Δευτέρα 2 Μαρτίου 2009

Η κατακρήμνιση της Βρετανικής οικονομίας


Των Thomas Hüetlin και Mathieu von Rohr
DER SPIEGEL


Ο Φεβρουάριος στη Μεγάλη Βρετανία δεν είναι μόνο μουντός, αλλά ένας ακόμη μήνας κατά τον οποίον η οικονομία συρρικνώθηκε περαιτέρω, η στερλίνα συνέχισε να διολισθαίνει και η ανεργία να αυξάνεται. Μπορεί ο Υπουργός Ετ Μπόλς να έκανε λόγο για την χειρότερη ύφεση των τελευταίων 100 χρόνων, και οι επικεφαλής των μεγαλύτερων τραπεζών να απολογήθηκαν δημοσίως, εντούτοις οι Βρετανοί συνεχίζουν να διερωτώνται πως αφέθηκαν τα πράγματα να φθάσουν εδώ.

Ο Ας Αχτιάρ, υπάλληλος σε γραφείο εξευρέσεως εργασίας στο Μπέρμιγχαμ, θέλει να δει έστω και έναν να πληρώνει, ενώ ο τραπεζίτης Ντέιβιτ Λ., που φοβάται ότι θα χάσει την δουλειά του αν δημοσιευθεί και το επίθετο του, εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να αγοράσει όπλο ώστε να προστατεύσει την οικογένεια του.

Φθίνουσα πορεία
Η κατάσταση στη Βρετανία είναι ζοφερή. Η πάλαι ποτέ ανθηρή οικονομία της Ευρώπης, βρίσκεται στην τελευταία θέση από όλες τις οικονομίες των Ευρωπαϊκών κρατών. Η ανεργία αυξάνεται με διπλάσιο ρυθμό από τον μέσο όρο, ενώ δύο εκατομμύρια άνθρωποι είναι άνεργοι, αριθμός που ενδέχεται να φθάσει τα τρία εκατομμύρια μέχρι το τέλος του έτους. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το 2009, η Βρετανική οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 2,8% - το μεγαλύτερο ποσοστό ανάμεσα στα επτά πλέον βιομηχανικά κράτη.

Η ειρωνεία έγκειται στο ότι για 16 χρόνια, όλα έδειχναν πως η Μεγάλη Βρετανία ήταν στο σωστό δρόμο. Οι μεταρρυθμίσεις των κυβερνήσεων Θάτσερ και Μπλέαρ, κατέστησαν τους Βρετανούς κοινωνούς μιας οικονομικής άνοιξης, ενώ η οικονομία, καθοδηγούμενη από τον χρηματοπιστωτικό τομέα, είχε διεθνοποιηθεί.

Το πλήγμα που υπέστη η Βρετανία είναι καίριο, ακριβώς επειδή βρισκόταν στο επίκεντρο της παγκόσμιας κρίσης. Εκείνο που πριν από 18 μήνες ταλάνιζε το Λονδίνο και άλλες πόλεις, σήμερα, έχει επεκταθεί σε ολόκληρη την χώρα. Άρχισε όταν έσκασε η φούσκα στον κτηματομεσιτικό τομέα, τόσο για τις ιδιωτικές όσο και τις εμπορικές αναπτύξεις. Την ίδια περίοδο κατέρρευσε και ο τραπεζικός επενδυτικός τομέας. Από το τέταρτο τετράμηνο του 2008 η χώρα βρίσκεται σε βαθιά ύφεση, η κατανάλωση και η βιομηχανική παραγωγή παραπαίουν, ενώ η αξία της λίρας αντιστοιχεί πλέον με το ευρώ.

Ο Αχτιάρ, είναι από τους ελάχιστους ο οποίος εργάζεται υπερωριακά, ακόμη και το Σάββατο. Στέκεται στην είσοδο του Jobcentre Plus, της υπηρεσίας εξεύρεσης εργασίας που ιδρύθηκε από τον πρώην πρωθυπουργό Τόνι Μπλέαρ στο προάστιο Γουόσγουτ Χιθ, και αναμένει τους πελάτες του, τους εργαζόμενους στο εργοστάσιο κατασκευής μικρών φορτηγών LDV, που τερμάτισε τις εργασίες του στα μέσα Δεκεμβρίου.

