58 χρόνια πριν
Αφοσίωση στη Δύση και ανάκτηση εθνικής κυριαρχίας,
οι προτεραιότητες Αντενάουερ
Του Δημητρη Κ. Αποστολοπουλου*
Στις 5 Μαΐου 1955 κατατέθηκε στην Ουάσιγκτον από τα κράτη-μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας η τελευταία επικυρωτική πράξη των συμφωνιών της διάσκεψης του Λονδίνου του 1954, με τις οποίες η Δυτική Γερμανία εντασσόταν στο ΝΑΤΟ και ανακτούσε την εθνική της κυριαρχία. Λίγα χρόνια νωρίτερα, η γερμανική συνεισφορά στη δυτική άμυνα αποτελούσε ασύλληπτη προοπτική, μια και τα τραύματα του ναζισμού ήταν ακόμη νωπά. Μόλις δέκα χρόνια είχαν περάσει από την άνευ όρων συνθηκολόγηση της γερμανικής Βέρμαχτ (8 Μαΐου 1945), αλλά και από τη Συμφωνία του Πότσνταμ (Ιούλιος-Αύγουστος 1945), όπου οι συμμαχικές νικήτριες δυνάμεις (ΗΠΑ, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία και Σοβιετική Ενωση) αποφάσισαν μεταξύ άλλων την ολοκληρωτική αποστρατιωτικοποίηση της Γερμανίας.
Ηδη από τον Μάρτιο του 1949, λίγο πριν από τη σύσταση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, που πραγματοποιήθηκε με τη διακήρυξη του Θεμελιώδους Νόμου (Grundgesetz – 23 Μαΐου 1949), ο Κόνραντ Αντενάουερ χαρακτήριζε την πλήρη ένταξη στο ΝΑΤΟ ως πρωταρχική υποχρέωση ενός δυτικογερμανικού κράτους. Στο εξής ο Δυτικογερμανός καγκελάριος θα υποστήριζε σε κάθε ευκαιρία ότι η συμμετοχή της χώρας του στη Βορειοατλαντική Συμμαχία με έναν νέο στρατό ήταν απαραίτητη για την προστασία της Δύσης και της δημοκρατίας της. Αλλά και ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, ως αρχηγός της αντιπολίτευσης στο βρετανικό Κοινοβούλιο, έκανε στις αρχές του 1950 λόγο για γερμανική συνεισφορά στο ζήτημα της δυτικής άμυνας, με στόχο την αναχαίτιση της σοβιετικής επέκτασης στην Ευρώπη.
Ο πόλεμος της Κορέας (που άρχισε τον Ιούνιο του 1950) λειτούργησε ως καταλύτης, ενισχύοντας την άποψη στη Δύση ότι θα έπρεπε να υπάρχει δυτικογερμανική «αμυντική συμβολή» για την απόκρουση μιας απειλής από την Ανατολή. Υπό την επήρεια των εντυπώσεων που δημιούργησε η έκρηξη του πολέμου αυτού, οι ΗΠΑ ουσιαστικά απαίτησαν από τους Ευρωπαίους τη μεγαλύτερη συμμετοχή τους στην κοινή άμυνα και επίσης επανεξοπλισμό της Γερμανίας, κάτι που αρχικά προκάλεσε γαλλικές αντιδράσεις. Η επιμονή των Αμερικανών, από το χρονικό αυτό σημείο και μετά, θα είναι καθοριστική.
Επανεξοπλισμός
Μαζί με τη συμμετοχή στη δυτική άμυνα πήγαινε ασφαλώς για τη Δυτική Γερμανία και το ζήτημα της επανάκτησης της εθνικής της κυριαρχίας (με δυνατότητα επανεξοπλισμού και απόκτησης ενόπλων δυνάμεων), η οποία περιοριζόταν ακόμη τότε αυστηρά από το καθεστώς της συμμαχικής κατοχής. Ο Αντενάουερ, επιδεικνύοντας προσωπικά ιδιαίτερες ικανότητες στις διαπραγματεύσεις του με τους Συμμάχους, εργάστηκε σκληρά και συστηματικά με σκοπό να ενισχυθεί η χώρα του στο εξωτερικό και να αποκτήσει αυτόνομη υπόσταση στη διεθνή κοινότητα. Την περίοδο 1949-1955 ο ίδιος ασκούσε απόλυτη εξουσία σχετικά με την εξωτερική πολιτική, την ασφάλεια και τις σχέσεις της Δυτικής Γερμανίας με τις συμμαχικές δυνάμεις, μια εξουσία αδιαμφισβήτητη και ευνοούμενη θεσμικά. Την κατάσταση εύστοχα περιγράφει ο ιστορικός Arnulf Baring με τα λόγια: «Εν αρχή ην ο Αντενάουερ» (Αm Anfang war Adenauer).
