Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2009

Γαλλία, Κύπρος και Συνεταιρισμός για την Ειρήνη


Χρήστου Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών


Ενώ στην Κύπρο έχει ξεσπάσει ένας έντονος δημόσιος διάλογος σχετικά με την πρόκληση συμμετοχής στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη (ΣγΕ), η Τουρκική κυβέρνηση ήδη βρίσκεται σε δύσκολη διπλωματική θέση όσον αφορά την ένταξη της Γαλλίας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, αν και προς το παρόν δεν έχει φανερώσει τις προθέσεις της.

Η Γαλλία, για μία σειρά από λόγους οι οποίοι έχουν να κάνουν με την ερμηνεία των συμφερόντων της, έχει μπλοκάρει οκτώ διαπραγματευτικά κεφάλαια της Τουρκίας με την Ε.Ε.. Αυτό το γεγονός δημιουργεί μία δυσχερή υπόθεση για τον Ερντογάν. Αν δεν μπλοκάρει τη Γαλλία σε μια τέτοια υπόθεση-κλειδί, τότε η απόφαση αυτή θα έχει, βεβαίως, αντίκτυπο στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα της χώρας. 

Ο παράγοντας εκείνος, ο οποίος καθιστά ευαίσθητο το θέμα, είναι και το πάλαι ποτέ σχέδιο Roger, βάσει του οποίου και η Ελλάδα το 1980, κατάφερε να επανενταχθεί στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Το τότε στρατιωτικό καθεστώς της Τουρκίας είχε επικριθεί έντονα, διότι είχε υποχωρήσει στο αίτημα αυτό, χωρίς να λάβει οποιαδήποτε ανταλλάγματα. Πάντως, η σημερινή Τουρκική κυβέρνηση γνωρίζει τι είδους πολιτικές αντιπαραθέσεις θα δημιουργηθούν στο εσωτερικό της χώρας, σε περίπτωση κατά την οποία η Άγκυρα δώσει τη συγκατάθεσή της στο γαλλικό αίτημα. Γνωρίζει, επίσης, ότι πρόκειται να δεχθεί πλήγμα το πολιτικό κύρος που υπάρχει προς το κυβερνών κόμμα.

Από την άλλη, ο Ερντογάν υπολογίζει ότι το να εμποδίσει τη Γαλλία να επιστρέψει στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, θα δημιουργήσει πολλά ρίσκα για την τουρκική πλευρά. Η κοινή πεποίθηση μέσα στο ΝΑΤΟ, η οποία ενισχύεται έντονα από το πλαίσιο των σημερινών Αμερικανογαλλικών σχέσεων, είναι ότι η Γαλλία πρέπει να επιστρέψει πλήρως στη Βορειοατλαντική συμμαχία. Άλλωστε, το ΝΑΤΟ έχει ανάγκη από το γαλλικό στρατιωτικό δυναμικό και, επιπλέον διανύει μία περίοδο νέων ανοιγμάτων γεγονός που καθιστά την ύπαρξη προβλημάτων ήκιστα ευχάριστη.  

Με αυτά τα δεδομένα η Τουρκία ευρίσκεται προ ενός διλήμματος που την αναγκάζει να συμπεριφερθεί με μεγάλη προσοχή. Πιθανή υποβολή βέτο στην ένταξη της Γαλλίας θα προκαλέσει αντίστροφη αντίδραση. Η Τουρκία είναι μια χώρα, η οποία έχει ανάγκη το ΝΑΤΟ, λόγω των φιλοδοξιών της να αυξήσει τον περιφερειακό της ρόλο και των προσπαθειών της ενισχύσει τις προσπάθειές της για ένταξη στην ΕΕ. Ως εκ τούτου, προσδίδει μεγάλη σημασία στη συμπεριφορά της εντός της συμμαχίας. Ευρισκομένη, λοιπόν, πάντοτε στην πρώτη γραμμή των νατοϊκών επιχειρήσεων, σήμερα το ενδεχόμενο να βρεθεί σε μειονεκτική θέση απέναντι στο ΝΑΤΟ κραδαίνοντας την απειλή του βέτο, ιδιαίτερα σε μια περίοδο κατά την οποία επαναπροσδιορίζεται και επεκτείνεται η σημασία της Βορειοατλαντικής συμμαχίας, είναι κάτι το οποίο κάθε άλλο παρά εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Άγκυρας. Έτσι, μέσα σε αυτό το πλαίσιο και δεδομένης της άμεσης ανάγκης να επανέλθει η Γαλλία στο ΝΑΤΟ, η οποία σημειωτέον είναι και μια πυρηνική δύναμη, υπάρχει το ενδεχόμενο απομόνωσης της Τουρκίας μέσα στη συμμαχία, κάτι το οποίο άλλωστε δεν είναι επιθυμητό και από την πλευρά της Άγκυρας. 

Εδώ ακριβώς δημιουργείται μία ευνοϊκή συγκυρία για την Κυπριακή διπλωματία. Σήμερα, η στρατιωτική συνεργασία μεταξύ ΝΑΤΟ – Ε.Ε. δεν μπορεί να λειτουργήσει πλήρως, όπως προβλέπεται στο πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), λόγω της μη συμμετοχής της Κύπρου στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη. Το πρόσφατο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου, που καλεί την Κυπριακή Δημοκρατία να συμμετάσχει στο ΣγΕ ενισχύει ακόμη περισσότερο την ευνοϊκή συγκυρία. Επομένως, η Κύπρος έχει μία μοναδική ευκαιρία να συνδέσει την υποβολή αίτησης συμμετοχής στον ΣγΕ με την Γαλλική αίτηση και τα νέα ανοίγματα της Βορειοατλαντικής συμμαχίας. Με αυτό τον τρόπο αυξάνονται οι πιθανότητες να εξουδετερωθεί πιθανόν Τουρκικό βέτο. Ανάλογη, ήταν και η στρατηγική ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ που συνδέθηκε με άλλα υπό ένταξη κράτη σε μια περίοδο που η ΕΕ πραγματοποιούσε νέα ανοίγματα. 

Συμπερασματικά, σήμερα, τόσο η τρέχουσα συγκυρία όσο και οι συνθήκες σε σχέση με το παρελθόν έχουν αλλάξει, κατά συνέπεια, η υποβολή ενός βέτο που θα δυσχεραίνει τα νέα ανοίγματα του ΝΑΤΟ θα προκαλέσει περισσότερα προβλήματα στην Τουρκική διπλωματία απ’ ό,τι στο παρελθόν.  Διαβάστε περισσότερα...

China: Fragile Superpower


Susan Shirk
China: Fragile Superpower
Oxford University Press, 2007



Του John Pomfret
Washington Post Book Review


Το βιβλίο της Σούζαν Σιρκ αρχίζει με ένα υποθετικό σενάριο. Ένα Κινέζικο και ένα Ταϊβανικό μαχητικό συγκρούονται και οι Κινέζοι, όπως συνηθίζουν, ρίχνουν το φταίξιμο στην άλλη πλευρά. Στο Πεκίνο διαδηλωτές απαιτούν από το Κομμουνιστικό Κόμμα να αντιμετωπίσει επιτέλους την Ταϊβάν και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ουάσινγκτον και το Πεκίνο ετοιμάζονται για πόλεμο καθώς η Αμερική είναι υποχρεωμένη βάσει συνθήκης να υπερασπιστεί την Ταϊβάν. Το επιχείρημα της Σιρκ είναι οτι πρέπει να προσέχουμε την συμπεριφορά μας προς την Κίνα ώστε να αποφύγουμε έναν τέτοιο εφιάλτη.

Πολλοί σήμερα βλέπουν την Κίνα απλά σαν ανερχόμενη υπερδύναμη. Είναι λοιπόν ευχάριστη έκπληξη ότι μια πανεπιστημιακός όπως η Σιρκ, η οποία υπήρξε βοηθός υφυπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Κλίντον, αμφιβάλλει για την κοινοτυπία ότι η Κίνα θα κυβερνήσει τον κόσμο. Η εξουσία της κομματικής ηγεσίας της Κίνας βάλλεται σήμερα από όλες τις πλευρές. Έχει να αντιμετωπίσει την αύξηση των ηλικιωμένων, την επιρροή του διαδικτύου, την ανισότητα μεταξύ των πόλεων και της επαρχίας και την ολοένα αυξανόμενη ανεργία.

Θα περίμενε κανείς τους επιχειρηματίες να κάνουν κουμάντο σε αυτή τη χώρα όπου η κομμουνιστική ιδεολογία είναι νεκρή και όπου κυβερνά ένας σκληρός καπιταλισμός. Όμως, γράφει η Σιρκ, μετά την κατάπνιξη της μαθητικής διαμαρτυρίας στην Πλατεία Τιεναμέν το 1989 ο στρατός και οι δυνάμεις ασφαλείας έγιναν ακόμα ισχυρότεροι από ό,τι ήταν την εποχή του Μάο. Οι δυνάμεις ασφαλείας και οι οργανισμοί που χειρίζονται την κομματική προπαγάνδα πλέον προωθούν την νέα, επιθετικά εθνικιστική, ιδεολογία του κόμματος.

Ο εθνικισμός αυτός περνά στον πληθυσμό μέσω προγραμμάτων όπως την «Εκστρατεία Πατριωτικής Εκπαίδευσης» για τους φοιτητές πανεπιστημίων και καλλιεργεί την «λαϊκή δυσαρέσκεια έναντι της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ». Ένα παράδειγμα είναι η αντίδραση της Κίνας στα συνεχιζόμενα σκάνδαλα εξαγωγής ελαττωματικών προϊόντων όπως τροφίμων και παιχνιδιών, τα οποία το κόμμα αποδίδει σε εκστρατεία να απομονωθεί και να εξασθενήσει η Κίνα. Αυτή όμως η μορφή εθνικισμού φέρνει τους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος σε δύσκολη θέση το οποίο θα πρέπει να «εξομαλύνει τις σχέσεις του με χώρες στις οποίες βασίζεται η ανάπτυξη και σταθερότητα της χώρας». Η ηγεσία της χώρας φαίνεται να έχει εγκλωβιστεί στις προσδοκίες που δημιουργεί ο πατριωτισμός τον οποίο υποδαυλίζει.

Η Σιρκ όμως δεν έχει ικανοποιητικές προτάσεις για το πώς πρέπει η Αμερική να αντιμετωπίσει την Κίνα. Υποστηρίζει πως οι ΗΠΑ πρέπει να δείξουν αυτοσυγκράτηση γύρω από τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων της χώρας, να σταματήσουν να ενθαρρύνουν την Ιαπωνία να αναβιώσει τον στρατό της και να δείχνουν σεβασμό όποτε μπορούν μια και «το κύριο εθνικό συμφέρον της Αμερικής είναι η αποφυγή ενός πολέμου».

Ενώ όμως η Σιρκ σωστά θέλει να αποφύγει την σύγκρουση υπερβάλλει για την πιθανότητα πολέμου. Στο βιβλίο συγκρίνει την αναβίωση της Κίνας με την Ιαπωνία και την Γερμανία του 1930, όμως ξεχνά πως η Κινεζική κοινωνία είναι λιγότερο συμπαγής από την Γερμανία και την Ιαπωνία της εποχής.

Με το «China: Fragile Superpower», η συγγραφέας κάνει ξεκάθαρο πως η Κινεζική ηγεσία είναι πιο ασταθής από ό,τι νομίζουμε. Όμως η έγνοια της για την αποφυγή πολέμου αλλοιώνει το πώς βλέπει τη χώρα και τη γνώμη της καθώς επίσης και το τι θα πρέπει να πράξει σήμερα η Αμερική. Διαβάστε περισσότερα...

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

Η Lockheed Martin στη συμφωνία για τα F-16 πραγματοποίησε μια αλλαγή 797 εκατομμυρίων δολαρίων


Zaman
(26/2/2009)


Η αμερικανική εταιρεία Lockheed Martin ανακοίνωσε ότι στη συμφωνία, την οποία έχει συνάψει με την Τουρκία για 14 αεροσκάφη F-16 C και 16 αεροσκάφη F-16 D Block 50, πραγματοποιήθηκε αλλαγή 797 εκατομμυρίων δολαρίων.

Η εφημερίδα σημειώνει ότι, σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ, οι Τουρκικές Αεροπορικές Δυνάμεις αποδέχτηκαν αλλαγή στη συμφωνία σταθερής τιμής, την οποία είχαν υπογράψει με την αμερικανική εταιρεία. Η Τουρκία το Μάιο του 2007 είχε υπογράψει συμφωνία, αναφορικά με τις δικές της εργασίες, τις οποίες θα πραγματοποιήσει, ύψους 1,78 δις δολαρίων. Στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής, για τα συγκεκριμένα υλικά, τα οποία θα χρησιμοποιούνταν στα εν λόγω αεροσκάφη, η Τουρκία είχε καταβάλει το ποσό των 187 εκατομμυρίων δολαρίων τον Ιούνιο του 2007. Εκπρόσωπος της αμερικανικής εταιρείας ανέφερε ότι μετά τη διαφοροποιημένη αυτή συμφωνία θα μπορούν να αρχίσουν και στην πράξη οι διαδικασίες παραγωγής. Το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ, το Σεπτέμβριο του 2006, είχε επικυρώσει αυτή τη συμφωνία, η οποία προέβλεπε την πώληση 30 πολεμικών αεροσκαφών, κινητήρων αεροσκαφών, ραντάρ και ηλεκτρονικού υλικού πολέμου. Η συμφωνία αυτή, εφόσον η Τουρκία χρησιμοποιήσει όλες τις επιλογές της αγοράς, θα φέρει κέρδη ύψους 2,9 δις. δολαρίων. Διαβάστε περισσότερα...

Στη Βουλή ομιλία από τον Τουρκ του DTP στην κουρδική


CNN Türk
(24/2/2009)
Ο Αχμέτ Τουρκ μιλώντας στην Κ.Ο. του κόμματός του, στη Βουλή είπε: «Κι ενώ διανύουμε την Παγκόσμια Ημέρα της Μητρικής Γλώσσας, αλλά και λόγω του ότι συνεχίζονται οι αδιανόητες πιέσεις και απαγορεύσεις πάνω στην κουρδική γλώσσα, αλλά και προκειμένου να υπενθυμίσουμε ότι ο φόβος της μητρικής γλώσσας είναι ένας επίπλαστος φόβος κινούμενος από την ομορφιά της γλώσσας, αλλά και από την πίστη μου για την αδελφοσύνη, τη συνέχεια της ομιλίας μου θα την πραγματοποιήσω στην κουρδική».

Κατόπιν αυτού η κρατική τηλεόραση TRT διέκοψε τη μετάδοση και επέστρεψε στα στούντιο. Μετά τη διακοπή ο εκφωνητής της TRT υπενθύμισε ότι βάσει του τουρκικού Συντάγματος, αλλά και του Νόμου περί Πολιτικών Κομμάτων οι ομιλίες στη Βουλή είναι υποχρεωτικό να διεξάγονται στην τουρκική γλώσσα. Παράλληλα ζήτησε συγγνώμη από τους τηλεθεατές.

Αναφέρεται επίσης ότι το υπόλοιπο της ομιλίας του Τουρκ διήρκεσε 11 λεπτά στην κουρδική. Ο Τουρκ ανέφερε και το εξής: «Εφόσον ο Πρωθυπουργός μπορεί να ομιλεί στο Ντιγιάρμπακιρ στην κουρδική γλώσσα, έτσι έχω κι εγώ το δικαίωμα να μπορώ να απευθύνομαι στους συμπατριώτες μου με τον ίδιο τρόπο». Διαβάστε περισσότερα...

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

Ένα νέο εντελώς ιδιαίτερο κρυπτογραφικό μηχάνημα από το TUBITAK


Hurriyet
24/2/2009

Το Ίδρυμα Επιστημονικών και Τεχνικών Ερευνών Τουρκίας (TUBITAK) κατασκεύασε ένα εθνικό κρυπτογραφικό μηχάνημα με την ονομασία «Ασφαλές κρυπτογραφικό μηχάνημα USB».

