Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

Η Τουρκία, ο ισλαμικός κόσμος και το ένταλμα σύλληψης κατά του Αλ Μπασίρ

Η επιθυμία της Τουρκίας να αναπτύξει στενότερους δεσμούς με τον ισλαμικό κόσμο δεν είναι πρόσφατη. Κορυφώθηκε, όμως, πριν από λίγο καιρό, με τη σαφή τοποθέτηση της κυβέρνησης ΑΚΡ υπέρ των Παλαιστινίων, ιδιαιτέρως της Χαμάς, στη Γάζα. Η πολιτική προσέγγισης με τον ισλαμικό κόσμο που ακολουθεί η Άγκυρα, επιβεβαιώνεται και με τη στάση της στο θέμα που προέκυψε με το ένταλμα σύλληψης κατά του Προέδρου του Σουδάν, Ομάρ αλ Μπασίρ, που εκδόθηκε από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ) στις αρχές του μήνα.

Παρά την υποστήριξη που παρείχε η Ουάσινγκτον, το Παρίσι και το Λονδίνο στο ΔΠΔ για τη σύλληψη του προέδρου του Σουδάν, Αλ Μπασίρ, ο οποίος κατηγορείται για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στο Νταρφούρ, η Τουρκία συντάχθηκε με τις ισλαμικές χώρες, τη Ρωσία και κυρίως την Κίνα. Συγκεκριμένα, ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Αλί Μπαμπατζάν, λίγο πριν από την επίσκεψη της Χίλαρι Κλίντον στην Άγκυρα, δήλωνε τη δυσαρέσκεια της χώρας του για το εκδοθέν ένταλμα σύλληψης κατά του Αλ Μπασίρ και μελετούσε σχέδια υποστήριξής του. Το γεγονός αυτό όμως αναδεικνύει μια αντίθεση που κάνει να αναρωτιέται κανείς: Σε τι οφείλεται η αλλαγή στην τουρκική στάση, όπως εκφράστηκε αυτή στο Νταβός για την τύχη των αμάχων στη Γάζα, αναφορικά με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων;

Η ισλαμική κυβέρνηση της Τουρκίας, στο πλαίσιο της αφρικανικής πολιτικής που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια, έχει αναπτύξει στενές σχέσεις με την ισλαμική ηγεσία του Σουδάν. Ο καταζητούμενος με ένταλμα σύλληψης Αλ Μπασίρ είχε πραγματοποιήσει μάλιστα επίσημη επίσκεψη στην Άγκυρα τον Ιανουάριο του 2008, ανταποδίδοντας εκείνο του τούρκου πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν το 2005. Παρατηρήθηκε δε μια έντονη κινητικότητα ανάμεσα στις δύο χώρες στα μέσα Φεβρουαρίου, όταν ο σουδανός αντιπρόεδρος επισκέφτηκε την Άγκυρα για συνομιλίες. Οι επικριτές της τουρκικής στάσης αναφέρουν ότι πίσω από την πολιτική στήριξη που παρέχει ο Ερντογάν στον Αλ Μπασίρ κρύβονται συμβόλαια εκμετάλλευσης πετρελαϊκών πηγών στο νότιο Σουδάν. Ας σημειωθεί ότι το κυρίαρχο στοιχείο στην περιοχή αυτή είναι οι χριστιανοί και οι ανιμιστές μαύροι που ζητούν την αυτονομία τους από τον βορρά, και οι οποίοι έπεσαν θύματα των διωγμών και των επιθέσεων που εξαπέλυσαν οι αραβόφωνοι “σύμμαχοι” του Χαρτούμ.

Η στάση των Δυτικών πάντως δεν φαίνεται να είναι ικανή να αποτρέψει την Άγκυρα από το να ενισχύσει τουλάχιστον έμμεσα το Σουδάν στο πλαίσιο ορισμένων διεθνών οργανισμών, όπως ο Οργανισμός Ισλαμικής Διάσκεψης (ΟΙΔ). Αξίζει να ειπωθεί ότι η Ισλαμική Διάσκεψη κατέχει ξεχωριστό μέρος στην πολιτική της Τουρκίας στον ισλαμικό κόσμο. Υπενθυμίζουμε ότι η Άγκυρα έχει κατορθώσει να εκλέξει στη θέση του γενικού γραμματέα της Διάσκεψης τον υποψήφιό της, Εκμελεντίν Ιχσάνογλου, το 2004. Στη διάσκεψη οφείλεται κατά πολύ και η πρόσφατη εκλογή της Τουρκίας σε μη μόνιμη θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Παρότι, λοιπόν, δεν μπόρεσε η Άγκυρα να δραστηριοποιηθεί επαρκώς υπέρ του Σουδάν στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας εξαιτίας των δυσμενών συσχετισμών, ο γενικός γραμματέας της Ισλαμικής Διάσκεψης επιδόθηκε σε σημαντική διπλωματική δράση στη Μέση Ανατολή. Στις συναντήσεις που είχε με ηγέτες του ισλαμικού και αραβικού κόσμου στην Τεχεράνη, το Κάιρο και αλλού δεν παρέλειψε να αναφερθεί στο θέμα καταδικάζοντας τη “μεροληπτική” στάση της Δύσης και απορρίπτοντας το ένταλμα του ΔΠΔ! Επισκέφτηκε ακόμη αυτοπροσώπως τον σουδανό πρόεδρο στο Χαρτούμ για να του εκφράσει τα μηνύματα συμπαράστασης του ισλαμικού κόσμου!

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το ισλαμικό στοιχείο, κατά κοινή ομολογία, καθορίζει σε σημαντικό βαθμό τις οικονομικές, πολιτικές και άλλες σχέσεις της Τουρκίας με τα έθνη ακόμη και της Αφρικής. Άλλωστε, αυτός είναι ο παράγοντας που κάνει την Άγκυρα, ενώ υπεραμύνεται τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Γάζα, να αδιαφορεί για την τύχη των χριστιανικών και άλλων πληθυσμών που δέχτηκαν επίθεση από τους μουσουλμάνους στο Νταρφούρ. Η διεθνής κοινότητα και κυρίως οι ΗΠΑ, που με την ενίσχυση που παρέχει στην Άγκυρα επικροτεί ουσιαστικά την τουρκική πολιτική αποστροφής των αρχών και αξιών του δυτικού κόσμου, οφείλει να την πείσει ότι είναι προς συμφέρον της να προσχωρήσει στη Σύμβαση της Ρώμης (ΔΠΔ). Κάτι τέτοιο θα αναγκάσει την Τουρκία να ακολουθήσει υπεύθυνες πολιτικές μπροστά στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και να αναθεωρήσει, ίσως κάποτε, την πολιτική άρνησης των εγκλημάτων που βαραίνουν την ίδια και την προκάτοχό της.

K. Βοσπορίτης, ο νεώτερος 

Το Παρόν της Κυριακής, 29/3/2009 Διαβάστε περισσότερα...

Ποιοι ενισχύουν τους Ταλιμπάν;


Των Thom Shanker και Eric Schmitt
New York Times

 
Η ενισχυμένη και εντατική εκστρατεία των Ταλιμπάν στο νότιο Αφγανιστάν καθίσταται δυνατή εν μέρει λόγω της ενεργούς στήριξης που παράσχουν στελέχη της υπηρεσίας στρατιωτικής αντικατασκοπείας του Πακιστάν και παρά τις επανειλημμένες δεσμεύσεις της κυβέρνησής του να διακόψει κάθε δεσμό με τους ισλαμιστές μαχητές στη γειτονική χώρα, σύμφωνα με έκθεση Αμερικανών κυβερνητικών αξιωματούχων.
Η υποστήριξη αυτή περιλαμβάνει τη χρηματοδότηση, τον εξοπλισμό με στρατιωτικό υλικό και το στρατηγικό σχεδιασμό των δυνάμεων των Ταλιμπάν, ενώ την αρμοδιότητα αυτή έχει αναλάβει η μυστηριώδης «Πτέρυγα Σ» της Διεύθυνσης Δια-υπηρεσιακής Αντικατασκοπείας (ISI). Η έκθεση των αξιωματούχων του Πενταγώνου αποκαλύπτει ότι στελέχη της ISI έχουν τακτικές συναντήσεις με διοικητές των Ταλιμπάν, με τους οποίους συζήτησαν κατά πόσον θα συνέχιζαν τις επιθέσεις ενόψει των προεδρικών εκλογών στο Αφγανιστάν. Λεπτομέρειες για τις στενές σχέσεις μεταξύ ISI και Ταλιμπάν προήλθαν από ηλεκτρονικές παρακολουθήσεις, αλλά και από αξιόπιστους πληροφοριοδότες. Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν καταθέσει παράπονα για τη στήριξη από την ISI στο αντάρτικο των Ταλιμπάν, ενώ νέες λεπτομέρειες αποκαλύπτουν ότι η πακιστανική αντικατασκοπεία υποστηρίζει και άλλες αντίπαλες στους Ταλιμπάν ανταρτικές οργανώσεις.
Υψηλόβαθμοι κυβερνητικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι του Πακιστάν αρνούνται, όμως, επίμονα οποιαδήποτε σχέση της κυβέρνησής τους με τους Ταλιμπάν, ενώ με τη θέση αυτή μοιάζουν να συμφωνούν και οι Αμερικανοί αξιωματούχοι, που επισημαίνουν ότι η στήριξη προς τους Ταλιμπάν προέρχεται από χαμηλότερα κλιμάκια των πακιστανικών μυστικών υπηρεσιών και όχι από την ηγεσία τους.
Αναγνωρίζοντας έστω και έμμεσα την αξία τέτοιων επαφών, η βρετανική κυβέρνηση έχει ζητήσει από την πακιστανική να αξιοποιήσει τις επαφές της με τους Ταλιμπάν, ώστε να πείσει τους διοικητές τους να περιορίσουν τις επιθέσεις τους εναντίον συμμαχικών στόχων. Η αδυναμία -ή η απροθυμία- της κυβέρνησης του Αλί Ζαρντάρι να διακόψει τους δεσμούς της με τους Ταλιμπάν αποκαλύπτει την περιπλοκότητα των διαρκώς μεταβαλλόμενων συμμαχιών στην ευρύτερη περιοχή. Η κυβέρνηση Ομπάμα παραδέχεται την ίδια στιγμή ότι προσπαθεί να αντιληφθεί και να εκμεταλλευθεί τις συμμαχίες αυτές, στην προσπάθειά της να εκπονήσει αποτελεσματική στρατηγική αντιμετώπισης της αφγανικής εξέγερσης.
Πακιστανοί αξιωματούχοι όμως υποστηρίζουν ότι οι επαφές με τους Ταλιμπάν δεν απειλούν τη συμμαχική στρατηγική, αλλά αποτελούν προσπάθειες εξεύρεσης βιώσιμης πολιτικής λύσης, στο Αφγανιστάν, μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ από τη χώρα. Το Πεντάγωνο καταγγέλλει, όμως, την ISI ότι όχι μόνο έχει εξοπλίσει τους Ταλιμπάν, αλλά και ότι αναλαμβάνει ακόμη και στρατολόγηση μαχητών για λογαριασμό τους, σε ισλαμικές σχολές του Πακιστάν. Διαβάστε περισσότερα...

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΣΤΙΑ
ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΡΙΚ 12 ,ΑΓΛΑΝΤΖΙΑ
6 ΑΠΡΙΛΙΟΥ, 19:15

To Κυπριακό Κέντρο Μελετών (ΚΥ.ΚΕ.Μ) σας προσκαλεί στην ανοικτή συζήτηση με θέμα:

«Η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας της ΕΕ και η Κύπρος»
Ομιλητές :

Χρήστος Ιακώβου, Διευθυντής ΚΥ.ΚΕ.Μ.
«Η σημασία της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας για τα κράτη μέλη της ΕΕ»
Φοίβος Κλόκκαρης, Αντιστράτηγος ε.α.
«Η Γεωπολιτική σημασία και το περιβάλλον ασφαλείας της Κύπρου»

Σωκράτης Χάσικος, βουλευτής ΔΗΣΥ
«Οι Επιπτώσεις στη Διεθνή Ασφάλεια και Ειρήνη από τη μη συμμετοχή της Κύπρου στο
Συνεταιρισμό για την Ειρήνη»

Κυριάκος Μαυρονικόλας, Αναπληρωτής Πρόεδρος Κ.Σ. ΕΔΕΚ
«Η πρόκληση συμμετοχής της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη»

Ανδρέας Πενταράς, Υποστράτηγος ε.α
«Διεθνείς Ειρηνευτικές Δυνάμεις στη Λύση του Κυπριακού»

Συντονιστής: Λοϊζος Αντωνίου, Δημοσιογράφος
Πληροφορίες: KYKEM, Tηλ: 22 66 88 48
Χορηγοί Επικοινωνίας:
Εφημερίδα "ΑΛΗΘΕΙΑ"
Χορηγοί:S. KAZEPIS
AUTO RECYCLING AND ENGINEERING LTD


Διαβάστε περισσότερα...

Κυριακή 29 Μαρτίου 2009

Νέο τοπίο στο Βόρειο Ιράκ με αμερικανική μεθόδευση


O δήμαρχος του Ντιγιαρμπακίρ μιλά στο συγκεντρωμένο πλήθος στη γιορτή του Νεβρόζ. Το ΡΚΚ παραμένει βασικός παίκτης στο Κουρδικό, παρά την ασφυκτική πίεση που του ασκείται.

Βήματα για προσέγγιση της Αγκυρας με το Αρμπίλ με στόχο την απομόνωση του ΡΚΚ και την πολιτική λύση του Κουρδικού

