαντικό πλεονέκτημα για τις ΗΠΑ αφού αποτρέπει την ανάδυση μίας υπερδύναμης μέσα από την Ευρασία που θα μονοπωλεί τον έλεγχο της περιοχής αυτής.
Σε αυτό το ευμετάβλητο τοπίο εντεινομένων εθνικισμών, αυξανομένων πληθυσμών, εκρηγνυομένων προσδοκιών και αλληλοκαλυπτομένων βλέψεων ισχύος, άρχισαν να συντελούνται βασικές γεωπολιτικές μετατοπίσεις μετά την ασύντακτη διάλυση της ΕΣΣΔ. Έκτοτε, ο ρόλος της Ρωσίας μειώθηκε δραστικά, ενώ ο πρώην σοβιετικός νότος, δηλαδή η Κεντρική Ασία και ο Καύκασος, όπου κυριαρχούσε προηγουμένως η Μόσχα, έγινε αντικείμενο διεθνούς ανταγωνισμού, κυρίως λόγω των αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου. Το κενό του ισχυρού κέντρου που άφησε πίσω της η ΕΣΣΔ έδωσε την ευκαιρία σε νέες πολιτικές δυνάμεις να αναδύονται αποκεντρωτικά σε σχέση με το παρελθόν, αναζητώντας συμμαχίες που θα τους επιτρέψουν να αποδεσμευτούν από τον ρωσικό ηγεμονισμό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινήθηκε η Γεωργία επιζητώντας να επεκτείνει το ρόλο του ΝΑΤΟ στον Καύκασο προκειμένου να δημιουργήσει μια Νατοϊκή ομπρέλα ασφαλείας έναντι της Ρωσίας. Επομένως, ο πόλεμος στη Γεωργία έχει καθοριστική στρατηγική σημασία αφού σήμερα η κυβέρνηση του Σαακασβίλι αποτελεί τον πιο σημαντικό σύμμαχο της Ουάσιγκτον στον Καύκασο.
Η επιστροφή της Ρωσίας
Για τους σχεδιαστές της αμερικανικής πολιτικής, η διάλυση της ΕΣΣΔ προσεφέρθη για την διατύπωση και εφαρμογή μίας ολοκληρωμένης και μακροπρόθεσμης γεωστρατηγικής για όλη την Ευρασία. Αυτή η ανάγκη προέκυψε από την αλληλεπίδραση δύο θεμελιακών πραγματικοτήτων: οι ΗΠΑ είναι τώρα η μόνη παγκόσμια υπερδύναμη και η Ευρασία είναι η κεντρική αρένα του διεθνούς ανταγωνισμού ισχύος. Επομένως, ό,τι συμβαίνει στην κατανομή ισχύος στον ευρασιατικό χώρο θα έχει αποφασιστική σημασία για την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ. Από την άλλη, η άνοδος του Πούτιν, μετά το 1999, που σηματοδότησε την επιστροφή του σοβιετικού μηχανισμού ασφαλείας στην εξουσία, δρομολόγησε αλλαγές στην ρωσική εξωτερική πολιτική, καθιστώντας κατηγορηματική τη επιρροή του Κρεμλίνου στον πρώην σοβιετικό γεωπολιτικό χώρο. Με άλλα λόγια, άλλη είναι η Ρωσία του Γέλτσιν και άλλη του Πούτιν. Αν λάβουμε υπόψη ότι η Ουάσιγκτον έδωσε ένα ισχυρό χαστούκι στον Πούτιν στο θέμα του Κοσόβου, η κρίση στη Γεωργία αποτελεί το πεδίο της ρωσικής αποζημίωσης.
Πόλεμος και Πετρέλαιο
O πόλεμος στη Γεωργία αποτελεί τη μεγαλύτερη νεοταξική πρόκληση για τις δυτικές κυβερνήσεις και επιχειρήσεις που αναζητούν τρόπους μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου από την Κασπία, μέσω του Καυκάσου, στις αγορές της Δύσης. Πέντε σημαντικοί αγωγοί περνούν από γεωργιανό έδαφος και βρίσκονται μερικά χιλιόμετρα από τις θέσεις που κατέχουν σήμερα οι Ρώσοι. Επομένως, δεν κινδυνεύουν μόνο οι αγωγοί που διέρχονται από τη Γεωργία κινδυνεύουν ταυτόχρονα και τα σχέδια κατασκευής νέων αγωγών καθώς και η επέκταση του υπάρχοντος συστήματος.