«Μπορείς να διαγνώσεις την απόγνωση στα μάτια τους» λέει ο Αχτιάρ, προσθέτοντας ότι «αντιλαμβάνονται πως τα πράγματα άλλαξαν και ότι δεν θα βρουν σύντομα άλλη δουλειά». Η ανεργία στα δυτικά Μίτλαντς, έδρα της κατ’ όνομα πλέον Βρετανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, αυξάνεται δραματικά. Τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο του 2008 έφθασε στο 20%, ενώ κανένα πλέον εργοστάσιο της Άστον Μάρτιν, της Τζάγκουαρ, της Λαντ Ρόβερ ή της Χόντα, δεν λειτουργεί στο μέγιστο της δυναμικότητας του. Χιλιάδες θέσεις εργασίας έχουν περικοπεί, ενώ όσοι απέμειναν απασχολούνται με μειωμένο ωράριο ή έχουν σταλεί σε αναγκαστική άδεια.

Το Βρετανικό κράτος πρόνοιας, θύμα και αυτό των συνεχών μεταρρυθμίσεων, παρέχει περίπου £60 την εβδομάδα επίδομα σε όσους απολύονται. Ως αποτέλεσμα, οι άνεργοι αναγκάζονται συχνά να εγκαταλείπουν τα διαμερίσματα ή τα σπίτια τους, αφού δεν μπορούν να καταβάλουν τις δόσεις. Υπολογίζεται ότι κάθε 7 λεπτά, ένας Βρετανός χάνει το σπίτι του.

Ο Αχτιάρ είναι εξοργισμένος. «Οι υπεύθυνοι τραπεζίτες, όχι μόνο εξασφάλισαν την κρατικοποίηση των εταιρειών τους, αλλά έλαβαν και ως επίδομα εκατομμύρια στερλίνες. Κάποιος θα πρέπει πλέον να αναλάβει την ευθύνη και να πληρώσει». Ωστόσο κανείς δεν γνωρίζει ποιος είναι αυτός.

Συνθήκες πανικού
Στο Μέιφεαρ του Λονδίνου, σε μια άθλια πιτσαρία, συνωστίζονται εδώ και μήνες τραπεζίτες. Tα Blackberries βρίσκονται πάντοτε δίπλα τους, απομεινάρια τις πάλαι ποτέ παντοκρατορίας τους. Με μία όμως ειδοποιό διαφορά: οι συζητήσεις τους, άλλοτε έντονες και προσποιητές, είναι πλέον ψιθυριστές.

Ο Ντέιβιτ Λ. μιλά σιγά, ακόμη και όταν ζητά ένα ποτήρι νερό για να συνοδεύσει την πίτσα του. Εξακολουθεί να διατηρεί την δουλειά του, επειδή το Καλοκαίρι του 2007, όταν το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα άρχισε να σείεται, διέσωσε για λογαριασμό των πελατών του £200 εκατομμύρια στερλίνες. Ωστόσο σήμερα, ο φόβος έχει καταβάλει την τράπεζα του Ντέιβιτ, αφού ένα 20% των συναδέλφων του έχουν απολυθεί. Αν η κατάσταση συνεχιστεί, τότε εκτιμά ότι ένα πρόσθετο ποσοστό 30% ενδεχομένως να μείνουν πολύ σύντομα άνεργοι. «Όταν αυτό συμβεί, θα είμαι και εγώ ένας εξ αυτών», προσθέτει. 10 χρόνια στον χρηματοπιστωτικό τομέα του απέφεραν αρκετά χρήματα, ένα σπίτι στο πολυτελές Κένσιγκτον, 4 παιδιά σε ιδιωτικά σχολεία και μία σύζυγο που αρέσκεται στις πολυτέλειες. 

Τον τελευταίο καιρό, ο Ντέιβιτ Λ. ζει σε συνθήκες πανικού. Τρομάζει μπροστά σε ένα μέλλον με ανθρώπους φτωχούς και θυμωμένους, οι οποίοι θα μπορούσαν να εισβάλουν ακόμη και στο ίδιο του το σπίτι. Είναι γι’ αυτό που έχει φθάσει στο σημείο να σκέφτεται πλέον διάφορους τρόπους ώστε να προστατεύσει την οικογένεια του.

The New York Times Syndicate

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.