Του Σταυρου Λυγερου
Ο Μπους ακολούθησε πολιτική λεπτών ισορροπιών ανάμεσα στην Αγκυρα και στο κουρδικό κρατίδιο στο Βόρειο Ιράκ, που αποτελεί το σταθερότερο αμερικανικό έρεισμα στη Μέση Ανατολή. Το μετακεμαλικό καθεστώς θεωρούσε ότι η ίδρυση κουρδικού κράτους θα απειλούσε την ακεραιότητα της Τουρκίας, επειδή το νέο κράτος θα λειτουργούσε ωςσημείο αναφοράς για τα 15-20 εκατ. Κούρδων που ζουν σ' αυτήν.
Το Κουρδικό ήταν ο λόγος που η Τουρκία απαγόρευσε τη διέλευση των αμερικανικών στρατευμάτων από το έδαφός της, προκαλώντας κρίση στις διμερείς σχέσεις. Δεν πλήρωσε, όμως, βαρύ τίμημα, επειδή οι Αμερικανοί την είχαν άμεσα ανάγκη. Το Κουρδικό ήταν το μόνιμο αγκάθι στις σχέσεις Ουάσιγκτον - Αγκυρας και στα επόμενα χρόνια.
Για την εφαρμογή της νέας εξωτερικής πολιτικής τους, οι ΗΠΑ έχουν ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη την Τουρκία. Γι' αυτό πήγε εκεί η Κλίντον και θα πάει προσεχώς ο Ομπάμα. Θα αποσύρει τον κορμό των αμερικανικών δυνάμεων από το Ιράκ, αλλά δεν θέλει να αφήσει πίσω χάος.
Η ιρακινή κυβέρνηση είναι, συγκριτικά με το παρελθόν, ισχυρότερη, αλλά το τοπίο παραμένει ασταθές. Οι ΗΠΑ θεωρούν πως το Ιράκ δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί εάν δεν τα βρει με την Αγκυρα. Το βασικό εμπόδιο είναι το Κουρδικό. Γι' αυτό και η Ουάσιγκτον προωθεί δυναμικά ένα συμβιβασμό για την άρση του.
Η ουσία αυτού του συμβιβασμού είναι η εξής: Η Αγκυρα να αποδεχθεί και να στηρίξει την κουρδική εξουσία στο Βόρειο Ιράκ και ταυτοχρόνως να χαλαρώσει την πίεση επί των Κούρδων στο εσωτερικό. Από την πλευρά της, η κουρδική εξουσία να αναγνωρίσει στην Τουρκία αυξημένο ρόλο στην περιοχή και να διώξει το ΡΚΚ.
Παρά τα ισχυρά στερεότυπα του κεμαλικού κατεστημένου, η πλευρά Ερντογάν έκανε βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Ο πρόεδρος Γκιουλ μίλησε για πολιτική λύση του Κουρδικού. Στην Τουρκία ήδη λειτουργεί κουρδόφωνο κανάλι, ενώ το κυβερνών κόμμα προσπαθεί με παροχές να προσελκύσει πολιτικοεκλογικά τους Κούρδους.
Βήματα έκανε και η κουρδοϊρακινή πλευρά. Ο Ταλαμπανί (Κούρδος πρόεδρος του Ιράκ) δήλωσε ότι η ιδέα ενός ενιαίου ανεξάρτητου Κουρδιστάν δεν είναι ρεαλιστική. Στην κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Γκιουλ ζήτησε από τους αντάρτες του ΡΚΚ ή να καταθέσουν τα όπλα ή να φύγουν από το ιρακινό έδαφος. Ηταν η απάντηση στο πιεστικό αίτημα του Τούρκου προέδρου προς τη Βαγδάτη να συντρίψει το ΡΚΚ στο Βόρειο Ιράκ. Η Αγκυρα έχει ξεκαθαρίσει ότι μόνο μ' αυτόν τον όρο θα στηρίξει το Ιράκ και την κουρδική εξουσία στο βόρειο τμήμα του.
Ας σημειωθεί ότι ο Ταλαμπανί έχει κάνει ίδια δήλωση και στο παρελθόν. Το ίδιο το ΡΚΚ, μάλιστα, είχε ανακοινώσει ότι οι μαχητές του εγκαταλείπουν το Βόρειο Ιράκ. Επρόκειτο, όμως, για ελιγμούς, προκειμένου να αμβλυνθούν οι αμερικανικές πιέσεις και οι τουρκικές απειλές για επέμβαση.
Μία ένδειξη ότι αυτή τη φορά δεν πρόκειται για ελιγμό είναι ότι το Αρμπίλ μεθοδεύει σύνοδο των απανταχού κουρδικών κομμάτων, με σκοπό να αποσπάσει κοινή έκκληση προς το ΡΚΚ να καταθέσει τα όπλα. Για να το επιτύχει ζητάει παραλλήλως από την Αγκυρα τη χορήγηση αμνηστίας στους αντάρτες.
Παρά τη διαφαινόμενη πρόθεση και των δύο πλευρών να στηρίξουν εμπράκτως το αμερικανικό σχέδιο, η υλοποίησή του δεν είναι εύκολη. Ο Οτσαλάν προειδοποίησε από τη φυλακή του ότι το ΡΚΚ δεν πρόκειται να καταθέσει τα όπλα. Δήλωσε, επίσης, ότι εάν η σύνοδος των κουρδικών κομμάτων εστιαστεί στον αφοπλισμό, το ΡΚΚ δεν πρέπει να συμμετάσχει. Το μήνυμά του προς την Αγκυρα είναι ότι αυτός κι όχι το Αρμπίλ μπορεί να διαπραγματευθεί μαζί της μία λύση για τους Κούρδους της Τουρκίας.
Το ΡΚΚ είναι σημαντικός παράγοντας στη γεωπολιτική συνάρτηση. Οπως έδειξαν και οι γιγαντιαίες εκδηλώσεις στη νοτιοανατολική Τουρκία για την εορτή Νεβρόζ, παραμένει ηγεμονική δύναμη στη μεγαλύτερη κουρδική κοινότητα. Αν και έχει ανάγκη την ανοχή της κουρδικής εξουσίας στο Βόρειο Ιράκ για να διατηρήσει τις εκεί βάσεις του, δεν είναι απόλυτα εξαρτημένο απ' αυτήν.
Το Αρμπίλ αντιμετωπίζει επώδυνο δίλημμα: Από τη μία πλευρά δεν θέλει να προκαλέσει εμφύλιο πόλεμο με το ΡΚΚ. Από την άλλη, όμως, έχει ζωτική ανάγκη την Ουάσιγκτον για να αγνοήσει τις υποδείξεις της. Συνειδητοποιεί, επίσης, ότι με την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων, το κουρδικό κρατίδιο θα κινδυνεύσει από ασφυξία εάν δεν βρει έναν τρόπο συνεννόησης με την Τουρκία.

Αγκάθι το Κιρκούκ
Το ΡΚΚ δεν είναι το μόνο εμπόδιο στην εφαρμογή του αμερικανικού σχεδίου για προσέγγιση Αρμπίλ - Αγκυρας. Υπάρχει και το αγκάθι του Κιρκούκ. Αν και σύμφωνα με το ιρακινό Σύνταγμα έπρεπε να έχει διεξαχθεί δημοψήφισμα για το μέλλον της πετρελαιοφόρου αυτής περιοχής, το δημοψήφισμα δεν έχει πραγματοποιηθεί, λόγω αφ' ενός των τουρκικών πιέσεων κι αφ' ετέρου των αραβικών αντιδράσεων. Αμφότεροι θέλουν να αποτρέψουν την ενσωμάτωση του Κιρκούκ στην αυτόνομη κουρδική περιοχή.
Οπως προειδοποίησε ο πρωθυπουργός της Μπαρζανί, αν η εκκρεμότητα συνεχιστεί και μετά την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων, η σημερινή ασταθής ισορροπία πιθανότατα να εκφυλισθεί σε εθνοτικές συγκρούσεις: από τη μία οι Κούρδοι κι από την άλλη οι Αραβες και οι καθοδηγούμενοι από την Αγκυρα Τουρκμένοι.
Η επίσκεψη Ομπάμα αναμένεται να σφραγίσει στο ανώτατο επίπεδο αυτό τον σχεδιασμό. Ισως και κατά τρόπο που θα έχει επιπτώσεις και σε άλλα, τουρκικού ενδιαφέροντος, μέτωπα. Η άρνηση του βοηθού υπουργού Εξωτερικών Γκόρντον στο Κογκρέσο να αποδεχθεί τον όρο τουρκική κατοχή στη βόρεια Κύπρο είναι μια ένδειξη ότι το παζάρι αυτό μάς αφορά άμεσα.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

http://infognomonpolitics.blogspot.com

Διαβάστε περισσότερα...

Προστατεύει στ’ αλήθεια το ενιαίο νόμισμα;


Le Monde Diplomatique

Του Laurent Jacque 
 Καθηγητή στο Fletcher School, Tufts University, ΗΠΑ


Από την 1η Ιανουαρίου του 2009, η Σλοβακία είναι η δέκατη έκτη χώρα που υιοθέτησε το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα. Κι ο Μπρινό Λε Μερ, ο Γάλλος Υφυπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, δήλωσε γεμάτος ενθουσιασμό : «Οι Σλοβάκοι φίλοι μας εντάχθηκαν σε ένα σταθερό ευρώ, σε ένα ευρώ που προστατεύει τις οικονομίες μας και τους συμπολίτες μας!» Ωστόσο, η οικονομική κρίση αποκαλύπτει, τόσο τις αδυναμίες, όσο και τα πλεονεκτήματα που παρουσιάζει το νόμισμα που δημιουργήθηκε πριν από δέκα χρόνια. Καθώς κλονίζονται τα θεμέλιά της, η νομισματική ένωση έχει αρχίσει να παρουσιάζει ρωγμές. 

Υπάρχει άραγε περίπτωση να αμφισβητηθεί η μακροημέρευση από την χρηματοοικονομική αναταραχή που πλήττει την παγκόσμια οικονομία; Οι υπέρμαχοι του ευρώ είναι βέβαιοι ότι θα συμβεί το αντίθετο. Κατά τη γνώμη τους, η ζώνη του ευρώ έχει μετατραπεί σε λιμάνι σταθερότητας και ηρεμίας το οποίο προσφέρει ένα ισχυρό –ή και σταθερό- νόμισμα στην δεύτερη ισχυρότερη οικονομική ζώνη στον κόσμο. Εξάλλου, η Σλοβακία έγινε η δέκατη έκτη χώρα που εντάχθηκε σε αυτήν, την 1η Ιανουαρίου του 2009. Ακόμα καλύτερα, λέγεται ότι οι χώρες που είχαν σνομπάρει το ενιαίο νόμισμα στα πρώτα του βήματα (Δανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Σουηδία) έχουν αρχίσει να επανεξετάζουν τη στάση τους. Μάλιστα, πιθανολογείται ότι η δανική κορώνα θα ενταχθεί σύντομα στο ευρώ. 

Σύμφωνα με τους υπέρμαχους του ενιαίου νομίσματος, η Ευρωπαϊκή Κεντρική τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία υπερασπίζεται επίμονα την ανεξαρτησία της από τις κρατικές αρχές, κατόρθωσε να ελέγξει την αύξηση της νομισματικής μάζας και να μειώσει τον πληθωρισμό στο 2% περίπου. Τα ονομαστικά επιτόκια ανέρχονται στο 2,5% κατά μέσο όρο, ενώ τα πραγματικά επιτόκια βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδό τους από τη δεκαετία του 1960. Υποστηρίζεται δε ότι, χάρη στην εξάλειψη των συναλλαγματικών κινδύνων (1) και του επιπλέον κόστους που επιβάρυνε τις συναλλαγές, η κατάργηση των εθνικών νομισμάτων έδωσε τεράστια ώθηση στις επενδύσεις στη ζώνη του ευρώ και στο εμπόριο που έχουν σημαντική συμβολή στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της. 

Ισοτιμία ρεκόρ
Δέκα χρόνια μετά την δρομολόγησή του, το ευρωπαϊκό νόμισμα έφτασε το 2008 σε μια ισοτιμία ρεκόρ με το δολάριο, ενώ η ραγδαία πτώση της στερλίνας και η χρεοκοπία της Ισλανδίας δικαιώνουν τις χώρες που συμμετέχουν σε αυτό. Τέλος, υποστηρίζεται ότι η ζώνη του ευρώ θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως μια εναλλακτική λύση για την παντοδυναμία της ζώνης του δολαρίου : το «ισχυρό» ευρώ συνιστά περισσότερο από το ένα τέταρτο των συναλλαγματικών αποθεμάτων των κεντρικών τραπεζών, ενώ επιλέγεται ολοένα περισσότερο για την έκδοση διεθνών ομολογιακών τίτλων. Όπως συνοψίζει γεμάτος ενθουσιασμό ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν Κλοντ Τρισέ, «συμβάλλουμε καθημερινά στη δημιουργία ενός ολοένα υψηλότερου επιπέδου ευημερίας και διαδραματίζουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο σημαντικό ρόλο στην ενοποίηση της Ευρώπης (2)». 

Ο εγκωμιαστικός απολογισμός θα μπορούσε σχεδόν να μας κάνει να ξεχάσουμε πολλούς παράγοντες που αποτελούν τα μελανά σημεία του. Η ζώνη του ευρώ γνώρισε μια μάλλον δύσκολη πρώτη δεκαετία ζωής, η οποία χαρακτηρίστηκε από μια αναιμική ανάπτυξη, υψηλά επίπεδα ανεργίας, ενώ ταυτόχρονα το δημοσιονομικό έλλειμμα πολλών από τις οικονομίες της ξεπέρασε συχνά το ανώτατο όριο του 3% του ΑΕΠ που είχε οριστεί από το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης (3). Πρόκειται για μια εντυπωσιακή αντίθεση με τη Σουηδία, τη Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, χώρες που χαρακτηρίζονταν από χαμηλά ποσοστά ανεργίας, υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και περιορισμένα ελλείμματα (αν όχι πλεονάσματα). 

Μέχρι σήμερα, το ενιαίο νόμισμα δεν έχει διόλου ανακόψει την ευρωπαϊκή οικονομική δυσφορία, η οποία οφείλεται κατά κύριο λόγο σε διαρθρωτικά προβλήματα, για τα οποία το ευρώ ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι αποτελούσε την πανάκεια. Ωστόσο, οι ελπίδες για επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας και τη μείωση της ανεργίας ποτέ δεν υλοποιήθηκαν, ενώ δεν μπορούμε να αποφύγουμε να θέσουμε στον εαυτό μας τα εξής ερωτήματα: μήπως το ευρώ ευθύνεται εν μέρει για τις οικονομικές δυσκολίες της περασμένης δεκαετίας; Θα βγει άραγε άθικτο από μια κρίση που προβλέπεται να είναι εξαιρετικά άγρια; 

Σύγκριση με ΗΠΑ
Το 1999, η δρομολόγηση του ενιαίου νομίσματος στηριζόταν στην πολιτική βούληση και όχι στην οικονομική θεωρία της βέλτιστης νομισματικής ζώνης (ΒΝΖ). Σύμφωνα με αυτήν, μια ομάδα χωρών ή περιφερειών μπορεί να συγκροτήσει μια ΒΝΖ όταν οι οικονομίες της αλληλεξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό, τόσο σε επίπεδο ανταλλαγών αγαθών και υπηρεσιών, όσο και από την άποψη της κινητικότητας των συντελεστών της παραγωγής (εργασία και κεφάλαιο). Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν το πλέον πλήρες παράδειγμα βέλτιστης νομισματικής ζώνης. Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Οι εμπορικές ανταλλαγές που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της αντιπροσωπεύουν το 15% περίπου του ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ, επίπεδο πολύ χαμηλό σε σύγκριση με εκείνο που παρατηρείται στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού. Και παρ’ όλο που η κινητικότητα του κεφαλαίου έχει αυξηθεί σημαντικά στο εσωτερικό της ζώνης του ευρώ, η κινητικότητα της εργασίας εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά περιορισμένη σε σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες (μάλιστα, είναι χαμηλή ακόμα και στο εσωτερικό των κρατών που την αποτελούν).

Περιορισμοί οικονομικής διαχείρισης 
Αγνοώντας αυτά τα σημαντικά ζητήματα, η συνθήκη του Μάαστριχτ δημιούργησε μια ενιαία νομισματική πολιτική, της οποίας η διαχείριση ανατέθηκε στην ΕΚΤ • έτσι, τα κράτη έχασαν δύο (από τα τρία) εργαλεία οικονομικής διαχείρισης που διέθεταν: την ανεξάρτητη εθνική νομισματική πολιτική και την ευελιξία της ισοτιμίας του νομίσματός τους. Όσο για το τρίτο εργαλείο, την δημοσιονομική πολιτική, η οποία εξακολουθεί να παραμένει στην αρμοδιότητα των κρατών, υφίσταται τους περιορισμούς που της επιβάλλει το σύμφωνο σταθερότητας, το οποίο ορίζει ότι το έλλειμμα κάθε χώρας μέλους δεν θα πρέπει να ξεπεράσει το 3% του ΑΕΠ της. Επιπλέον, το εθνικό χρέος περιορίζεται –θεωρητικά τουλάχιστον- στο 60% του ΑΕΠ, αν και στην πράξη παρατηρούνται σημαντικές αποκλίσεις, όπως στην περίπτωση της Ιταλίας και της Ελλάδας (αντίστοιχα 104% και 95% του ΑΕΠ). Εξαιτίας αυτών των διαφορών ανάμεσα στα κράτη μέλη, η αυτονομία των οικονομικών πολιτικών τους μετατρέπεται σε σημαντικό ζήτημα, ιδιαίτερα στην περίπτωση που ένα από αυτά δεχθεί ένα δυνατό σοκ το οποίο δεν θα επηρεάζει την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ. 

Εάν επρόκειτο πράγματι για μια βέλτιστη νομισματική ζώνη, η χώρα που θα αντιμετώπιζε δυσκολίες θα επεδίωκε την προσαρμογή της στη νέα κατάσταση μέσα από την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού του προς την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ, την ελαστικότητα των μισθών και των τιμών και/ή τις δημοσιονομικές μεταβιβάσεις από τις Βρυξέλες στο κράτος μέλος που επλήγη από το σοκ, έτσι ώστε να επιτευχθεί η επανεξισορρόπηση της κατάστασης. Καμία από αυτές τις τρεις προϋποθέσεις δεν πληρούνταν κατά τη δημιουργία του ευρώ, και, από εκείνη την εποχή, δρομολογήθηκαν λίγες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να αποκτήσει μεγαλύτερη «ευελιξία» η αγορά εργασίας έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια ΒΝΖ. Η τρίτη προϋπόθεση –και η απλούστερη ως προς την εφαρμογή της- καθιστά αναγκαίο ένα ελάχιστο επίπεδο φορολογικού φεντεραλισμού και την ύπαρξη μιας συγκεντρωτικής οικονομικής εξουσίας η οποία θα μπορούσε να αντισταθμίσει την ανεξαρτησία της ΕΚΤ. Αυτοί οι στόχοι παραμένουν μακρινοί, καθώς αμφισβητούν την εθνική κυριαρχία κάθε κράτους. Στην πραγματικότητα, η Ευρωπαϊκή Ένωση – η οποία διαθέτει περιορισμένους πόρους (έναν προϋπολογισμό για τον οποίο έχει τεθεί το ανώτατο όριο του 1,27% του ΑΕΠ της, αλλά ο οποίος έχει ουσιαστικά καθηλωθεί στο 1,23%)- δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί σε δημοσιονομικές μεταβιβάσεις για να επιτευχθεί η αντιμετώπιση των σοκ που μπορεί να δεχθούν οι εθνικές οικονομίες. 