Η ιδιαιτερότητα του μηχανήματος αυτού είναι ότι στην περίπτωση που γίνει απόπειρα να ανοίξει η καταγραφή από κάποιον άλλον, σβήνει αυτομάτως τις πληροφορίες που καταγράφηκαν με κωδικό. Από το εν λόγω μηχάνημα στο οποίο μπορεί ο ενδιαφερόμενος αργότερα και αν οι πληροφορίες ακόμα έχουν χαθεί να μπορέσει να τις επαναφέρει μέσω της μνήμης, θα σταλούν και στο ΝΑΤΟ 600 τεμάχια.

Το εν λόγω μηχάνημα πέρασε με επιτυχία από όλα τα τεστ και κρίθηκε υψηλής ασφάλειας.

Σημειώνεται ότι από το είδος αυτό του μηχανήματος δεν υπάρχει παρόμοιο σε όλον τον κόσμο. Διαβάστε περισσότερα...

Οι Τούρκοι στρατιώτες εγκαταστάθηκαν στη βάση Tampa των ΗΠΑ

Akşam
(24/2/2009)



Oι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις [ΤΕΔ] μέχρι το 2003 όταν απαιτείτο έστελναν επιτροπές Τούρκων αξιωματικών στο Κέντρο Διοίκησης των ΗΠΑ [CENTCOM], το οποίο εδρεύει στην Tampa της Φλόριντας. Τα παζαρέματα για τη στρατιωτική συνεργασία πριν την επιχείρηση των ΗΠΑ στο Ιράκ πραγματοποιήθηκαν εκεί. Όμως, «με την έκπληξη του κυβερνητικού εγγράφου» τα πάντα αντιστράφηκαν. Παράλληλα και το γεγονός του τσουβαλιάσματος των Τούρκων στρατιωτών στο Ιράκ εκ μέρους των αμερικανικών δυνάμεων έφεραν και το οριστικό τέλος στις επαφές με το κέντρο αυτό.

Όμως, τον τελευταίο χρόνο τα πράγματα άλλαξαν και πάλι. Αναθερμάνθηκαν οι στρατιωτικές σχέσεις και το μοίρασμα πληροφόρησης εναντίον του ΡΚΚ. Η νέα περίοδος επισφραγίστηκε με τη σύσταση για πρώτη φορά μόνιμου Γραφείου Συνδέσμου των ΤΕΔ στην Tampa. Η απόφαση αυτή ελήφθη τελείως σιωπηρά. Σε μια περίοδο κατά την οποία οι ΗΠΑ αναζητούν νέα στρατεύματα για το Αφγανιστάν και προβαίνοντας σε προετοιμασίες για την αποχώρησή τους από το Ιράκ, εφόσον κτυπήσουν την πόρτα της Τουρκίας, οι πρώτες απαιτήσεις θα φτάσουν στην Άγκυρα μέσω της Tampa. Η διοίκηση Ομπάμα εκφράζει την επιθυμία να χρησιμοποιήσει ορισμένους λιμένες και αερολιμένες της Τουρκίας τη στιγμή κατά την οποία θα αποχωρούν τα αμερικανικά στρατεύματα από το Ιράκ. Διαβάστε περισσότερα...

Ο κρυφός πλούτος της Βολιβίας



Του Simon Romero
New York Times



Ενώ κυβερνήσεις και εταιρείες εργάζονται πυρετωδώς να κατασκευάσουν την επόμενη γενιά υβριδικών ή ηλεκτρικών αυτοκινήτων βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα πολύ σημαντικό ζητούμενο. Για τις μπαταρίες των ηλεκτρικών αυτοκινήτων χρειάζεται λίθιο και το μισό λίθιο του πλανήτη είναι αποδεδειγμένα θαμμένο στη Βολιβία – σε μια χώρα που δεν φαίνεται διατεθειμένη να το παραχωρήσει άνευ όρων.
«Γνωρίζουμε ότι η Βολιβία μπορεί να γίνει η Σαουδική Αραβία του λιθίου», είπε ο Φρανσίσκο Κουίσμπερτ, αρχηγός ομάδας ιθαγενών που ζουν στα όρια του Σαλάρ ντε Ουγιούνι, του μεγαλύτερου κοιτάσματος αλατιού στον κόσμο. «Είμαστε φτωχοί αλλά όχι ηλίθιοι. Το λίθιο ανήκει στη Βολιβία αλλά και σε εμάς».
Το νέο σύνταγμα της Βολιβίας, που ψηφίστηκε με μεγάλη άνεση τον Ιανουάριο, κατοχυρώνει τα δικαιώματα των Ινδιάνων στη γη τους, επιτρέποντάς τους να αποσπούν παραχωρήσεις από το κράτος και από τις ιδιωτικές εταιρείες αλλά και να μπλοκάρουν έργα εξόρυξης. Επίσης, ο πρόεδρος της Βολιβίας, Έβο Μοράλες, είναι ένθερμος οπαδός των εθνικοποιήσεων.
Τίποτα απ’ αυτά δεν αποτρέπει ξένους ομίλους, μεταξύ αυτών τους ιαπωνικούς Sumitomo και Mitsubishi και τον γαλλικό όμιλο του Βενσάν Μπολορέ, να εκδηλώσουν έντονο ενδιαφέρον. Και οι τρεις αυτοί όμιλοι απέστειλαν εκπροσώπους στη Λα Παζ για να συζητήσουν με την κυβέρνηση του Μοράλες. «Υπάρχουν κοιτάσματα αλατιού στη Χιλή και στην Αργεντινή και ένα πολλά υποσχόμενο κοίτασμα στο Θιβέτ, αλλά το μεγαλύτερο είναι στη Βολιβία», είπε ο Ότζι Μπάμπα, στέλεχος του τμήματος μετάλλων της Mitsubishi. «Αν θέλουμε να μπούμε δυναμικά στην επόμενη γενιά αυτοκινήτων, πρέπει να είμαστε εδώ».
Ως τώρα το λίθιο χρησιμοποιούνταν σε μικρές ποσότητες για την παρασκευή φαρμάκων που σταθεροποιούν τη διάθεση και για την κατασκευή θερμοπυρηνικών όπλων. Όμως, η μεγαλύτερη δυνητική αγορά για το λίθιο είναι η αυτοκινητοβιομηχανία, καθώς το μέταλλο αυτό ζυγίζει λιγότερο από το νικέλιο, που επίσης χρησιμοποιείται σε μπαταρίες. Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα που κινούνται με μπαταρίες λιθίου μπορούν να αποθηκεύουν περισσότερη ενέργεια και έτσι να έχουν περισσότερη αυτονομία. «Το προηγούμενο ιμπεριαλιστικό μοντέλο εκμετάλλευσης των φυσικών μας πόρων δεν θα επαναληφθεί ποτέ στη Βολιβία», είπε ο Σαούλ Βιγιέγας, επικεφαλής του τομέα λιθίου της Comibol, της κρατικής εταιρείας λιθίου. «Ίσως υπάρχει η δυνατότητα να δεχθούμε ξένους ως κατόχους μειοψηφικού πακέτου μετοχών ή ακόμη καλύτερα ως πελάτες μας».
Η Comibol έχει επενδύσει 6 εκατ. δολάρια για την κατασκευή μιας μονάδας στο Pίο Γκράντε, στα όρια του κοιτάσματος Ουγιούνι, όπου θα αρχίσει η πρώτη προσπάθεια για βιομηχανικής κλίμακας εξόρυξη λιθίου. Το λίθιο είναι διαλυμένο στο αλατόνερο που βρίσκεται κάτω από τα στερεά κοιτάσματα αλατιού και συλλέγεται αφού το νερό αντληθεί την επιφάνεια και εξατμιστεί σε ειδικές δεξαμενές. Ο Μοράλες θέλει να είναι έτοιμη η μονάδα ώς τα τέλη του χρόνου.
Κατά την επίσκεψή μας, βρίσκουμε εργάτες να δουλεύουν με εντατικούς ρυθμούς κάτω από τον ήλιο, χτίζοντας τοίχους σε ένα τοπίο λευκής σεληνιακής ερήμου. Όμως, πέρα από τη μονάδα αυτή, η χώρα χρειάζεται να επενδύσει πολύ περισσότερα χρήματα για να μετατρέψει το λίθιο σε ανθρακικό λίθιο. Διαβάστε περισσότερα...

Η οικονομική δυστοκία της Άγκυρας και η προσέγγιση με Σαουδική Αραβία και Ρωσία



Στον απόηχο όσων διημείφθησαν στο Νταβός μεταξύ του Ταγίπ Ερντογάν και του Σιμόν Πέρες, η Τουρκία επιδόθηκε σε δυναμικές κινήσεις για τη βελτίωση της θέσης της στο διεθνές στερέωμα. Πέρα από την πολιτική πτυχή, η τουρκική ηγεσία φαίνεται να αποδίδει μεγάλη σημασία και στις οικονομικές σχέσεις της χώρας, όπως προκύπτει από τις πρόσφατες περιοδείες που είχε ο τούρκος Πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιουλ στη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία.

Είναι γνωστό πλέον ότι η τουρκική οικονομία έχει εισέλθει σε φάση ύφεσης και η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ αδυνατεί να εξασφαλίσει την πολυπόθητη συμφωνία δανεισμού με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), στο οποίο ήδη χρωστάει 8 δισ. δολάρια. Σύμφωνα με στοιχεία του ΔΝΤ, το τελευταίο τρίμηνο του 2008 η τουρκική οικονομία κατείχε την τελευταία θέση στην ομάδα των είκοσι πιο αναπτυγμένων και ταχύτερα αναπτυσσόμενων οικονομιών στον πλανήτη (G-20), παρουσιάζοντας συρρίκνωση της τάξεως του 4,8% σε σχέση με την ίδια περίοδο του περασμένου έτους. Γεγονός που καταδεικνύει ότι η ανάπτυξη της Τουρκίας το 2008 θα περιοριστεί περίπου στο 1%, πολύ πιο κάτω από το 3,4% που είναι ο μέσος όρος του G-20. Όσο για τις προβλέψεις του ΔΝΤ για το 2009, διαγράφονται ιδιαίτερα δυσοίωνες για την Τουρκία: Μείωση της οικονομικής ανάπτυξης κατά 1,5%, τη στιγμή που η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη θα σημειώσει άνοδο κατά 0,5%. Υπό αυτές τις συνθήκες η τόνωση της τουρκικής οικονομίας φαντάζει επιτακτική ανάγκη για την κυβέρνηση ΑΚΡ, που ευελπιστεί να προσελκύσει επιχειρηματικά κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές.

Η επίσημη επίσκεψη του τούρκου Προέδρου στη Σαουδική Αραβία, που του είναι γνώριμη από τη μακρά θητεία του στην Ισλαμική Αναπτυξιακή Τράπεζα, ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την Τουρκία να θωρακίσει τις ήδη καλές σχέσεις των δύο χωρών και να εισπράξει τα οικονομικά οφέλη για τη δημόσια καταγγελία του Ερντογάν κατά του Ισραήλ. Όπως τόνισε ο Γκιουλ, ο οποίος είναι δόκιμος οικονομολόγος, η επιλογή του να επισκεφθεί το Ριάντ τη συγκεκριμένη στιγμή δεν ήταν τυχαία. Επέλεξε ιδιαιτέρως αυτήν τη δύσκολη περίοδο που διανύει η Τουρκία, καθώς η σαουδαραβική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται αλώβητη από τη διεθνή οικονομική κρίση. («Χουριέτ» 5.2.2009) Ας σημειωθεί ότι το επενδυτικό πρόγραμμα της περιόδου 2008-2010 φτάνει τα 214 δισ. δολάρια, ενώ το επόμενο εικοσαετές επενδυτικό πρόγραμμα θα αγγίξει τα 640 δισ. δολάρια. Τα συμβόλαια όμως που έχουν αποσπάσει οι τούρκοι επιχειρηματίες έως αυτή τη στιγμή είναι μηδαμινά σε σχέση με τις προσφερόμενες δυνατότητες. Ενθάρρυνε, λοιπόν, ο Γκιουλ τους τούρκους επιχειρηματίες, που τον συνόδευσαν στην τριήμερη επίσκεψή του, να επιδιώξουν μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα, στοχεύοντας στις μεγάλες εργολαβίες –και όχι της υπεργολαβίες όπως συνηθίζουν– στους τομείς τηλεπικοινωνιών, κατασκευών, μεταφορών, αμυντικής βιομηχανίας, γεωργίας, έρευνας, ναυτιλίας κ.ά., υποσχόμενος κάθε παροχή βοήθειας και στήριξης εκ μέρους του. Απευθυνόμενος δε στους σαουδάραβες επιχειρηματίες, στο πλαίσιο των εργασιών του Τουρκοσαουδαραβικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, εκθείασε το τραπεζικό σύστημα και την αγορά της Τουρκίας και τους προσκάλεσε να αποδείξουν έμπρακτα τη φιλία τους. Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, ότι σε τέτοια θέματα προέχει η συγκατάθεση του σαουδάραβα μονάρχη, που ήδη έχει επισκεφθεί την Τουρκία δύο φορές στο παρελθόν (2006 και 2007). Ο τούρκος Πρόεδρος φαίνεται πάντως να έχει πάρει με το μέρος του τον βασιλιά Αμπντάλα, που δεν μοιάζει να κοιτά με κακό μάτι ένα προνομιακό οικονομικό καθεστώς για την Τουρκία.

Την ίδια περίπου εικόνα αντικρίζει κανείς παρατηρώντας τις επαφές που πραγματοποίησε ο τούρκος Πρόεδρος στην πενθήμερη επίσκεψή του στη Ρωσία (και το Ταταρστάν) πριν από λίγες μέρες. Στην πολυσέλιδη κοινή διακήρυξη που υπέγραψαν ο ρώσος Πρόεδρος, Ντιμίτρι Μεντβέντεβ, με τον Τούρκο ομόλογό του, οι δύο ηγέτες έθεσαν το πλαίσιο της υπέρβασης στην πολιτική, αλλά κυρίως στην οικονομική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών. («Μιλιέτ» 14.2.2009). Η πολιτική βούληση επιβεβαιώθηκε και από τον ρώσο πρωθυπουργό Βλαντίμιρ Πούτιν, που δήλωσε ότι η Άγκυρα κατέχει προνομιακή θέση στις εξωτερικές σχέσεις της Μόσχας. Με την ευκαιρία αυτών των επαφών η Άγκυρα και η Μόσχα κατέληξαν σε κατ' αρχήν συμφωνία σε μια σειρά θεμάτων πολιτικοοικονομικού περιεχομένου στρατηγικής σημασίας, όπως: α) η πώληση ηλεκτρικής ενέργειας αξίας 60 δισ. δολαρίων για μία δεκαπενταετία στην Τουρκία, β) η από κοινού συμμετοχή των κατασκευαστικών εταιρειών των δύο χωρών στον διεθνή διαγωνισμό για τον πρώτο τουρκικό πυρηνικό σταθμό αξίας 20 δισ. δολαρίων, γ) η άρση των ρωσικών γραφειοκρατικών εμποδίων στον εκτελωνισμό των τουρκικών φορτηγών, δ) η χρήση των εθνικών νομισμάτων στις διμερείς συναλλαγές και ε) η κατασκευή νέου αγωγού φυσικού αερίου στα πρότυπα της «Γαλάζιας Ροής» (Blue Stream). Το πλαίσιο διμερούς συνεργασίας καλύπτει και άλλους τομείς, όπως ο τουρισμός (που μας ενδιαφέρει), οι κατασκευές, οι μεταφορές, η βιομηχανία όπλων, η εκπαίδευση κ.ά., γεγονός που εξασφαλίζει στην Άγκυρα την αύξηση των οικονομικών της συναλλαγών με τη Μόσχα, πέραν των ορίων των 30 δισ. δολαρίων, που κυμαίνονται σήμερα. Ποσό, δηλαδή, σεβαστό για την ενίσχυση της τουρκικής οικονομίας.

Οι επισκέψεις του τούρκου προέδρου στο Ριάντ και τη Μόσχα εντάσσονται στις εναγώνιες προσπάθειες της τουρκικής ηγεσίας για την ανατροπή όχι μόνον του διαφαινόμενου αρνητικού διεθνούς κλίματος που αρχίζει να περιβάλλει την Άγκυρα, αλλά, όπως αποδεικνύεται, και του διαφαινόμενου οικονομικού αδιεξόδου, στο οποίο περιέρχεται σταδιακά η Τουρκία.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος

Το Παρόν της Κυριακής - 22.02.2009

http://paratiritirio-tourkias.blogspot.com Διαβάστε περισσότερα...