Ετσι, ενώ ο φόβος για τον γερμανικό μιλιταρισμό, που είχε οδηγήσει σε δύο παγκόσμιους πολέμους, παρέμενε έντονος, η πολιτική του καγκελάριου, ο οποίος σε κάθε περίσταση τασσόταν ανεπιφύλακτα στο πλευρό των Δυτικών Συμμάχων και ενέπνεε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη σε διεθνές επίπεδο, σε συνδυασμό με την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης ανατολικού – δυτικού μπλοκ στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου που ήλθε για το νέο δυτικογερμανικό κράτος ως δώρο εξ ουρανού, ευνόησε την εισδοχή της Δυτικής Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, που θα συνεπαγόταν και δυνατότητα συγκρότησης (δυτικο)γερμανικού στρατού ή -όπως η πλευρά των συμμάχων ήθελε να τονίζει- τη δυνατότητα μιας δυτικογερμανικής αμυντικής συμβολής στο πλαίσιο των δυτικών δυνάμεων.
Η συγκρότηση των ενόπλων δυνάμεων
Η συμφωνία ένταξης τέθηκε σε ισχύ στις 6 Μαΐου 1955, και στην πανηγυρική σχετική τελετή στο Παρίσι, τρεις ημέρες αργότερα, ο ομοσπονδιακός καγκελάριος δήλωνε ότι οι Γερμανοί περισσότερο από κάθε άλλο λαό λαχταρούσαν την ειρήνη και την ασφάλεια. Πάντως, αν και η δυτικογερμανική «αμυντική συμβολή» ήταν ιδιαίτερα επιθυμητή από τους Δυτικούς συμμάχους, παρέμενε εμφανής κάποια δυσπιστία απέναντι στη Γερμανία του Αντενάουερ. Τα γερμανικά στρατεύματα θα ήταν τα μοναδικά τα οποία υπάγονταν πλήρως και απευθείας στην ανώτατη διοίκηση της Συμμαχίας, σύμφωνα και με τη ρήση του πρώτου γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ, λόρδου Ισμέι, η οποία καθόριζε τις υποχρεώσεις της Συμμαχίας: «Keep the Russians out, the Americans in, the Germans down» (να κρατηθούν οι Ρώσοι έξω, οι Αμερικανοί μέσα, οι Γερμανοί κάτω).
Με την ένταξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ ξεκίνησε η δημιουργία της Μπούντεσβερ (Bundeswehr) και στις 7 Ιουνίου 1955 δημιουργήθηκε και τυπικά ομοσπονδιακό υπουργείο Αμυνας, με τον Τέοντορ Μπλανκ ως πρώτο υπουργό. Το ίδιο έτος ψηφίστηκαν από το γερμανικό ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο οι πρώτοι νόμοι σχετικοί με την άμυνα, ενώ το οργανόγραμμα προέβλεπε την ολοκλήρωση συγκρότησης στρατού ξηράς μέχρι τον Ιανουάριο του 1959 και της αεροπορίας και του ναυτικού μέχρι τον Ιανουάριο του 1960.
Η διαδικασία δημιουργίας νέων ενόπλων δυνάμεων δεν ήταν απλή υπόθεση. Εντονη εσωτερική διαμάχη προκλήθηκε λόγω της αντιπαράθεσης με το ναζιστικό παρελθόν και συγκεκριμένα με αφορμή το ζήτημα της πλήρωσης στρατιωτικών θέσεων από υψηλόβαθμους αξιωματικούς που είχαν υπηρετήσει τη χιτλερική Γερμανία. Μια «καθαρή» λύση στο συγκεκριμένο θέμα ήταν αδύνατη, αφού οι περισσότεροι ανώτεροι και ανώτατοι Γερμανοί αξιωματικοί είχαν βεβαρημένη σταδιοδρομία, όμως τέτοια άτομα ήταν σίγουρα απαραίτητα για τη δομή της στρατιωτικής διοίκησης. Για να μειωθεί η πιθανότητα να πληρωθούν οι ανώτερες θέσεις από «λάθος» άτομα, όλοι οι αξιωματικοί από τον βαθμό του συνταγματάρχη και πάνω εξετάστηκαν από επιτροπή 38 προσωπικοτήτων της δημόσιας ζωής, άτομα τα οποία όρισε ο ομοσπονδιακός πρόεδρος Τέοντορ Χόις ύστερα από πρόταση της κυβέρνησης και έγκριση του Κοινοβουλίου. Πάντως στην κατηγορία ότι τελικά όλοι οι ανώτεροι αξιωματικοί είχαν υπηρετήσει στη Βέρμαχτ, ο Αντενάουερ είχε απαντήσει με νόημα πως το ΝΑΤΟ δεν θα δεχόταν εκ μέρους του 18χρονους στρατηγούς!