Η ελαστικότητα της Αμερικανικής οικονομίας 
Η κατάσταση στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι εντελώς διαφορετική: το 60% των δημόσιων δαπανών πραγματοποιείται σε ομοσπονδιακό επίπεδο, ενώ η κινητικότητα της εργασίας και η ελαστικότητα των μισθών είναι πολύ υψηλότερη σε σχέση με την Ευρώπη. Ακόμα και η ενοποιημένη Γερμανία –στην οποία το 1991 συγχωνεύτηκε το ανατολικογερμανικό με το δυτικογερμανικό μάρκο- δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει μια ΒΝΖ : παρά την μαζική μεταφορά 200 δισεκατομμυρίων ευρώ από το 1991, το ποσοστό ανεργίας στο ανατολικό τμήμα της χώρας ξεπερνάει το 20%.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας της ζωής του, το ευρώ αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τουλάχιστον δύο σοκ τα οποία αποκλήθηκαν «ασύμμετρα» δεδομένου ότι δεν έπλητταν όλα τα μέλη του κατά τον ίδιο τρόπο: καταρχάς, την περίοδο 1999-2002, το «ακριβό» ή υπερτιμημένο δολάριο και στη συνέχεια, πιο πρόσφατα, την περίοδο 2005-2008, την ραγδαία αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Στην πρώτη περίπτωση, οι χώρες που είναι περισσότερο προσανατολισμένες προς το διεθνές εμπόριο (και λιγότερο προς τις ανταλλαγές με τις υπόλοιπες χώρες της ζώνης του ευρώ) υπέφεραν από τον εισαγόμενο πληθωρισμό (αυξημένο κόστος εισαγωγής λόγω του ακριβού δολαρίου) πολύ περισσότερο από τις χώρες των οποίων οι ανταλλαγές είναι κατά κύριο λόγο στραμμένες προς τη ζώνη του ευρώ. Έτσι, την περίοδο 1999-2002, ο πληθωρισμός της Ιρλανδίας ανερχόταν στο 4,1%, τη στιγμή που ο πληθωρισμός στη Γερμανία -η οποία είναι περισσότερο επικεντρωμένη στο ενδοκοινοτικό εμπόριο απ’ ό,τι στο διεθνές- παρέμενε στο 1,2%.

Κατά τον ίδιο τρόπο, η τετραπλασιασμός της τιμής του βαρελιού πετρελαίου δεν έπληξε με όμοιο τρόπο τον ρυθμό της ανάπτυξης και τον πληθωρισμό όλων των χωρών: για παράδειγμα, το πετρέλαιο καλύπτει μονάχα το 35% των ενεργειακών αναγκών της Γαλλίας η οποία έχει στραφεί στην πυρηνική ενέργεια, αντίθετα απ’ ότι συμβαίνει στην Ισπανία, στην Ιταλία ή στην Ελλάδα όπου αυτό το ποσοστό υπερβαίνει το 55%.
Δυστυχώς, ο συνδυασμός μιας συγκεντρωτικής νομισματικής πολιτικής και μιας αποκεντρωμένης δημοσιονομικής πολιτικής συνεπάγεται τη διαμόρφωση διαφορετικών επιπέδων πληθωρισμού τα οποία οδηγούν σε διαφορές όσον αφορά την αγοραστική δύναμη του ευρώ και την ανταγωνιστικότητα ανάμεσα στα κράτη μέλη. Στο πλαίσιο ενός συστήματος «εθνικών» νομισμάτων, αυτή η συνέπεια θα μπορούσε εύκολα να διορθωθεί με μια ανατίμηση ή με μια «ανταγωνιστική» υποτίμηση του νομίσματος. Όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι πλέον δυνατόν, λόγω του ενιαίου νομίσματος που εξουδετερώνει το εργαλείο των συναλλαγματικών ισοτιμιών, ενώ παράλληλα ακυρώνει την ανεξαρτησία των εθνικών νομισματικών πολιτικών. 

Διαβρώνεται το Ευρώ; 
Εξαιτίας αυτής της αδυναμίας να διορθωθούν οι αποκλίσεις που παρατηρούνται όσον αφορά το επίπεδο του πληθωρισμού, σε ορισμένες χώρες, η αγοραστική δύναμη του ευρώ διαβρώνεται σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ και με τη Γερμανία. Για παράδειγμα, από τον Ιανουάριο του 1999 ως τον Σεπτέμβριο του 2008, με βάση διαφορετικά μισθολογικά κόστη, το ευρώ στην Ιταλία ανατιμήθηκε κατά 40% σε σχέση με το ευρώ στη Γερμανία. Η κατάσταση που διαμορφώθηκε στην Ισπανία και στην Ελλάδα δεν απέχει πολύ από αυτόν τον αριθμό. 

Η διόρθωση των αποκλίσεων που έχουν συσσωρευτεί αποτελεί ένα δύσκολο καθήκον, καθώς η μείωση του επιπέδου των μισθών εμφανίζεται ως πολιτικά εκρηκτική. Μονάχα τα κέρδη ανταγωνιστικότητας μπορούν να αναστρέψουν αυτήν την τάση: πράγματι, η Γερμανία και η Ολλανδία το έχουν κατορθώσει. Δεν είναι λοιπόν περίεργο το γεγονός ότι πολλές επιχειρήσεις επέλεξαν να επιλύσουν το «πρόβλημα» μεταφέροντας την παραγωγική τους δραστηριότητα (ή απειλώντας ότι θα το κάνουν) σε χώρες της Κεντρικής ή της Ανατολικής Ευρώπης. 

Επαναφορά εθνικών νομισμάτων
Τέλος, υπάρχει μια ακόμα παράμετρος η οποία καθιστά ακόμα περισσότερο πολύπλοκη την κατάσταση: οι διάσπαρτες εκλογικές αναμετρήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (προεδρικές, βουλευτικές ή δημοτικές εκλογές) εντείνουν την έλλειψη συγχρονισμού των εθνικών οικονομικών κύκλων, καθώς πριν από τις εκλογές προηγείται συνήθως μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική. 

Τη στιγμή που η υφήλιος βυθίζεται σε μια βαθιά κρίση, η συγκράτηση των υψηλών ποσοστών ανεργίας –η οποία ενδέχεται να ξεπεράσει σύντομα το όριο του 10 ή του 12%- θα μετατραπεί στον κυριότερο στόχο. Αυτό έχει ήδη συμβεί στην Ισπανία όπου, κατά τη διάρκεια του περασμένου εξαμήνου, η ανεργία έφθασε το 13%. 

Η καταπολέμηση της ανεργίας θα συνεπάγεται αναπόφευκτα την μεγάλη αύξηση των φορολογικών ελλειμμάτων τα οποία θα δημιουργήσουν στο σύμφωνο σταθερότητας ρήγματα τα οποία θα είναι δύσκολο να κλείσουν και θα θέσουν υπό αμφισβήτηση τη σταθερότητα του ενιαίου νομίσματος: τα σχέδια ανάκαμψης δυναμιτίζουν το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ελλείμματος 3% και χρέους 60% του ΑΕΠ. Επιπλέον, θα αμφισβητήσουν την ανεξαρτησία της ΕΚΤ. Ωστόσο, για ορισμένες οικονομίες οι οποίες έχουν ήδη καταστεί εξαιρετικά ευάλωτες εξαιτίας των αποκλίσεων του ύψους του πληθωρισμού, αυτό δεν θα αποδειχθεί διόλου αρκετό και θα εμφανιστεί ο πειρασμός να ακολουθήσουν το πρόσφατο παράδειγμα της απότομης υποτίμησης της στερλίνας. Έτσι, η Ισπανία, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Πορτογαλία (των οποίων τα ποσοστά ανεργίας ξεπέρασαν συχνά το 10% κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας) δεν θα μπορέσουν να ανεχθούν το γεγονός ότι θα χαρακτηρίζονται αιωνίως από μειωμένη ανταγωνιστικότητα λόγω της υπερτίμησης του «δικού τους ευρώ». 

Όσο τραυματικό κι αν είναι το ενδεχόμενο της επαναφοράς του παλαιότερου εθνικού τους νομίσματος, ορισμένες χώρες ενδέχεται να αποφασίσουν να εγκαταλείψουν το ευρώ για να ανακτήσουν την οικονομική τους ανταγωνιστικότητα. Κατά βάθος, αυτό το σενάριο δεν είναι τίποτε άλλο από την επιστροφή στις μεγάλες κρίσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών των παλαιότερων εποχών του Μπρέτον Γουντς (1944-1971) και του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος (1979-1999) (4) : βέβαια, είναι ελάχιστα πιθανό σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, αν σκεφθεί κανείς πόσο ακριβή θα γινόταν για μια χώρα που θα εγκατέλειπε το ευρώ η εξυπηρέτηση ενός δημόσιου χρέους υπολογισμένου σε ευρώ και το οποίο θα εκφραζόταν πλέον με ένα υποτιμημένο και πρόσφατα καθιερωμένο νόμισμα. Ωστόσο, κάθε επιδείνωση ενός ήδη εύθραυστου κοινωνικού κλίματος [όπως απέδειξαν πρόσφατα οι βίαιες λαϊκές διαδηλώσεις στην Ελλάδα(5)], το οποίο θα οδηγείται σε παροξυσμό από την ραγδαία επιδείνωση της ανεργίας, ενδέχεται να εντείνει σε ορισμένες χώρες τον πειρασμό της προσφυγής σε αυτήν την ακραία λύση. 


Υποσημειώσεις

1. Κίνδυνοι που συνδέονται με τη διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Πριν τη νομισματική ενοποίηση, οι επενδυτές κερδοσκοπούσαν συχνά στο γαλλικό φράγκο, την ιταλική λιρέτα ή τη στερλίνα. Για παράδειγμα, τον Σεπτέμβριο του 1992, ο Τζορτζ Σόρος είχε αποκομίσει σημαντικές υπεραξίες στοιχηματίζοντας στην πτώση της στερλίνας καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο βυθιζόταν στην οικονομική κρίση.
2. Συνέντευξη που δόθηκε στην «Die Zeit», Αμβούργο, 23 Ιουλίου 2007.
3. Το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης υιοθετεί τα κριτήρια σύγκλισης που ορίστηκαν από τη συνθήκη του Μάαστριχτ. Διατηρεί κυρίως το στόχο της μείωσης των δημοσίων ελλειμμάτων που είχε καθιερωθεί ενόψει της ένταξης στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση.
4. Το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα, το οποίο δημιουργήθηκε το 1979, αποσκοπούσε στη σταθεροποίηση της ισοτιμίας των ευρωπαϊκών νομισμάτων. Τα νομίσματα ήταν συνδεδεμένα με μια λογιστική μονάδα (το εκιού), της οποίας η αξία υπολογίζονταν με βάση ένα καλάθι νομισμάτων των κρατών μελών.
5. Βάλια Καϊμάκη, «Aux banques ils donnent de l’argent, aux jeunes ils offrent… des balles », «Le Monde diplomatique», Ιανουάριος 2009, βλ. http://monde-diplomatique.gr/spip.php?article198 Διαβάστε περισσότερα...

Που κινείται η Ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική;


Le Monde Diplomatique

Η διάσπαση έναντι της Γεωργίας
 

Του Federico Santopinto
Ερευνητή της Ομάδας έρευνας και πληροφόρησης για την ειρήνη και την ασφάλεια (GRIP) 


Ενόσω η Ουάσιγκτον φαίνεται να παραπέμπει στις ελληνικές καλένδες την ένταξη της Γεωργίας (και της Ουκρανίας) στο ΝΑΤΟ, οι Ρώσοι και Γεωργιανοί ιθύνοντες συναντήθηκαν εκ νέου, τον περασμένο Δεκέμβριο, για τον τρίτο γύρο των συνομιλιών της Γενεύης. Οι εν λόγω διαπραγματεύσεις εντάσσονται στο πλαίσιο της συμφωνίας που επετεύχθη με τη διαμεσολάβηση του Γάλλου προέδρου, Νικολά Σαρκοζί, κατά την κρίση του περασμένου Αυγούστου. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία, παρότι χαιρετίστηκε σαν επιτυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άφησε να διαφανούν οι ρωγμές της.

Τον Αύγουστο του 2008, η Γαλλία, η οποία είχε μόλις αναλάβει την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, πέτυχε την παύση των εχθροπραξιών ανάμεσα στις ρωσικές και τις γεωργιανές δυνάμεις. Πολλοί αναλυτές θεώρησαν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εν λόγω συμφωνία, ρόλο πρωτοφανή για τα δεδομένα της. Ωστόσο, η εξής αμφιβολία ανακύπτει αναπόφευκτα: ποιος μεσολάβησε στην πραγματικότητα για την επίλυση της γεωργιανής κρίσης, η Γαλλία ή η Ευρωπαϊκή Ένωση;

Η ταυτότητα της ΕΕ στη διεθνή σκηνή
Το νήμα της απάντησης μπορεί να αναζητηθεί σε μία λεπτομέρεια, φαινομενικά ήσσονος σημασίας. Όταν ο πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί και ο υπουργός εξωτερικών, Μπερνάρ Κουσνέρ, μετέβησαν στη Μόσχα και, κατόπιν, στην Τιφλίδα, στις 12 Αυγούστου, δεν συνοδεύονταν ούτε από τον Ύπατο Αρμοστή για την εξωτερική πολιτική και την ασφάλεια (ΚΕΠΑΑ), Χαβιέ Σολάνα, ούτε από τον πρόεδρο της Επιτροπής, Χοσέ Μανουέλ Μπαρόσο. Η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός την οποία απέσπασαν αντιμετωπίστηκε, στη συνέχεια, με δριμείες επικρίσεις από πολλούς εταίρους τους. Αναμφίβολα, κατά το δεύτερο ταξίδι τους, στις 8 Σεπτεμβρίου, οι Σαρκοζί και Κουσνέρ εμφανίστηκαν μαζί με τους Σολάνα και Μπαρόσο. Όμως η παρτίδα είχε ήδη παιχτεί. Και σίγουρα όχι με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τι θα είχε συμβεί αν η Ρωσο-Γεωργιανή σύρραξη είχε ξεσπάσει μερικούς μήνες αργότερα ή νωρίτερα; Την 1η Ιανουαρίου 2009, η προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης πέρασε στη Δημοκρατία της Τσεχίας, η διπλωματική ισχύς της οποίας φαίνεται αναμφίβολα λιγότερο βαρύνουσα από εκείνη της Γαλλίας, ενώ και οι σχέσεις της με τη Ρωσία είναι πολύ πιο τεταμένες. Πριν από τη Γαλλία, η εκπροσώπηση της Ευρώπης ανά τον κόσμο είχε επιφορτίσει τη Σλοβενία. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η ευρωπαϊκή αντίδραση θα ήταν η ίδια. Είναι, επομένως, η τύχη που καθοδηγεί την εξωτερική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προσδιορίζει την αποτελεσματικότητά της;

Αποτελεί πρόκληση το να κατανοήσει κανείς τον ρόλο και την ταυτότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη διεθνή σκηνή. Η γεωργιανή κρίση διαφωτίζει τις δυσκολίες της να αναπτύξει διακριτή και ενιαία εξωτερική πολιτική. Η έκτακτη ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, την 1η Σεπτεμβρίου, είναι πολύ πιο αποκαλυπτική, ως προς αυτό, απ' ό,τι το ταξίδι των Σαρκοζί και Κουσνέρ στη Ρωσία και στη Γεωργία. Πράγματι, εκείνη την ημέρα, οι αμφισημίες και δη η σύγχυση που χαρακτηρίζουν τις ευρωπαϊκές τοποθετήσεις αναδύθηκαν εκ νέου στην επιφάνεια. Από τη μία πλευρά, οι Βρυξέλλες δείχνουν κατά τα φαινόμενα ιδιαίτερη αυστηρότητα έναντι της Μόσχας: καταδικάζουν με σπάνια αυστηρότητα τη «δυσανάλογη απάντηση» των Ρώσων, παραμένουν ασαφείς ως προς τις ευθύνες της γεωργιανής κυβέρνησης, χαρακτηρίζουν απαράδεκτη την αναγνώριση ανεξαρτησίας της Νοτίου Οσετίας και της Αμπχαζίας, στέλνουν παρατηρητές. Μεταξύ άλλων, η Ευρωπαϊκή Ένωση παραχωρεί στη Γεωργία σημαντική βοήθεια για την ανάπτυξη και την ανοικοδόμηση (880 εκ. ευρώ, κονδύλιο τεράστιο συγκριτικά με τη σημασία της πληγείσας εδαφικής επικράτειας και με τις καταστροφές που προκάλεσε ο πόλεμος), ενώ, τέλος, εξετάζει το ενδεχόμενο να διευκολύνει την παραχώρηση βίζας και υπόσχεται τη σύναψη συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου.