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΕΝΤΑΣΕΩΝ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΑΔΑΣ - ΤΟΥΡΚΙΑΣ



Η άσκηση στρατιωτικής πίεσης στο Αιγαίο εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας εξακολουθεί να είναι μία σταθερά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
«ΑΠΑΝΤΗΣΗ» ΜΕ ΨΥΧΡΑΙΜΙΑ, ΜΕΤΡΙΟΠΑΘΕΙΑ ΚΑΙ ΝΗΦΑΛΙΟΤΗΤΑ: Το «κλειδί» σταθερότητας
του Στέλιου Αλειφαντή*
Η πολιτική των εντάσεων που ακολουθεί συστηματικά η Τουρκία για την επίτευξη των στόχων της αντιμετωπίζεται από την Ελλάδα στο πλαίσιο μιας πολιτικής αντιδράσεων απέναντι στις συγκεκριμένες προκλήσεις.
Φυσικά το «πολιτικό μήνυμα» συγκεκριμένων διεκδικήσεων που «μεταφέρουν» οι τουρκικές προκλήσεις είναι εύγλωττο, όπως άλλωστε και η γενικότερη στρατηγική επιλογή τους, που είναι η ανατροπή του statusquo στο Αιγαίο, όπως αυτό καλύπτεται από τις διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο. Τόσο η διάγνωση της γενικής στρατηγικής επιδίωξης όσο και η ανάσχεση (διπλωματική και επιχειρησιακή) των επιμέρους τουρκικών προκλήσεων της εκάστοτε...συγκυρίας θα εξακολουθήσει να είναι ατελέσφορη για δύο συγκεκριμένους λόγους.
Ο πρώτος αφορά την ουσιαστική διάκριση ανάμεσα στη διαχείριση των εντάσεων και στη διαχείριση των κρίσεων. Ο δεύτερος έχει σχέση με τη διακρίβωση του ρόλου της πρόκλησης εντάσεων ως εκδήλωσης συγκεκριμένης και οροθετημένης πολιτικής στρατηγικής. Επομένως απουσιάζει από τους ελληνικούς προβληματισμούς ένας ενδιάμεσος «χώρος σχεδίασης και δράσης» ανάμεσα στο ευρύτερο στρατηγικό επίπεδο και στην τακτική αντιμετώπιση της συγκυρίας. Σε αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο αναφοράς η πρόκληση εντάσεων δεν είναι υιοθέτηση μιας διαρκούς πρακτικής για την προώθηση του στρατηγικού στόχου της ανατροπής του statusquo στο Αιγαίο ούτε ασύνδετες προκλήσεις για τη διατήρηση της πίεσης στην Ελλάδα και της εκπλήρωσης των κάθε φορά επιμέρους διπλωματικών στόχων της Άγκυρας.
Η πρόκληση εντάσεων, τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά τους, συνδέονται με την προσπάθεια υλοποίησης συγκεκριμένης και οροθετημένης πολιτικής στρατηγικής, που επιμερίζεται σε διακριτές επιδιώξεις και έχει εύρος χρόνου. Χωρίς να διακρίνουμε τη διαχείριση των εντάσεων και τη διαχείριση των κρίσεων, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εστιάσουμε στη διαμόρφωση σταθεροποιητικών πολιτικών των διμερών σχέσεων με τη γειτονική Τουρκία που θα έχουν μια συνεπή και συνεκτική ελληνική πολιτική αποκλιμάκωσης των εντάσεων. Αν δεν ενταχθεί η πρόκληση εντάσεων στην εκάστοτε πολιτική στρατηγική της άλλης πλευράς, το αποτέλεσμα θα είναι η ανακολουθία επιδιώξεων και μέσων στην αντιμετώπιση των προκλήσεων, που θα οδηγεί είτε σε ανοχή και ενθάρρυνση των προκλήσεων είτε σε ατελέσφορες και επικίνδυνες κλιμακώσεις. Η αναγωγή της πολιτικής στρατηγικής, είτε στους διπλωματικούς ή στρατιωτικούς τακτικισμούς είτε στις γενικότητες στρατηγικού επεκτατισμού, δημιουργεί περισσότερη σύγχυση στην αντιμετώπιση των προκλήσεων. Παράλληλα, η ατελέσφορη διαχείριση των προκλήσεων και πολύ περισσότερο η διεύρυνση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των εντάσεων, η πρόκληση ελεγχομένων κρίσεων και η τυχόν διπλωματική ενίσχυση των διεκδικήσεων της άλλης πλευράς έχει ως αποτέλεσμα η σύγχυση να δημιουργείται σε ορισμένους πολιτικούς κύκλους σχετικά με το περιεχόμενο της ελληνικής εθνικής στρατηγικής. Η διαχείριση των εντάσεων απαιτεί ψυχραιμία και μετριοπάθεια, βασίζεται όμως σε νηφαλιότητα και επεξεργασμένες αντιλήψεις που κατανοούν σε βάθος τις προκλήσεις της συγκυρίας και τη συνδέουν με την εκάστοτε πολιτική στρατηγική και τους ευρύτερους στρατηγικούς στόχους της άλλης πλευράς για την ανατροπή του statusquo στο Αιγαίο.

Κίνδυνος θερμού επεισοδίου

Η έξαρση των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο ενέχει πλέον τον σοβαρό κίνδυνο διολίσθησης σε «επεισόδια» που δύναται να επιδεινώσουν τις σχέσεις Ελλάδος - Τουρκίας. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις στον κρίσιμο τομέα της εθνικής ασφάλειας βρίσκονται αρκετά χρόνια τώρα σε οριακό επίπεδο και ο μοναδικός λόγος που δεν έχουν διολισθήσει σε «συγκρουσιακές καταστάσεις» είναι η αυτοσυγκράτηση που συστηματικά επιδεικνύει η ελληνική πλευρά σε διπλωματικό και επιχειρησιακό επίπεδο.
Η Αθήνα αποφεύγει συστηματικά να ανεβάσει τους τόνους στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και έχει επιδείξει μια πρακτική που αγγίζει τα όρια της «ανοχής» σε διπλωματικό και επιχειρησιακό επίπεδο. Στο πρώτο επίπεδο, βεβαίως, το υπουργείο Εξωτερικών προβαίνει, κάθε φορά, σε διαφόρων τύπων διαβήματα προς την Άγκυρα και προς διεθνείς παράγοντες, υπογραμμίζοντας την ανησυχία της Ελλάδας για τις τουρκικές επιλογές. Αποφεύγει όμως συστηματικά να υπογραμμίσει διεθνώς αυτό για το οποίο υπάρχει καθολική συναίνεση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, ότι δηλαδή υφίσταται τουρκική στρατιωτική απειλή κατά της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας και σοβαρός κίνδυνος διεθνούς κρίσης λόγω των τουρκικών στρατιωτικών προκλήσεων. Σε επιχειρησιακό επίπεδο, επίσης, η αυτοσυγκράτηση περιορίζεται στην ανάσχεση μόνο των εξαιρετικά προκλητικών ενεργειών, η οποία –για παράδειγμα– εκφράζεται με την υιοθέτηση μιας πρακτικής των λεγομένων «επιλεκτικών αναχαιτίσεων» στις περιπτώσεις παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου και παραβάσεων του FIR Αθηνών.
Οι ελληνικές αντιδράσεις στην πρόσφατη έξαρση των τουρκικών προκλήσεων φαίνεται να έχουν προβληματίσει έντονα την Αθήνα για το κατά πόσο παραγωγικοί αποδεικνύονται οι μέχρι σήμερα χειρισμοί απέναντι στη συστηματική τουρκική πρακτική στο Αιγαίο. Η διπλωματική «γλώσσα» που χρησιμοποιείται στο όνομα της «μη όξυνσης» του διμερούς πολιτικού κλίματος ενδέχεται διεθνώς να υποβαθμίζει τον αποσταθεροποιητικό ρόλο, σε βάρος της ελληνικής ασφάλειας, των τουρκικών ενεργειών σε μια «συνήθη» αλλά πάντως ελεγχόμενη κατάσταση με «τεχνικά» κατά βάση χαρακτηριστικά ρουτίνας. Παράλληλα, οι επιχειρησιακές επιλογές ενδεχομένως να συνδράμουν στην «παγίωση» μιας απρόσκοπτης και χωρίς ρίσκο στρατιωτικής δραστηριότητας εμπεδώνοντας στην άλλη πλευρά φρόνημα αυτοπεποίθησης και «ελευθερίας κινήσεων» ακόμη και στο επίπεδο του ένστολου προσωπικού και δημιουργώντας την εντύπωση στους διεθνείς παράγοντες ότι η αποκλιμάκωση των εντάσεων στο Αιγαίο εξυπηρετείται πρωτίστως από την ελληνική αντίδραση παρά από τον περιορισμό και την άρση των στρατιωτικών προκλήσεων της άλλης πλευράς. Οι προβληματισμοί αυτοί έχουν αναδείξει για άλλη μια φορά την ανάγκη μιας συνεκτικής, ευέλικτης και αποτελεσματικής στρατηγικής διαχείρισης των εντάσεων στην κατεύθυνση της διαφύλαξης της σταθερότητας της εθνικής ασφάλειας και των διμερών σχέσεων.
Η κυβερνητική αυτή επιλογή της «αυτοσυγκράτησης» στους χειρισμούς εδράζεται στη θεώρηση ότι η πορεία των ευρωτουρκικών σχέσεων ως ενταξιακή διαδικασία είναι πολυσύνθετη και μακροπρόθεσμη. Θεωρείται όμως ότι η διαδικασία αυτή έχει ως θεμελιακό χαρακτηριστικό το ότι μετασχηματίζει την τουρκική πραγματικότητα και επομένως ενισχύει τη βαθμιαία εγκατάλειψη των τουρκικών αναχρονιστικών εδαφικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο υπέρ μιας γνήσιας εταιρικής σχέσης δύο μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Αθήνα δεν αναμένει ότι η διαδικασία αυτή θα είναι αυτόματη και ευθύγραμμη και ότι δεν θα διακρίνεται από έλλειψη εμποδίων και πισωγυρίσματα. Ωστόσο η Ελλάδα εύλογα αναμένει να υπάρχει μια ύφεση στις τουρκικές πρακτικές και μια ενίσχυση της συνεργασίας, έστω και στο επίπεδο των Μέτρων Μείωσης της Έντασης (ΜΜΕ) ή των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Στους τομείς αυτούς, το διμερές θεσμικό πλαίσιο για την υλοποίηση των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει οι δύο πλευρές βάζοντας την υπογραφή τους σε επίσημες συμφωνίες είτε για ΜΟΕ είτε για ΜΜΕ υφίσταται εδώ και χρόνια, ωστόσο η Άγκυρα συστηματικά δεν το εφαρμόζει. Αντίθετα, ιδιαίτερα μετά το 2004, στην Αθήνα φαίνεται να εμπεδώνεται η εκτίμηση ότι η Άγκυρα αντιλαμβάνεται την ενταξιακή πορεία της επιλεκτικά. Επιχειρεί συστηματικά να αποσυνδέσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις από την πορεία των ευρωτουρκικών διαπραγματεύσεων.

Το μετέωρο βήμα της Άγκυρας
Η Τουρκία αποσκοπεί να μετατρέψει τα συλλογικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ρόλο «αντικειμενικού» επιδιαιτητή των λεγόμενων «διαφορών» μεταξύ της Τουρκίας, ενός υποψήφιου μέλους και της Ελλάδας, ενός κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε κυρίαρχους πολιτικά κύκλους της Άγκυρας φαίνεται ότι υπάρχει η αντίληψη άλλο Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλο Ελλάδα ή Κυπριακή Δημοκρατία. Πρόκειται για μία αντίληψη που κατανοεί την Ευρωπαϊκή Ένωση όχι ως διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αλλά ως έναν «διεθνή οργανισμό», όπως το ΝΑΤΟ, το Συμβούλιο της Ευρώπης, ο ΟΟΣΑ κ.ά. Η αντίληψη αυτή δεν είναι μόνο ορατή σε ζητήματα ασφάλειας, όπως αυτά που αντιμετωπίζουν η Ελλάδα και η Κύπρος, αλλά και σε κρίσιμα θέματα τουρκικής εσωτερικής πολιτικής όπως ο ρόλος του στρατού στο πολιτικό σύστημα της χώρας, ο εκδημοκρατισμός, οι παρακρατικοί μηχανισμοί, τα μειονοτικά, αλλά και προβλήματα που στην περίπτωση της γειτονικής χώρας αφορούν πολλά εκατομμύρια πολιτών διαφορετικών εθνοτήτων (Κούρδοι, Τσερκέζοι, Αλεβίτες, κ.ά.), τα ανθρώπινα δικαιώματα, η λειτουργία της Δικαιοσύνης κ.λπ.
Σημαντικό τμήμα της κυρίαρχης πολιτικής ελίτ της Τουρκίας δείχνει να παραγνωρίζει ότι η τουρκική ένταξη είναι «πράξη προσχώρησης» στην Ε.Ε. με μοναδική παραχώρηση ορισμένες μεταβατικές διατάξεις. Επομένως, ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας οφείλει να εμπεριέχει κρίσιμα ποιοτικά χαρακτηριστικά, που να συνδέονται με ενοποιητικές διαδικασίες και να επιβάλλουν καθοριστικές μεταβολές στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της με κριτήριο το σύνθετο και πολυδιάστατο πλέγμα πολιτικών αντιλήψεων, θεσμικών μεταβολών και πρακτικών ρυθμίσεων, που έχει αποκληθεί «κοινοτικό κεκτημένο». Η ενσωμάτωση του κοινοτικού κεκτημένου στο νομικό και πολιτειακό σύστημα της Τουρκίας συναντά εδώ και καιρό σημαντικές αντιστάσεις, και εναπόκειται στην πολιτική βούληση της πολιτικής ελίτ και του εκλογικού σώματος της Τουρκίας να ξεπεραστούν.
Οι ευρωπαϊστές της Τουρκίας χρειάζονται την Ελλάδα αλλά και την Κύπρο προκειμένου να κρατήσουν ανοικτή την ενταξιακή προοπτική της χώρας τους, αλλά αυτοί δεν είναι σήμερα η κυρίαρχη δύναμη στο πολιτικό σκηνικό της γείτονος. Το περιχαρακωμένο «βαθύ κράτος» της Τουρκίας και οι πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις που συντηρούνται από αυτό όχι μόνο δεν έχουν ανάγκη την Ελλάδα αλλά θα προτιμούσαν μια ευρωπαϊκή ενταξιακή πορεία που δεν θα έθιγε τη θέση και τις επιδιώξεις τους. Επομένως, αυτές οι δυνάμεις επιμένουν να αντιλαμβάνονται την Ευρωπαϊκή Ένωση όχι ως διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αλλά ως έναν «διεθνή οργανισμό» και να διεξάγουν ένα «ανατολίτικο παζάρι» προκειμένου να διατηρήσουν τον ρόλο τους στα τουρκικά πράγματα εκσυγχρονίζοντας τη λειτουργία τους, στον βαθμό που τούτο είναι εφικτό ώστε αυτή η λειτουργία να προσαρμοστεί στις συνθήκες είτε πλήρους ένταξης της Τουρκίας είτε μιας «ειδικής εταιρικής σχέσης» με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια τέτοια τουρκική δυνατότητα διερευνάται συστηματικά στην περίπτωση εφαρμογής των συμβατικών δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η Άγκυρα απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση το Πρωτόκολλο της Τελωνειακής Ένωσης. Η άρνηση εφαρμογής του αναφορικά με ένα μόνο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Κυπριακή Δημοκρατία, αποτελεί για την Άγκυρα «πρακτική-πιλότο» που θα κρίνει τον ρεαλισμό αυτής της τουρκικής επιλογής να διασπάσει την κοινοτική συνοχή μεταξύ των μελών ακόμη και στο πεδίο των συμβατικών δεσμεύσεων. Μέχρι στιγμής όλα δείχνουν ότι τα θεσμικά περιθώρια ευελιξίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης να «αναβληθεί» η οριστική συμμόρφωση της Τουρκίας στις συμβατικές υποχρεώσεις της εξαντλούνται ολοένα και περισσότερο. Στο ζήτημα αυτό, για την κυρίαρχη τουρκική στρατιωτικοπολιτική ελίτ πλησιάζει η «ώρα της αλήθειας» και πιθανόν να συνιστά μια σοβαρή ένδειξη ότι οι εσωτερικές συνθήκες στην Τουρκία δεν ευνοούν την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η πολιτική της έντασης στο Αιγαίο, ακόμη και στη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής το 2004, όπου η τοποθέτηση της Ελλάδος θα έκρινε αν θα δοθεί στην Τουρκία το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δημιούργησε σοβαρούς προβληματισμούς στην ελληνική κυβέρνηση. Η κατάσταση αυτή όμως δεν στάθηκε ικανή να αμφισβητήσει τη στρατηγική επιλογή του 1999 να συνδεθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, έστω και σε μεσοπρόθεσμη προοπτική μετά την κυβερνητική επιλογή της εγκατάλειψης της βραχυπρόθεσμης επιλογής για την κοινοτική θέσπιση ενός «οδικού χάρτη» (roadmap) προόδου των διμερών σχέσεων και των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Τόσο η στρατηγική επιλογή του Ελσίνκι (1999) όσο και η συνακόλουθη διαχείριση των ευρωτουρκικών σχέσεων αποτέλεσε αντικείμενο έντονων προβληματισμών της ελληνικής πολιτικής ελίτ. Οι κυβερνήσεις Κώστα Καραμανλή συνέχισαν σταθερά να στηρίζουν την πολιτική του Ελσίνκι (1999) αναπτύσσοντας τη διμερή συνεργασία με την Τουρκία σε κάθε τομέα όπου υπήρχε γόνιμο έδαφος, όπως η στρατηγική συνεργασία στον τομέα των αγωγών ενέργειας.
Σε διπλωματικό επίπεδο, η ανάπτυξη προσωπικών σχέσεων Καραμανλή - Ερντογάν άνοιξε ένα κανάλι άμεσης επικοινωνίας ανάμεσα στους δύο ηγέτες, χωρίς ωστόσο, πέραν της αρχικής ευφορίας της επίσημης επίσκεψης του Τούρκου πρωθυπουργού στην Αθήνα, να αποδώσει καρπούς σε ό,τι αφορά τη μείωση των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο. Αντίθετα, η όποια διακύμανση στην έξαρση των εντάσεων φαίνεται ότι υπαγορεύθηκε από εκτιμήσεις και σχεδιασμούς του τουρκικού διπλωματικοστρατιωτικού κατεστημένου ως χειρισμοί της εκάστοτε συγκυρίας των ελληνοτουρκικών σχέσεων, που αποσκοπούν στην κατοχύρωση των τουρκικών διεκδικήσεων και στην αποσύνδεση των διμερών σχέσεων από τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Παράλληλες εντατικές προσπάθειες της Άγκυρας σε διεθνείς οργανισμούς (όπως για παράδειγμα ο ICAO ή ΙΜΟ) να φθείρουν τις ελληνικές δικαιοδοσίες, η δραστηριότητα του τουρκικού προξενείου στην Δυτική Θράκη αλλά κυρίως η κατά καιρούς εξαιρετικά προκλητικές παραβιάσεις και παραβάσεις στο Αιγαίο, ακόμη και σε περιόδους διμερών επαφών (π.χ. επίσκεψη Μολυβιάτη στην Άγκυρα) ή δραστηριοτήτων υψηλών προσώπων (όπως του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κ. Παπούλια στο Αγαθονήσι) που ενέχουν τον χαρακτήρα προσωπικής αποδυνάμωσής τους, δημιουργούν την εντύπωση ότι ο κύκλος της «μετα-Ελσίνκι εποχής» κλείνει, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά διπλωματικούς και επιχειρησιακούς χειρισμούς στα ζητήματα εθνικής ασφάλειας.

