Μια ξεχασμένη επέτειος
Διαβάστε περισσότερα...
Χρήστος Ιακώβου
Στις 24 Φεβρουαρίου 1994 το ελληνικό κοινοβούλιο ψήφισε ομοφώνως την ανακήρυξη της 19ης Μαίου ως «Ημέρα μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου». Η επιλογή της συγκεκριμένης ημέρας έχει να κάνει με μία ιστορική στιγμή κατά τη διάρκεια της γένεσης του τουρκικού κράτους. Είναι η μέρα κατά την οποία ο Μουσταφά Κεμάλ απεβιβάσθη στη Σαμψούντα και άρχισε τη δεύτερη και επώδυνη φάση της σφαγής των Ποντίων.
Η πράξη αυτή της Βουλής των Ελλήνων απετέλεσε, ουσιαστικώς, το πιο καθοριστικό γεγονός μετά το τέλος του ποντιακού ζητήματος το 1923, η οποία το επανακαθόρισε, επισήμως από το Ελλαδικό κράτος, ως ζήτημα συστηματικής και προμελετημένης εξόντωσης ενός λαού λόγω της ιδιαίτερης εθνικής και πολιτιστικής του ταυτότητας. Όμως, παρά τη σημασία της πράξης αυτής, η Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, παραμένει σήμερα μία ξεχασμένη επέτειος και κατ’ επέκταση το ιστορικό γεγονός της γενοκτονίας παραμένει εν πολλοίς άγνωστο και στο περιθώριο της νεοελληνικής ιστοριογραφίας. Παραμένει άγνωστη μια συστηματικά επεξεργασμένη και προμελετημένη πολιτική η οποία άρχισε με την εξαφάνιση των ανδρών στα εργατικά τάγματα και συνεχίσθηκε με τις μαζικές εκτοπίσεις, σφαγές και απαγχονισμούς στην Αμάσεια της πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας των Ποντίων. Περίπου 350 χιλιάδες Πόντιοι σε ένα σύνολο επτακοσίων πενήντα χιλιάδων εξαφανίστηκαν με την μέθοδο των εκτοπίσεων και των σφαγών στο χρονικό διάστημα μεταξύ 1916 – 1923. Οι μαζικές εκτοπίσεις πληθυσμών, σε μια συγκαλυμμένη μορφή εξόντωσης, δεν νομιμοποιούνται ακόμη και με το Δίκαιο του Πολέμου. Ελληνικός στρατός δεν υπήρχε στον Πόντο και οι περιοχές στις οποίες έγιναν οι εκτοπίσεις δεν είχαν στρατιωτική σπουδαιότητα.
Η επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 απετέλεσε σταθμό για την ιστορία της Τουρκίας γιατί άνοιξε το δρόμο για την άνοδο στην εξουσία της φιλοδυτικής και εκσυγχρονιστικής μερίδας του στρατού. Παρά το γεγονός ότι το κίνημα προσήλκυσε την υποστήριξη των μη-τουρκικών κοινοτήτων, λόγω της ισονομίας που επαγγέλλετο, εντούτοις δεν ανταποκρίθηκε στις αρχικές προσδοκίες των μειονοτήτων. Το εθνικιστικό πλαίσιο του κινήματος των Νεότουρκων δεν επέτρεψε τη θεμελίωση ενός καθεστώτος που να στηριζόταν στις νεωτεριστικές βάσεις, σύμφωνα με τις αρχές του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Τα δικαιώματα των διαφόρων εθνοτήτων της αυτοκρατορίας εξακολουθούσαν να αγνοούνται και η παραδοσιακή νοοτροπία που επέμενε να βλέπει τους Τούρκους ένα ηγεμονικό έθνος μέσα στην αυτοκρατορία δεν έπαψε να κυριαρχεί.