Οι διακριτές τάσεις
Από την άλλη πλευρά, όμως, οι Βρυξέλλες σπεύδουν να τείνουν το χέρι στη Μόσχα και να δηλώσουν ότι «ενόψει της αλληλεξάρτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ρωσίας (...), δεν υφίσταται επιθυμητή εναλλακτική αντί μίας σχέσης δυνατής, θεμελιωμένης στη συνεργασία, στην εμπιστοσύνη και στο διάλογο». Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφεύγει, λοιπόν, να προβεί σε κυρώσεις. Κυρίως, δεν αναβάλλει τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμφωνίας συνεργασίας, οι οποίες είχαν ξεκινήσει τον προηγούμενο Ιούλιο, αναβάλλοντάς τες απλώς μερικούς μήνες. Από τη δική της πλευρά, η Μόσχα δεν διέκοψε τη συμμετοχή της στην ευρωπαϊκή δύναμη (Eufor) στο Τσαντ και στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία. Η Ρωσία ετοιμάζεται, μάλιστα, να συνεισφέρει το ένα τρίτο σχεδόν των απαιτούμενων ελικοπτέρων.

Αναμφίβολα, η θεαματική διάσπαση η οποία χαρακτήρισε την έκτακτη ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ενόψει του πολέμου στο Ιράκ, το 2003, αποφεύχθηκε. Ωστόσο, η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στη γεωργιανή κρίση μοιάζει με παζλ το οποίο φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να συναρμολογηθεί, αντικατοπτρίζοντας έναν περίπλοκο συμβιβασμό μεταξύ άκρως αποκλινόντων συμφερόντων.

Στην πραγματικότητα, μετά την ιρακινή κρίση, οι έντονες διαφοροποιήσεις στους κόλπους της Ευρώπης μεταβλήθηκαν ελάχιστα. Αυτό που άλλαξε, και δεν είναι λίγο, είναι η ικανότητα των κρατών-μελών να συνυπάρχουν με αυτές τις διαφορές, συγκαλύπτοντάς τες, αναμφισβήτητα, αλλά επιτυγχάνοντας, τουλάχιστον, τον συμβιβασμό. Παρ' όλα αυτά, το 2008 όπως και το 2003, δύο μείζονες τάσεις παραμένουν διακριτές. Από τη μία πλευρά, υφίσταται ο άξονας με επίκεντρο το Ηνωμένο Βασίλειο και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Τα εν λόγω κράτη προάγουν θέσεις οι οποίες προσιδιάζουν σε εκείνες των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ συχνά παρεμποδίζουν την ενσωμάτωση. Από την άλλη, οι ιδρύτριες χώρες και τα κράτη της Ιβηρικής χερσονήσου είναι λιγότερο «ουραγοί» της Ουάσιγκτον και προσπαθούν να παγιώσουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, κυρίως σε ό,τι αφορά την ασφάλεια και την άμυνα.

Προφανώς, ο παραπάνω διαχωρισμός είναι σχετικός, κυρίως ανάλογα με τις εναλλαγές στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό των κρατών-μελών. Υπό τις κυβερνήσεις της δεξιάς ή της κεντροδεξιάς, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία τείνουν να υιοθετούν τις θέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, ενόσω η Ολλανδία προσεγγίζει το Ηνωμένο Βασίλειο (1). Όμως, πέρα από αυτές τις διαφοροποιήσεις, η προαναφερθείσα θεμελιακή διάκριση φαίνεται να εδραιώνεται προοδευτικά. Προφανής κατά το ξέσπασμα του πολέμου στο Ιράκ το 2003, την ξαναβρίσκουμε αμβλυμένη στη Γεωργιανή κρίση, όταν η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία ανέκοψαν την αντιρωσική ζέση των εταίρων τους στην αγγλοσαξονική επικράτεια και στην Ανατολή.

Κενά και αδυναμίες 
Οι θεμελιώδεις διαφωνίες στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξηγούνται από την έλλειψη πολιτικής βούλησης σε ό,τι αφορά την ενοποίηση. Όμως, απορρέουν, επίσης, από στρατηγικές επιλογές οι οποίες δεν πραγματοποιήθηκαν στο παρελθόν. Πώς θα μπορούσε η Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει ενιαία εξωτερική πολιτική στον Καύκασο από τη στιγμή που δεν διαθέτει κοινή ενεργειακή πολιτική; Με άλλα λόγια, αν η BP (πρώην British Petroleum) κατασκευάζει, από κοινού με την αμερικανική Chevron, τον πετρελαιαγωγό Μπακού-Τιφλίδα-Τσεϋχάν (BTC) ο οποίος παρακάμπτει τη Ρωσία και διασχίζει τη Γεωργία, την ώρα που η Γερμανία υλοποιεί έναν αγωγό φυσικού αερίου ο οποίος περνάει κάτω από τη Βαλτική αποφεύγοντας τη μισή Ευρώπη και τη συνδέει απευθείας με τη Μόσχα, πώς να εκπλαγεί κανείς, κατόπιν, που το Λονδίνο και το Βερολίνο ακολούθησαν αποκλίνουσες στρατηγικές έναντι της γεωργιανής κρίσης; Το πρόβλημα, λοιπόν, αφορά στα θεμέλια και όχι στο επιστέγασμα. Ελλείψει θάρρους για την ανάπτυξη ενεργειακής πολιτικής ικανής να συγκροτήσει πλατφόρμα κοινών συμφερόντων, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι καταδικασμένη στην υιοθέτηση αδύναμης και συγκεχυμένης εξωτερικής πολιτικής.

Πολύ περισσότερο απ' ό,τι διαμέσου των θεσμικών μεταρρυθμίσεων, είναι χάρη στην ανάληψη απτών και συγκεκριμένων πρωτοβουλιών –όπως στον ενεργειακό τομέα, για παράδειγμα– που η Ευρωπαϊκή Ένωση θα θέσει τις βάσεις μίας εξωτερικής πολιτικής αποτελεσματικής και συνεκτικής. Μέχρι και σήμερα ακόμη, η ΕΕ είναι αδύναμη ν’ αντιμετωπίσει σοβαρές καταστάσεις. Ο έλεγχος του εμπορίου όπλων αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Παρά την υιοθέτηση ενός δεοντολογικού κώδικα μη δεσμευτικού από τους 27, η παραχώρηση αδειών για την πώληση όπλων παραμένει προνόμιο καθαρά εθνικό, το οποίο δεν εναρμονίζεται με τις δεδηλωμένες φιλοδοξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μετατραπεί σε παίκτη αποφασιστικής σημασίας για την πρόληψη και τη διαχείριση των ένοπλων συγκρούσεων, κυρίως διαμέσου της πολιτικής της συνεργασίας για την ανάπτυξη. Η γεωργιανή κρίση είναι η πιο πρόσφατη μαρτυρία του παραπάνω γεγονότος.
Πολύ πριν από τον πόλεμο του περασμένου Αυγούστου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε προβλέψει την παραχώρηση, για την περίοδο 2007-2010, πάνω από 120 εκ. ευρώ στη Γεωργία, στο πλαίσιο της αναπτυξιακής της βοήθειας. Σημαντικό μέρος του εν λόγου ποσού προορίζεται για την προώθηση της ειρήνης, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (31,5 εκ ευρώ). Επιπροσθέτως, προβλέφθηκε προϋπολογισμός της τάξης των 19 εκ. ευρώ για την ειρηνική επίλυση των εσωτερικών γεωργιανών διαμαχών. Το εν λόγω κονδύλιο, μεταξύ άλλων, στοχεύει στην καταπολέμηση της μάστιγας των ελαφρών όπλων στην περιοχή.


Εξωτερική πολιτική και πωλήσεις όπλων
Παράλληλα, φαίνεται ότι οι κύριοι προμηθευτές όπλων στη Γεωργία είναι, εκτός από την Ουκρανία, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με επικεφαλής τη Δημοκρατία της Τσεχίας και τη Βουλγαρία. Σε διάστημα πέντε ετών, η Τιφλίδα πολλαπλασίασε κατά δεκατέσσερις φορές τις στρατιωτικές της δαπάνες. Είναι δύσκολο να γίνει πιστευτό ότι τέτοια αύξηση δικαιολογείται από τη φιλοδοξία της χώρας να εκσυγχρονίσει το οπλοστάσιό της με προοπτική το ενδεχόμενο ένταξης στο ΝΑΤΟ. Πιο συγκεκριμένα, οι Γεωργιανές αγορές αφορούν κυρίως εξοπλισμό παρωχημένης τεχνολογίας, όπως παλαιά τανκς σοβιετικής παραγωγής, πολεμικά αεροσκάφη τύπου «Sukhoi», βλήματα κατά τεθωρακισμένων και πύραυλοι εδάφους αέρος. Εν ολίγοις, πρόκειται για μέσα προσαρμοσμένα στις ανάγκες άμεσων συρράξεων, όπως συνέβη στη Νότια Οσετία (2).

Έτσι, ενόσω η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διαμέσου της πολιτικής της συνεργασίας για την ανάπτυξη, δαπανεί εκατομμύρια ευρώ για να προωθήσει την ειρήνη και για να καταπολεμήσει τον πολλαπλασιασμό των ελαφρών όπλων στη Γεωργία, μέλη των 27 κατακλύζουν τη χώρα με όπλα. Πώς να προσδιορίσει κανείς τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ένα τέτοιο πλαίσιο; Πρέπει να θεωρείται οργάνωση η οποία, διαμέσου της αναπτυξιακής βοήθειας, ευνοεί τη σταθερότητα ή η οποία, διαμέσου της πώλησης όπλων, υποδαυλίζει την αστάθεια; Η Συνθήκη της Λισαβόνας, αν κάποια μέρα επικυρωθεί (3), δεν θα δώσει σαφή απάντηση. Η τροποποίηση της θεσμικής αρχιτεκτονικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα ενισχύσει την αποτελεσματικότητά της στο επίπεδο των εξωτερικών σχέσεων.

Η Συνθήκη, εξάλλου, δεν θα πετύχει, ενδεχομένως, να διασαφηνίσει τις θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς τους σημαντικούς διεθνείς φακέλους. Η δημιουργία σταθερού πόστου για τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (με θητεία δυόμισι ετών, ανανεώσιμη άπαξ) και του νέου πόστου ύπατης αρμοστείας, καθώς και η ανάπτυξη ενιαίας ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, θα όφειλαν, αναμφίβολα, να εντείνουν τον συντονισμό. Ο πρόεδρος και ο ύπατος αρμοστής θα παραμείνουν, ωστόσο, «πρέσβεις», εκπρόσωποι των κρατών-μελών, και όχι «policy makers», δηλαδή αρχές ικανές να χαράξουν πολιτική γραμμή. Ως προς το τελευταίο, η νέα Συνθήκη δεν θα μεταβάλει ιδιαίτερα το τοπίο.

Σταθερή προεδρία και συνοχή
Κυρίως, δεν θα μεταβάλει το διακυβερνητικό σύστημα που βασίζεται στην αρχή της συναίνεσης, η οποία αποτελεί το θεμέλιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας. Τόσο πριν όσο και μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας, οι δύσκολες συμφωνίες, όπου είναι απαραίτητος ο συνυπολογισμός των αποκλίσεων μεταξύ των κρατών-μελών, θα συνεχίσουν να παράγουν θέσεις αμφίσημες και συγκεχυμένες.

Απεναντίας, σε μία προεδρία δυόμισι ετών, θα είναι ανέφικτη η ανάληψη πρωτοβουλιών όπως εκείνη του Σαρκοζί εν μέσω της Γεωργιανής κρίσης. Τον Αύγουστο, ο Γάλλος πρόεδρος πραγματοποίησε κατεπείγουσα παρέμβαση εν ονόματι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να έχει την έγκρισή της. Μία σταθερή προεδρία, όπως προβλέπεται από τη Συνθήκη, θα ευνοούσε άραγε παρόμοιο περιθώριο ελιγμού; Ο πρόεδρος δεν θα όφειλε να περιμένει το πράσινο φως των βασικών κρατών-μελών προτού προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια;

Ορισμένοι θα θεωρήσουν το παραπάνω γεγονός βελτίωση, γιατί η Ευρώπη δεν θα είναι σε θέση να παρέμβει παρά μόνο με δεδομένη τη συναίνεση, αποφεύγοντας έτσι τις βεβιασμένες κινήσεις. Κάποιοι άλλοι θα το εκλάβουν αρνητικά, γιατί θα υπονομευτεί η δυνατότητα ταχύτατης διπλωματικής αντίδρασης από ορισμένα κράτη-μέλη. Παραδόξως, οι χώρες οι οποίες χαρακτηρίζονται, παραδοσιακά, από ευρωσκεπτικισμό, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Πολωνία, οι οποίες έθεσαν τόσα εμπόδια στη διαπραγμάτευση και στην επικύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας, θα έπρεπε να τοποθετηθούν μεταξύ των πρώτων. Μία σταθερή προεδρία, πράγματι, θα υποχρεούνταν να λάβει υπόψη την οπτική τους από τα πρώτα στάδια οποιασδήποτε επικείμενης κρίσης.


Υποσημειώσεις 

(1) Βεβαίως, τίποτα δεν εγγυάται ότι μία ενωμένη Ευρώπη θα αποδεικνυόταν λιγότερο ουραγός έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών.
(2) Luc Mampaey, «Les pyromanes du Caucase: les complicités du réarmement de la Géorgie», «Les Notes d' analyse du GRIP» (www.grip.org/bdg/pdf/g0908.pdf). Βλ. επίσης, του ιδίου συγγραφέα, «De mauvaises fées sur le berceau de l' Europe de la défense», «Le Monde Diplomatique», Οκτώβριος 2006.
(3) Στις 12 Ιουνίου 2008, η Ιρλανδία απέρριψε, με δημοψήφισμα, τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Η επικύρωση του εν λόγω κειμένου στα υπόλοιπα κράτη-μέλη έγινε με παραπομπή του στα εθνικά κοινοβούλια. Μονάχα η Τσεχική Δημοκρατία, η κυβέρνηση της οποίας έχει εκφράσει δημοσίως το σκεπτικισμό της αναφορικά με τη Συνθήκη, δεν την έχει υποβάλει ακόμη ούτε στην κρίση του λαού ούτε στους αιρετούς αντιπροσώπους του. Βλ. Anne-Cecile Robert, «L'Union européenne d'une crise à l' autre», 18 Ιουνίου 2008, http://www.monde-diplomatique.fr/carnet/2008-06-18-Apres-le-non
Διαβάστε περισσότερα...

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

Επανεκτιμώντας τις Ελληνονατοϊκές σχέσεις


60 χρόνια Βορειοατλαντικής Συμμαχίας

Χρήστος Ιακώβου

Στις 4 Απριλίου συμπληρώνονται 60 χρόνια από την ίδρυση του ΝΑΤΟ και η επέτειος προσφέρεται ως έναυσμα για την επανεκτίμηση των διλημμάτων, των προκλήσεων, των ευκαιριών και των προβλημάτων της συμμετοχής της Ελλάδος στην σημαντικότερη δυτική στρατηγική συμμαχία της μεταπολεμικής ιστορίας. 

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τρεις αλληλένδετοι παράγοντες κατέστησαν απαραίτητη τη συμμετοχή της Ελλάδος σε συμμαχίες με τις ισχυρές δυνάμεις της Δύσης, συνδέοντας την εσωτερική πολιτική αστάθεια με την εξωτερική πολιτική της χώρας: α) η στρατηγική θέση της Ελλάδας, αφού ήταν το μοναδικό μη κομμουνιστικό κράτος στα Βαλκάνια, β) οι διεθνείς κρίσεις στον γεωπολιτικό της χώρο, γ) η οικονομική αδυναμία της χώρας μετά την απελευθέρωση και τον εμφύλιο η οποία δημιούργησε συνθήκες εξάρτησης και διείσδυσης στις πολιτικές και οικονομικές της δομές. 

Οι δύο γύροι του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησαν την απελευθέρωση, είχαν τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά που αντικατόπτριζαν την εξελισσομένη διαμάχη μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Η εφαρμογή του δόγματος Τρούμαν (1947) στην Ελλάδα, έγινε αποδεκτή από την μη κομμουνιστική ελληνική πολιτική ηγεσία, της οποίας τα συμφέροντα ταυτίζονταν με αυτά των ΗΠΑ και η οποία έδεσε την Ελλάδα στο άρμα της πολιτικής ανάσχεσης της Σοβιετικής Ένωσης από το στρατηγικό χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Τελικά το 1952, οι ΗΠΑ κατόρθωσαν να σταθεροποιήσουν το ελληνικό πολιτικό σύστημα με το καθεστώς του στρατάρχη Παπάγου αφού προηγήθηκε το 1949 η στρατιωτική ήττα της αριστεράς στον Εμφύλιο. Έτσι η εξωτερική πολιτική της Ελλάδος συνταυτίστηκε με εκείνη της Δύσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα συμμετείχε στον πόλεμο της  Κορέας, έγινε μέλος του ΝΑΤΟ το 1952 (ταυτοχρόνως με την Τουρκία), έκλεισε την πρώτη αμυντική συμφωνία για την παροχή στρατιωτικής διευκολύνσεως στις ΗΠΑ το 1953, και μαζί με την Τουρκία και την Γιουγκοσλαβία σχημάτισαν το βραχύβιο Βαλκανικό Σύμφωνο του 1954. 

Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, με την ένταξη της Ελλάδος και της Τουρκίας, συνέβαλε καθοριστικά στην εδραίωση της αμερικανικής στρατηγικής παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο και παράλληλα συνετέλεσε στην ενίσχυση της εξάρτησης της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος (όπως και της Τουρκίας) από τις ΗΠΑ μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. 

Η εξέλιξη του κυπριακού προβλήματος από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 μέχρι το 1974 έφερε στην επιφάνεια και απέδειξε τις αδυναμίες και τα όρια της συνεργασίας της Ελλάδος με το ΝΑΤΟ. Οι επιπτώσεις που προκαλούσε η ελληνοτουρκική διαμάχη στη συνοχή της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ δημιουργούσε μόνιμες ανησυχίες στις ΗΠΑ. Γι’ αυτό και η αμερικανική διείσδυση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα προσπάθησε να προωθήσει λύσεις που ικανοποιούσαν τα δυτικά στρατηγικά συμφέροντα. Η σημασία την οποία απέδιδαν οι ΗΠΑ στην πολεμική ετοιμότητα και την αδιάλειπτη συνεργασία της Ελλάδος μέσα στο πλαίσιο της ΝΑΤΟϊκής συμμαχίας ήταν ο βασικός λόγος, άλλωστε, για τον οποίο νομιμοποίησαν και συνεργάστηκαν με το στρατιωτικό καθεστώς των συνταγματαρχών. Αυτό είχε ως συνέπεια να μην αποτραπεί η τουρκική εισβολή στην  Κύπρο.

Επιπλέον, η Ελλάδα αναγκάστηκε, λόγω των αμερικανικών πιέσεων, να διατηρήσει σε πολύ ψηλά επίπεδα τις αμυντικές της δαπάνες σε εποχές έντονων αναγκών οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης. 

Παρά τις πιο πάνω αρνητικές επιπτώσεις, θα ήταν σωστός ο προβληματισμός γύρω από το ερώτημα κατά πόσο θα ήταν διαφορετική η κατάσταση εάν η Ελλάδα είχε μείνει εκτός της Βορεοατλαντικής Συμμαχίας, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψιν τα δεδομένα του Ψυχού Πολέμου και τα κομβικά αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα στην περιοχή. 

Με την ένταξη της στο ΝΑΤΟ, η Ελλάδα εξασφάλισε την εγγύηση στρατιωτικής βοήθειας σε περίπτωση εξωτερικής επίθεσης από γειτνιάζοντες σοβιετικούς δορυφόρους, οι οποίοι είχαν εδαφικές αξιώσεις σε βάρος της. Επιπροσθέτως, ο ελληνικός αμυντικός χώρος ενσωματώθηκε σε αυτόν της δυτικής Ευρώπης και η Ελλάδα δεν απομονώθηκε πολιτικοστρατηγικά από το δυτικό κόσμο. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα κέρδισε την πολιτική και στρατιωτική ένταξή της στην Δύση και αδιόρατα τέθηκαν οι βάσεις για την επακόλουθη ένταξή της στην ΕΟΚ . Πρέπει κανείς να λάβει υπόψιν ότι μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα δυτικοευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων συμφωνούσαν ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ καθώς δεν ήταν μέρος του δυτικού πολιτισμού. Για πολλούς, τα πολιτιστικά όρια της δύσης στη Μεσόγειο σταματούσαν στα ανατολικά σύνορα της Ιταλίας.

Τελικά, η πελατειακή σχέση και η εξάρτηση της Ελλάδας από την ηγεμονική δύναμη της περιοχής και η αντισοβιετική στάση της μέχρι το 1974, ήταν μία συνειδητή πράξη της πολιτικής ηγεσίας της χώρας. Η ελληνική ηγεσία πίστευε απόλυτα στις περιορισμένες πολιτικές επιλογές που προσέφερε το διεθνές σύστημα, ταύτιζε την προστασία των συμφερόντων της χώρας με αυτά της δυτικής συμμαχίας και θεωρούσε αυτήν την πολιτική επιλογή απαραίτητη για την πολιτική επιβίωση. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι νέες διεθνείς συνθήκες ενεθάρρυναν τη διατύπωση μίας πιο ανεξάρτητης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Έτσι, διστακτικά και αργά, η Ελλάδα προχώρησε σε μία νέα προσαρμογή της εξωτερικής της πολιτικής στη διεκδίκηση των εθνικών της συμφερόντων μέσα στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Η υποβολή βέτο, πριν από ένα χρόνο, για την ένταξη των Σκοπίων αντανακλά την διαπίστωση αυτή και ήρθε σε μία χρονική στιγμή που μπορεί να ερμηνευτεί ως η πλέον αδύνατη στην οποία ευρίσκονται οι ΗΠΑ μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Γι’ αυτό άλλωστε και η αντίδραση τους έναντι της Ελλάδος δεν επαναλαμβάνει το γνωστό παρελθόν. 
Διαβάστε περισσότερα...

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ «Ο ΛΟΓΟΣ»
(101,1 FM)



ΕΚΠΟΜΠΗ «ΑΝΟΙΚΤΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ»



Δευτέρα, 30 Μαρτίου, 17:00 – 18:00


Συζήτηση

Παρουσίαση του βιβλίου Αιματηρή Αλήθεια / Bloody Truth


Καλεσμένος

Πάνος Ιωαννίδης
Πρόεδρος της Κίνησης για Ελευθερία και Δικαιοσύνη στην Κύπρο


Συντονίζει: Χρήστος Ιακώβου


Διαβάστε περισσότερα...

How We Decide


Jonah Lehrer
How We Decide
Houghton Mifflin Co. 2009


Του Steven Johnson
The New York Times Book Review


Οι πιο μεγάλες ιστορίες συνήθως αφορούν αποφάσεις: από τη στιγμιαία απόφαση του πιλότου Σαλλενμπέργκερ να προβεί σε προσγείωση του αεροπλάνου στον ποταμό Χάντσον έως και την απόφαση των γονιών σας να παντρευτούν. Υπάρχει κάτι πολύ ανθρώπινο στην απόφαση επιλογής. Ενώ άλλα ζώα έχουν ορμές, συναισθήματα και ικανότητες επίλυσης προβλημάτων, κανένα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί την ικανότητα μας να επεξεργαστούμε συνειδητά μια σειρά επιλογών και αναλογιζόμενοι πιθανά αποτελέσματα, να φτάσουμε σε μια απόφαση. 

Το νέο, συναρπαστικό αυτό βιβλίο του Λέρερ, «How We Decide», τοποθετεί τις ικανότητες μας για λήψη αποφάσεων στο μικροσκόπιο εξηγώντας μας όχι μόνο πώς είναι να αποφασίζουμε αλλά πως μπορούμε να αποφασίζουμε καλύτερα. Μας εισαγάγει στη θεματική του θέτοντας ότι «κάποτε χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε την λογική μας για να μετρήσουμε τα υπέρ και τα κατά κάποιας περίπτωσης και να υπολογίσουμε πιθανά αποτελέσματα. Κάποτε πρέπει να ακούμε τα συναισθήματα μας».
 
Κύριο χαρακτηριστικό του έργου του είναι ότι σε αντίθεση με κοινωνιολογικές και ψυχολογικές προσεγγίσεις που μελετούν την ανθρώπινη συμπεριφορά δηλαδή «εκ των έξω», ο Λέρερ στο βιβλίο του συγκεντρώνεται στις διεργασίες του εγκεφάλου. Μαθαίνουμε για τις λειτουργίες διαφόρων τμημάτων του εγκέφαλου καθώς επίσης γινόμαστε μάρτυρες πειραμάτων που περιλαμβάνουν εικόνες παρμένες από σαρωτές fMRI που δείχνουν τον εγκέφαλο στο μέσο διαδικασίας λήψης αποφάσεων.

Εν μέρει η χρήση, από τον Λέρερ, του νευροφυσικού-νευρολογικού λόγου είναι ευανάγνωστη και αυτό λόγω της εισαγωγής στους διαφόρους (δυσνόητους) όρους του μέσω ανέκδοτων παραδειγμάτων: από την απίστευτη εκείνη πάσα του Τομ Μπρέιντι στο Σούπερ-Μπόουλ του 2002 έως και την παρολίγον νίκη του Μοριακού Φυσικού από το Στάνφορντ στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Πόκερ.

Ευτυχώς όμως ο Λέρερ μας προσφέρει αρκετά παραπάνω από ανέκδοτα και απαντήσεις σε ερωτήσεις του τύπου «Ποιος νευρώνας είναι υπεύθυνος για...;». Για παράδειγμα, είναι πολύ διαφωτιστικός όσον αφορά την «αρνητική προκατάληψη» και την «αποφυγή απώλειας»: τάση του εγκεφάλου να εστιάζει περισσότερο επί κακών νέων παρά επί καλών. Για παράδειγμα αυτό εξηγεί πως μέσα στα πλαίσια μιας σχέσης γάμου χρειάζονται περίπου πέντε καλά σχόλια για να ξεπεραστεί ένα κακό. 

Για τον επικείμενο όμως αναγνώστη, τα πιο ενδιαφέροντα μέρη του «How We Decide» περιλαμβάνουν περισσότερο κοινωνικοπολιτικά ζητήματα παρά προσωπικά. Ένα θέμα στο οποίο ο συγγραφέας επιστρέφει συχνά είναι πως τα εγγενή παράσιτα μέσα στο εργαλείο αποφάσεων μας οδήγησαν στην κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μπορεί να χαρακτηριζόμαστε από την «αποφυγή απώλειας» αλλά μόνο για λίγο: μια μακρά λίστα πειραμάτων έδειξαν πως στην περίπτωση μιας απώλειας που θα συμβεί στο εγγύς μέλλον είναι διαφορετικό τμήμα του εγκεφάλου που επεξεργάζεται την απόφαση παρά όταν η απώλεια μπορεί να πραγματοποιηθεί στο μέλλον. Οπότε πολλές από τις χρηματιστικές συνωμοσίες που μας οδήγησαν σε λάθος δρόμους τα τελευταία χρόνια «βασίζονται» σε τέτοιες ακριβώς «δυσλειτουργίες» του εγκεφάλου μας. «Όταν αγοράσεις κάτι με μετρητά, η αγορά περιλαμβάνει μια πραγματική απώλεια-το πορτοφόλι γίνεται ελαφρύτερο. Η πιστωτική κάρτα κάνει την όλη πράξη αόριστη».
Εν κατακλείδι, παρά το ότι ο Λέρερ δεν αφιερώνει αρκετές λέξεις για να μας διαφωτίσει επί των ούτω καλούμενων «συναισθηματικών» αποφάσεων, εντούτοις μας δίνει κάποιες γνώσεις επί των τάσεων (δυσ)λειτουργίας του εγκεφάλου, ούτως ώστε να καταστήσει τις επερχόμενες ρυθμιστικές αναδιατάξεις της παγκόσμιας οικονομίας και τους συναφείς περιορισμούς ευκατανόητους. Διαβάστε περισσότερα...

Wars, Guns, and Votes: Democracy in Dangerous Places


Paul Collier 
Wars, Guns, and Votes: Democracy in Dangerous Places
Harper, 2009


Kenneth Roth 
The New York Times Book Review


Κάθε κυβέρνηση σήμερα επιζητεί την νομιμοποίηση μέσω της δημοκρατίας, ακόμα και στις δικτατορίες. Έτσι βλέπουμε μια «αποδοχή» της δημοκρατίας από ηγέτες όπως τον Πούτιν και τον Μουγκάμπε. Οι ηγέτες αυτού του τύπου συνδυάζουν βίαιες τακτικές, δόλιες μεθόδους και την καταστολή της αντίθετης γνώμης για να είναι βέβαιοι πως οι εκλογές δεν θα απειλήσουν τη θέση τους.

Λόγω οικονομικών και στρατηγικών συμφερόντων η Δύση κλείνει τα μάτια στην απουσία ουσιαστικής δημοκρατίας και συμβιβάζονται με μια φάρσα που είναι δημοκρατία μόνο στο όνομα. Η κοινή λογική υποδεικνύει πως οι εικονικές δημοκρατίες είναι εκ φύσεως ασταθείς μια και η δυσαρέσκεια των πολιτών που δεν εκλέγουν τους ηγέτες τους συσσωρεύεται με την πάροδο του χρόνου και η βίαια αντίδραση φαντάζει όλο και πιο ελκυστική. Στο βιβλίο «Wars, Guns, and Votes» ο Πωλ Κόλιερ, καθηγητής οικονομικών στην Οξφόρδη, εξετάζει την ιδέα αυτή στατιστικά.

Ο Κόλιερ ασχολείται με τις κυβερνήσεις του «φτωχότερου δισεκατομμυρίου» του παγκόσμιου πληθυσμού στις 58 φτωχότερες χώρες. Το κύριο συμπέρασμα του είναι ότι η επιφανειακή δημοκρατία «αυξάνει την πολιτική βία αντί να την μειώνει». Αν και κατά τη διάρκεια της εκλογικής αναμέτρησης οι εντάσεις απαλύνονται μέσω της πολιτικής, η βία εύκολα ξαναφουντώνει όταν τελειώσει η ψηφοφορία μια και οι πολιτικές που ακολουθούν οι κυβερνήσεις για να μείνουν στην εξουσία δεν λαμβάνουν συνήθως υπόψη το κοινό καλό.

Η εθνική ταυτότητα σε πολλές από αυτές τις χώρες είναι ένα ιδιαίτερο εμπόδιο. Όταν οι ψηφοφόροι επιλέγουν με βάση την εθνική καταγωγή του υποψηφίου αντί τις ικανότητες του, οι κυβερνήσεις δεν έχουν κανένα απολύτως κίνητρο να κάνουν καλά τη δουλειά τους. Η ψήφος σε τέτοιες περιπτώσεις είναι κυρίως ένα μέσο έκφρασης υποστήριξης ανάλογο με το να φοράει κανείς το κασκόλ της ομάδας του. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, για να ανθίσει η δημοκρατία σε αυτές τις χώρες πρέπει «σταδιακά μια νέα εθνική ταυτότητα να αντικαταστήσει τις εθνοτικές». 

Η εμμονή της Δύσης με τις εκλογές πηγάζει από τον ψυχροπολεμικό φόβο των Σοβιετικών για την κάλπη που δημιούργησε την εντύπωση πως «η διεξαγωγή εκλογών είναι από μόνη της μια νίκη. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι δύσκολο να κλέψεις εκλογές και μόνο λίγοι δικτάτορες το αποφεύγουν». Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να ξεχάσουμε τη δημοκρατία, αλλά ότι πρέπει να αποφύγουμε τις απομιμήσεις.

Αν όμως η περιορισμένη δημοκρατία αυξάνει την πολιτική βία στις φτωχότερες χώρες, η τάση αναστρέφεται όταν το κατά κεφαλήν εισόδημα ξεπεράσει τα 2700 δολάρια. Οι ευπορότεροι ψηφοφόροι είναι πιθανότερο να διαμαρτυρηθούν αν η κυβέρνηση δεν είναι υπόλογη στο λαό. Στην Κίνα, όπου το εισόδημα έχει ξεπεράσει αυτό το όριο, ο κίνδυνος πολιτικής βίας αυξάνεται όσο η χώρα δεν εκδημοκρατίζεται.

Οι λύσεις που προτείνει ο Κόλιερ δεν είναι ιδιαίτερα σωστές. Για παράδειγμα προτείνει οι Δυτικές κυβερνήσεις να αποδέχονται στρατιωτικά πραξικοπήματα όταν μια εκλογική ανάμετρηση δεν είναι δημοκρατική, υποστηρίζοντας πως αυτό θα δώσει ισχυρό κίνητρο στους ηγέτες να μην κλέψουν. Επίσης ο Κόλιερ πως η Δύση πρέπει να προστατεύει ενεργά εκλεγμένες κυβερνήσεις από την απειλή πραξικοπήματος, διαφωνώντας όμως με επεμβάσεις για ανθρωπιστικούς λόγους τις οποίες αποκαλεί κυνικά «περιττές φαντασιώσεις». 

Όπως και να κρίνουμε τις προτάσεις του βιβλίου δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η εμπειρική του προσέγγιση είναι μια σημαντική προσθήκη στις ιδέες της Δύσης για τη δημοκρατία στα φτωχότερα κράτη. Διαβάστε περισσότερα...