Περισσότερο κινδυνεύουν οι αγωγοί μεταφοράς φυσικού αερίου όπου το μεγαλύτερο μέρος μεταφέρεται προς τη Δύση από την Κεντρική Ασία και τον Καύκασο παρακάμπτοντας τη Ρωσία. Επομένως, οι παραγωγοί αποκτούν άμεση πρόσβαση στις αγορές. Από την άλλη, η Ρωσία αγοράζει φυσικό αέριο στην κεντρική Ασία και το μεταπωλεί στους Ευρωπαίους πολύ ακριβότερα. Οι αγωγοί που περνούν σήμερα από τη Γεωργία ωφελούν τους δυτικούς καταναλωτές επειδή ο αυξημένος ανταγωνισμός για την αγορά εξαναγκάζει τη Ρωσία σε μείωση των τιμών. Η πρόσφατη επίδειξη της ρωσικής ισχύος στη Γεωργία λειτουργεί υδραυλικά ως πίεση προς τα κράτη της Κασπίας ώστε να χρησιμοποιούν τους ρωσικούς αγωγούς για τις εξαγωγές. Ταυτόχρονα, οι προσπάθειες των δυτικών επιχειρήσεων να συγκεντρώσουν κεφάλαια για μεγάλα έργα στον νότιο Καύκασο θα γίνουν πιο δυσχερείς.
Το ερώτημα όμως που προκύπτει σε σχέση με τη στάση των ΗΠΑ σε αυτό τον πόλεμο είναι κατά πόσο ωφέλεσε ή έβλαψε τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή η ενθάρρυνση της Γεωργίας να προκαλέσει την κρίση. Αυτό θα απαντηθεί από το πιο σενάριο θα εξελιχθεί στην περιοχή τα επόμενα χρόνια.
Η Ρωσία θυμίζει την επίθεση του Στάλιν στη Φιλανδία
Zbigniew Brzezinski
Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Columbia
και Πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ
Αυτό που ουσιαστικά διακυβεύεται από την κρίση μεταξύ Ρωσίας και Γεωργίας είναι το είδος του ρόλου που θα διαδραματίσει η Ρωσία στο νέο διεθνές σύστημα. Δυστυχώς, ο Πούτιν θέτει τη Ρωσία σε μία πορεία η οποία ομοιάζει δυσοίωνα με αυτές του Στάλιν και του Χίτλερ στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Ο υπουργός εξωτερικών της Σουηδίας Καρλ Μπιλντ έχει ορθώς διαπιστώσει αναλογίες μεταξύ της «δικαιολογίας» του Πούτιν για εδαφικό κατατεμαχισμό της Γεωργίας – λόγω της παρουσίας Ρώσων στη Ν. Οσετία – και της τακτικής του Χίτλερ έναντι της Τσεχοσλοβακίας , όταν το 1938 εισέβαλε για να απελευθερώσει τους γερμανόφωνους της Σουδητίας.
Ακόμη πιο δυσοίωνη είναι η αναλογία των όσων έχει κάνει ο Πούτιν έναντι της Γεωργίας με ό,τι έκανε ο Στάλιν έναντι της Φιλανδίας: υπονόμευση της κυριαρχίας ενός μικρού δημοκρατικού γείτονα μέσω της χρήσης βίας. Στην πραγματικότητα, ηθικά και στρατηγικά, η Γεωργία είναι η Φιλανδία των ημερών μας. Το ερώτημα που η διεθνής κοινότητα αντιμετωπίζει τώρα είναι πως εμείς, οι ΗΠΑ, θα αντιδράσουμε σε μια Ρωσία που ασχολείται με την κατάφωρη χρήση βίας με μεγαλύτερες αυτοκρατορικές τάσεις στο σχεδιασμό της: να επαναφέρει τον πρώην σοβιετικό χώρο υπό τον έλεγχο του Κρεμλίνου και να αποκόψει τη δυτική πρόσβαση στην Κασπία Θάλασσα και την Κεντρική Ασία, κερδίζοντας τον έλεγχο επί του αγωγού πετρελαίου Μπακού-Τσεϋχάν, ο οποίος περνά διά μέσου της Γεωργίας.