Πέραν του επιχειρήματος ότι ήταν πρόθεση των νεοτούρκων να καταστρέψουν ένα λαό, ένα από τα συμπεράσματα επισταμένων ερευνών της τελευταίας δεκαετίας είναι ότι οι σφαγές κατά των Ποντίων δεν ήταν μια μεμονωμένη παρέκκλιση. Στην ουσία μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο εντός ενός ευρύτερου ιστορικού πλαισίου το οποίο είναι η διαδικασία αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αντίδραση της πολιτικής ηγεσίας σε αυτόν τον αργό θάνατο. Μετά την σαρωτική τους ήττα στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13, οι Οθωμανοί έχασαν πάνω από 60% των ευρωπαϊκών εδαφών τους. Αναπτύχθηκε λοιπόν μια βαθιά πεποίθηση ότι ήταν αδύνατον να συμβιώσουν με τους εναπομείναντες χριστιανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας. Έτσι οι κυβερνητικές οθωμανικές-τουρκικές αρχές διεμόρφωσαν μία πολιτική που είχε στόχο την ομογενοποίηση του πληθυσμού της Ανατολίας, της καρδιάς της αυτοκρατορίας από εδαφική άποψη. Η πολιτική αυτή είχε δύο κύρια συστατικά στοιχεία: το πρώτο ήταν ο διασκορπισμός και η επανεγκατάσταση των μη τούρκων μουσουλμάνων, όπως οι Κούρδοι και οι Άραβες, μεταξύ της τουρκικής πλειοψηφίας με σκοπό την αφομοίωσή τους, το δεύτερο αφορούσε την εκδίωξη των μη μουσουλμανικών, μη τουρκικών λαών από την Ανατολία, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση 2.000.000 ανθρώπων συνολικά, το σύνολο ουσιαστικά του χριστιανικού πληθυσμού ης περιοχής. Αν και στόχος των ειδικών μέτρων που αποσκοπούσαν στην εξόντωσή τους ήταν οι Αρμένιοι και οι Ασσύριοι, μέσα σε αυτό το πλαίσιο συνετελέσθη και η γενοκτονία των Ποντίων. Συνολικά, σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ανατολίας είτε μετεγκαταστάθηκε είτε σκοτώθηκε. Καίρια επισήμανση συνιστά ότι αυτές οι εθνικές εκκαθαρίσεις και ομογενοποιήσεις άνοιξαν το δρόμο για τη σημερνή Δημοκρατία της Τουρκίας.
Σήμερα το επίσημο τουρκικό κράτος υποστηρίζει ότι οι σφαγές κατά των Ποντίων ήταν μία δικαιολογημένη πράξη κρατικής αναγκαιότητας, πράγμα που επιτρέπει στη χώρα να αποφεύγει να αναλάβει κάποια ηθική θέση αναφορικά με αυτό. Σε αναλογία με το επιχείρημα της αναγκαιότητας, το κράτος υποστηρίζει ότι οι σφαγές των Ποντίων δεν ήταν εσκεμμένη πολιτική της κυβέρνησης αλλά μία σειρά από μεμονωμένα περιστατικά που σημειώθηκαν χωρίς πρόθεση και στο πλαίσιο των δυσχερών πολεμικών συνθηκών κατά τη διάρκεια «κανονικών» εκτοπίσεων. Παραμένει, ωστόσο, τρομερά δύσκολο να εξηγήσουμε πως 350 χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν μέσα σε έξι χρόνια, λόγω εκτοπίσεων χωρίς να τεθούν σε συναγερμό οι κρατικές αρχές για να τους προστατεύσουν.
Τα τελευταία 100 χρόνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας συσκοτίστηκαν από το φάσμα της κατάρρευσης και της διάλυσης. Μεταξύ 1878 και 1918 η αυτοκρατορία απώλεσε το 85% των εδαφών της και το 75% του πληθυσμού της. Ο φόβος της ολοκληρωτικής εξάλειψης ήταν διαρκώς παρών καθ’ όλη τη διάρκεια του θανάτου της αυτοκρατορίας. Ό,τι θυμίζει εκείνη την περίοδο- και τη θυγατρική σχέση της σύγχρονης Τουρκίας με την ιστορία της παρακμής της αυτοκρατορίας – πρέπει να αποφεύγεται με κάθε κόστος. Οι Πόντιοι συνιστούν ένα σύμβολο εκείνης της τραυματικής περιόδου. Εάν οι Τούρκοι αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως ένα φοίνικα που αναγεννάται από τις οθωμανικές στάχτες, οι Πόντιοι, όπως και οι Αρμένιοι, είναι τα ανεπιθύμητα ίχνη αυτής ακριβώς της στάχτης.