Η Τουρκία και το Κουρδιστάν


Turkey-Kurdistan border

Akşam 

(26/3/2009)

Ο πρωθυπουργός της περιφερειακής κουρδικής διοίκησης του Βορείου Ιράκ, Νετζιρβάν Μπαρζανί, μετά τη συνάντησή του με τον Πρόεδρο Γκιουλ στη Βαγδάτη, επιστρέφοντας στην πόλη Ερμπίλ, αφού ανέφερε ότι υπάρχει πολύ σοβαρή πρόοδος όσον αφορά τις σχέσεις με την Τουρκία, είπε: «Η Τουρκία, μέχρι πρότινος, συσσώρευε στα σύνορά μας περίπου 100.000 στρατιώτες, απειλώντας μας. Κατά συνέπεια, το σημείο, στο οποίο έχουμε φτάσει σήμερα, είναι άκρως σημαντικό. Πιστεύω ότι η σχέση αυτή θα αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο».

Ο Μπαρζανί ανέφερε ακόμη ότι η συνάντηση του Γκιουλ με τον ίδιο ενέχει και την έννοια ότι η Τουρκία αναγνωρίζει την «κουρδική περιοχή». 

Ο Μπαρζανί, όσον αφορά την έκκληση, την οποία απηύθυνε ο Πρόεδρος του Ιράκ Ταλαμπανί προς το ΡΚΚ «να αφήσει τα όπλα ή να εγκαταλείψει το Ιράκ», είπε: «Η δική μας στάση είναι φανερή. Υποστηρίζουμε και τη στάση του Ταλαμπανί. Παρ’ όλα αυτά, οι σχέσεις μας με την Τουρκία δεν αφορούν μόνον το θέμα αυτό. Υπάρχουν και άλλα πράγματα, τα οποία μας ενώνουν και μας φέρνουν πλησιέστερα». Διαβάστε περισσότερα...

Η Τουρκία δεν θα εμποδίσει τη Γαλλία


French National Assembly hold its session on the government's decision to return to NATO's military command, in Paris, capital of France, March 17, 2009. (Xinhua/Zhang Yuwei)

Türkiye 

(26/3/2009)

Η Τουρκία δεν πρόκειται να δημιουργήσει πρόβλημα, όσον αφορά το θέμα της επιστροφής της Γαλλίας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Η Γαλλία στη Σύνοδο για την 60ή επέτειο της ίδρυσης του ΝΑΤΟ θα επιστρέψει με ανάλογη τελετή στο στρατιωτικό του σκέλος. 

Σε αξιολογήσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από το Γενικό Επιτελείο της Τουρκίας με το συντονισμό του υπουργείου εξωτερικών, λήφθηκε και η απόφαση ότι η επιστροφή της Γαλλίας δεν αποτελεί νομική απόφαση, αλλά πολιτική. Παράλληλα, εκφράστηκε η άποψη ότι η επιστροφή της Γαλλίας δεν έχει καμία ομοιότητα με την επιστροφή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι η απόφαση της Γαλλίας για την επιστροφή της στο στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας πηγάζει από το γεγονός ότι η Γαλλία, μένοντας έξω από τη στρατιωτική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, έχει χάσει την επιρροή της στην Ευρώπη. Διαβάστε περισσότερα...

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

EΘΝΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ (*)


Toυ Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Αγαπητoί φίλοι,

Σας ευχαριστώ θερμά, όλους όσους ήρθατε στη σημερινή συζήτηση, ιδιαίτερα τους τόσο εκλεκτούς ομιλητές στο πάνελ για τα καλά τους λόγια, και για τις κριτικές τους. Λυπάμαι πολύ για την απουσία τόσο του Νίκου Κατσουρίδη, ενός ανθρώπου έχει αφιερώσει όλη τη ζωή του στο ΑΚΕΛ, όσο και της ομιλίας που είχε ετοιμάσει γι’ αυτή τη συζήτηση. Του εκφράζω την αμέριστη συμπάθειά μου στις δύσκολες ώρες που περνάει.

Εμείς είμαστε υπομονετικοί. Ελπίζουμε ότι ο κ. Κατσουρίδης και τα άλλα ηγετικά στελέχη του ΑΚΕΛ θα προσέλθουν κάποτε στον διάλογο, σε ένα διάλογο με σοβαρότητα και επιχειρήματα. Ποτέ κανείς δεν έχασε από τη συζήτηση και την ανταλλαγή επιχειρημάτων. Αντίθετα. Ο κ. Χριστόφιας και ο κ. Κυπριανού είναι ηγετικά στελέχη του ΑΚΕΛ, ενός κόμματος με βαθιές λαϊκές ρίζες και ιστορία δεκαετιών. Είναι βετεράνοι του παγκόσμιου αριστερού κινήματος. Υποθέτω ότι θα έχουν κι αυτοί βγάλει το συμπέρασμα ότι ο τρόπος, ο όρος για τον εκφυλισμό και την καταστροφή τελικά αυτού του κινήματος ήταν η κατάργηση της ουσιαστικής εσωκομματικής δημοκρατίας, της πραγματικής δυνατότητας των μελών, στελεχών, ακόμα και ηγετικών στελεχών των αριστερών κομμάτων να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους. Για να αναφέρω ένα παράδειγμα, αν τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ είχαν την παραμικρή δυνατότητα να επηρεάσουν πραγματικά και όχι μόνο τυπικά, τις αποφάσεις που έπαιρνε ένας πάρα πολύ στενός πυρήνας ανθρώπων, θα ήταν ασφαλώς απολύτως αδύνατο, δεν υπήρχε ούτε μία πιθανότητα στο εκατομμύριο, να υπογραφούν οι συνθήκες του Λιβάνου, της Γκαζέρτας και της Βάρκιζας, δηλαδή να παραδοθεί η Ελλάδα της Αντίστασης στη Μεγάλη Βρετανία. Μια Μεγάλη Βρετανία που ενδιαφέρεται πάντα τόσο πολύ για την Ελλάδα και ακόμα περισσότερο για την Κύπρο. 


Ευχαριστώ θερμά αυτούς πούχαν πρώτοι την ιδέα αυτής της συζήτησης, την πρωτοβουλία σοσιαλιστών για μια πατριωτική-οικολογική συσπείρωση και το ΔΗΚΚΙ. Με την πρωτοβουλία τους αυτή απέδειξαν τη συνείδηση που διαθέτουν της βαθιάς, οργανικής ενότητας ανάμεσα στο κοινωνικό και στο εθνικό. 

Το βιβλίο που τόσο εκλεκτοί άνθρωποι μούκαναν σήμερα την τιμή να συζητάνε, αναφέρεται άμεσα στο κυπριακό, η κεντρική του ιδέα όμως είναι μια άποψη για την ελληνική ιστορία, αφορά τη διάσπαση και την αντιπαράθεση της εθνικής και της κοινωνικής ταυτότητας, που, όταν παρατηρήθηκε στη νεότερη ελληνική ιστορία, όπως δυστυχώς συμβαίνει και σήμερα, ακολούθησαν πολύ μεγάλες καταστροφές. Αντίθετα, ο ελληνικός λαός μεγαλούργησε όταν συνέθεσε τη δύναμη της κοινωνικής και της εθνικής του ταυτότητας, όταν ενώθηκε γύρω από ένα εθνικό σχέδιο, με τη γαλλική έννοια του όρου εθνικό, national, που να απευθύνεται δηλαδή στο σύνολο του έθνους. Η ιστορία μας έδειξε ότι είναι αδύνατο να υπερασπίσουμε διεθνώς τα συμφέροντα του ελληνικού λαού, χωρίς να τα υπερασπίσουμε στο εσωτερικό της χώρας, όπως είναι αδύνατο να τα υπερασπίσουμε στο εσωτερικό, αν δεν τα υπερασπίσουμε στο εξωτερικό . 

Μια κυβέρνηση, για παράδειγμα, που ανέχεται τη διαφθορά και τη διαπλοκή, που είναι όμηρος των σκανδάλων της ή κάθε μορφής προβοκάτσιας, δύσκολα μπορεί να έχει ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Το ίδιο συμβαίνει και με μια κυβέρνηση που δεν προστατεύει, πολύ περισσότερο στη σημερινή οικονομική συγκυρία, τον δημόσιο χαρακτήρα των μεγάλων επιχειρήσεων και τραπεζών της χώρας, την άθλια λειτουργία των οποίων δεν θέλω καθόλου να εξωραΐσω, γιατί αν κάπου χρειάζεται επανάσταση στην Ελλάδα είναι στον δημόσιο τομέα, αλλά που παραμένουν, στις δικές μας συνθήκες, αναντικατάστατος μοχλός παραγωγικής ανασυγκρότησης. Ελλάδα δεν είναι μόνο χωρικά ύδατα και εναέριος χώρος, είναι επίσης Εθνική, ΟΤΕ, ΔΕΗ, Ολυμπιακή, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, αλίμονο αν ξαναγυρίσουμε στην εποχή της Πάουερ και της Ούλεν, όταν είμαστε το καταχρεωμένο κλοτσοσκούφι Ξένων δυνάμεων. Μια πολιτική που παροξύνει τις κοινωνικές ανισότητες δεν μπορεί, ακόμα κι αν έχει τη διάθεση, να αντισταθεί σε ισχυρές διεθνείς δυνάμεις, να χαράξει μαχητική διεθνή πολιτική. Κανένα νέο παιδί δεν θα θυσιάσει τίποτα, πολύ περισσότερο τη ζωή του, για να υπερασπίσει ένα κράτος που στη συνείδησή του, δεν είναι παρά διεφθαρμένος δυνάστης, ένα κράτος, μια πολιτική, κρατική, κοινωνική ηγεσία που η διαφθορά της σε λερώνει όπου κι αν την αγγίξεις, την ίδια ώρα που δεν υπόσχεται στους νέους αυτής της χώρας, παρά ένα μέλλον πρόσκαιρων εργασιών 400 και 500 ευρώ. Μια τέτοια πολιτική, μια τέτοια εικόνα κράτους και κοινωνίας δεν μπορεί παρά να παράγει τη συχνά τυφλή βία της νέας γενιάς, εξεγέρσεις όπως αυτές του Δεκέμβρη, που εύκολα εμείς, κατά το μάλλον ή ήττον βολεμένοι, καταδικάζουμε, αλλά δυσκολευόμαστε τόσο πολύ να καταλάβουμε και να ερμηνεύσουμε. Τέτοιες πολιτικές δεν μπορούν να ενώσουν τη νεολαία και την κοινωνία πίσω από ένα εθνικό σχέδιο, πολύ περισσότερο να την κινητοποιήσουν για την άμυνα της χώρας από εξωτερικές απειλές.

Ισχύει όμως και το αντίστροφο. Κάποιος που θέλει να υπερασπίσει τον ελληνικό λαό από τους εγχώριους νταβατζήδες, για να χρησιμοποιήσω κι εγώ την έκφραση του κ. Πρωθυπουργού, που μοιάζει τώρα να την έχει κάπως ξεχάσει, δεν μπορεί να το κάνει αδιαφορώντας για την ύπαρξη διεθνών νταβατζήδων. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να το αποφύγει μια αριστερά ή μια κεντροαριστερά που θέλει να έχει, εκτός από ηρωικό παρελθόν, και κάποιο μέλλον, να μην είναι μόνο το φως ενός άστρου πούσβησε προ πολλού και που η μόνη της φιλοδοξία είναι να παραμένει περιθωριακός συλλέκτης κοινωνικής δυσαρέσκειας.

Από την πρώτη στιγμή που ο ελληνικός λαός διεκδίκησε την ελευθερία του, πραγματοποιώντας, στις αρχές του 19ου αιώνα, τη δεύτερη μεγαλύτερη επανάσταση μετά τη Γαλλική στην Ευρώπη, το κοινωνικό, το πολιτικό και το εθνικό ζήτημά του παραμένουν αξεδιάλυτα συνδεδεμένα. Στη Γαλλία της Επανάστασης υπήρχε μεγάλη ευχέρεια να τεθεί το αίτημα της πολιτικής ελευθερίας χωρίς αρχική ανάμιξη ξένων δυνάμεων. Αν κι εκεί ακόμα, η Επανάσταση βρέθηκε γρήγορα αντιμέτωπη με το διεθνές περιβάλλον της και, εν τέλει, ήδη εκφυλισμένη η ίδια, ηττήθηκε από αυτό, από το διεθνές σύστημα που έμελε να ονομασθεί Ιερά Συμμαχία. Στην περίπτωση της Ελλάδας δεν υπήρξε καν αυτή η αρχική ευχέρεια, ευθύς εξ αρχής, η ελληνική επανάσταση, μαχόμενη κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και της Ιεράς Συμμαχίας, υποχρεώθηκε να θέσει ταυτόχρονα το ζήτημα της πολιτικής και της εθνικής ελευθερίας. Εν μέρει μόνο τα κατάφερε. Η επανάστασή μας υπήρξε ανολοκλήρωτη. Δεν μπορέσαμε να φτιάξουμε το κράτος που οραματίστηκαν οι Εθνοσυνελεύσεις μας. Καταλήξαμε με μια ανάπηρη ανεξαρτησία που μας στοιχειώνει μέχρι σήμερα.

΄Εκτοτε, οι διεθνείς δυνάμεις και εξελίξεις καθόρισαν αποφασιστικά την ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους, από τη μια είχαμε την βασικά συγκρουσιακή σχέση με τον τουρκικό χώρο, από την άλλη αντιμετωπίσαμε τις συνέπειες του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων για τον έλεγχο του ελληνικού χώρου, χώρου ασύγκριτης στρατηγικής αξίας. Το 1844, ο Βρετανός Πρέσβης στην Αθήνα σερ Λάιονς, συνόψισε έξοχα την πάγια δυτική στρατηγική επιδίωξη, γράφοντας στην κυβέρνησή του: Μια ανεξάρτητη Ελλάδα είναι παραλογισμός. Η Ελλάδα θα είναι είτε αγγλική, είτε ρωσική. Κι αφού δεν πρέπει να είναι ρωσική, θα είναι αγγλική.  

Μερικοί θα πουν ότι αυτά είναι προβλήματα του παρελθόντος. ¨Ότι σήμερα η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει απειλή από την Τουρκία και δεν είναι αντικείμενο ελέγχου από την Ουάσιγκτον, είναι αξιοσέβαστο μέλος της ΕΕ και δεν έχει ανάγκη κανένα. Αν είναι όμως έτσι, τι γυρεύει απέναντι από τη Χίο και τη Μυτιλήνη ο μεγαλύτερος αποβατικός στόλος στον κόσμο, τι θέλουν 45.000 Τούρκοι στρατιώτες στην Κύπρο, γιατι καταβάλουμε κολοσσιαίους πόρους για εξοπλισμούς, γιατί λύσσαξε ο κ. Μπράιζα, ο κ. Σπέκχαρντ, ο κ. Φριντ, να μην κατασκευάσει η Ελλάδα τον αγωγό Σάουθστρημ. ¨Όσοι τα λένε αυτά, όσοι ισχυρίζονται ότι αυτή η χώρα δεν αντιμετωπίζει κρίσιμες εξωτερικές προκλήσεις, το μόνο που απεργάζονται είναι η άνευ όρων υποταγή της στα κελεύσματα των πλούσιων και ισχυρών του πλανήτη. Ο ελληνικός λαός όμως θα περνάει καλύτερα αν υποταγεί, αν αφήσει τη χώρα του, το κράτος του, το μόνο που μπορεί, έστω και λίγο, να επηρεάσει τις αποφάσεις του, να χάσει και τα τελευταία υπολείμματα της ανεξαρτησίας του? Θα περνάει καλύτερα αν λέει απλώς γιες στις επιταγές των μεγάλων κέντρων της παγκοσμιοποίησης και της αυτοκρατορίας? Και μάλιστα αν το κάνει τώρα, όταν τρεκλίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν ο κόσμος μπαίνει πιθανώς στη χειρότερη οικονομική κρίση που έζησε εδώ κι έναν αιώνα, όταν όλα γύρω μας είναι τόσο αβέβαια?