Η διαχείριση των εντάσεων
Η ελληνική διπλωματία κινδυνεύει να υπερκερασθεί από την τουρκική αν η Αθήνα υποτιμήσει τον στρατηγικό ορίζοντα που διέπει την τουρκική διπλωματική τακτική.
Η τουρκική στρατηγική πρόκληση δεν μπορεί να απαντηθεί παρά μόνο με ανάλογες ελληνικές στρατηγικές επιλογές. Από τη σκοπιά της Άγκυρας, η τουρκική πρακτική δεν συνιστά μεταβολή. Αντίθετα συνιστά «συνήθη» πρακτική, καθώς η Τουρκία εμφανίζεται να είναι συνεπής στην πολιτική στρατηγική της και στους διπλωματικούς και στρατιωτικούς χειρισμούς που την υλοποιούν. Η άσκηση στρατιωτικής πίεσης στο Αιγαίο εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας εξακολουθεί να είναι μία σταθερά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η διακηρυγμένη τουρκική επιδίωξη της αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας και των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων συνεχίζει να έχει σημαντικές επιπτώσεις.
Σε διεθνές επίπεδο παγιώνει μια θεώρηση του ζητήματος όχι ως τουρκική διεκδίκηση αλλά ως ύπαρξη μιας «γκρίζας ζώνης» σε ό,τι αφορά ελληνική κυριαρχία. Σε διπλωματικό επίπεδο επιχειρεί να ακυρώσει ή να φθείρει τις ελληνικές θέσεις. Για παράδειγμα, στην περίπτωση εφαρμογής του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Ένωσης Ε.Ε. - Τουρκίας, όταν ο μεταρρυθμιστής Ταγίπ Ερντογάν δηλώνει ότι «αν είναι να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε., επειδή δεν υποχωρούμε στο θέμα του πρόσθετου πρωτοκόλλου, ας διακοπούν», ουσιαστικά πιέζει διπλωματικά τους Ευρωπαίους εταίρους προς μία κατεύθυνση αντίθετη με τις ελληνικές επιδιώξεις και, εφόσον δεν υπάρχει κατάλληλη ελληνική απόκριση προς τους εταίρους μας, η πίεση θα μεταφέρεται πάντοτε στην ελληνική πλευρά.
Κινδυνεύει να ανακοπεί άμεσα ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας και μάλιστα λόγω του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Ένωσης; Κανείς έγκυρος αναλυτής στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό δεν ισχυρίζεται κάτι τέτοιο, παρά τις αναμφισβήτητες δυσκολίες να υπάρξει αλλαγή πλεύσης του τουρκικού καθεστώτος ή του Ερντογάν να το επιβάλει. Αλλά πάλι, αν η Τουρκία δεν μπορεί να μετασχηματιστεί για την αποδοχή του κοινοτικού κεκτημένου, τότε ποιο είναι το ζητούμενο της ενταξιακής πορείας της τόσο για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο, ειδικότερα, και για το ελληνικό πρόβλημα ασφάλειας; Πέραν όμως αυτών, στην ελληνική εσωτερική πολιτική προσπαθεί να ευνοήσει το «άνοιγμα» μιας διαδικασίας αναθεώρησης της μετά το 1974 εθνικής στρατηγικής στην κατεύθυνση «συμβιβαστικών» λύσεων που βασίζονται στην παραχώρηση ελληνικής κυριαρχίας.
Με άλλα λόγια, στο εσωτερικό πολιτικό πλαίσιο η Άγκυρα κινείται προς μια εντελώς αντίστροφη κατεύθυνση επηρεασμού των εξελίξεων από αυτήν που η Ελλάδα επιχειρεί στις εσωτερικές εξελίξεις της Τουρκίας, μέσω της στήριξης που παρέχει στην τουρκική υποψηφιότητα για ένταξη στην Ε.Ε., θεωρούμενης ως διαδικασία «ευρωπαϊκού μετασχηματισμού» της Τουρκίας και, άρα, μεσοπρόθεσμα, άρσης των τουρκικών εδαφικών διεκδικήσεων. Έχουν συσσωρευθεί σημαντικές ενδείξεις ότι η ελληνική πολιτική στρατηγική κινδυνεύει να υπερκερασθεί από την τουρκική, ακριβώς επειδή βασίζεται σε όρους και προϋποθέσεις που οδηγούνται σε εξάντληση. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ελληνική εθνική στρατηγική οφείλει να αναθεωρηθεί, όπως ορισμένοι πολιτικοί κύκλοι διατείνονται.
Η εθνική στρατηγική οφείλει να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες και το όχημα αυτής της αναπροσαρμογής δεν είναι η αναθεώρηση του περιεχομένου της αλλά μια επεξεργασμένη πολιτική στρατηγική που να την υπηρετεί και να ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες. Από τη σκοπιά της διατύπωσης προτεραιοτήτων και πολιτικής στρατηγικής, ο προσδιορισμός των παραμέτρων αυτών συνδέεται άμεσα με την ύπαρξη της σχετικής πολιτικής βούλησης.

Η μετάβαση σε μία νέα στρατηγική
Η προώθηση της σταθερότητας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με δεδομένες τις θέσεις των δύο πλευρών και του διεθνούς παράγοντα, είναι ζήτημα εσωτερικών και διεθνών συσχετισμών που σε τελική ανάλυση αποκρυσταλλώνουν αυτές τις θέσεις. Οι εσωτερικοί συσχετισμοί, όπως προσδιορίζονται στο ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό εθνικό πλαίσιό τους, καθορίζουν κυρίως τις προτεραιότητες πολιτικής και τις εσωτερικές δυνατότητες και αντοχές για την προώθησή τους. Το κύριο ζητούμενο είναι η διατύπωση μιας πολιτικής στρατηγικής που έχει τη ρεαλιστική δυνατότητα δημιουργίας πλεονεκτικών διεθνών ερεισμάτων για την επίτευξη των στόχων της και αυτό κρίνεται μόνο από τα αποτελέσματά της σε προσδιορισμένο χρονικό ορίζοντα.
Η προσπάθεια να ξεφύγει ολόκληρο το πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε Αιγαίο και Κύπρο από τον αναχρονισμό των εδαφικών διεκδικήσεων και της κατοχής δεν μπορεί παρά να είναι πολυδιάστατη. Να ευνοεί, να διευρύνει και να αξιοποιεί την ανάπτυξη σχέσεων εμπιστοσύνης και συνεργασίας με την Τουρκία.
Ταυτόχρονα όμως, η στήριξη της ελληνικής επιλογής να επικρατήσουν στη γειτονική χώρα πολιτικές δυνάμεις που υποστηρίζουν μια γνήσια εταιρική σχέση και την άρση των διεκδικήσεων, βασίζεται στην επιτυχή ανάσχεση και αποτροπή των τουρκικών προκλήσεων σε Αιγαίο, Δυτική Θράκη και Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό είναι το πλαίσιο που θέτει η επαρκώς διατυπωμένη εθνική στρατηγική, που αδιάλειπτα από το 1974 συνιστά το σταθερό πλαίσιο διαμόρφωσης της εκάστοτε πολιτικής στρατηγικής όλων των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων. Κυβερνήσεις που, παρά τις όποιες ατυχείς στιγμές τους, λάθη και παραλείψεις τους, παρέμειναν - άσχετα από τους λόγους - προσηλωμένες στις επιταγές της εθνικής στρατηγικής.
Επίκεντρο μιας ανανεωμένης πολιτικής στρατηγικής είναι η καθοριστική μεταβολή, με βάση πάντα το διεθνές δίκαιο, των διμερών όρων πάνω στις οποίες η Τουρκία βασίζει την πολιτική στρατηγική πρόκλησης εντάσεων στο Αιγαίο. Η ενδυνάμωση της ελληνικής παρέμβασης σε κάθε διεθνές δικαιακό θεσμικό περιβάλλον και η πρακτική στήριξή της σε επιχειρησιακό επίπεδο με κατάλληλη, ευέλικτη και στοχευμένη διαχείριση των εντάσεων, που να επιβάλλει στην άλλη πλευρά την αποκλιμάκωση των εντάσεων. Η πρόκληση εντάσεων δεν πρόκειται να σταματήσει αν οι εσωτερικές πολιτικές δυνάμεις στην Τουρκία που τις συντηρούν δεν μεταβάλουν πολιτική.
Οι προκλήσεις αυτές μπορούν, όμως, να καταστούν ατελέσφορες και αναχρονιστικές εφόσον δεν μεταβάλλουν το statusquo στο Αιγαίο προς όφελος των τουρκικών διεκδικήσεων. Ωστόσο, καμιά εποικοδομητική πολιτική στρατηγική δεν μπορεί να έχει προοπτική αν δεν εδράζεται σε μια ευρύτερη θεώρηση της Τουρκίας και σε εκείνες τις εσωτερικές και διεθνείς διαστάσεις που αναιρούν την τουρκική αναθεωρητική πολιτική και την εντάσσουν σε ένα περιβάλλον σταθερότητας, αμοιβαίας ασφάλειας και εξισορρόπησης θεμιτών συμφερόντων. Παρά την πολιτική κυριαρχία των «καθεστωτικών δυνάμεων» υπάρχει μια κοινωνική και πολιτική δυναμική που διατρέχει την τουρκική κοινωνία και πολιτική στην κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού. Οι εξελίξεις στη γείτονα χώρα, που διατρέχουν σε βάθος την τουρκική κοινωνία, οικονομία και πολιτική, διέπονται από αντιθέσεις και αντιφάσεις και συνεχίζουν, σε ορισμένες τουλάχιστον εκφάνσεις, να είναι απρόβλεπτες.

* Ο δρ Στέλιος Αλειφαντής είναι διευθυντής του Κέντρου Ανάλυσης Διεθνών Συγκρούσεων.

http://infognomonpolitics.blogspot.com/2009/02/blog-post_6940.html Διαβάστε περισσότερα...

The EU-Turkey-Cyprus Triangle: "Setting the Stage", Hugh Pope



Internationa Crisis Group

Hugh Pope
23 February 2009


Turkey has been converging formally with the European Union and its predecessors since it signed an association agreement in 1963, the same year the dispute between Greek Cypriots, Turkish Cypriots, Turkey and Greece over Cyprus became both a cause and symptom of ups and downs in the EU-Turkey relationship. On the Mediterranean island, armed conflict has been minimal since the 1974 Turkish invasion and occupation of the northern third, and Turkey and Greece have smoothed over their differences since a 1999 rapprochement. But the 2004 entry of the Republic of Cyprus into the EU as a divided country imported this frozen conflict into the heart of Europe, and created an unbreakable triangle between the EU, Turkey and Cyprus.

Within this triangle, 2009 looks set to be a decisive year. Turkey, negotiating for full membership of the EU since 2005, is unable to start negotiations on at least half of the 33 candidacy “chapters” with Brussels due to freezes linked to Cyprus. Since 2007, France has blocked five others, symbolising European enlargement fatigue and reversing its former support for Turkey’s EU vocation.

These difficulties have caused a slowdown in the EU reform process in Turkey, already demotivated by a general EU failure to reward Ankara and the Turkish Cypriots for accepting the EU-approved, UN-mediated Annan Plan for a Cyprus settlement in 2004 which the Greek Cypriots rejected. Fall 2009 will cause another blow to Turkey’s EU candidacy prospects if Ankara does not normalise its relations with the Republic of Cyprus and EU member states decide to further slow down the accession process. In any event, if nothing changes, Turkey will run out of EU negotiating “chapters” to open by 2010. In short, without some clear forward movement in 2009, EU-Turkey convergence risks grinding to a halt, and with it most likely any hopes of a Cyprus settlement.

In early 2009, Turkey gave evidence of a new will to revive its flagging convergence with the European Union implementing many of the recommendations made by Crisis Group. On 31December 2008, President Abdullah Gül signed into law a new National Programme for the Adoption of the EU Acquis, formally updating the road map for adopting the EU body of law for the first time since 2003. Prime Minister Recep Tayyip Erdoğan appointed his close associate Egemen Bağış to become a state minister and full-time EU negotiator, taking the portfolio from the busy foreign minister.

On 10 January, he upgraded the status of Turkey’s main implementing institution for EU legislation, the EU General Secretariat, from the control of the foreign minister to the prime minister. Erdoğan then visited Brussels on 19 January, his first visit to the EU capital for four years, and pledged that 2009 would see “a leap forward in terms of reforms”. Turkey has also indicated that it may not oppose France's return to NATO's military structures. This follows an easing of the French president's formerly strident tone against Turkey.