Εν συντομία, το διακύβευμα είναι πολύ σημαντικό. Αυτό που διακυβεύεται είναι η πρόσβαση στο πετρέλαιο, καθώς ως ενεργειακός πόρος γίνεται ολοένα πιο σπάνιος και ακριβός και πως μια μεγάλη δύναμη συμπεριφέρεται στο νέο κόσμο της αλληλεξάρτησης, συμπεριφορά που θα πρέπει να βασίζεται σε κατανόηση και συναίνεση και όχι στη χρήση ωμής βίας.
Αν η Γεωργία υποσκαφθεί, δεν θα αποκοπεί μόνο η Δύση από την Κασπία Θάλασσα και την Κεντρική Ασία. Μπορούμε λογικά να προβλέψουμε ότι ο Πούτιν, θα χρησιμοποιήσει την ίδια τακτική απέναντι στην Ουκρανία. Ο Πούτιν έχει ήδη προβεί σε δημόσιες απειλές κατά της Ουκρανίας.
Ένα άλλο ερώτημα που προκύπτει είναι: Τι θα μπορούσε να κάνει η Δύση προκειμένου να συγκρατήσει αυτή την ρωσική αυτοκρατορική συμπεριφορά που αναβιώνει; Όχι μόνο η Δύση, αλλά και η υπόλοιπη διεθνής κοινότητα, πρέπει να καταστήσει σαφές ότι τέτοιου είδους συμπεριφορά θα οδηγήσει σε εξοστρακισμό και σε οικονομικές κυρώσεις. Τελικά, εάν η Ρωσία συνεχίσει αυτή την πορεία, θα πρέπει να αντιμετωπίσει την απομόνωση στη διεθνή κοινότητα - ένα μεγαλύτερο φάσμα κινδύνων για την ευημερία της.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ιδιαίτερα, έχουν στους ώμους τους τη μεγαλύτερη επιβάρυνση για τη συλλογική κινητοποίηση της συλλογικής διεθνούς αντίδρασης. Αυτή η εισβολή της Ρωσίας στην Γεωργία αποτελεί ένα θλιβερό σχόλιο μιας οκταετούς αυταπάτης στο Λευκό Οίκο σχετικά με τον Πούτιν και το καθεστώς του. Δύο αξιομνημόνευτες παρατηρήσεις ξεχωρίζουν. Πρώτη, όταν για πρώτη φορά ο Μπους συναντήθηκε με τον Πούτιν είπε ότι προσβλέπει στην ψυχή του και ότι μπορείτε να τον εμπιστεύεστε. Δεύτερη, πριν από λίγο καιρό, η Κοντολίζα Ράις υπεστήριξε ότι οι αμερικανικές σχέσεις με τη Ρωσία δεν ήταν ποτέ καλύτερες στην ιστορία!
Πηγή: The Huffington Post
Η Ρωσία ενοχοποιεί το θύμα
Svante Cornell*
Η Ρωσία παρουσιάζει τον πόλεμο ως μία νόμιμη απάντηση στην επέμβαση της Γεωργίας στην περιοχή της Ν. Οσετίας. Πολλοί στην Δύση, αν και καταδικάζουν την ασύμμετρη απάντηση της Ρωσίας, είναι επίσης επικριτικοί απέναντι στο πρόσωπο του γεωργιανού Προέδρου Μιχαήλ Σαακασβίλι λόγω της απόφασης του να επαναφέρει τη Ν. Οσετία υπό την κυριαρχία της Γεωργίας. Για την δράση του τελευταίου επιρρίπτουν ευθύνες και στις ΗΠΑ λόγω της προώθησης που δίνει στην όλη ένταξη της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ, γεγονός που ενεθάρρυνε - όπως υποστηρίζουν – τις προθέσεις του Σαακασβίλι να αναλάβει αυτό το ρίσκο.