Η ένταξη της Δυτικής Γερμανίας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία ήταν το τελευταίο στάδιο στην ενσωμάτωσή της στον δυτικό συνασπισμό και απέκλεισε τη δυνατότητα επανένωσης των δύο Γερμανιών στο κοντινό τότε μέλλον. Για τα επόμενα 35 χρόνια η σχέση της Δυτικής με την Ανατολική Γερμανία θα συμβόλιζε την αντιπαράθεση του Ψυχρού Πολέμου. Μετά τη γερμανική επανένωση, το 1990, μέλος του ΝΑΤΟ αποτελεί η νέα Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Το Σύμφωνο της Βαρσοβίας
Θορυβημένη από την ένταξη της Δυτικής Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, λίγες ημέρες αργότερα, στις 14 Μαΐου 1955, η Σοβιετική Ενωση συνήψε στρατιωτική συμμαχία με τα κομμουνιστικά κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Γερμανίας. Η Συνθήκη Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας, όπως ήταν το επίσημο όνομα, υπογράφηκε στις 14 Ιουνίου στη Βαρσοβία της Πολωνίας και έμεινε γνωστή ως Σύμφωνο της Βαρσοβίας.
Με το Σύμφωνο της Βαρσοβίας οι Σοβιετικοί θέλησαν να δημιουργήσουν το αντίπαλον δέος του ΝΑΤΟ, στην πράξη όμως η συμμαχία αποτέλεσε για τη Σοβιετική Ενωση το εργαλείο ελέγχου των κρατών-δορυφόρων της, διατηρώντας τη δυνατότητα στρατιωτικής επέμβασης όταν απειλούνταν η πολιτική ηγεμονία των κομμουνιστικών κομμάτων τους. Το Σύμφωνο έμεινε ενεργό καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Μετά τις πολιτικές αλλαγές στην πρώην Σοβιετική Ενωση, το 1989, τα κράτη-μέλη του σταδιακά αποσύρθηκαν, για να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ στις δεκαετίες του 1990 και του 2000.
Η Συνθήκη πλήρους ανεξαρτησίας της Αυστρίας
Στη δεκαετία 1945-1955, οι εξελίξεις ήταν για την ηττημένη στον πόλεμο Αυστρία λιγότερο επώδυνες σε σχέση με τη Γερμανία. Παρότι διαχωρίστηκε και αυτή σε τέσσερις τομείς, με βρετανική, γαλλική, αμερικανική και σοβιετική διοίκηση, τελικά αντιμετωπίστηκε ως ένα κράτος που είχε καταληφθεί από τη Γερμανία και απελευθερώθηκε από τους Συμμάχους. Η αυστριακή κυβέρνηση, που περιλάμβανε σοσιαλδημοκράτες, συντηρητικούς και κομμουνιστές, και είχε έδρα τη Βιέννη στον σοβιετικό τομέα, αναγνωρίστηκε από τους Δυτικούς τον Οκτώβριο του 1945. Ετσι, αποφεύχθηκε η διαίρεση της χώρας σε ανατολικό και δυτικό τμήμα.
Λίγες ημέρες μετά την ένταξη της Δυτικής Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και την επομένη της υπογραφής στρατιωτικής συμμαχίας της Σοβιετικής Ενωσης με την Ανατολική Γερμανία, οι τέσσερις συμμαχικές δυνάμεις υπέγραψαν, στις 15 Μαΐου 1955, τη Συνθήκη του Αυστριακού Κράτους, με την οποία η χώρα ανέκτησε την πλήρη ανεξαρτησία της.
Το κείμενο της Κρατικής Συνθήκης (Österreichischer Staatsvertrag), που αποτέλεσε προϊόν πολιτικών διεργασιών με στόχο την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων των συμμαχικών δυνάμεων, προέβλεπε μεν την απόκτηση της εθνικής κυριαρχίας, έθετε ωστόσο και σημαντικούς περιορισμούς. Αρχικά απαγόρευε την επανένωση της Αυστρίας με τη Γερμανία, ενώ όριζε και τον ουδέτερο χαρακτήρα της εξωτερικής πολιτικής που η χώρα όφειλε να ακολουθήσει σε μόνιμη βάση.
Βέβαια, παρά τις διακηρύξεις, ποτέ δεν υπήρξε ουδέτερη στάση ανάμεσα στους δύο αντίπαλους συνασπισμούς του Ψυχρού Πολέμου, αφού η Αυστρία σταθερά παρέμενε στο πλευρό των δυτικών δημοκρατικών χωρών και στην πράξη η φαινομενική ουδετερότητα αποτέλεσε μέσο κατευνασμού των ανησυχιών της Σοβιετικής Ενωσης.
* Ο κ. Δημήτρης Κ. Αποστολόπουλος είναι ερευνητής της Ακαδημίας Αθηνών και διδάκτωρ Νεότερης Ιστορίας του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Βερολίνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.