In January, the government also granted important new ethnic and religious freedoms. A full-time, state-run Kurdish-language television channel began broadcasting, and has proved popular among Turkish Kurds despite a campaign against it by some Kurdish nationalists. The government is also talking of expanding the rights of private Kurdish channels, allowing Kurdish institutes in universities, lifting bans on the letters q, w and x (used in writing Kurdish, but not Turkish) and permitting the use of Kurdish on prison visits. Erdoğan attended a breaking-the-fast dinner of the heterodox Alevi community, state television broadcast programmes dedicated to Alevi holy days and the government started work on giving Alevi prayer leaders the same rights as those enjoyed by the Sunni Muslim mainstream. Parliament started work on changing by-laws to avoid filibusters and speed the legislative reform process.

Delays in the EU reform process are partly caused by domestic polarisation between Erdoğan’s Justice and Development Party (AKP, or Adalet ve Kalınma Partisi), the newest conservative, religious-minded movement, and the old secular establishment (often known as Kemalists, after republican founder Mustafa Kemal Atatürk). The Turkish Armed Forces, which ousted governments in 1960, 1971, 1980 and 1997, kicked off a new round of tensions in 2007 with a website warning to AKP. Erdoğan saw off that challenge in July 2007 with a 47 per cent win in early parliamentary election.

Then when an arms cache and apparent series of coup plots linked to serving and retired security forces personnel were uncovered after June 2008, the conflict morphed into a court case known as Ergenekon. Blunt judicial methods have resulted in some clearly unjust detentions among the current 86 defendants, who include retired generals. But at its core the case remains deadly serious. One officer committed suicide after being publicly linked to the alleged Ergenekon network and Turkey’s dirty war against Kurdish nationalists in the 1990s; his funeral was attended by the country’s five top generals.

The European reaction to all this has been muted. The EU is sceptical about Turkey’s commitment after the lack of substantial reforms in 2005-2008. In early 2009, Prime Minister Erdoğan caused another distraction with tough talk against Israel in Brussels and a walk-off from a stage in the World Economic Forum in Davos. In both places he tried to focus world condemnation on Israeli actions in Gaza, but instead European and American audiences focused on whether the forthright style in which he did it proved that he was an Islamist or that Turkey was turning away from the West. (In fact, nothing much has changed: although Erdoğan could and should have done much more to head off an anti-Semitic streak in anti-Israel protests in Turkey, Erdoğan has long criticised Israeli treatment of the Palestinians, advocates inclusion of Hamas in peace talks and has never touched Ankara’s relatively strong security relationship with Tel Aviv). Erdoğan’s eye was doubtless partly on Turkey’s 29 March local elections, and one poll showed his popularity rating soared 19 points after his Davos demarche.

A strong AKP showing in the March election might embolden Erdoğan to pursue Turkey’s EU reform agenda, which might then trigger some encouragement from the EU and give Erdoğan a freer hand to make bold moves on Cyprus. This will become salient when the current bicommunal negotiations reach a critical juncture involving matters like the 1960 guarantee arrangements involving Turkey and Turkish troop withdrawals.

After five months of full-fledged negotiations, talks between the Greek and Turkish Cypriot leaders are moving consistently ahead. The leaders concluded an initial discussion on governance and power sharing, and started working on property in February. Some areas of agreement have emerged; and the two leaders have retained a long-standing personal friendship and engagement. The two sides still have several months left before there is real pressure to conclude the talks after what is likely to be intensive give and take sessions on outstanding points of disagreement.

One new complication is that the Turkish Cypriots have brought forward parliamentary elections to 19 April from February 2010. (Turkish Cypriot President Mehmet Ali Talat faces separate elections in April 2010). The current coalition government is led by Talat’s former party, the pro-settlement Republican Society Party (CTP). Polls show that the nationalist National Unity Party (UBP) is now in the lead, reflecting disillusionment with the slow progress of reunification talks. If the UBP wins Talat may be under pressure to make fewer concessions to a fully federal settlement. Διαβάστε περισσότερα...

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

Οι Η.Π.Α. αποχωρώντας δεν θα περάσουν ξώφαλτσα


Radikal
(23/2/2009)
Στην πορεία που θα ακολουθήσουν οι Η.Π.Α. βγαίνοντας από το Ιράκ συμπεριλαμβάνεται και η Τουρκία. Στην διαδρομή που καθορίστηκε για την επιτάχυνση της αποχώρησης από το Ιράκ, συμπεριελήφθη η Αλεξανδρέττα και η Μερσίνη στον δρόμο που θα ακολουθηθεί για την μεταφορά των στρατιωτών, των βαρέων όπλων, των αρμάτων και των πολεμοφοδίων. Υπενθυμίζεται ότι οι Η.Π.Α. που είχαν έρθει σε δύσκολη θέση κατά την μετάβαση των δυνάμεών τους στο Ιράκ το 2003, κατά την διέλευση που θα γίνει τώρα, έγινε γνωστό ότι επιθυμούν να ξανακτυπήσουν την πόρτα της Άγκυρας για την επιστροφή.

Η Τουρκία που είχε ζήσει πολιτική κρίση τότε με το θέμα του κυβερνητικού εγγράφου που απορρίφθηκε από την Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση, προς το παρόν παραμένει σιωπηλή. Όμως οι Η.Π.Α. πιστεύουν ότι αυτή την φορά θα έχουν την υποστήριξη της Άγκυρας. Ο αριθμός των Αμερικανών στρατιωτών στο Ιράκ είναι 140.000. Όμως το ουσιαστικό πρόβλημα της αποχώρησης είναι τα βαριά όπλα, τα άρματα και τα πολεμοφόδια.

Στην Έκθεση που κατατέθηκε στην Βουλή των Αντιπροσώπων έγινε η υπενθύμιση ότι το δυναμικό εγκαταστάσεων του Κουβέιτ και των άλλων γειτονικών χωρών μπορεί να επιβραδύνει την ταχύτητα της μεταφοράς και ζητήθηκε να υιοθετηθεί μεταφορά πολλαπλών διαδρομών στην οποία θα συμπεριλαμβάνεται και η Τουρκία. Ακόμα τονίστηκε ότι ο Αμερικανικός στρατός κατασκεύασε στις πόλεις της Μεσογείου που έχουν λιμένες (στην Αλεξανδρέττα και στην Μερσίνη) γέφυρες για την μεταφορά των βαρέων αρμάτων. Ο Γενικός Επιτελάρχης Mullen είπε ότι το Πεντάγωνο εξετάζει τις περιπτώσεις Τουρκίας και Ιορδανίας. Ακόμα, τόνισε πως η Άγκυρα και το Αμμάν υποστηρίζουν το σχέδιο αποχώρησης. Διαβάστε περισσότερα...

Oι εορτασμοί Νεβρούζ


Turkiye
(22/2/2009)

Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας (ΣΕΑ) θα πραγματοποιήσει την πρώτη καθιερωμένη Σύνοδο του 2009 υπό την Προεδρία του Προέδρου Γκιούλ στις 26/2/2009 στο Προεδρικό Μέγαρο, στην αίθουσα του Συμβουλίου που έχει ανακαινιστεί με ψηφιακά συστήματα και ειδική μόνωση κατά της παρακολούθησης των συνεδριάσεων.

Στην Σύνοδο που θα πραγματοποιηθεί στις 26 Φεβρουαρίου θα συζητηθούν θέματα όπως οι εορτασμοί Νεβρούζ που θα γίνουν στις 21 Μαρτίου και το θέμα της διεξαγωγής των δημοτικών εκλογών στις 29 Μαρτίου, λαμβανομένων υπόψη των απαιτουμένων μέτρων για την επικράτηση ηρεμίας και ασφάλειας κατά την διεξαγωγή των εκλογών.

Μεταξύ των θεμάτων που θα συζητηθούν είναι επίσης ο αγώνας κατά της τρομοκρατίας, οι εργασίες σύστασης του Υφυπουργείου Ασφάλειας, το χρονοδιάγραμμα ειρήνης στην Μ. Ανατολή, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, οι σχέσεις με την Αρμενία καθώς επίσης και οι σχέσεις με την Ε. Ε. και τις Η.Π.Α. Διαβάστε περισσότερα...

Πρόταση έκπληξη για συνεργασία από την Αρμενία στην Τουρκία


Hurriyet
(23/2/2009)

Ο πρωθυπουργός της Αρμενίας Σαρκισιάν, πρότεινε η Άγκυρα και το Εριβάν να ξεκινήσουν συνεργασία στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας.

Ο Σαρκισιάν είπε πως η συνεργασία με την Τουρκία και την Ρωσία για το θέμα του Νέου Κέντρου που θα κατασκευαστεί στην Αρμενία μπορεί να είναι όχι μόνο μια καλή οικονομική διάσταση αλλά και μια πολιτική διάσταση.

Ο Αρμένιος πρωθυπουργός προέβη στις δηλώσεις αυτές κατά την ομιλία του στο Οικονομικό Φόρουμ «MOST-2009» που πραγματοποιήθηκε προχθές στην πόλη Tsahkadzor της Αρμενίας.

Σημειώνεται ότι σύμφωνα με είδηση του Αρμενικού πρακτορείου Arminfo, ο Σαρκισιάν κατά την ομιλία του είπε «Στην ανοικοδόμηση Νέου Πυρηνικού Κέντρου στην χώρα μας, στην θέση του προηγούμενου πυρηνικού Κέντρου Metsamor, του οποίου λήγει το χρονικό όριο χρησιμοποίησης, θα πρέπει να είναι γνωστό πως θα αντιμετωπίσουμε με ικανοποίηση μια συνεργασία με την Ρωσία και την Τουρκία». Διαβάστε περισσότερα...

Ο μπολιβαριανός επαναστάτης


Του Μιχάλη Ι. Παπαθεράποντος

Η νίκη του «Ναι» στο Δημοψήφισμα της Βενεζουέλας έδωσε την δυνατότητα στον Τσάβες να διεκδικήσει την προεδρία της χώρας, πέραν των 2 θητειών. Οι αλλαγές που ζήτησε στο Σύνταγμα της Βενεζουέλας είναι μειωμένες σε σχέση με αυτές που τέθηκαν στο δημοψήφισμα του 2007, με πιο σημαντική αυτή της παράτασης της θητείας του Τσάβες. Αυτό που δεν δέχθηκαν το 2007 οι Βενεζολάνοι ήταν η μέγιστη παντοδυναμία του Προέδρου, που θα μεταφραζόταν σε αυταρχισμό. Αυτή την φορά ο Πρόεδρος Τσάβες επέλεξε να φέρει μπροστά στον λαό ήπιες αλλαγές και με επίκεντρο το δικαίωμα για επανεκλογή το 2013. Μπροστά σε μία αποδυναμωμένη αντιπολίτευση, που σε εκλογές αναμετρήσεις δεν μπορεί να σχηματίσει ένα κοινό μέτωπο με κάποια ισχυρή προσωπικότητα, το αποτέλεσμα ήταν αναπόφευκτο. Οι αλλαγές που επιδίωκε ο Πρόεδρος υπερψηφίστηκαν με ποσοστό περίπου 55%. Έτσι, θα έχει ακόμη 10 χρόνια για να μπορέσει να φέρει εις πέρας την λεγόμενη «Επανάσταση για τον 21ο αιώνα».

Ο ‘Νέος’ Σιμών Μπολιβάρ
Ο Πρόεδρος Τσάβεζ ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα κτίζοντας την φήμη του στο όνομα του Βενεζολάνου Εθνοπατέρα, Σιμών Μπολιβάρ. Ο τελευταίος καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια που χρησιμοποίησε τον πλούτο που είχε για απελευθερωτικούς αγώνες στην Λατινική Αμερική. Το 1813 ενώ ήταν σε εξορία, οργάνωσε στρατό και εισέβαλε στην πρωτεύουσα Καράκας, ενώ τον επόμενο χρόνο ηγήθηκε στρατού στην Κολομβία, νικώντας τον Ισπανικό στρατό. Οι συνεχείς του νίκες συνέβαλαν στην ταύτιση του με τον αντι-αποικιοκρατικό αγώνα στην Λατινική Αμερική, όπου και δόθηκε το όνομα του στην σημερινή Βολιβία. Είχε κεντρικό ρόλο στην ανεξαρτησία όχι μόνο της Βενεζουέλας, αλλά και της Κολομβίας, Εκουαδόρ, Παναμά, Περού και Βολιβίας. Ο Σιμών Μπολιβάρ θεωρούσε τον εαυτό του ως «φιλελεύθερο», ενώ ήταν θαυμαστής της Αμερικανικής Επανάστασης. Ήταν εμφανώς επηρεασμένος από τη πολιτική φιλοσοφία και σκέψη της εποχής κάτι που αποτυπωνόταν στα γραπτά του κείμενα. Επίσης, το σύνταγμα της Βολιβίας το έγραψε με βάση το έργο του Μοντεσκιέ «Το πνεύμα των νόμων». Με βάση την ζωή και το έργο του Μπολιβάρ, ο Τσάβες αναβιώνει τον θρύλο του Βολιβάρ, ως υπέρμαχου προστάτη του λαού, ενώ αγωνίζεται κατά της αποικιοκρατίας. Δημιούργησε προγράμματα για τους φτωχούς και ιδιαίτερα στους τομείς της υγείας, της στέγασης και της παιδείας. Στοιχεία δείχνουν ότι η φτώχεια στην Βενεζουέλα έχει μειωθεί από το 54% το 2003 στο 26% κατά το 2008. Ο Τσάβεζ χρησιμοποίησε με αυτό τον τρόπο τον φυσικό πλούτο της χώρας για να βοηθήσει τον λαό, κτίζοντας παράλληλα μία ισχυρή πολιτική βάση.

Πετρέλαιο, ΜΜΕ και ΜΚΟ
Οι τιμές του πετρελαίου ήταν αυτές που έκαναν την διαφορά και ανέδειξαν την Βενεζουέλα ως υπολογίσιμη δύναμη, αφού μπορούσε να επηρεάζει τα εκλογικά αποτελέσματα σε γειτονικές χώρες. Με την άνοδο του Τσάβεζ στην εξουσία, και με τις γνωστές του αντι-ιμπεριαλιστικές θέσεις, άρχισε η έξωθεν χρηματοδότηση ΜΚΟ για την ενίσχυση της φιλοδυτικής αντιπολίτευσης. Στην ουσία, την ίδια τακτική χρησιμοποίησε και ο Τσάβεζ αλλά μέσω του πετρελαίου. Έπαιξε το ‘ενεργειακό’ χαρτί με την διοχέτευση επιδοτουμένου πετρελαίου σε κοινότητες σε άλλες χώρες όπως η Νικαράγουα, Βολιβία και το Περού. Έτσι, δια μέσω του χρόνου κατάφερε να έχει φιλικές κυβερνήσεις σε αρκετές χώρες και παράλληλα να έχει ρίξει το δεύτερο του χαρτί. Μετά την απόπειρα απομάκρυνσης του με το περίφημο τηλεοπτικό πραξικόπημα, ξεκίνησε το πρόγραμμα ‘Άλο Πρεζιτέντε’ για να δημιουργήσει μία πιο στενή επαφή με τον κόσμο στο εσωτερικό. Παράλληλα, δημιούργησε τηλεοπτικά κανάλια και μεταμόρφωσε την TeleSUR ως ένα παναμερικανικό τηλεοπτικό κανάλι, κάτι ως η αλ – Τζαζίρα της Λατινικής Αμερικής. Εδρεύει στο Καράκας και έχει βάση την ιδεολογία και τα ιδανικά της Μπολιβαριανής Επανάστασης με σκοπό την ενότητα των Ισπανόφωνων χωρών. Αυτές οι τακτικές ήρθαν ως αντίμετρα στην Φιλοδυτική επιρροή των καναλιών Univision και «CNN en Español» στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και στην οικονομική στήριξη αντιπολιτευόμενων Μη Κυβερνητικών Οργανισμών (ΜΚΟ). Το μεγάλο ερώτημα είναι το τι μέλλει γενέσθαι ιδιαίτερα όταν οι τιμές του μαύρου χρυσού έφτασαν στον πάτο, ενώ οι προσδοκίες των απλών πολιτών για περισσότερα κοινωνικά προγράμματα παραμένουν στα ύψη. Το σίγουρο είναι ότι με τα σημερινά δεδομένα, ακόμη και ο νικητής των εκλογών θα είναι αναγκασμένος να συμπεριφερθεί με κάποια σύνεση και μέτρο. Διαβάστε περισσότερα...