Η αλήθεια, όμως, τα θέλει αλλιώς. Τους τελευταίους μήνες είναι η Ρωσία, και όχι η Γεωργία, που υποδαυλίζει την κρίση τόσο στη Ν. Οσετία όσο και σε μία άλλη αποσχισθείσα περιοχή της Γεωργίας, την Αμπχαζία. Κατά την τελευταία συνάντηση κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ρουμανία τον περασμένο Απρίλη – όπου η Γεωργία και η Ουκρανία ήταν δέκτες θετικών μηνυμάτων ως προς τις προσπάθειες τους για ένταξη στο ΝΑΤΟ - ο τέως Πρόεδρος της Ρωσίας, Βλάντιμιρ Πούτιν, υπέγραψε διακήρυξη στην οποία η Αμπχαζία και η Γεωργία παρουσιάζονται ως ντε φάκτο μέλη της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Αυτό ουσιαστικά αποτελεί παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας της Γεωργίας.
Αυτή η πράξη ήρθε ως επακόλουθο των όλων προσπαθειών της Ρωσίας να πάρει τον έλεγχο αυτών των περιοχών. Τόσο η έκδοση ρωσικών διαβατηρίων στους πολίτες των δύο περιοχών αυτών, όσο και οι διορισμοί Ρώσων στις κυβερνήσεις τους, δεν αποτελούν παρά αποδείξεις των ρωσικών προθέσεων. Η ανάπτυξη και ενίσχυση των ρωσικών «ειρηνευτικών» δυνάμεων στην Αμπχαζία – που δεν αποτελούσε παρά μία προσπάθεια πρόκλησης μίας στρατιωτικής απάντησης από μέρους της Γεωργίας – έγινε υπό την επίβλεψη του πρωθυπουργού της Ρωσίας, Πούτιν.
Πάραυτα, η Γεωργία έδειξε σύνεση – και αυτό οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στην αντίληψη του γεωργιανού Προέδρου ότι στρατιωτικές περιπέτειες δεν μπορούν παρά να βλάψουν την υποψηφιότητα ένταξης της χώρας του στο ΝΑΤΟ. Έχοντας αυτό υπόψη, η Ρωσία έστρεψε το ενδιαφέρον της στη Ν. Οσετία, όπου ρωσόφιλοι αντάρτες πραγματοποίησαν επιθέσεις τόσο κατά γεωργιανών στρατιωτικών δυνάμεων όσο και κατά γεωργιανών χωριών. Οι επιθέσεις αυτές δεν μπορούσαν παρά να προκαλέσουν την Γεωργία, κάτι που επεδίωκε η Ρωσία για να το χρησιμοποιήσει ως αφορμή για την επέμβαση της.
Απειλούνται αμερικανικά συμφέροντα
Επί του παρόντος η Ρωσία έχει στείλει το στόλο της Μαύρης Θάλασσας στα παράλια της Γεωργίας και έχει επίσης επεκτείνει τον πόλεμο στο έδαφος της Αμπχαζίας και της Γεωργίας, επιδεικνύοντας ότι ο πόλεμος της Μόσχας δεν έχει να κάνει μόνο με την Ν. Οσετία. Εν πάση περιπτώσει, η συμπεριφορά της Μόσχας έναντι αποσχιστικών κινημάτων επί του εδάφους της – βλέπε σφαγές δεκάδων χιλιάδων Τσετσένων κατά την διάρκεια του δεκαετούς πολέμου εκεί – λέει πολλά για την επικαλούμενη πρόθεση της να βοηθήσει τη μειονότητα της Οσετίας.