Η αλληλεξάρτηση των εσωτερικών εξελίξεων με το διεθνές περιβάλλον είναι σήμερα τεράστια, πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι στις αρχές του 19ου αιώνα. Διοχετεύουμε τεράστιους πόρους σε αμυντικές δαπάνες και γύρω στο 70% των πάσης φύσεως δικαιοδοτικών λειτουργιών μας προέρχεται από τις Βρυξέλλες. 
Κανείς δεν μπορεί να εφαρμόσει μια προοδευτική πολιτική στη χώρα αν δεν πάρει υπόψι του αυτή την πραγματικότητα. Στη φαντασία μας μπορούμε ασφαλώς να θεωρήσουμε ότι δεν υπάρχει Ευρωπαϊκή Ένωση, ΝΑΤΟ, τουρκικός στρατός, Βαλκάνια ή Ρωσία, κυπριακό ή ελληνοτουρκικά, παγκοσμιοποίηση και αυτοκρατορία. Στην πραγματικότητα όμως, πολιτικές δυνάμεις που δεν έχουν μια αυτόνομη διεθνή πολιτική, ικανή να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις εξωτερικές προκλήσεις, προορίζονται είτε να καταστραφούν, είτε να γίνουν απλοί ιμάντες μεταβίβασης των πιέσεων του διεθνούς περιβάλλοντος. Η χώρα όμως χρειάζεται απελπιστικά ένα νέο σχέδιο κι ένα τέτοιο σχέδιο πρέπει να συνθέτει εσωτερική και εξωτερική πολιτική, να καθιστά, όσο είναι μπορετό στις δύσκολες διεθνείς συνθήκες, τον ελληνικό λαό υποκείμενο της ιστορίας του και το ελληνικό κράτος εκφραστή των συμφερόντων του.

Υποστήριξα ότι όταν η κοινωνική και η εθνική ταυτότητα συγκρούστηκαν, οδηγηθήκαμε πάντα σε μεγάλες κοινωνικές και εθνικές καταστροφές, όπως η μικρασιατική και η κυπριακή. Ισχύει όμως και το αντίστροφο. ‘Όταν ενώθηκε η δύναμη της εθνικής και της κοινωνικής ταυτότητας, ο ελληνικός λαός γέννησε το μεγαλείο της Εθνικής Αντίστασης, της λαμπρότερης στην Ευρώπη του Γ¨ Ράιχ. Η σύνθεση του κοινωνικού και του εθνικού από τον Ανδρέα Παπανδρέου, όποια κριτική κι αν κάνει κανείς στην εμπειρία του ΠΑΣΟΚ, ήταν που επέτρεψε στην Ελλάδα να ανασυγκροτηθεί μετά την κυπριακή τραγωδία και να παίξει ένα σπουδαίο διεθνή ρόλο, τελείως δυσανάλογο προς το μέγεθος της χώρας μας. Το Ισραήλ, μια στρατιωτική υπερδύναμη που διέλυε ταυτόχρονα όλους τους στρατούς των Αράβων, δεν μπόρεσε να κάμψει ένα αντάρτικο κίνημα στον Λίβανο, που κατάφερε να συνθέσει τη δύναμη της θρησκευτικής, της εθνικής και της κοινωνικής ταυτότητας. Οι μεγάλες επιτυχίες της αριστεράς σήμερα, στη Λατινική Αμερική, στηρίζονται ακριβώς στη σύνθεση της πάλης για κοινωνικά δικαιώματα και της εθνικής αντίστασης στην βορειοαμερικάνικη επιβουλή. 

Η ελληνική αριστερά, ότι κι αν της προσάψει κανείς, μπορεί να είναι περήφανη γιατί ηγήθηκε της μεγαλειώδους Εθνικής Αντίστασης, γιατί έδωσε τους πρώτους νεκρούς στους δρόμους της Αθήνας συμπαραστεκόμενη στον αγώνα των Κυπρίων για αυτοδιάθεση, γιατί αντιστάθηκε στις διαρκείς επεμβάσεις των Αγγλοαμερικανών στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. ‘Ηταν ο Πρόεδρος της ΕΔΑ, ο Ηλίας Ηλιού, που προειδοποίησε ότι οι συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, μια πρώιμη μορφή στην πραγματικότητα του σχεδίου Ανάν, αν και το σχέδιο ήταν σαφώς χειρότερο από τις συνθήκες εκείνες, θα καταρρεύσουν μέσα στο αίμα, ήταν ο Ηλίας Ηλιού που τις χαρακτήρισε, μέσα στη Βουλή των Ελλήνων, Ανταλκίδειο Ειρήνη. Έλεγαν τότε, οι οπαδοί των συνθηκών, ότι μια περίοδος ανέφελης ειρήνης εγκαινιάζεται μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ότι ανήκει οριστικά στο παρελθόν η αντιπαράθεση. Ξέρουμε τώρα τι περιελάμβανε αυτή η ανέφελη ειρήνη: δικτατορία στην Ελλάδα, εισβολή στην Κύπρο, παρ’ ολίγον πόλεμο Ελλάδας-Τουρκίας. Μόνο χάρη στην παρουσία και δράση των σοσιαλιστών του Βάσσου Λυσσαρίδη και του Δώρου Λοϊζου, έγινε δυνατή η ματαίωση των σχεδίων του Κίσσινγκερ για εγκατάσταση του Κληρίδη και η επιστροφή του Μακαρίου, δηλαδή η διάσωση, έστω και ακρωτηριασμένης, της Κυπριακής Δημοκρατίας. ‘Εκτοτε, όχι μόνο δεν κερδίσαμε την ειρήνη, αλλά πληρώνουμε ακόμα την υποταγή μας στην Αγγλία και την Αμερική, το 1960, τους δύο πνεύμονες της Ελλάδας κατά την έκφραση του Γεωργίου Παπανδρέου, με μια τρομακτική κούρσα εξοπλισμών, που γονατίζει την κοινωνική ανάπτυξη της χώρας μας, υπονομεύοντας εντέλει και την αμυντική της ικανότητα. 

Από αυτή την τραγική εμπειρία μισού αιώνα, θάπρεπε να είχαμε βγάλει ήδη ορισμένα συμπεράσματα. Πρώτον, ότι θα ήταν ευχής έργο, τόσο για τον ελληνικό, όσο και για τον τουρκικό λαό, η διακοπή της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, που έχει ένα τεράστιο κόστος για πολύ αμφίβολα κέρδη και προσφέρει σε ξένες προς την περιοχή μας δυνάμεις έναν τεράστιο μοχλό πίεσης και ελέγχου. Δεύτερον, ότι η συμφιλίωση δεν μπορεί να επέλθει με ανέξοδους δεκάρικους, ή με τη μη αναγνώριση του πραγματικού προβλήματος, πρέπει να στηρίζεται σε υγιείς βάσεις, για να έχει μέλλον και να μην οδηγήσει έναν ψυχρό πόλεμο, ή μια ψυχρή ειρήνη, διαλέξτε εσείς πως θέλετε να περιγράψετε τη σημερινή κατάσταση, σε μια θερμή αντιπαράθεση. Για να βρούμε μια λύση με την Τουρκία, που δεν θέλουμε και δεν μπορεί να πάρει τη μορφή της πλήρους επικράτησης της μίας χώρας επί της άλλης, τότε πρέπει να αναζητήσουμε μια μέση λύση, για να χρησιμοποιήσω τον όρο του Αριστοτέλη. Μια τέτοια λύση προϋποθέτει όμως μια σχετική συμμετρία των δύο συναλλασσόμενων και σήμερα δεν υφίσταται τέτοια συμμετρία. Οι διαρκείς ελληνικές παραχωρήσεις και υποτιθέμενες χειρονομίες καλής θέλησης, με αποκορύφωμα την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με μια χώρα που δεν αναγνωρίζει ένα μέλος της ΕΕ και διατηρεί στρατό κατοχής στο έδαφός του, έχουν εμπεδώσει το συμπέρασμα της Άγκυρας ότι με τους Έλληνες, αν όχι και με τους Ευρωπαίους περνάει ο τσαμπουκάς. Με την πολιτική που ασκήσαμε αφαιρέσαμε από την ‘Αγκυρα οποιοδήποτε κίνητρο για συμβιβασμό. Το τρίτο και σπουδαιότερο συμπέρασμα, από την τραγική εμπειρία που εγκαινίασαν οι συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου, είναι ότι μια κακή συμφωνία μπορεί να αποδειχθεί πολύ χειρότερη, πολύ πιο επικίνδυνη, από τη συνέχιση μιας ψυχρής αντιπαράθεσης. Όσοι νομίζουν για παράδειγμα, ότι θα απαλλαγούν από το κυπριακό ή τα προβλήματα στο Αιγαίο, κλείνοντας τα όπως-όπως, όχι μόνο θα τα ξαναβρούν μπροστά τους, θα τα ξαναβρούν με πολύ χειρότερη μορφή. Μια κακή ρύθμιση αίφνης στην Κύπρο, μπορεί να στερήσει την Ελλάδα από τη δυνατότητα υπεράσπισης των Ελληνοκυπρίων καθιστώντας και εκείνη και αυτούς όμηρους της καλής διάθεσης Άγκυρας, Λονδίνου και Ουάσιγκτον. Στη χειρότερη περίπτωση θα μπορούσε να προκαλέσει μια εθνοτική σύρραξη στο νησί, τύπου Λιβάνου ή Βοσνίας, με ότι θα συνεπάγεται για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Από τη στιγμή που θα θιγούν κρίσιμα ζητήματα κρατικής κυριαρχίας, μπορεί επίσης να διαρραγούν οι προϋποθέσεις του εσωτερικού, ειρηνικού πλαισίου πολιτικών εξελίξεων, που χαρακτηρίζει τον ελληνικό χώρο μετά το 1974. 

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο πρέπει να ορίσουμε επακριβώς τα όρια μιας ασφαλούς λύσης για την Κύπρο. Η δική μου τουλάχιστον κριτική στο σχέδιο Ανάν, δεν αφορούσε τον ετεροβαρή, υπέρ των Τουρκοκυπρίων χαρακτήρα του. Εγώ δεν θα είχα αντίρρηση, αν θέλουν να δώσουν οι Ελληνοκύπριοι τρεις Τζάγκουαρ και πέντε σπίτια σε κάθε Τουρκοκύπριο. Δυστυχώς βέβαια, μερικοί, όσο σφιχτοί είναι στα ρεάλια, τόσο πιο large εμφανίζονται στα ζητήματα της κρατικής κυριαρχίας, υπονομεύοντας έτσι το συλλογικό αγαθό επί του οποίου στηρίζεται και η ατομική τους ευημερία. H δική μου κριτική ήταν ότι το σχέδιο Ανάν αφαιρούσε στην πραγματικότητα από τους Κύπριους το κράτος που σήμερα διαθέτουν, εν ονόματι μιας φαντασιακής επανένωσης του νησιού και μιας εξίσου φαντασιακής λύσης του κυπριακού. Υπήγαγε την πλειοψηφία του κυπριακού πληθυσμού, στην εξουσία τριών ξένων δικαστών, που θα εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα Αγγλίας και Αμερικής, και τριών ξένων στρατών. Δημιουργούσε έτσι την προϋπόθεση μιας ανεξέλεγκτης έκρηξης, προϊόν της σύγκρουσης ανάμεσα στη θέληση της πλειοψηφίας και τις νομικές ρυθμίσεις που θα της είχαν επιβληθεί.

Οι Ελληνοκύπριοι, δηλαδή το 80% των Κυπρίων έζησαν τις τελευταίες δεκαετίες με ασφάλεια και ευημερία γιατί απολάμβαναν της προστασίας ενός σχετικά κανονικού κράτους. Και κανονικό κράτος σημαίνει σε όλο τον κόσμο ότι κυβερνά η πλειοψηφία, με ειδικές ρήτρες προστασίας της μειονότητας, που δεν μπορούν όμως να καταργούν τον κανόνα της πλειοψηφίας στα κεντρικά κρατικά ζητήματα. Κράτος σημαίνει αστυνομία, στρατό, δικαίωμα αυτοάμυνας. Αν αυτά δεν υπάρχουν, δεν υπάρχει κράτος. Σε αυτές τις αρχές θα μπορούσε να γίνει σκόντο μόνο σε ότι αφορά τις ρυθμίσεις για το κατεχόμενο σήμερα τμήμα της νήσου. Όπου ζουν όμως οι Ελληνοκύπριοι το κράτος πρέπει να είναι κανονικό, με την έννοια που αναφέραμε. Αν αυτό το όριο παραβιασθεί, αν οι Ελληνοκύπριοι μείνουν χωρίς κρατική προστασία, χωρίς δικαίωμα και μέσο αυτοάμυνας, πότε κυβερνώμενοι από ‘Ελληνα Πρόεδρο, πότε από Τούρκο Πρόεδρο και πότε από ξένο δικαστή, όπως ήδη αποκαλύφθηκε ότι συζητείται στις διαπραγματεύσεις της Λευκωσίας, τότε, φοβάμαι, όχι μόνο δεν θα λύσουμε το κυπριακό, θα ανοίξουμε ένα νέο, πολύ πιο τραγικό και αιματηρό κεφάλαιο της κυπριακής και ελληνικής ιστορίας.

Οι ελληνικές και κυπριακές πολιτικές δυνάμεις οφείλουν, πριν είναι αργά, να τοποθετηθούν ευθαρσώς απέναντι στο πρόβλημα, που επιδιώκουν να αποφύγουν. Στην Ελλάδα, κι ακόμα περισσότερο στην Κύπρο, έχουμε μάθει άλλα να λέμε, άλλα να σκεφτόμαστε, άλλα να κάνουμε. Υπογράψαμε τις συνθήκες του 1960 νομίζοντας ότι δεν θα τις εφαρμόσουμε στο τέλος, αλλά ήρθε η στιγμή που η Τουρκία επικαλέστηκε το δικαίωμα επέμβασης που της παραχωρήσαμε. Το 2004 γλυτώσαμε το κυπριακό κράτος γιατί, τρόπον τινά, ξεγελάσαμε, αιφνιδιάσαμε τον διεθνή παράγοντα. Αλλά κανένας στρατηγός δεν κέρδισε την ίδια μάχη για δεύτερη φορά με τον ίδιο τρόπο. Η ιστορία, όχι εγώ, ζητάει από τους Ελληνοκύπριους να αποδείξουν ότι είναι ώριμοι πολίτες, ότι δεν είναι κοινότητα εις αναζήτηση διεθνούς κηδεμόνα, ότι μπορούν να μιλήσουν τη γλώσσα της αλήθειας και να υποτάξουν τα μερικά, ιδιοτελή τους συμφέροντα στο ύψιστο αγαθό διατήρησης της κρατικής τους οντότητας, ειδάλλως δεν θα αξίζουν και δεν θα διατηρήσουν το κράτος τους και κανείς, φοβάμαι, στο τέλος δεν θα τους λυπηθεί και δεν θα τους συμπαρασταθεί. Θέλοντας να κάνουμε μονίμως το καλό παιδί, λέγοντας πράγματα που δεν εννοούμε στην πραγματικότητα, το μόνο που θα καταφέρουμε στο τέλος είναι να ξεγελάσουμε τους εαυτούς μας, κάνοντας το ψέμα μας αλήθεια μας. Και η ειρωνία της ιστορίας είναι ότι θα την πατήσουμε, προσπαθώντας να γίνουμε αρεστοί στα δυτικά κέντρα ισχύος, τη στιγμή ακριβώς που η ισχύς τους κλονίζεται παγκόσμια. Μόνο αν το κυπριακό κράτος και ο κυπριακός λαός διεκδικήσουν ευθέως το κανονικό κράτος που δικαιούνται όλοι οι λαοί του κόσμου, υπάρχει ελπίδα να σώσουν τουλάχιστο αυτό που σήμερα διαθέτουν. 

Στην περιοχή μας διασταυρώνονται δύο μεγάλες αυτοκρατορικές στρατηγικές. Η επέκταση στη Μέση Ανατολή, περιλαμβανομένης της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η δεύτερη είναι η ολοκλήρωση του ελέγχου των Βαλκανίων, με τη δημιουργία μιας ζώνης μη βιώσιμων κρατιδίων προτεκτοράτων, στην προοπτική μιας μεγάλης σύγκρουσης με τη Ρωσία για τον έλεγχο της Ουκρανίας. Αυτές οι στρατηγικές απαιτούν άμεσα από τον ελληνικό χώρο να λύσει το κυπριακό με μια παραλλαγή του σχεδίου Ανάν, να αποδεχθεί μια λύση μαϊμού για τα Σκόπια, να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία του Κοσόβου και να διακόψει τις σχέσεις με τη Ρωσία. 

Πιστεύει κανείς ότι ο ελληνικός λαός θα ζήσει καλύτερα αν αποδεχθεί αυτά που του ζητάνε? Γιατί δίπλα μας, η Τουρκία του Ερντογάν καταφέρνει να έχει καλές σχέσεις και με την Ουάσιγκτον και με την Τεχεράνη, και με τη Χαμάς και με το Ισραήλ, διεκδικεί ήδη να εκτποίσει την Ελλάδα από την προνομιακή σχέση που πήγε να αποκτήσει κάποια στιγμή με τη Ρωσία του Πούτιν? 