Νέο δόγμα ασφαλείας από τον Καναδά


Le Monde Diplomatique


Του Marc-Olivier Bherer
Δημοσιογράφου


Στον συντηρητικό Καναδό πρωθυπουργό Στίβεν Χάρπερ, αρέσουν οι κοινοβουλευτικοί καβγάδες. Επανεξελέγη στις 14 Οκτωβρίου 2008, μετά από πρόωρες βουλευτικές εκλογές, και θέλησε αμέσως να επιβάλει δέσμη υπερφιλελεύθερων μέτρων ως απάντηση στη διεθνή κρίση. Τα μέτρα προκάλεσαν τέτοια πολεμική ώστε η αντιπολίτευση, η οποία διαθέτει πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, πιθανόν σύντομα να ψηφίσει πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης και να προκαλέσει νέες εκλογές.

Ο Χάρπερ το γνωρίζει. Επιδιώκει να καταστήσει τους αντιπάλους του υπεύθυνους για μια τέτοια γρήγορη επιστροφή στις κάλπες. Η άνοδός του στην εξουσία, το 2006, τερμάτισε δεκατρία χρόνια παντοδυναμίας του Φιλελεύθερου Κόμματος του Καναδά (PLC) (1). Μετά από δύο προσπάθειες, όμως, δεν έχει ακόμη αποσπάσει και την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Η διεξαγωγή νέων εκλογών μέσα στο 2009 ίσως του επιτρέψει επιτέλους να ξεκινήσει τη συντηρητική επανάσταση αλά καναδικά που επιθυμεί. Το Συντηρητικό Κόμμα του Καναδά, που περιορίζεται συνήθως σε κάποια περάσματα από την κυβέρνηση, ελπίζει ότι, σκληραίνοντας τη στάση του, θα καταφέρει τελικά να εκθρονίσει το Φιλελεύθερο Κόμμα του Καναδά, που κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή της χώρας από την ίδρυση του κράτους, το 1867.


Επιθετική διπλωματία
Η διαμάχη αυτή εκτυλίσσεται, σε μεγάλο βαθμό, στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής.

Ο Χάρπερ, ο οποίος έχει μετατρέψει τη χώρα του σε πρωταγωνιστή του πολέμου στο Αφγανιστάν, ακολουθεί επιθετική διπλωματία. Η στροφή της εξωτερικής πολιτικής του Καναδά, μιας δύναμης μέτριας εμβέλειας με φθίνουσα διεθνή επιρροή, αντανακλά τη "στρατιωτικοποίηση" των διεθνών σχέσεων κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών: παλαιότερα, η Οτάβα, όπως και το Παρίσι, επιθυμούσαν να διαφοροποιούνται από την Ουάσινγκτον, διακηρύσσοντας ότι ακολουθούν "φιλεύσπλαχνη" εξωτερική πολιτική και υποστηρίζοντας τη διεθνή συνεργασία. Σήμερα, οι δύο πρωτεύουσες ανεβάζουν τους τόνους, για να ανακτήσουν το χαμένο τους γόητρο.

Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν προσέφερε στον Χάρπερ την ευκαιρία που επιζητούσε. Το 2006, εξελέγη με βάση ένα πρόγραμμα που αφορούσε κυρίως την εσωτερική πολιτική. Στο συγκεκριμένο πεδίο, όμως -τουλάχιστον μέχρι την κατάρρευση του αμερικανικού και παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος- βασίλευε η ηρεμία: η χώρα παρουσίαζε δημοσιονομικά πλεονάσματα, γνώριζε μια εποχή ευημερίας χωρίς προηγούμενο, η απειλή απόσχισης του Κεμπέκ έχει σχεδόν εκλείψει. Μόνο το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής έμοιαζε να θέτει σοβαρές προκλήσεις.



Λίγο μετά τις εκλογές, η στρατιωτική συμμετοχή του Καναδά στον πόλεμο του Αφγανιστάν επανέρχεται στην ημερήσια διάταξη. Δύο γεγονότα συμπίπτουν χρονικά για να θυμίσουν στους Καναδούς αυτό τον πόλεμο που πολλοί τότε χαρακτήριζαν "ξεχασμένο". Το πρώτο είναι, το Φεβρουάριο του 2006, η μετεγκατάσταση των Καναδών στρατιωτών -που είχε αποφασιστεί το 2005 από τον φιλελεύθερο Πολ Μάρτιν- από την Καμπούλ στην Κανταχάρ, μια από τις βιαιότερες επαρχίες του Αφγανιστάν, στα νότια της χώρας. Το δεύτερο γεγονός είναι η συζήτηση για την παράταση της καναδικής παρουσίας στο Αφγανιστάν, η οποία θα τερματιζόταν εκείνη τη χρονιά. Ο Χάρπερ επιτυγχάνει με ευκολία παράταση τριών χρόνων (τελικά, η πιθανή αποχώρηση ορίστηκε για το 2011). Η κοινή γνώμη αντιτίθεται στον πόλεμο αυτό εδώ και πολύ καιρό: ο Χάρπερ εμποδίζει τη δημόσια συζήτηση, υιοθετώντας από τους Αμερικανούς εθνικιστικά συνθήματα του τύπου "Να υποστηρίξουμε τους στρατιώτες μας".

Σε αναζήτηση νέου ρόλου

Η επωδός του "πολέμου κατά της τρομοκρατίας", τόσο προσφιλής στον Τζορτζ Μπους, δεν τον ενοχλεί. Όμως, η τρομοκρατία δεν είναι το κύριο μέλημά του. Όπως υπογραμμίζει ο ειδικός σε θέματα διεθνών σχέσεων Ντιουάν Μπρατ: "[Ο Χάρπερ] επεδίωκε να εκμεταλλευτεί τη στρατιωτική παρουσία της χώρας στο Αφγανιστάν, για να την επαναφέρει στο διεθνές προσκήνιο. Πολλοί παρατηρητές είχαν επισημάνει τη μεγάλη απώλεια επιρροής του Καναδά. Κατά την επίσκεψή του στο Αφγανιστάν [το Μάρτιο του 2006, στο πρώτο ταξίδι του στο εξωτερικό μετά την εκλογή του], ο Χάρπερ δήλωσε ότι η αποστολή αυτή είχε ως στόχο την υπεράσπιση των συμφερόντων του Καναδά: ήταν, επίσης, μια ευκαιρία για τη χώρα να δείξει ηγετικό πρόσωπο. Λίγες ημέρες αργότερα, στο λόγο που εκφώνησε με την ανάληψη των καθηκόντων του, ο πρωθυπουργός δεσμευόταν να υιοθετήσει πιο δυναμική διπλωματία, να ενισχύσει το στρατό και να αξιοποιήσει καλύτερα το καναδικό δολάριο. Τέτοιου είδους ρητορική υιοθετούν συχνά οι Καναδοί πρωθυπουργοί. Όμως, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, ο Χάρπερ προχώρησε στις απαραίτητες επενδύσεις για να σεβαστεί τις δεσμεύσεις του (2)".



Πραγματικά, λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, αυξάνει το λειτουργικό προϋπολογισμό των ενόπλων δυνάμεων κατά 1,1 δισεκατομμύριο καναδικά δολάρια το χρόνο και θέτει 17,1 δισεκατομμύρια καναδικά δολάρια στη διάθεση του Υπουργείου Άμυνας για την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού (3).

Οι δαπάνες αυτές αναλήφθηκαν άνετα, στο βαθμό που, από το οικονομικό έτος 1997-98, το κράτος παρουσιάζει συνεχώς μεγάλα δημοσιονομικά πλεονάσματα. Παρά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και την κλιμάκωση των φόβων για την ασφάλεια στη Δύση, τα δημοσιονομικά πλεονάσματα δεν είχαν χρησιμοποιηθεί, μέχρι τότε, για σημαντική αύξηση στον προϋπολογισμό των ενόπλων δυνάμεων. Μάλιστα, ο φιλελεύθερος πρωθυπουργός Ζακ Κρετιέν που, το 2003, είχε συνειδητοποιήσει ότι σύντομα θα εγκατέλειπε τη θέση του, είχε την πολυτέλεια να αρνηθεί την εμπλοκή της χώρας του στο Ιράκ, όταν αποφασιζόταν η αμερικανική εισβολή. Ήταν μια απόφαση που ο Χάρπερ είχε αποδοκιμάσει εκείνη την εποχή -αργότερα, παραδέχτηκε ότι είχε κάνει "λάθος" στο συγκεκριμένο θέμα.



Η συντηρητική επανάσταση

Κατά κάποιον τρόπο, οι φιλελεύθεροι έστρωσαν το έδαφος για τη συντηρητική επανάσταση που ήθελε να φέρει ο Χάρπερ, με τη σημαντική αποδυνάμωση του κράτους που είχαν οικοδομήσει τριάντα χρόνια πριν. Οι φιλελεύθεροι απάλλαξαν το κράτος από τα χρέη του, ακολουθώντας ένα σκληρό πρόγραμμα "αποτοξίνωσης" και εφοδίασαν τους συντηρητικούς με τους πόρους που χρειάζονταν για να μεταμορφώσουν τη χώρα.

Αυτή η εποχή των παχιών αγελάδων συνέπεσε χρονικά με την ήττα του καναδικού στρατιωτικού δόγματος των τελευταίων πενήντα ετών, που ήταν επικεντρωμένο σε αποστολές διατήρησης της ειρήνης.

Ο στρατηγός Ρομέο Νταλέρ, διοικητής της δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στη Ρουάντα κατά τη γενοκτονία του 1994, διηγήθηκε σε βιβλίο του, που κυκλοφόρησε το 2003, την αδυναμία του να εμποδίσει τη σφαγή και να κινητοποιήσει τη "διεθνή κοινότητα" (4).

Ο στρατηγός Ρικ Χίλιερ, επικεφαλής των καναδικών ενόπλων δυνάμεων, αποδεικνύεται ιδανικός συνοδοιπόρος για τον Χάρπερ. Είναι ο πρώτος από τους στρατηγούς του, που έχει σπουδάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έφερε μαζί του την κουλτούρα της μάχης και την ελευθερία έκφρασης των Αμερικανών στρατηγών, οι οποίες απέχουν πολύ από τους χαμηλούς τόνους που γενικά υιοθετούσαν οι Καναδοί ομόλογοί τους. Το 2005, ο Χίλιερ, υποστηρίζοντας δημόσια τις κατευθύνσεις που ακολουθούσε ο Χάρπερ, δηλώνει: "Πιστεύω ότι ο κόσμος περιμένει περισσότερα από τον Καναδά. Περιμένει τον Καναδά να αναλάβει περισσότερες ευθύνες. Οι ευθύνες αυτές, όμως, και η δυνατότητα να επηρεάζετε την πορεία των πραγμάτων δεν σας δίνονται παρά μόνο εάν έχετε εμπλακεί σε επαρκή βαθμό σε μια συγκεκριμένη αποστολή".

Η αποστολή αυτή είναι το Αφγανιστάν.

Ο Χίλιερ χρησιμοποιεί έναν φιλοπόλεμο τόνο που θυμίζει συχνά την τεξανική κομπορρημοσύνη, ενώ προβαίνει τακτικά σε δημόσιες δηλώσεις, ζητώντας περισσότερα κονδύλια. Για τον Χίλιερ, οι Ταλιμπάν είναι "απεχθείς δολοφόνοι και καθίκια" και οι καναδικές ένοπλες δυνάμεις "δεν είναι ένα κρατικό όργανο όπως τα άλλα: η δουλειά μας είναι να σκοτώνουμε". Τον Χίλιερ, που αποστρατεύτηκε τον περασμένο Ιούλιο, αντικατέστησε ο πιο διακριτικός στρατηγός Ουόλτερ Νάτιντσικ, ο οποίος, όμως, έχει εκπαιδευτεί και αυτός στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρόκειται για μια τοποθέτηση που ενισχύει την προσχώρηση των καναδικών ενόπλων δυνάμεων στο αμερικανικό δόγμα ασφαλείας. Τριάντα χρόνια πριν, ο Καναδάς επιθυμούσε να είναι "καταφύγιο απέναντι στο μιλιταρισμό" της γειτονικής του χώρας...

Διεθνής αναβάθμιση μέσω ΗΠΑ

Πιστός στις θέσεις των Καναδών συντηρητικών, ο Χάρπερ θεωρεί τη σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες ζωτικής σημασίας για τη χώρα. Το Φιλελεύθερο Κόμμα δεν έχει και πολύ διαφορετική άποψη, διαφέρει, όμως, ο ζήλος με τον οποίο προσπαθεί να ευχαριστήσει το Λευκό Οίκο. Για τον πρωθυπουργό, αντίθετα, η στενή συνεργασία με την Ουάσινγκτον αποτελεί τον κύριο μοχλό που θα επιτρέψει στην Οτάβα να ανακτήσει τη διεθνή επιρροή της. "Η επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης επιτρέπει σε νέες δυνάμεις, όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία, να εμφανιστούν", εξηγεί ο Ζαν Ντοντλέν, ειδικός σε θέματα καναδικής εξωτερικής πολιτικής στο πανεπιστήμιο Κάρλετον, στην Οτάβα. "Την ίδια στιγμή, το 80% του ΑΕΠ του Καναδά απορροφάται από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Αμερικανοί, αντίθετα, αναπτύσσουν όλο και στενότερες εμπορικές σχέσεις με άλλες χώρες. Η αυξανόμενη ασυμμετρία στις σχέσεις μεταξύ Καναδά και Ηνωμένων Πολιτειών ανησυχεί τον Χάρπερ. Για τον Χάρπερ, η καναδική στρατιωτική παρουσία στο Αφγανιστάν μετατρέπεται σε μέσο εξισορρόπησης του χάσματος που διευρύνεται".

Ο Λευκός Οίκος δεν μπορεί παρά να είναι ευχαριστημένος με μια τέτοια εξέλιξη: η καναδική υποστήριξη στο Αφγανιστάν έρχεται να ανακουφίσει τον εξαντλημένο αμερικανικό στρατό. Και η υποστήριξη του Καναδά δεν περιορίζεται σε στρατιωτικό επίπεδο: νομιμοποιεί, επίσης, τον πόλεμο στην κοινή γνώμη, τη στιγμή που για το θέμα του πολέμου στο Ιράκ, πολλές από τις χώρες που αρχικά συμμετείχαν στο στρατιωτικό συνασπισμό προτίμησαν να αποσύρουν τα στρατεύματά τους.

Ο υπολογισμός που έκανε ο Χάρπερ τον δικαιώνει: τον τελευταίο καιρό, ο Καναδάς έχει παίξει αποφασιστικό ρόλο σε διάφορα διεθνή ζητήματα.

Όταν, πέρσι, στην Οτάβα, ανεξάρτητη επιτροπή αποφάνθηκε ότι η παράταση της καναδικής παρουσίας στο Αφγανιστάν μέχρι το 2011 εξαρτάται από την άφιξη συμμαχικών ενισχύσεων στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας, η είδηση της αποστολής από τη Γαλλία συμπληρωματικής δύναμης στρατιωτών πέρασε σε δεύτερο πλάνο.

Τα μέλη του ΝΑΤΟ, που συγκεντρώθηκαν στο Βουκουρέστι, τον περασμένο Απρίλιο, επεφύλαξαν θερμή υποδοχή στον Νικολά Σαρκοζί. "Ο Στίβεν Χάρπερ θεωρεί ότι οι επτακόσιοι στρατιώτες που θα στείλει η Γαλλία στα σύνορα Αφγανιστάν-Πακιστάν θα επιτρέψουν την απαγκίστρωση αμερικανικών δυνάμεων [για να συνδράμουν τους Καναδούς στρατιώτες]" , αναλύει ο Κριστιάν Ριού στην καθημερινή εφημερίδα του Μόντρεαλ "Le Devoir" (5). Σύμφωνα με τον Ριού, η απόφαση αυτή σηματοδοτεί, επίσης, και το τέλος των ""ιστορικών εντάσεων" που έφερναν αντιμέτωπη τη Γαλλία με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο".