Αυτός ο πόλεμος είναι ένα παράδειγμα – το οποίο η Ρωσία θέλει να χρησιμοποιήσει ως προηγούμενα– για όλες τις πρώην σοβιετικές περιοχές που σκεφτούν στο μέλλον να τολμήσουν να συνάψουν στενότερους δεσμούς με την Δύση, παρά την αντίθεση της Μόσχας. Καμία ευρασιατική χώρα δεν έχει καταφέρει δημοκρατικές και άλλες μεταρρυθμίσεις όπως η Γεωργία. Το γεωργιανό στρατιωτικό απόσπασμα στο Ιράκ αποτελεί το τρίτο μεγαλύτερο και έχει ήδη η γεωργιανή κυβέρνηση υποσχεθεί, πριν από την κρίση ότι θα στείλει στρατεύματα και στο Αφγανιστάν. Αν επιτραπεί η πτώση της Γεωργίας, τα υπόλοιπα κράτη της ευρασίας (βλ. Αζερμπαϊτζάν, Καζακστάν και Ουκρανία), που έχουν αναπτύξει σχέσεις με την Δύση και την ΕΕ, πιθανόν να αναθεωρήσουν την πολιτική τους αυτή, εν όψει του μένους της Μόσχας.
Αν επιτρέψουμε στην Ρωσία να καταλάβει την Γεωργία ή έστω να ανατρέψει την κυβέρνηση Σαακασβίλι, οι επιπτώσεις για την εικόνα των ΗΠΑ στην ευρασία θα ήταν μεγάλες. Θα ρισκάραμε να χάσουμε τόσο την υποστήριξη που απολαμβάνουμε από τις πρώην σοβιετικές χώρες της ευρασίας στις επιχειρήσεις μας στο Αφγανιστάν, όσο και τις ελπίδες για περαιτέρω ανάπτυξη των ποσοτήτων ενέργειας που εξάγονται από τις χώρες αυτές προς την Δύση.
Πολλοί είναι αυτοί που συμφωνούν με την πιο πάνω ανάλυση αλλά την ίδια ώρα ανασηκώνουν τους ώμους θέλοντας να εκφράσουν την απόγνωση τους ως προς τις όποιες λύσεις. Το ότι δεν έχουμε δυνατότητα στρατιωτικών επιλογών στην Ρωσία είναι όντως γεγονός. Αλλά αυτό δεν πρέπει να μας εμποδίζει να οργανώσουμε μία αποτελεσματική αντίδραση αποφέροντας πραγματικό κόστος εναντίον της Ρωσίας λόγω ακριβώς της πολιτικής που ακολουθεί.
* Διευθυντής έρευνας στο Ινστιτούτο Κεντρικής Ασίας και Καυκάσου του Πανεπιστημίου Johns Hopkins
Τρία σενάρια εξέλιξης της κρίσης
The Guardian
Σενάριο 1: Αν η Ρωσία πιστεύει στον ειρηνευτικό της ρόλο, θα εκδιώξει τις δυνάμεις της Γεωργίας από τη Νότια Οσετία και θα επιδιώξει την επιστροφή στο status quo ante. Τα πολλά θύματα από την πλευρά των Οσέτιων, όμως, δεν θα διευκολύνουν την επάνοδο της επαρχίας στη Γεωργία.
Σενάριο 2: Η σύγκρουση διευρύνεται. Η αποσχισθείσα από τη Γεωργία, Αμπχαζία, έχει ήδη κηρύξει επιστράτευση και η Τιφλίδα μπορεί να βρεθεί να πολεμά σε δύο μέτωπα. Το Κρεμλίνο θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί την κρίση για να ανατρέψει τον Γεωργιανό πρόεδρο Σαακασβίλι, ενώ ορισμένοι Ρώσοι αξιωματούχοι κάνουν λόγο για διεθνές δικαστήριο -τύπου Χάγης- που θα δικάσει τον Σαακασβίλι για εγκλήματα πολέμου.
Σενάριο 3: Η διένεξη διευρύνεται ακόμη περισσότερο, με άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες να εμπλέκονται σε αυτή. Η Ουκρανία, όπως και η Γεωργία, φιλοδοξεί να εισέλθει στο ΝΑΤΟ. Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία των αρχών της δεκαετίας του 1990 θα μοιάζει με σχολική εκδρομή, συγκρινόμενος με πιθανό πόλεμο μεταξύ πρώην σοβιετικών δημοκρατιών. Η μόνη χειρότερη εξέλιξη, θα ήταν μία στρατιωτική εμπλοκή της Δύσης, πιθανότητα που μοιάζει πάντως πολύ μακρινή.