Le Monde Diplomatique
Του Eric Hobsbawm*
Ιστορικού, συγγραφέωςH Ισπανία του 16ου αιώνα και η Ολλανδία του 17ου αιώνα αποτέλεσαν ισχυρές αυτοκρατορίες. Ωστόσο, η Μεγάλη Βρετανία από τον 18ο ως τα μέσα του 20ου αιώνα και, έκτοτε, οι Ηνωμένες Πολιτείες, είναι τα μόνα παραδείγματα παγκοσμιοποιημένων αυτοκρατοριών, πλούσιων σε πλουτοπαραγωγικές πηγές διάσπαρτες σε ολόκληρο τον κόσμο, οι οποίες μπορούν να τρέφουν φιλοδοξίες σε διεθνές επίπεδο χάρη σε ένα γιγαντιαίο δίκτυο στρατιωτικών βάσεων. Η Μεγάλη Βρετανία χρωστούσε τη δύναμή της στην υπεροχή του στόλου. Οι ΗΠΑ στη δυνατότητα καταστροφής μέσω βομβαρδισμών.
Εν τούτοις, οι στρατιωτικές νίκες δεν στάθηκαν ποτέ αρκετές για να εγγυηθούν την εσαεί επιβίωση των αυτοκρατοριών (...) Η Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες επωφελήθηκαν από ένα πρόσθετο πλεονέκτημα το οποίο θα μπορούσε να υπάρξει μόνο στα πλαίσια μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας: κυριάρχησαν αμφότερες στη διεθνή βιομηχανία. Κατά κύριο λόγο εξαιτίας του σημαντικού μηχανισμού παραγωγής τους που τις έκανε «εργαστήρια του κόσμου». Έτσι, κατά τη δεκαετία του 1920 και εν συνεχεία μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι ΗΠΑ αντιπροσώπευαν περίπου το 40% της βιομηχανικής παραγωγής του πλανήτη. Σήμερα ακόμα, το ποσοστό αυτό κυμαίνεται μεταξύ 22% και 25%. Οι δυο αυτοκρατορίες είχαν γίνει επίσης πρότυπα τα οποία προσπαθούσαν να αντιγράψουν οι άλλες χώρες. Καθώς βρίσκονταν στο σταυροδρόμι της ροής των διεθνών συναλλαγών, οι αποφάσεις τους σχετικά με τον προϋπολογισμό, την οικονομία και το εμπόριο καθόριζαν το περιεχόμενο, τον όγκο και την κατεύθυνση της ροής αυτής. Τέλος, οι δυο χώρες έχουν ασκήσει μια δυσανάλογα μεγάλη πολιτιστική επιρροή, κυρίως χάρη στην εντυπωσιακή εξάπλωση της αγγλικής (...)
Διαφορά μεγέθους
Πέρα από αυτά τα κοινά σημεία, υπάρχουν αρκετές διαφορές μεταξύ των δυο χωρών. Η πλέον εμφανής έγκειται στο μέγεθός τους. Η Μεγάλη Βρετανία είναι νησί, όχι ήπειρος και δεν είχε ποτέ σύνορα, με την αμερικανική έννοια. Αποτέλεσε τμήμα διαφόρων ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών: κατά τη ρωμαϊκή εποχή, μετά την κατάκτηση της Νορμανδίας και για ένα σύντομο διάστημα, όταν η Μαρία Τιδόρ παντρεύτηκε τον Φίλιππο τον Β' της Ισπανίας, το 1554. Δεν υπήρξε ποτέ το κέντρο αυτών των αυτοκρατοριών. Μόλις η χώρα άρχιζε να παράγει πλεόνασμα πληθυσμού, αυτό μετανάστευε ή ίδρυε αποικίες, μετατρέποντας τα βρετανικά νησιά σε σημαντική πηγή εξαγωγής μεταναστών. Οι ΗΠΑ, αντιθέτως, είναι κατά κύριο λόγο, χώρα υποδοχής που γέμισε τις απέραντες εκτάσεις της χάρη στην αύξηση του πληθυσμού της και χάρη σε σημαντικά κύματα μετανάστευσης τα οποία έως τη δεκαετία του 1880 προέρχονταν κατά κύριο λόγο από την Ανατολική Ευρώπη. Μαζί με τη Ρωσία, είναι οι μόνες αυτοκρατορίες που δεν γνώρισαν ποτέ τη διασπορά.