Επιπλέον, στον Καναδά αποκαλύφθηκε μυστική έκθεση του ΝΑΤΟ, η οποία υπογράμμιζε την έλλειψη εξοπλισμού και προετοιμασίας των Γάλλων στρατιωτικών που σκοτώθηκαν σε ενέδρα, στις 18 Αυγούστου, στο Αφγανιστάν. Το έγγραφο αυτό, που "διέρρευσε" στην καθημερινή εφημερίδα του Τορόντο "The Globe and Mail", δημοσιεύτηκε στις 21 Σεπτεμβρίου, μία ημέρα πριν συζητηθεί στη γαλλική εθνοσυνέλευση η παραμονή των Γάλλων στρατιωτών στο Αφγανιστάν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Γάλλος πρωθυπουργός Φρανσουά Φιγιόν, καταδίκασε "τα ψεύδη και την παραπληροφόρηση" της έκθεσης του ΝΑΤΟ. Ανακοίνωσε, όμως, την αποστολή επιπλέον στρατιωτών και εξοπλισμού.



Η "συμπαθητική" χώρα

Σε κάθε περίπτωση, η διοχέτευση του μηνύματος μέσω του Καναδά, ο οποίος διατηρεί την εικόνα μιας "συμπαθητικής" χώρας, επιτρέπει να αποφευχθεί η δυσπιστία που θα προκαλούσε στη γαλλική κοινή γνώμη, εάν προερχόταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Χάρπερ δεν εμπλέκεται στη συγκεκριμένη διαρροή. Αλλά η συνέπεια με την οποία παίζει το ρόλο του πρωτοπαλίκαρου είναι αξιοσημείωτη. Μάλιστα, αποδείχτηκε πρόθυμος να ασκήσει πίεση στο εξωτερικό, για να υποστηρίξει τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την Κολομβία. Η Οτάβα και η Ουάσινγκτον, καθεμία από την πλευρά της, αλλά με συμπληρωματικό τρόπο, έχουν ξεκινήσει τη διαπραγμάτευση μιας τέτοιας συμφωνίας με την Μπογκοτά. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το θέμα δικαιολογημένα προκαλεί τεράστια συζήτηση. Στον Καναδά, επικρατεί αδιαφορία. Παρ' όλα αυτά...

Μια συμφωνία με την Κολομβία που θα ανοίξει ακόμη περισσότερο τη νοτιοαμερικανική χώρα και τις πηγές ορυκτού πλούτου της στις πολυεθνικές, χωρίς να τους ζητηθεί σημαντικό τίμημα, θα έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή των Κολομβιανών μικροκαλλιεργητών, οι οποίοι ήδη αδυνατούν να ανταγωνιστούν τα επιδοτούμενα προϊόντα του Βορρά. Θα έχει ως προβλέψιμο αποτέλεσμα νέες βιαιότητες από την πλευρά των παραστρατιωτικών ομάδων, οι οποίες θα επιδιώξουν να βάλουν χέρι στα πιο εύφορα εδάφη της χώρας, για να καλλιεργήσουν προϊόντα με εξαγωγικό προσανατολισμό.



Τα δεδομένα αυτά δεν ήταν άγνωστα στις Ηνωμένες Πολιτείες, πόσο μάλλον στους κόλπους του Κογκρέσου, όπου οι Δημοκρατικοί διαθέτουν την πλειοψηφία και δεν υποστηρίζουν πια με τόση θέρμη το ελεύθερο εμπόριο. Ο Μπους έδωσε σκληρή μάχη για να αποσπάσει την υπογραφή της συμφωνίας αυτής και ο Χάρπερ τον βοήθησε αφειδώς. Το Σεπτέμβριο του 2007, κατά την επίσκεψή του στη Νέα Υόρκη, ο Χάρπερ απευθύνθηκε άμεσα στα μέλη του Κογκρέσου, ζητώντας τους να επικυρώσουν τη συμφωνία. Εξάλλου, όταν, τον περασμένο Απρίλιο, ο Μπους παρουσιάστηκε στο Κογκρέσο για να υπερασπιστεί τη συμφωνία, επικαλέστηκε τον Χάρπερ: "Ο Καναδός πρωθυπουργός Στίβεν Χάρπερ είπε: "Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες γυρίσουν την πλάτη στους φίλους τους στην Κολομβία, θα πρόκειται για μεγαλύτερο πλήγμα στον αγώνα μας από ό,τι θα έλπιζε να μας καταφέρει οποιοσδήποτε Νοτιοαμερικανός δικτάτορας"". Η εμπορική συμφωνία μεταξύ Κολομβίας και Καναδά υπογράφηκε τον περασμένο Νοέμβριο. Η αντίστοιχη συμφωνία της Κολομβίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχει ακόμη επικυρωθεί από το αμερικανικό Κογκρέσο.

Κατά την πρόσφατη προεκλογική εκστρατεία στον Καναδά, πολλοί από την αντιπολίτευση προσπάθησαν να περιγράψουν τον Χάρπερ ως "δεύτερο Μπους". Μια τέτοια καρικατούρα παραλείπει ένα καθοριστικό στοιχείο της προσωπικότητάς του: την προσήλωσή του στις ιδεολογικές του πεποιθήσεις. Ποτέ πριν ένας Καναδός πρωθυπουργός δεν είχε δείξει τέτοιες διαθέσεις. Η πολιτική κουλτούρα του είναι βαθιά διαποτισμένη από τις μεθόδους που χρησιμοποιεί το περιβάλλον των think tanks, ένα περιβάλλον γενικά συντηρητικό και συνδεδεμένο με τα ιδιωτικά συμφέροντα που το χρηματοδοτούν. Ο ίδιος ο Χάρπερ διετέλεσε, από το 1998 έως το 2002, επικεφαλής μιας τέτοιας "δεξαμενής σκέψης", η οποία, μάλιστα, τον συνοδεύει από τις αρχές της πολιτικής του σταδιοδρομίας: το National Citizens Coalition.

Η αποχώρηση των καναδικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν προβλέπεται για το 2011. Αλλά ο ερχομός στο Λευκό Οίκο του Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος θεωρεί τον πόλεμο στο Αφγανιστάν ως το κύριο μέτωπο, την κύρια "μάχη κατά της τρομοκρατίας", θα υποχρεώσει την Οτάβα να ανοίξει ξανά τη σχετική συζήτηση. Η πολυμερής συνεργασία που υποστηρίζει ο Ομπάμα θα κάνει την ανάγκη του Καναδά ακόμη πιο πιεστική: να χρησιμοποιεί το θέμα του Αφγανιστάν ως μοχλό στις σχέσεις του με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Υποσημειώσεις

(1) ΣτΕ: Φιλελεύθερο, liberal στα αγγλικά: να μη συγχέεται με το νεοφιλελευθερισμό, αλλά με την αμερικανική έννοια που σημαίνει "προοδευτικός".
(2) Duanne Bratt, "M. Harper goes to war: Canada, Afghanistan, and the return of "high politics" in Canadian foreign policy", Department of Policy Studies, Mount Royal College, Κάλγκαρι, 2007.
(3) 1 δολάριο Καναδά= 0,60 ευρώ.
(4) Romeo Dallaire, "J'ai serre la main du diable", Libre Expression, Μόντρεαλ, 2003.
(5) 4 Απριλίου 2008.
Διαβάστε περισσότερα...

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

Ιράν: Η αδιανόητη επιλογή


Του Roger Cohen
New York Times 


Όταν αναφερόμαστε στο Ιράν, η δυνατότητα χρήσης παρομοιώσεων είναι περιορισμένη. «Δεν θα αποσύρω από το τραπέζι τη στρατιωτική επιλογή», είχε δηλώσει κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας ο Μπαράκ Ομπάμα. «Δεν αποσύρουμε καμία επιλογή από το τραπέζι», συμπλήρωσε η υπουργός Εξωτερικών, Χίλαρι Κλίντον, κατά τη διαδικασία έγκρισης του αξιώματός της από τη Γερουσία. Όσο για τον υπουργό Άμυνας, Ρόμπερτ Γκέιτς, επανέλαβε την ίδια θέση με τον δικό του τρόπο: «Η στρατιωτική επιλογή πρέπει να μείνει στο τραπέζι».

Όλοι τους επιμένουν πάντοτε, βέβαια, στην ανάγκη έναρξης διπλωματικού διαλόγου με την Τεχεράνη. Το ερώτημα, όμως, παραμένει και γίνεται πιο πιεστικό, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη εκτόξευση του πρώτου τηλεπικοινωνιακού δορυφόρου του Ιράν: Τι αφορά πραγματικά αυτή η απειλή χρήσης βίας και τι σκοπούς υπηρετεί;

Διάβασα σενάρια, προερχόμενα από ινστιτούτα μελετών, που θέλουν τις ΗΠΑ να βομβαρδίζουν τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Νατάντζ, στρατιωτικές βάσεις του Ιράν για τον περιορισμό των στρατιωτικών αντιποίνων, επιβολή ναυτικού αποκλεισμού και τη διείσδυση ειδικών δυνάμεων από το Ιράκ ή το Αφγανιστάν. Ύστερα από οκτώ χρόνια κυβέρνησης Μπους - Τσένι, τέτοια σχέδια υπάρχουν στα συρτάρια του Πενταγώνου.
Η απάντησή μου σε αυτά είναι η εξής: Για σταθείτε ένα λεπτό!

Μνήμες του παρελθόντος
Ο ρόλος της Ουάσιγκτον στο πραξικόπημα του 1953 που ανέτρεψε την πρώτη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής ζει στις μνήμες του ιρανικού λαού. Οποιαδήποτε αμερικανική επίθεση θα ξυπνούσε τη λαϊκή οργή και θα εδραίωνε την ισχύ της Ισλαμικής Δημοκρατίας για μισό αιώνα ακόμη. Από τη Βασόρα μέχρι την Καμπούλ και από την Τζακάρτα μέχρι και τα παρισινά προάστια, η οργή των μουσουλμάνων θα ξεχείλιζε. Αν και ο ιρανικός στρατός δεν έχει τη φήμη του ισραηλινού, η λυσσαλέα αντίστασή του σε κάθε ξένη επιβουλή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Ρουκέτες της Χεζμπολάχ και της Χαμάς, αλλά και νέοι ιρανικοί πύραυλοι μεγάλου βεληνεκούς, θα έπλητταν το Ισραήλ. Το χάος θα επικρατούσε στα κράτη του Περσικού Κόλπου, στις πετρελαιαγορές και στα προβληματικά κράτη της περιοχής, όπως το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Τα πεδία πολέμου των ΗΠΑ, σε περίοδο οξείας οικονομικής κρίσης, θα εκτείνονταν έτσι χιλιάδες χιλιόμετρα, κατά μήκος του μουσουλμανικού κόσμου, από το Δυτικό Ιράκ έως και το Ανατολικό Αφγανιστάν.

Είναι αμφίβολο κατά πόσον μία επιχείρηση βομβαρδισμών από αέρος θα οδηγούσε σε αναστολή του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος ή μόνο σε προσωρινή αναστολή του και σε αναβολή της κατασκευής της πρώτης ιρανικής ατομικής βόμβας, κατά ένα περίπου χρόνο.

Εν ολίγοις, η στρατιωτική επιλογή δεν αποτελεί εναλλακτική λύση, είναι αδιανόητη. Αυτό το πικρό ποτήρι κληρονόμησε ο Μπαράκ Ομπάμα από τον Τζορτζ Μπους, που απάντησε στα ιρανικά ανοίγματα για παροχή βοήθειας στο Αφγανιστάν το 2001, εντάσσοντας την Τεχεράνη στον Άξονα του Κακού, απορρίπτοντας τα διπλωματικά διαβήματα του μετριοπαθούς πρώην προέδρου της χώρας, Μοχάμεντ Χαταμί και υποσκάπτοντας συστηματικά τις ευρωπαϊκές διπλωματικές πρωτοβουλίες.

Ρώτησα τον Μοχσέν Ρεζάι, πρώην διοικητή της Επαναστατικής Φρουράς του Ιράν και γραμματέα του ισχυρού Συμβουλίου Διεκπεραίωσης, πώς αντιμετωπίζει την αμερικανική απειλή. «Η Αμερική θα αποφύγει τις στρατιωτικές λύσεις για τουλάχιστον 10 χρόνια. Μία ισραηλινή επίθεση είναι πιθανή, αλλά θα αποτελούσε ολέθριο και βλακώδες σφάλμα», λέει. Ο χρόνος είναι περιορισμένος. Μόνο ο Ομπάμα είναι ικανός να λύσει το Γόρδιο Δεσμό, δηλώνοντας επίσημα και απερίφραστα ότι οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν και δεν σκοπεύουν να αποσταθεροποιήσουν την Ισλαμική Δημοκρατία, απορρίπτοντας έτσι έμμεσα τη χρήση στρατιωτικής βίας. Μία απειλή, στα μάτια των Ιρανών, δεν μπορεί παρά να προέλθει από μία ηγεμονική δύναμη και όχι από ένα μεγάλο, ισχυρό, αλλά δίκαιο έθνος.

Εμπορικές κυρώσεις
Εκτιμώ ότι οι εμπορικές κυρώσεις τις οποίες μελετά να επιβάλει στο Ιράν ο κ. Ομπάμα δεν αποτελούν καλή ιδέα. Οι κυρώσεις είναι αναποτελεσματικό μέτρο, καθώς οδηγούν στον πλουτισμό των ευνοουμένων του καθεστώτος, που γνωρίζουν πώς να τις παρακάμψουν.

Η αποφασιστικότητα είναι, στο μεταξύ, απούσα από το πολυδιασπασμένο κυβερνητικό σύστημα του Ιράν. Ο αγιατολάχ Aλι Χαμενεΐ, ύπατος ηγέτης και τελικός κριτής, δεν μετακινείται εύκολα από την πορεία που επέλεξε, αν και η λογική μπορεί ακόμη να επικρατήσει. Ο Μοχσέν Ρεζάι είναι αυτός που τη δεκαετία του 1980 έγραψε στον αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί, ζητώντας του να εγκαταλείψει τη γραμμή που ο ίδιος ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης είχε δεσμευθεί να μην εγκαταλείψει ποτέ: την τελική νίκη στον πόλεμο κατά του Ιράκ. Αντιμέτωπος με τις προειδοποιήσεις τους επιτελούς του, ο Χομεϊνί άλλαξε γνώμη, δίνοντας τέλος στον πόλεμο. Ο Χαμενεΐ έχει σήμερα καθήκον να προασπίσει τις αρχές του αγιατολάχ Χομεϊνί και να ακολουθήσει το παράδειγμά του. Ο Ομπάμα θα πρέπει να του το υπενθυμίσει. Διαβάστε περισσότερα...

Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009

Συνεταιρισμός για την Ειρήνη και Βρετανικές Βάσεις


A map of Partnership for Peace members.

Χρήστος Ιακώβου


Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δημιούργησε ένα νέο στρατηγικό περιβάλλον στην Ευρώπη, λόγω του κενού ασφαλείας που προκάλεσε η διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας (1991). Το ΝΑΤΟ βρέθηκε προ των αιτημάτων των μέχρι τότε αντιπάλων του είτε για συνεργασία είτε για ένταξη σε αυτό. Τα αιτήματα αυτά υπήρξαν προϊόντα της διπλής ανάγκης τού σε βάθος μετασχηματισμού των ενόπλων δυνάμεων των μετακομουνιστικών καθεστώτων και της δημιουργίας νέων μηχανισμών συλλογικής ασφαλείας. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, το ΝΑΤΟ προχώρησε σε μία χειρονομία πολιτικής αλληλεγγύης δημιουργώντας μία φόρμουλα συνεργασίας που συμπυκνώνει ό,τι μπορούσε να προσφέρει η Βορειοατλαντική Συμμαχία στα κράτη που είτε ζητούσαν να ενταχθούν σε αυτή είτε επεδίωκαν απλώς συνεργασία σε μία ευρεία γκάμα θεμάτων. Έτσι γεννήθηκε ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη (ΣγΕ) που παρουσιάστηκε επίσημα στην σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιανουάριο του 1994.