Κανείς δεν θάθελε μια μετωπική σύγκρουση με ισχυρά κέντρα ισχύος. Αλλά εδώ κινδυνεύουμε να μην διαπραγματευόμαστε ούτε καν την εξάρτησή μας, να θυσιάσουμε ζωτικά εθνικά συμφέροντα του ελληνικού λαού, για μια φωτογραφία με τον Ομπάμα ή τη Χίλλαρυ, για την εύνοιά τους, που κάποιο αταβιστικό ένστικτο κάνει μεγάλο μέρος των πολιτικών μας να θεωρεί το κυριότερο όπλο για την εσωτερική πολιτική τους επικράτηση. Εγώ πιστεύω αντίθετα ότι και τα δυτικά κέντρα ισχύος θα τροποποιούσαν την πολιτική τους, αν έβρισκαν απέναντί τους ένα μέτωπο πολιτικών δυνάμεων που, ανεξαρτήτως άλλων ιδεολογικών διαφορών, θα εξέφραζε τη διάθεση του ελληνικού λαού για αξιοπρεπείς λύσεις σε Κύπρο και Αιγαίο, για συνέχιση και εμβάθυνση της σχέσης με τη Ρωσία και μιας ευρύτερης πολύπλευρης διεθνούς πολιτικής.

Οι δυνάμεις που μας επιβουλεύονται ξέρουν από την εμπειρία δύο αιώνων ότι τους συμφέρει η διάσπαση, ότι αυτός είναι ο προνομιακός τρόπος για να νικήσουν τον ελληνικό λαό. Η ελληνική αριστερά και κεντροαριστερά ανδρώθηκαν και απέκτησαν ένα τεράστιο ηθικό κεφάλαιο γιατί υπερασπίστηκαν τη χώρα απέναντι σε ξένες επιβουλές, το ΚΚΕ στη δεκαετία του 1940, το ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του 1970 και 1980. Η Ουάσιγκτον θάθελε πάρα πολύ να είναι αυτές οι δυνάμεις που θα επωμισθούν το βάρος εθνικά επαχθών ρυθμίσεων. Κι όταν αυτές καταρρεύσουν, τότε θα πριμοδοτήσουν ενδεχομένως έναν ακροδεξιό υπερπατριωτικό εθνικισμό, που δεν θα τους ενοχλεί, γιατί θα έχουν γίνει ήδη οι παραχωρήσεις, αντίθετα μπορεί να γίνει το ιδεολογικό τσιμέντο για την επιβολή αυταρχικών, αν όχι νεοφασιστικών λύσεων, αν ζητήσει τέτοιες λύσεις η μεγάλη οικονομική κρίση.  

Η πορεία αποσύνδεσης του εθνικού και του κοινωνικού, σταδιακής αποσύνθεσης του όποιου εθνικού σχεδίου, αποσύνδεσης Ελλάδας και Κύπρου είναι ήδη σε εξέλιξη. Η πολιτική και ευρύτερη δημόσια ζωή μας, και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, γίνονται όλο και πιο σουρεαλιστικές. Συζητάμε για τα γκάλοπ, για το ποιος θα κυβερνήσει τη χώρα, αλλά δεν ακούμε ούτε μισή ιδέα για το τι θα κάνει αυτός που την κυβερνάει ή θα την κυβερνήσει. Στην Κύπρο ασχολούνται με λύσεις ανέκδοτα, εκπονούν νέα συντάγματα, προσπαθώντας να κρύψουν που θα πάει η εξουσία που αφαιρούν αυτά τα σχέδια από την πλειοψηφία του κυπριακού λαού. Επισήμως επιδιώκουμε μια διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, το 80% όμως των πολιτών που θα ζήσουν σε αυτό το κράτος-εύρημα δηλώνουν στις δημοσκοπήσεις ότι δεν καταλαβαίνουν περί τίνος πρόκειται.  

  Ορισμένοι θα πουν ότι οι αριστεροί δεν έχουν δουλειά με τα έθνη, θα αρνηθούν ακόμη και την ύπαρξή τους. Δεν τους παραξενεύει καθόλου ότι κάποτε, όσους μιλούσαν για διεθνισμό, τους φώναζαν στην Ασφάλεια, ενώ σήμερα τους κάνουν καθηγητές στα πανεπιστήμια. Έχουν ξεχάσει προ πολλού εκείνο το επίθετο προλεταριακός που συνόδευε κάποτε τον διεθνισμό και, εγώ τουλάχιστο δεν ξέρω πολλούς προλετάριους που συμμερίζονται τις ιδέες τους. Ο διεθνισμός όμως πρώτον προϋποθέτει έθνη και δεύτερον θέλει να τα ενώσει σε σχέση συνεργασίας, όχι υποταγής του ενός προς το άλλο. Για να ενωθούν τα έθνη δεν ωφελεί σε τίποτα να ανακηρυχθούν ανύπαρκτες οι διαφορές τους, ωφελεί αντίθετα να λυθούν με δίκαιο τρόπο. Η Αυτοκρατορία επιτίθεται στο έθνος όχι γιατί θέλει να το ξεπεράσει προς όφελος μιας παγκόσμιας σοσιαλιστικής δημοκρατίας, αλλά γιατί θέλει όλη την Οικουμένη δική της. Πως είναι δυνατόν ένα ριζοσπαστικό, προοδευτικό, αριστερό άτομο, που λέει ότι ενδιαφέρεται για την καταπίεση των εργατών, των γυναικών, των ομοφυλόφιλων ή όποιας άλλης κοινωνικής ομάδας, να αδιαφορεί για την καταπίεση ενός έθνους από ένα άλλο και μάλιστα του δικού της έθνους; Η αριστερά έχασε την ψυχή της και στο τέλος την εξουσία της, όταν ξέχασε το βασικό ηθικό αίτημα που ήταν στη βάση του διαβήματός της. ‘Οσοι μας προτείνουν, από αριστερή σκοπιά, να ξεχάσουμε την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο ή την ύπαρξη της στρατιάς του Αιγαίου, δεν διερωτώνται άραγε πως συμβαίνει να συμπίπτουν στην πολιτική που προτείνουν με τους επίδοξους κοσμοκράτορες? Μήπως κάτι δεν πάει καλά? Η Αριστερά έχει σήμερα μια ιστορική ευκαιρία, υπό τον όρο ότι μπορεί να γίνει φορέας ενός σχεδίου για την ταυτόχρονη αντιμετώπιση της βαθιάς εσωτερικής κρίσης και των σοβαρών γεωπολιτικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η χώρα και αν δεν περιορισθεί σε ρόλο συμπαθούς συνήγορου αδικημένων. Στην Ελλάδα αποφεύγουμε πεισματικά να συζητήσουμε τα προβλήματά μας. Είναι όμως τέτοιο το βάθος της κρίσης που θα μας υποχρεώσει να τα συζητήσουμε. Θα ήταν καλύτερα να το κάνουμε τώρα, παρά μετά από μια μεγάλη καταστροφή, που δυστυχώς δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ανύπαρκτη ως πιθανότητα και κίνδυνο. 

(*) To κείμενο αυτό ήταν η εισήγηση του συγγραφέα σε εκδήλωση-παρουσίαση του βιβλίου του “H Κύπρος σε παγίδα΅ (εκδ. Λιβάνη), στην Αθήνα, στις 16.3.09. Το βιβλίο παρουσίασαν οι Αλέκος Αλαβάνος, Αναστάσης Πεπονής και Ηλίας Νικολόπουλος, με συντονιστή τον Γιώργο Δελαστίκ. Δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στην εκδήλωση ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΑΚΕΛ Νίκος Κατσουρίδης, λόγω συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής και εν συνεχεία του Εθνικού Συμβουλίου την ίδια μέρα.  Διαβάστε περισσότερα...

Μετά τις εκλογές θα δοθεί έμφαση στην ενταξιακή διαδικασία


NTV 
(23/3/2009)


Η Τουρκική κυβέρνηση αποφάσισε να επιταχύνει το χρονοδιάγραμμα της Ε.Ε. μετά τις δημοτικές εκλογές. Στόχος είναι η ενίσχυση της θεσμικής δομής της Γενικής Γραμματείας για θέματα Ε.Ε. στην Τουρκία και η διοργάνωση διαφόρων διαλέξεων. 

Έγινε γνωστό ότι στο πλαίσιο της ενίσχυσης της θεσμικής δομής της Γ.Γ. για θέματα Ε.Ε. θα ετοιμαστεί σχετικός νόμος και θα συσταθεί Δ/νση Επικοινωνίας για την καλύτερη ενημέρωση της κοινής γνώμης στην Τουρκία, όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα ένταξης της χώρας.

Μετά τις δημοτικές εκλογές, μεταξύ των προτεραιοτήτων της κυβέρνησης θα συμπεριληφθούν η τροποποίηση του Συντάγματος, οι μεταρρυθμίσεις στη Δικαστική Εξουσία και οι αλλαγές όσον αφορά τον αγώνα κατά των ατασθαλιών. 

Με τα βήματα αυτά και την εξήγησή τους στις χώρες-μέλη της Ε.Ε. αναμένεται να δοθεί απτή απάντηση στις επικρίσεις των χωρών-μελών της Ε.Ε., σύμφωνα με τις οποίες «στην Τουρκία έχουν σταματήσει οι μεταρρυθμίσεις». Στο πλαίσιο αυτό, ο Υπουργός Εγκεμέν Μπαγίς αναμένεται εντός του Μαΐου να επισκεφθεί 10 χώρες-μέλη της Ε.Ε.. 

Στο μεταξύ, η ομάδα παρακολούθησης των μεταρρυθμίσεων, που είχε συσταθεί όταν ήταν Τ/ΥΠΕΞ ο σημερινός Πρόεδρος της Τουρκίας Γκιούλ, θα συνέρχεται κάθε δύο μήνες για την αξιολόγηση των βημάτων στο πλαίσιο του χρονοδιαγράμματος της Ε.Ε..  Διαβάστε περισσότερα...

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2009

Γιατί διαφωνούν ΕE και ΗΠΑ στα πακέτα στήριξης;


Του Jack Ewing
DER SPIEGEL


Η μαζική διοχέτευση ρευστού στην αγορά, όπως εφαρμόζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν θα είχε θετικό αντίκτυπο στις οικονομίες αρκετών Ευρωπαικών χωρών. Την εκτίμηση αυτή διατύπωσε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Τρισιέ, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι μία τέτοια ενέργεια, θα οδηγούσε στην χαλάρωση του δημοσιονομικού ελέγχου και στην αύξηση του πληθωρισμού.
Ενώ η ομάδα των Τζι-20, των πλουσιοτέρων κρατών του κόσμου, προετοιμάζεται για την συνάντηση της στο Λονδίνο στις 2 Απριλίου, οι παρατηρητές έχουν επικεντρώσει την προσοχή τους στην ολοένα και αυξανόμενη αντιπαράθεση Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρώπης όσον αφορά τον τρόπο χειρισμού της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Η Αμερική έχει επιλέξει να αποκαταστήσει την ρευστότητα στην αγορά, σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους, οι οποίοι εμφανίζονται επιφυλακτικοί ως προς την υιοθέτηση τεράστιων πακέτων στήριξης, πρόσθετα από αυτά στα οποία έχουν ήδη συμφωνήσει.
Αυτή η εξέλιξη οδηγεί σε κατηγορίες ότι οδηγούμαστε σε αναβίωση της παλιάς τάξης πραγμάτων. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, οι οποίοι είχαν κατηγορηθεί για την διόγκωση του δημόσιου χρέους, σήμερα επικρίνονται επειδή δεν προχωρούν τάχιστα στην εκτύπωση δεκάδων δισεκατομμυρίων Ευρώ.

Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον η ακολουθητέα πολιτική είναι η κατάλληλη για τα δεδομένα της Ευρώπης. Αν και όλοι συμφωνούν ότι απαιτείται συντονισμός σε παγκόσμιο επίπεδο για αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, εντούτοις οι θεραπείες δεν μπορούν να είναι οι ίδιες για όλες τις χώρες. Όπως επισημαίνει ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν Κλοντ Τρισιέ σε συνέντευξη στην Wall Street Journal στις 23 Μαρτίου, οι δημοσιονομικές δαπάνες στην Ευρώπη, είναι ήδη κατά πολύ μεγαλύτερες σε σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι κίνδυνοι από τις παλιές συνήθειες

Η μαζική διοχέτευση ρευστού στην αγορά, ενδεχομένως να οδηγήσει σε αναβίωση των φόβων για αύξηση των φόρων και του πληθωρισμού, τόνισε ο Τρισιέ, προσθέτοντας ότι πρέπει να δοθούν σαφείς διαβεβαιώσεις στους πληθυσμούς ότι υπάρχει στρατηγική εξόδου από την κρίση. Θα πρέπει, συνέχισε, να δοθούν διαβεβαιώσεις στα νοικοκυριά ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο το μέλλον των παιδιών τους, και στις επιχειρήσεις ότι τα μέτρα που εφαρμόζονται σήμερα, δεν θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στους μελλοντικούς τους ισολογισμούς.
Ο κύριος Τρισιέ είπε επίσης ότι η αναζωογόνηση της οικονομίας βασίζεται κυρίως στην εμπιστοσύνη. Αυτή, τόνισε, συνίσταται στο να αποδείξουμε ότι υπάρχει μία σωστή ισορροπία μεταξύ της βραχυπρόθεσμης, της μεσοπρόθεσμης και της μακροπρόθεσμης προοπτικής.
Είναι επίσης σημαντικό να θυμηθούμε πόση προσπάθεια κατέβαλαν την τελευταία δεκαετία οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ώστε να θέσουν υπό έλεγχο τις δημοσιονομικές δαπάνες, να ελέγξουν τον πληθωρισμό και να δημιουργήσουν μία σταθερή βάση για το κοινό νόμισμα, το Ευρώ. Αν και ο Τρισιέ δεν το παραδέχθηκε, εντούτοις οι προειδοποιήσεις για την αύξηση του δημόσιου χρέους από χώρες που μετέχουν στην Ευρωζώνη, όπως η Ιταλία ή η Ελλάδα, συνιστά ένδειξη ότι ενδεχομένως να άρχισε η επιστροφή στις παλιές, κακές συνήθειες.

Τρισιέ – Δεν είναι αγώνας ταχύτητας

Επιπρόσθετα, η ακολουθητέα αμερικανική πολιτική για αναθέρμανση της οικονομίας, δεν θα έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα σε αμιγώς εξαγωγικές οικονομίες όπως αυτές της Γερμανίας, της Ολλανδίας, της Σκανδιναβίας και αρκετών χωρών της ανατολικής Ευρώπης. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν δεν αφορά την μείωση στην εσωτερική κατανάλωση, αφού η ζήτηση τόσο στην Ασία όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει ουσιαστικά εξανεμιστεί. Η Ευρώπη, όπως και οι Ηνωμένες Πολιτείες, έχει και αυτή πρόβλημα πιστώσεων. Ωστόσο όπως επισημαίνει ο Τρισιέ, η Ευρωπαϊκή οικονομία βασίζεται περισσότερο στην τραπεζική χρηματοδότηση παρά στις χρηματαγορές, όπως ισχύει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι για αυτό τον λόγο, επισήμανε, που επικεντρώσαμε τις προσπάθειες μας στην ενίσχυση των εμπορικών τραπεζών.
Με τις δηλώσεις του στην Wall Street Journal, ο Τρισιέ, συνέβαλε με κάποιο τρόπο στην συντήρηση της διαμάχης ΗΠΑ-Ευρώπης, αφού επισήμανε ότι οι καθορίζοντες την Αμερικανική πολιτική, θα πρέπει να διοχετεύσουν τα χρήματα εκεί όπου απαιτείται. Το τι θα εισηγούμουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, τόνισε, είναι να δράσουμε τώρα, άμεσα και αποτελεσματικά, και να εφαρμόσουμε το τι έχει αποφασιστεί. Ας το πράξουμε! Το τι απαιτείται, συνέχισε, είναι ταχεία εφαρμογή των μέτρων που αποφασίστηκαν και ταχεία έξοδος από την κρίση. Και όχι ανάλωση σε ανώφελες και αντιπαραγωγικές διενέξεις, οι οποίες ευτυχώς έχουν ξεπεραστεί.

Ωστόσο μετέωρο παραμένει το κατά πόσον ο Τρισιέ αναφερόταν στην κυβέρνηση Ομπάμα ή στο Κογκρέσο – προφανώς στο δεύτερο. Ταυτόχρονα ήταν έντονα επικριτικός για την εμμονή του τύπου και αναλυτών να συγκρίνουν τα μεγέθη των πακέτων στήριξης. Δεν πρόκειται για κούρσα ταχύτητας, τόνισε. Όλοι πράττουμε το τι κρίνουμε ότι θα είναι μακροπρόθεσμα το καλύτερο, λαμβάνοντας υπόψιν τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των οικονομιών μας.

The New York Times Syndicate Διαβάστε περισσότερα...