Λογικό επακόλουθο μιας εξάπλωσης που βασίζεται σε μια καθολική σχεδόν ταύτιση ανάμεσα στη χώρα και στην ήπειρο: αυτή είναι η αμερικανική αυτοκρατορία. Στους ευρωπαίους μετανάστες που ήταν συνηθισμένοι σε υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα, οι αμερικανικές εκτάσεις θα πρέπει να φαίνονταν απέραντες και συγχρόνως έρημες. Μια εντύπωση που ενισχύθηκε από τον ολικό σχεδόν αφανισμό των αυτοχθόνων πληθυσμών μέσω ασθενειών τις οποίες μετέδιδαν οι έποικοι είτε ακούσια είτε ηθελημένα. Αλλά, ο Ευρωπαίος, για να μην αναφερθούμε καν στην πεποίθησή του ότι εκείνη η γη αποτελούσε δώρο Θεού, έπρεπε να εξαλείψει τις νομαδικές φυλές για να επιβάλει το δικό του σύστημα οικονομίας και εντατικής καλλιέργειας. Κατά συνέπεια, το αμερικανικό σύνταγμα αποκλείει ρητά τους Ινδιάνους από το πολιτικό σώμα που σχημάτισαν εκείνοι που απολάμβαναν ένα «φυσικό δικαίωμα στα οφέλη της ελευθερίας».
Μια άλλη διαφορά με τη Μεγάλη Βρετανία και την Ευρώπη γενικότερα, είναι ότι οι ΗΠΑ δεν είδαν ποτέ τον εαυτό τους ως κομμάτι ενός διεθνούς συστήματος που αποτελείται από έθνη ανάλογης ισχύος. Η ίδια η έννοια της αποικίας δεν ήταν συμβατή με το συγκεκριμένο όραμα, καθώς το βόρειο τμήμα της αμερικανικής ηπείρου στο σύνολό του, συμπεριλαμβανομένου και του Καναδά, θα αποτελούσε στο τέλος μία και μοναδική χώρα. Εξ ου και οι ΗΠΑ, με εξαίρεση τη Χαβάη, ουδέποτε επιχείρησαν να ενσωματώσουν περιοχές που να μην είχαν ήδη εποικιστεί από Αγγλοσάξονες, όπως το Πουέρτο Ρίκο, η Κούβα ή τα νησιά του Ειρηνικού. Η αμερικανική ηγεμονία δεν θα μπορούσε να λάβει εκτός του ηπειρωτικού της εδάφους τη μορφή της βρετανικής αποικιακής αυτοκρατορίας ή της Κοινοπολιτείας. Την στιγμή που δεν είχε στείλει εποίκους στα πέρατα του κόσμου, δεν μπορούσε να αφήσει πίσω της κτήσεις, εκείνες τις λευκές αποικίες που είτε συμπεριλαμβάνοντας τους αυτόχθονες πληθυσμούς είτε όχι, κέρδιζαν σταδιακά την αυτονομία τους (όπως ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και η Νότια Αφρική). Μετά τη νίκη των Βορείων και αφότου οποιαδήποτε αποσχιστική απόπειρα από την Ένωση είχε καταστεί αδιανόητη σε νομικό, πολιτικό, ακόμα και ιδεολογικό επίπεδο, η αμερικανική δύναμη θα μπορούσε να εκδηλωθεί εκτός συνόρων μόνο μέσω ενός συστήματος δορυφορικών ή υποτελών κρατών.
Ο ρόλος της επανάστασης
Η δεύτερη θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στις δυο χώρες είναι ότι οι ΗΠΑ γεννήθηκαν μέσα από μια επανάσταση η οποία είχε ίσως τη μεγαλύτερη διάρκεια από όλες τις επαναστάσεις που ενέπνευσαν οι ελπίδες του Αιώνα του Διαφωτισμού. Εάν επρόκειτο να οικοδομήσουν μια αυτοκρατορία, αυτό θα το επιτύγχαναν με τη μεσσιανική αντίληψη ότι η «ελεύθερη» κοινωνία τους ήταν ανώτερη από όλες τις άλλες, επομένως ήταν προδιαγεγραμμένο να γίνουν πρότυπο για ολόκληρο τον κόσμο. Όπως σωστά κατάλαβε ο Αλέξις Ντε Τοκβίλ, ο πολιτικός προσανατολισμός ενός τέτοιου εγχειρήματος θα είχε κατ' ανάγκη φιλολαϊκό χαρακτήρα και θα στρεφόταν κατά της αριστοκρατίας.