Στην ουσία δεν πρόκειται για οργανισμό αλλά για πρόγραμμα που υλοποιείται μέσω διμερών συμφωνιών – μεταξύ της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και εκάστου από τους συνεταίρους – δίδοντας τη δυνατότητα συνεργασίας σε μία πληθώρα θεμάτων, όπως η εκπαίδευση αξιωματικών, η πραγματοποίηση ασκήσεων, η ανταλλαγή πληροφοριών κά. Με άλλα λόγια, ο ΣγΕ αποτελεί το φορέα συνεργασίας του ΝΑΤΟ με τις ευρωπαϊκές χώρες σε θέματα ασφαλείας. Τα κράτη που συμμετέχουν στο ΣγΕ δεν σημαίνει ότι θα γίνουν και μέλη του ΝΑΤΟ. 

Από το 1994 και εντεύθεν όλα τα Ευρωπαϊκά κράτη προσχώρησαν στο ΣγΕ (συνολικά 34 κράτη), πλην της Κύπρου. Είναι εξαιρετικά αξιοσημείωτο το ότι έχουν υπογράψει διακρατικές συμφωνίες όλα τα κράτη του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας, συμπεριλαμβανομένων και των δεκαπέντε δημοκρατιών που αποτελούσαν την ΕΣΣΔ. Επιπλέον, έχουν υπογράψει συμφωνίες κράτη της ΕΕ που είναι ουδέτερα και δεν προτίθενται να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, όπως η Αυστρία, η Σουηδία, η Ιρλανδία και η Φιλανδία. Η Ελβετία προσχώρησε στο ΣγΕ (1996) χωρίς να είναι μέλος της ΕΕ και προτού γίνει μέλος του ΟΗΕ (2002). 

Για την περίπτωση της Κύπρου, ανεξαρτήτως πολιτικών ή ιδεολογικών τοποθετήσεων, γύρω από το θέμα αυτό, είναι αναγκαία η παράθεση κάποιων τεχνοκρατικών επιχειρημάτων, για τις επιπτώσεις από τη μη συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στη ΣγΕ. 
  
Αν κρίνει κανείς από την εμπειρία, μετά την πλήρη ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ, μπορεί να διαπιστώσει ότι η μη συμμετοχή της Κύπρου στο ΣγΕ δημιουργεί σοβαρά εμπόδια για την ισότιμη συμμετοχή της στο τομέα της ασφάλειας της ΕΕ. Αυτό αντανακλάται στις διακρίσεις που γίνονται σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσα στα πλαίσια της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ). 

Μετά τις διευθετήσεις, μεταξύ ΕΕ και ΝΑΤΟ, η πρώτη ανεγνώρισε το ΝΑΤΟ ως θεμελιώδη παράγοντα για την ασφάλεια της Ευρώπης. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια έχει θεσμοθετηθεί η διαδικασία συνδρομής του ΝΑΤΟ προς την ΕΕ σε θέματα ασφάλειας υπό τον όρο ότι εξαιρούνται τα κράτη της Ένωσης που δεν είναι μέλη του ΝΑΤΟ ή δεν συμμετέχουν στο ΣγΕ. 

Σύμφωνα με την συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας ΕΕ και ΝΑΤΟ (2002- Berlin Plus), η συνδρομή της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας προς την ΕΕ στον κρίσιμο τομέα της ασφάλειας ενσωματώνει τρία στοιχεία, τα οποία επιβεβαιώνουν το επιχείρημα για τις διακρίσεις σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας στα πλαίσια της ΚΕΠΠΑ. Πρώτον, ενσωματώνει τα Συμπεράσματα της Διακήρυξης της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στην Κοπεγχάγη (2002) σύμφωνα με τα οποία τα κράτη μη μέλη του ΝΑΤΟ καθώς επίσης και τα κράτη που δεν συμμετέχουν στο ΣγΕ δεν μπορούν να συμμετέχουν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις της ΕΕ όταν αυτή χρησιμοποιεί υποδομή του ΝΑΤΟ. Ως εκ τούτου, η Κυπριακή Δημοκρατία στερείται της συνεισφοράς της προς τις αμυντικές δυνατότητες της ΕΕ όπως αεροδρόμια, εναέριο χώρο κά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, να εξουδετερώνεται το επιχείρημα, ότι μετά την ένταξη μπορεί η Κύπρος να αποκομίσει στρατηγικά πλεονεκτήματα που απορρέουν από την γεωγραφική θέση του νησιού, ιδιαίτερα την εγγύτητα προς τη Μ. Ανατολή. Άμεσο αποτέλεσμα αυτής της πραγματικότητας είναι το γεγονός ότι αναδεικνύεται, ως εναλλακτική λύση για την ΕΕ, η στρατηγική σημασία των Βάσεων, οι οποίες δεν αποτελούν έδαφος της ΕΕ.

Δεύτερον, ενσωματώνει την απόφαση της συνόδου Κορυφής ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον του Απριλίου 1999. Εκεί καθορίζονται οι διευθετήσεις για τη δυνατότητα πρόσβασης της ΕΕ στα συλλογικά μέσα που διαθέτει το ΝΑΤΟ σε ό,τι αφορά στη διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων. Επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ ή δεν συμμετέχει στο ΣγΕ αποκλείεται από τους μηχανισμούς ασφαλείας της ΕΕ που συνδέονται άμεσα με το ΝΑΤΟ.

Τέλος, ενσωματώνει την συμφωνία Ασφάλειας Πληροφοριών ΕΕ-ΝΑΤΟ (2003), σύμφωνα με την οποία αποκλείονται τα κράτη της ΕΕ που δεν είναι μέλη του ΝΑΤΟ ή δεν συμμετέχουν στο ΣγΕ. Επομένως, δεν διανέμονται σ΄ αυτές διαβαθμισμένες πληροφορίες του ΝΑΤΟ. Παρά το ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ευρίσκεται σε ένα ευαίσθητο γεωγραφικά σημείο των συνόρων της ΕΕ, με πολλές ασύμμετρες απειλές, στερείται σημαντικών πληροφοριών σε θέματα ασφάλειας.  

Συμπερασματικά, η μη συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στο ΣγΕ επιβάλλει περιορισμούς σε ό,τι αφορά την ισότιμη συμμετοχή της στην ΚΕΠΠΑ παρέχοντας την ευκαιρία στη Βρετανία να απολαμβάνει μονοπωλιακά και προνομιακά τα γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα του νησιού. Με αυτόν το τρόπο οι Βρετανικές Βάσεις αποτελούν το μοναδικό καταναλωτή ασφάλειας της ΕΕ στην περιοχή της Α. Μεσογείου.   Διαβάστε περισσότερα...

Το Μνημόνιο Crowe


Αποφεύγοντας Χαριστικές Παραχωρήσεις

Του Eyre Crowe

Η ιστορία καταδεικνύει ότι ο κίνδυνος που απειλεί την ανεξαρτησία του ενός
ή του άλλου κράτους έχει, σε γενικές γραμμές προκύψει, τουλάχιστον μερικώς, μέσα από την εφήμερη επικράτηση ενός στρατιωτικά ισχυρού και οικονομικά αποτελεσματικού γειτονικού Κράτους. Το κράτος αυτό φιλοδοξεί να επεκτείνει τα σύνορά του ή τη διεύρυνση της επιρροής του, με τον κίνδυνο να είναι ευθέως ανάλογος της...ισχύος και της αποτελεσματικότητάς του, καθώς και του βαθμού του αυθορμητισμού, της αποφασιστικότητας και του “αναπόφευκτου” που αποπνέουν οι φιλοδοξίες του. Το μοναδικό μέσο ελέγχου της κατάχρησης της πολιτικής υπερίσχυσης, όπως αυτή προκύπτει από μία τέτοια περίπτωση, συνίσταται στην εναντίωση ενός εξ ίσου φοβερού ανταγωνιστή ή ενός συνδυασμού διαφόρων χωρών που συνθέτουν αμυντικούς συνασπισμούς. Η εξισορρόπηση που προκύπτει από μία τέτοια στρατιωτική συσπείρωση ορίζεται ως ισορροπία δυνάμεων, και έχει καταστεί μια αυταπόδεικτη ιστορική πραγματικότητα που ταυτίζεται με την κρατική πολιτική της Αγγλίας. Η πολιτική αυτή συνίσταται στη διατήρηση της συγκεκριμένης ισορροπίας δια της μετακίνησης του ειδικού της βάρους είτε στο ένα είτε στο άλλο σκέλος, πάντοτε όμως επ’ ωφελεία της πλευράς που αντιτίθεται στην πολιτική δικτατορία του ενός ισχυρότερου Κράτους ή συνασπισμού κρατών, σε κάθε δεδομένη στιγμή.

H αντίδραση στην οποία αναπόφευκτα θα πρέπει να οδηγηθεί η Αγγλία, απέναντι σε οποιαδήποτε χώρα που προσβλέπει σε μια τέτοια δικτατορία, έχει σχεδόν πάντοτε τη μορφή νόμου της φύσης…

Εφαρμόζοντας το γενικό αυτό νόμο σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, η όλη προσπάθεια αποσκοπεί στο να εξακριβώσει κατά πόσον, σε κάποια δεδομένη χρονική στιγμή, κάποιο ισχυρό και φιλόδοξο Κράτος βρίσκεται ή όχι, σε μία φυσική και αναγκαστικά εχθρική στάση απέναντι στην Αγγλία. Και είναι η παρούσα στάση της Γερμανίας που θα πρέπει να διερευνηθεί ως προς την κατεύθυνση αυτή. Ωστόσο μία τέτοια διερεύνηση θα πρέπει να λάβει τη μορφή της αναζήτησης του κατά πόσον, στην πραγματικότητα η Γερμανία στοχεύει στην πολιτική ηγεμονία με σκοπό την προώθηση καθαρά Γερμανικών επεκτατικών σχεδίων και εγκαθίδρυσης μίας Γερμανικής πρωτοκαθεδρίας στη διεθνή πολιτική σκηνή, επί ζημία των υπολοίπων εθνών….

Αν λοιπόν θεωρηθεί αναγκαία η διαμόρφωση και αποδοχή μίας θεώρησης η
οποία θα είναι σε θέση να προσαρμοστεί σε όλα τα εξακριβωμένα δεδομένα της
Γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, η επιλογή θα πρέπει να γίνει στα πλαίσια των δύο
υποθέσεων που ακολουθούν:

Είτε η Γερμανία στοχεύει ευκρινώς να αποτελέσει μια πολιτική ηγεμονία και
μια συνεχώς ανερχόμενη ναυτική δύναμη, απειλώντας έτσι την ανεξαρτησία των γειτονικών της κρατών, ακόμα και την ύπαρξη της ίδιας της Αγγλίας•
Ή η Γερμανία, μακριά από τέτοιες φιλοδοξίες, σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει στην παρούσα περίοδο απλά και μόνο τη νόμιμη θέση και επιρροή της που προκύπτει από τη θέση της ως ηγετική δύναμη στο συμβούλιο των εθνών, προκειμένου να προωθήσει το διεθνές της εμπόριο και τα πλεονεκτήματα της Γερμανικής κουλτούρας, να διευρύνει το πεδίο των εθνικών της ενεργειών, να δημιουργήσει νέα Γερμανικά συμφέροντα σε όλο τον κόσμο, όπου και οποτεδήποτε οι συνθήκες το επιτρέψουν, και να μεταθέσει σε ένα αβέβαιο μέλλον τις αποφάσεις για το κατά πόσον η συγκυρία σημαντικών αλλαγών στο παγκόσμιο γίγνεσθαι θα της προσδώσουν ένα σημαντικότατο μερίδιο άμεσης πολιτικής δράσης σε περιοχές εκτός των ήδη υπαρχουσών ζωνών επιρροής της, χωρίς την παραβίαση των υφισταμένων δικαιωμάτων άλλων χωρών οι οποίες θα δραστηριοποιούνταν ανάλογα, υπό τις παρούσες πολιτικές συνθήκες.

Σε κάθε περίπτωση και πέραν κάθε αμφισβητήσεως, η Γερμανία θα έπραττε σοφά συγκροτώντας την κατά το δυνατό ισχυρότερη ναυτική δύναμη.
Οι ανωτέρω εναλλακτικές περιπτώσεις φαίνεται να εξαντλούν τις πιθανότητες
που προκύπτουν από τα δεδομένα. Το εύρος της προσφερόμενης επιλογής είναι περιορισμένο, αλλά ούτε είναι ευχερής η επιλογή η οποία θα προσεγγίζει τη βεβαιότητα. Φαίνεται, πάντως, ότι δεν δημιουργεί ιδιαίτερη ανάγκη στη Βρετανική Κυβέρνηση να προκαθορίσει οριστικά ποία εκ των δύο θεωριών περί της Γερμανικής πολιτικής θα πρέπει να δεχτεί. Άλλωστε το δεύτερο εκ των σεναρίων (της ημιαυτόνομης εξέλιξης, όχι απολύτως μη υποβοηθούμενης από την κρατική πολιτική) θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να συγχωνευθεί με το πρώτο συνειδητά σχεδιασμένο σενάριο. Επιπλέον, αν ποτέ επαληθεύετο το σενάριο της εξέλιξης, η θέση στην οποία θα περιήρχετο η Γερμανία θα συνιστούσε, προφανώς, έναν τόσο φοβερό κίνδυνο για τον υπόλοιπο κόσμο που θα αντιστοιχούσε σε εσκεμμένη κατάληψη μιας παρόμοιας θέσης από «υστεροβουλία».

Είναι προφανές, λοιπόν, ότι το στοιχείο του κινδύνου ενυπάρχει ως ορατός
παράγων στη μία περίπτωση, υπεισέρχεται όμως κάπως μεταμφιεσμένο ακόμη και στη δεύτερη. Απέναντι σε έναν τέτοιο κίνδυνο, πραγματικό ή έκτακτο, αυτή η κοινή γραμμή δράσης φαίνεται προδιαγεγραμμένη….

Υπάρχει ένας δρόμος ο οποίος, εάν προηγούμενες εμπειρίες οδηγούν στο μέλλον, δεν είναι σε θέση να οδηγήσει στη βελτίωση των σχέσεων με καμία δύναμη, ιδίως με τη Γερμανία, και έτσι θα πρέπει να εγκαταλειφθεί: αυτός είναι ο δρόμος που άνοιξαν οι ευμενείς βρετανικές παραχωρήσεις – παραχωρήσεις οι οποίες πραγματοποιήθηκαν χωρίς καμία πεποίθηση ούτε για το ότι απενεμήθη δικαιοσύνη ούτε για το ότι αντισταθμίστηκαν με αντίστοιχες αντιπαροχές. Οι μάταιες ελπίδες, που δημιουργούνται μέσω τέτοιων μεθοδεύσεων, ότι στο ζήτημα αυτό η Γερμανία μπορεί να “προσεγγισθεί” και να καταστεί πιο φιλική θα πρέπει να εγκαταλειφθούν. Πιθανώς τέτοιες ελπίδες, ενδόμυχα ειλικρινείς, να προέρχονται από ανεύθυνους ανθρώπους, αμαθείς, ίσως εξ ανάγκης αμαθείς, της ιστορίας των Άγγλο-Γερμανικών σχέσεων κατά την τελευταία εικοσαετία, η οποία δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί καλύτερα παρά ως μια ιστορία συστηματικής πολιτικής χαριστικών παραχωρήσεων, μιας πολιτικής η οποία έχει οδηγήσει σε ένα άκρως απογοητευτικό αποτέλεσμα που αποκαλύπτεται από τη σχεδόν αέναη κατάσταση έντασης που υπάρχει μεταξύ των δύο χωρών. Άνθρωποι σε υπεύθυνες θέσεις που υποχρεούνται, εξ επαγγέλματος, να ενημερώνονται και να αναλύουν τα γεγονότα στην πραγματική τους διάσταση δεν μπορούν συνειδητά να διατηρούν αυταπάτες επί ενός τόσο σημαντικού ζητήματος.

Για τη μετάφραση Μάριος Λ. Ευρυβιάδης Διαβάστε περισσότερα...