Το ερώτημα, όμως το οποίο παραμένει μετέωρο γύρω από το ποντιακό ζήτημα είναι γιατί υποβαθμίστηκε η γενοκτονία των Ποντίων μέσα στη συλλογική μνήμη του νεοελληνισμού; Σε μεγάλο βαθμό, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει να κάνει με την υποβάθμιση της γενοκτονίας στην Ελλάδα διαμέσου της προσέγγισης των γεγονότων με βάση τη θεωρία περί ανταλλαγής πληθυσμών. Η επίσημη εκδοχή της ιστορίας από το ελλαδικό κράτος απέκρυπτε για δεκαετίες το γεγονός ότι, όταν υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάνης (1923), ουδείς Πόντιος δεν ευρίσκετο στον Πόντο. Είχαν ήδη είτε εκτοπισθεί είτε εξολοθρευθεί. Όσοι δεν κατέφυγαν στην Ελλάδα ή τον Καύκασο ευρίσκοντο εκτοπισμένοι στην Μέση Ανατολή αποδεκατιζόμενοι από τον τύφο σε στρατόπεδα προσφύγων.
Αυτή, η πολιτικού τύπου, ερμηνεία σχετικοποίησε το έγκλημα, ελαχιστοποίησε τις ευθύνες του ελλαδικού κράτους και περιθωριοποίησε το γεγονός στην νεοελληνική ιστοριογραφία, επιβάλλοντας για δεκαετίες τη λήθη, μέσα από μία λογική εξισορρόπησης: «Ανταλλαγή» των τουρκικών πληθυσμών της Ελλάδας με τους Ελληνικούς της Μικράς Ασίας.
Στις 24 Φεβρουαρίου 1994 το ελληνικό κοινοβούλιο ψήφισε ομοφώνως την ανακήρυξη της 19ης Μαίου ως «Ημέρα μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου». Η επιλογή της συγκεκριμένης ημέρας έχει να κάνει με μία ιστορική στιγμή κατά τη διάρκεια της γένεσης του τουρκικού κράτους. Είναι η μέρα κατά την οποία ο Μουσταφά Κεμάλ απεβιβάσθη στη Σαμψούντα και άρχισε τη δεύτερη και επώδυνη φάση της σφαγής των Ποντίων.
Η πράξη αυτή της Βουλής των Ελλήνων απετέλεσε, ουσιαστικώς, το πιο καθοριστικό γεγονός μετά το τέλος του ποντιακού ζητήματος το 1923, η οποία το επανακαθόρισε, επισήμως από το Ελλαδικό κράτος, ως ζήτημα συστηματικής και προμελετημένης εξόντωσης ενός λαού λόγω της ιδιαίτερης εθνικής και πολιτιστικής του ταυτότητας. Όμως, παρά τη σημασία της πράξης αυτής, η Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, παραμένει σήμερα μία ξεχασμένη επέτειος και κατ’ επέκταση το ιστορικό γεγονός της γενοκτονίας παραμένει εν πολλοίς άγνωστο και στο περιθώριο της νεοελληνικής ιστοριογραφίας. Παραμένει άγνωστη μια συστηματικά επεξεργασμένη και προμελετημένη πολιτική η οποία άρχισε με την εξαφάνιση των ανδρών στα εργατικά τάγματα και συνεχίσθηκε με τις μαζικές εκτοπίσεις, σφαγές και απαγχονισμούς στην Αμάσεια της πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας των Ποντίων. Περίπου 350 χιλιάδες Πόντιοι σε ένα σύνολο επτακοσίων πενήντα χιλιάδων εξαφανίστηκαν με την μέθοδο των εκτοπίσεων και των σφαγών στο χρονικό διάστημα μεταξύ 1916 – 1923. Οι μαζικές εκτοπίσεις πληθυσμών, σε μια συγκαλυμμένη μορφή εξόντωσης, δεν νομιμοποιούνται ακόμη και με το Δίκαιο του Πολέμου. Ελληνικός στρατός δεν υπήρχε στον Πόντο και οι περιοχές στις οποίες έγιναν οι εκτοπίσεις δεν είχαν στρατιωτική σπουδαιότητα.