Στη Μεγάλη Βρετανία, η Αγγλία και η Σκωτία έκαναν τις δικές τους επαναστάσεις τον 16ο και τον 17ο αιώνα. Μόνο που εκείνες οι επαναστάσεις δεν άντεξαν στο χρόνο. Ανακυκλώθηκαν μέσα σε ένα καπιταλιστικό καθεστώς που εκσυγχρονίστηκε μεν, παρέμεινε ωστόσο αγκυλωμένο στην ιεραρχία και τις ανισότητες και τα ηνία του ως τον 20 αιώνα κρατούσαν κάποιες μεγάλες οικογένειες γαιοκτημόνων. Η Μεγάλη Βρετανία ήταν βεβαίως πεπεισμένη για την ανωτερότητά της έναντι των άλλων κοινωνιών, ωστόσο δεν είχε τη μεσσιανική αντίληψη ούτε τη θέληση να προσηλυτίσει τους ξένους λαούς στο βρετανικό τρόπο διακυβέρνησης ή, έστω, στον προτεσταντισμό. Η βρετανική αυτοκρατορία δεν στήθηκε από τους ιεραπόστολους ούτε για αυτούς.
Κράτος και συγκεντρωτισμός
Η τρίτη διαφορά είναι ότι από την εποχή του Doomsday Book (1) τον 11ο αιώνα, το βασίλειο της Αγγλίας -και, μετά το 1707, η Μεγάλη Βρετανία- συστάθηκε γύρω από ένα πολύ συγκεντρωτικό δικαστικό σύστημα και μια συγκεντρωτική κυβέρνηση, που το καθιστούσαν το αρχαιότερο έθνος στην Ευρώπη. Στις ΗΠΑ, η ελευθερία είναι ο αντίπαλος της κεντρικής κυβέρνησης και μάλιστα κάθε κρατικής εξουσίας η οποία κωλύεται σκόπιμα από το διαχωρισμό των εξουσιών.
Ας μην λησμονούμε και άλλη μία βασική διαφορά: την ηλικία των δυο χωρών. Τα έθνη-κράτη, περισσότερο από μια σημαία κι ένα ύμνο, έχουν ανάγκη από ιδρυτικούς μύθους τους οποίους πρέπει να αναζητήσουν στην ιστορία τους. Όμως, οι ΗΠΑ δεν είχαν ακόμα ιστορία από την οποία θα μπορούσαν να αντλήσουν τέτοιους μύθους, σε αντίθεση με την Αγγλία, τη Γαλλία της επανάστασης ή ακόμα και την ΕΣΣΔ. Η Αμερική δεν είχε αρχαιότερους προγόνους από τους πρώτους άγγλους εποίκους, τη στιγμή που οι Πουριτανοί είχαν αυτοπροσδιοριστεί ως μη Ινδιάνοι και οι ιθαγενείς, όπως και οι σκλάβοι, αποκλείονταν εξ ορισμού από τον «λαό» στον οποίο αναφέρονταν οι ιδρυτές πατέρες του έθνους.
Η εθνική ταυτότητα
Τέλος, καθώς οι ΗΠΑ είχαν ταχθεί εναντίον των Άγγλων κατά τη διάρκεια της επανάστασης, ο μόνος αποδεκτός σύνδεσμος με την αρχέγονη πατρίδα περιοριζόταν στη γλώσσα.
Η αμερικανική εθνική ταυτότητα δεν μπορούσε επομένως να οικοδομηθεί πάνω σε ένα κοινό παρελθόν με τη Μεγάλη Βρετανία, ακόμα και πριν την εισροή μη αγγλοσαξόνων μεταναστών. Θα μπορούσε να στηριχτεί μόνο στην επαναστατική της ιδεολογία και τους νεότευκτους δημοκρατικούς της θεσμούς. Τα ευρωπαϊκά έθνη, στην πλειοψηφία τους, έχουν γείτονες και εχθρούς απέναντι στους οποίους αυτοπροσδιορίζονται. Οι ΗΠΑ, η ύπαρξη των οποίων δεν απειλήθηκε ποτέ, με εξαίρεση των πόλεμο της απόσχισης, δεν δύνανται να προσδιορίζουν τους εχθρούς τους σε ιστορικό επίπεδο, γεγονός που τους αφήνει μόνο το ιδεολογικό: όσους δηλαδή απορρίπτουν τον αμερικανικό τρόπο ζωής.
Θαλάσσια και χερσαία αυτοκρατορία
Με τις αυτοκρατορίες συμβαίνει ό,τι και με τα κράτη. Η αυτοκρατορία, είτε με την αυστηρή είτε με την ανεπίσημη έννοια, αποτέλεσε συστατικό στοιχείο της οικονομικής ανάπτυξης της Βρετανίας και της παγκόσμιας ισχύος της. Κάτι τέτοιο δεν ίσχυσε ποτέ για τις ΗΠΑ, που η σημαντικότερη απόφασή τους ήταν να μη γίνουν ένα κράτος μεταξύ πολλών άλλων, αλλά ένας γίγαντας ηπειρωτικών διαστάσεων. Η γη ήταν εκείνη που έπαιξε βασικό ρόλο στην ανάπτυξή τους, όχι η θάλασσα. Οι ΗΠΑ είχαν ανέκαθεν επεκτατικές τάσεις, ποτέ όμως με τον τρόπο που τις εξέφραζαν η ισπανική ή πορτογαλική θαλασσοκρατορία τον 16ο αιώνα, η ολλανδική τον 17ο ή η βρετανική, καθώς εκείνες οι μητροπόλεις ήταν πάντοτε κράτη μετρίων διαστάσεων.
Οι ΗΠΑ παρουσιάζουν μεγαλύτερες ομοιότητες με τη Ρωσία, που και αυτή εξάπλωσε την επιρροή της μέσα από αχανείς πεδιάδες, «από τη μία θάλασσα στην άλλη», από τη Βαλτική ως τη Μαύρη Θάλασσα και τον Ειρηνικό. Όσο και αν δεν αποτελούσαν αυτοκρατορία, οι ΗΠΑ θα παρέμεναν το πολυπληθέστερο έθνος του δυτικού ημισφαιρίου και το τρίτο σε παγκόσμια κλίμακα. Στον αντίποδά τους, η Μεγάλη Βρετανία χωρίς την αυτοκρατορία της δεν ήταν παρά μια μεσαία οικονομική δύναμη ανάμεσα σε άλλες, μια πραγματικότητα της οποίας είχε απόλυτη επίγνωση, ακόμα και όταν κυριαρχούσε στο ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού.
Κυριαρχία και παγκόσμια οικονομία
Κάτι ακόμα πιο σημαντικό... Καθώς η βρετανική οικονομία είχε εμπλακεί στις περισσότερες διεθνείς συναλλαγές, η αυτοκρατορία αποτέλεσε κεντρικό στοιχείο στην ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας τον 19ο αιώνα. Ως τη δεκαετία του 1950, τουλάχιστον τα τρία τέταρτα των τεράστιων βρετανικών επενδύσεων είχαν για προορισμό τις αναπτυσσόμενες χώρες. Και κατά τον μεσοπόλεμο, οι περισσότερες από τις μισές εξαγωγές με αφετηρία τη Μεγάλη Βρετανία έφευγαν με κατεύθυνση τις περιοχές που ανήκαν στη ζώνη της βρετανικής επιρροής. Με την εκβιομηχάνιση της Ευρώπης και των ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία θα πάψει να είναι το εργαστήρι του κόσμου, θα διατηρήσει ωστόσο πρωταγωνιστικό ρόλο στο δίκτυο των διεθνών μεταφορών. Θα παραμείνει ο έμπορος και ο τραπεζίτης του υπόλοιπου κόσμου, καθώς και ο σημαντικότερος εξαγωγέας κεφαλαίου.
Οι ΗΠΑ δεν διατήρησαν ποτέ μια τόσο συμβιωτική σχέση με την παγκόσμια οικονομία. Αλλά, καθώς είναι μακράν η μεγαλύτερη βιομηχανική δύναμη της υφηλίου, διατηρούν σημαντική βαρύτητα χάρη και μόνο στο τεράστιο μέγεθος της εσωτερικής τους αγοράς. Τα επιτεύγματα στους τομείς της τεχνολογίας και της οργάνωσης της εργασίας τις κατέστησαν πρότυπο από τη δεκαετία του 1870 και κυρίως τον 20ο αιώνα, κατά τη διάρκεια του οποίου η Αμερική έγινε η πρώτη κοινωνία μαζικής κατανάλωσης.
Μέχρι τον μεσοπόλεμο, αυτή η άκρως προστατευτική οικονομία αναπτύχθηκε κυρίως χάρη στους δικούς της φυσικούς πόρους και την εσωτερική της αγορά.
Η οικονομική κυριαρχία του Νέου Κόσμου επί του Παλαιού επισφραγίστηκε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Τίποτα δεν μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι θα διαρκέσει για πολύ ακόμα.