Η επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 απετέλεσε σταθμό για την ιστορία της Τουρκίας γιατί άνοιξε το δρόμο για την άνοδο στην εξουσία της φιλοδυτικής και εκσυγχρονιστικής μερίδας του στρατού. Παρά το γεγονός ότι το κίνημα προσήλκυσε την υποστήριξη των μη-τουρκικών κοινοτήτων, λόγω της ισονομίας που επαγγέλλετο, εντούτοις δεν ανταποκρίθηκε στις αρχικές προσδοκίες των μειονοτήτων. Το εθνικιστικό πλαίσιο του κινήματος των Νεότουρκων δεν επέτρεψε τη θεμελίωση ενός καθεστώτος που να στηριζόταν στις νεωτεριστικές βάσεις, σύμφωνα με τις αρχές του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Τα δικαιώματα των διαφόρων εθνοτήτων της αυτοκρατορίας εξακολουθούσαν να αγνοούνται και η παραδοσιακή νοοτροπία που επέμενε να βλέπει τους Τούρκους ένα ηγεμονικό έθνος μέσα στην αυτοκρατορία δεν έπαψε να κυριαρχεί.
Πέραν του επιχειρήματος ότι ήταν πρόθεση των νεοτούρκων να καταστρέψουν ένα λαό, ένα από τα συμπεράσματα επισταμένων ερευνών της τελευταίας δεκαετίας είναι ότι οι σφαγές κατά των Ποντίων δεν ήταν μια μεμονωμένη παρέκκλιση. Στην ουσία μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο εντός ενός ευρύτερου ιστορικού πλαισίου το οποίο είναι η διαδικασία αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αντίδραση της πολιτικής ηγεσίας σε αυτόν τον αργό θάνατο. Μετά την σαρωτική τους ήττα στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13, οι Οθωμανοί έχασαν πάνω από 60% των ευρωπαϊκών εδαφών τους. Αναπτύχθηκε λοιπόν μια βαθιά πεποίθηση ότι ήταν αδύνατον να συμβιώσουν με τους εναπομείναντες χριστιανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας. Έτσι οι κυβερνητικές οθωμανικές-τουρκικές αρχές διεμόρφωσαν μία πολιτική που είχε στόχο την ομογενοποίηση του πληθυσμού της Ανατολίας, της καρδιάς της αυτοκρατορίας από εδαφική άποψη. Η πολιτική αυτή είχε δύο κύρια συστατικά στοιχεία: το πρώτο ήταν ο διασκορπισμός και η επανεγκατάσταση των μη τούρκων μουσουλμάνων, όπως οι Κούρδοι και οι Άραβες, μεταξύ της τουρκικής πλειοψηφίας με σκοπό την αφομοίωσή τους, το δεύτερο αφορούσε την εκδίωξη των μη μουσουλμανικών, μη τουρκικών λαών από την Ανατολία, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση 2.000.000 ανθρώπων συνολικά, το σύνολο ουσιαστικά του χριστιανικού πληθυσμού ης περιοχής. Αν και στόχος των ειδικών μέτρων που αποσκοπούσαν στην εξόντωσή τους ήταν οι Αρμένιοι και οι Ασσύριοι, μέσα σε αυτό το πλαίσιο συνετελέσθη και η γενοκτονία των Ποντίων. Συνολικά, σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ανατολίας είτε μετεγκαταστάθηκε είτε σκοτώθηκε. Καίρια επισήμανση συνιστά ότι αυτές οι εθνικές εκκαθαρίσεις και ομογενοποιήσεις άνοιξαν το δρόμο για τη σημερνή Δημοκρατία της Τουρκίας.