Αντιδρώντας στην εκβιομηχάνιση της Ευρώπης και των ΗΠΑ, η βικτωριανή Μεγάλη Βρετανία, ήδη μαζικά εκβιομηχανισμένη και πάντα πρώτη στις εξαγωγές κεφαλαίων, έστρεψε τις επενδύσεις της προς τη ζώνη της αποικιακής της επιρροής. Οι ΗΠΑ του 21ου αιώνα δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα. (...) Σε ένα παγκοσμιοποιημένο πλανήτη, η πολιτιστική κυριαρχία της Αμερικής είναι ολοένα και λιγότερο συνώνυμη της οικονομικής κυριαρχίας. Μπορεί οι ΗΠΑ να ανακάλυψαν το σούπερ μάρκετ, ωστόσο, ο όμιλος Carrefour είναι αυτός που κατέκτησε τη Λατινική Αμερική και την Κίνα. Συνέπεια αυτής της βασικής διαφοράς με τη Μεγάλη Βρετανία είναι ότι η αμερικανική αυτοκρατορία χρειαζόταν πάντοτε να επιδεικνύει την πυγμή της προκειμένου να στηρίξει την οικονομία της.
Η παρακμή και Ιστορία
Χωρίς την υποταγή του «ελεύθερου κόσμου» στις επιταγές του Ψυχρού Πολέμου, το μέγεθος της αμερικανικής οικονομίας θα ήταν άραγε αρκετό για να την κάνει πρότυπο για τον υπόλοιπο κόσμο; Για να κατοχυρώσει την κυριαρχία των εταιρειών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (Credit rating agencies), των διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (IFRS) ή της αμερικανικής εμπορικής νομοθεσίας; Για να κατοχυρώσει τη «συναίνεση της Ουάσινγκτον» ως τη Βίβλο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της Παγκόσμιας Τράπεζας; Είναι μάλλον αμφίβολο.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η βρετανική αυτοκρατορία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα πρότυπο που θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε το αμερικανικό ηγεμονικό σχέδιο. Πόσο μάλλον, τη στιγμή που η Μεγάλη Βρετανία είχε επίγνωση των ορίων της, κυρίως ως προς την στρατιωτική της δύναμη. Αν και ήταν μια μεσαία δύναμη που γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε να διατηρήσει αιώνια τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή των μαθητευόμενων κυρίαρχων του κόσμου, είχε στην κατοχή της τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία που είχε ή που θα έχει ποτέ οποιαδήποτε άλλη χώρα. Γνώριζε ωστόσο ότι δεν θα μπορούσε να κυριαρχήσει σε ολόκληρο τον κόσμο και ουδέποτε το επιχείρησε. Προσπάθησε αντίθετα να κάνει τον υπόλοιπο κόσμο αρκετά σταθερό ώστε να μπορέσει να ευημερήσει, χωρίς όμως να επιδιώξει να επιβάλει παντού το θέλημά της.
Όταν η εποχή των ναυτικών αυτοκρατοριών έφτασε στο τέλος της γύρω στα μέσα του 20ου αιώνα, η Μεγάλη Βρετανία ένιωσε τον άνεμο να αλλάζει πριν τις άλλες αποικιακές δυνάμεις. Καθώς η οικονομική της δύναμη δεν εξαρτιόταν από την στρατιωτική της υπεροχή, αλλά από το εμπόριο, προσαρμόστηκε ευκολότερα στην απώλεια της αυτοκρατορίας της, όπως είχε κάνει και στο παρελθόν όταν ήρθε αντιμέτωπη με το μεγαλύτερο πισωγύρισμα στην ιστορία της, την απώλεια των αποικιών της στην Αμερική.
Οι ΗΠΑ, άραγε, θα κατανοήσουν αυτό το δίδαγμα; 'Η, μήπως, θα επιχειρήσουν να διατηρήσουν μια παγκόσμια κυριαρχία μόνο μέσω της πολιτικής και της στρατιωτικής επιβολής, σπέρνοντας κατά αυτό τον τρόπο περισσότερες συγκρούσεις, αναρχία και βαρβαρότητα;
Υποσημειώσεις
(1) Τεκμήριο καταγραφής κτημάτων το οποίο συνέταξε ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής και ολοκληρώθηκε το 1806. Χρησίμευσε ως βάση για την καθιέρωση του βασιλικού φόρου.
Διαβάστε περισσότερα...