Σήμερα το επίσημο τουρκικό κράτος υποστηρίζει ότι οι σφαγές κατά των Ποντίων ήταν μία δικαιολογημένη πράξη κρατικής αναγκαιότητας, πράγμα που επιτρέπει στη χώρα να αποφεύγει να αναλάβει κάποια ηθική θέση αναφορικά με αυτό. Σε αναλογία με το επιχείρημα της αναγκαιότητας, το κράτος υποστηρίζει ότι οι σφαγές των Ποντίων δεν ήταν εσκεμμένη πολιτική της κυβέρνησης αλλά μία σειρά από μεμονωμένα περιστατικά που σημειώθηκαν χωρίς πρόθεση και στο πλαίσιο των δυσχερών πολεμικών συνθηκών κατά τη διάρκεια «κανονικών» εκτοπίσεων. Παραμένει, ωστόσο, τρομερά δύσκολο να εξηγήσουμε πως 350 χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν μέσα σε έξι χρόνια, λόγω εκτοπίσεων χωρίς να τεθούν σε συναγερμό οι κρατικές αρχές για να τους προστατεύσουν.
Τα τελευταία 100 χρόνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας συσκοτίστηκαν από το φάσμα της κατάρρευσης και της διάλυσης. Μεταξύ 1878 και 1918 η αυτοκρατορία απώλεσε το 85% των εδαφών της και το 75% του πληθυσμού της. Ο φόβος της ολοκληρωτικής εξάλειψης ήταν διαρκώς παρών καθ’ όλη τη διάρκεια του θανάτου της αυτοκρατορίας. Ό,τι θυμίζει εκείνη την περίοδο- και τη θυγατρική σχέση της σύγχρονης Τουρκίας με την ιστορία της παρακμής της αυτοκρατορίας – πρέπει να αποφεύγεται με κάθε κόστος. Οι Πόντιοι συνιστούν ένα σύμβολο εκείνης της τραυματικής περιόδου. Εάν οι Τούρκοι αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως ένα φοίνικα που αναγεννάται από τις οθωμανικές στάχτες, οι Πόντιοι, όπως και οι Αρμένιοι, είναι τα ανεπιθύμητα ίχνη αυτής ακριβώς της στάχτης.
Το ερώτημα, όμως το οποίο παραμένει μετέωρο γύρω από το ποντιακό ζήτημα είναι γιατί υποβαθμίστηκε η γενοκτονία των Ποντίων μέσα στη συλλογική μνήμη του νεοελληνισμού; Σε μεγάλο βαθμό, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει να κάνει με την υποβάθμιση της γενοκτονίας στην Ελλάδα διαμέσου της προσέγγισης των γεγονότων με βάση τη θεωρία περί ανταλλαγής πληθυσμών. Η επίσημη εκδοχή της ιστορίας από το ελλαδικό κράτος απέκρυπτε για δεκαετίες το γεγονός ότι, όταν υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάνης (1923), ουδείς Πόντιος δεν ευρίσκετο στον Πόντο. Είχαν ήδη είτε εκτοπισθεί είτε εξολοθρευθεί. Όσοι δεν κατέφυγαν στην Ελλάδα ή τον Καύκασο ευρίσκοντο εκτοπισμένοι στην Μέση Ανατολή αποδεκατιζόμενοι από τον τύφο σε στρατόπεδα προσφύγων.
Αυτή, η πολιτικού τύπου, ερμηνεία σχετικοποίησε το έγκλημα, ελαχιστοποίησε τις ευθύνες του ελλαδικού κράτους και περιθωριοποίησε το γεγονός στην νεοελληνική ιστοριογραφία, επιβάλλοντας για δεκαετίες τη λήθη, μέσα από μία λογική εξισορρόπησης: «Ανταλλαγή» των τουρκικών πληθυσμών της Ελλάδας με τους Ελληνικούς της Μικράς Ασίας.