Χρήστος Ιακώβου
Η μονομερής δήλωση για ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου, στις 18 περασμένου Φεβρουαρίου, από τους Αλβανοφώνους, έχει φέρει εκ νέου στην επιφάνεια το ζήτημα των μειονοτήτων και του εθνοτικού εθνικισμού που έχει καταστεί, μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, το πιο σοβαρό πρόβλημα στην Ανατολική Ευρώπη και ιδιαίτερα στα Βαλκάνια.
H εξέλιξη της διένεξης στο Κοσσυφοπέδιο κατέδειξε κάποια συμπεράσματα όσον αφορά την πολιτικοποίηση των μειονοτήτων και τη διεθνή διάσταση που μπορεί να λάβει ένα μειονοτικό πρόβλημα. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου το πρόβλημα των μειονοτήτων εθεωρείτο οριακό, στοιχείο που χαρακτήριζε τον Τρίτο Kόσμο, κυρίως τη Mέση Aνατολή και την Αφρική. Το πρόβλημα αυτό υπήρξε, σε μεγάλο βαθμό, το ιστορικό προϊόν αυθαιρέτων καθορισμών συνόρων κατά τη μετάβαση από την αποικιακή στη μετααποικιακή τάξη πραγμάτων. Σήμερα, η Eυρώπη καλείται να προλάβει εθνοτικές διενέξεις, να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά υπάρχουσες πριν αυτές αποβούν βίαιες, εμπόλεμες ή αποσχιστικές. Ήδη, πέραν της Ανατολικής Eυρώπης και της Ρωσίας, ορισμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα εθνοτικών διενέξεων, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο (καθολικοί Βορειοϊρλανδοί), η Iσπανία (Bάσκοι και Kαταλανοί) και το Βέλγιο (Bαλλόνοι και Φλαμανδοί).
Για την κατανόηση της πολιτικοποίησης μιας μειονότητας και της διεθνούς διάστασης που μπορεί να πάρει ένα μειονοτικό πρόβλημα πρέπει κανείς να προσεγγίσει το ζήτημα μέσα από δύο οπτικές γωνίες: α) από την πλευρά του κράτους και της εξουσίας και β) από την πλευρά της πολιτικής ανάπτυξης και συμπεριφοράς της μειονότητας. Tα βασικά ερωτήματα που τίθενται σ' αυτή την περίπτωση είναι: Ποια είναι η συμπεριφορά του κράτους σε μια μειονότητα; Πώς αντιμετωπίζει ένα κράτος μια μειονότητα, όταν αυτή εκδηλώνει αποκεντρωτικές τάσεις; Ποια η αντίδραση της μειονότητας; Ποιοι παράγοντες λειτουργούν καταλυτικά προς την κατεύθυνση της σύγκρουσης κράτους – μειονότητας;
H μελέτη της πολιτικοποίησης της μειονότητας και της υιοθέτησης της βίας ως μέσου πολιτικής πρακτικής από την μειονότητα εναντίον του κράτους καταδεικνύει ότι τέτοια περίπτωση μπορεί να εκδηλωθεί αν συντρέχουν κάποιες θεμελιώδεις προϋποθέσεις:
1) Εάν αποτελεί ή αν θεωρεί τον εαυτό της ξεχωριστή κοινότητα από την κυρίαρχη κοινότητα ή εθνότητα σε ένα κράτος.
2) Εάν υφίσταται διακρίσεις ή θεωρεί ότι υφίσταται διακρίσεις και καταπίεση από την κυρίαρχη πλειοψηφία.
3) Εάν η μειονότητα είναι συγκεντρωμένη και ζει ιστορικά σε μια περιοχή, που σε αριθμούς συναγωνίζεται ή υπερτερεί της πλειοψηφίας.
4) Εάν γειτονικό κράτος την ενισχύει και την χρησιμοποιεί ως μοχλό πίεσης εναντίον του κράτους μέσα στο οποίο ζει. H τάση αυτή για πολιτικοποίηση και εξέλιξή της σε αυτονομιστική μπορεί να ενισχυθεί αν η μειονότητα θεωρεί τον εαυτό της μέρος γειτονικού έθνους-κράτους.
Όταν μελετά κανείς την πολιτικοποίηση της μειονότητας μέσα από τα πλαίσια του εσωτερικού περιβάλλοντος ενός κράτους, το πιο πιθανόν, είναι να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το κράτος, με την πολιτική συμπεριφορά του είναι αυτό που έχει την ουσιαστική ευθύνη για την ενίσχυση ή αποτροπή της αυτονομιστικής τάσης μιας μειονότητας. Αυτό όμως μπορεί να οδηγήσει σε παραπλανητικά συμπεράσματα.
Το ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου έχει θέσει ένα άλλο βασικό ερώτημα. Πότε ένα μειονοτικό πρόβλημα παίρνει διεθνή διάσταση ανάλογη με αυτή που γνωρίσαμε κατά την κρίση στην πρώην Γιουγκοσλαβική επαρχία;
Θα μπορούσε κανείς να ερμηνεύσει τη διεθνή διάσταση του ζητήματος του Κοσσυφοπεδίου με μια απλή επίκληση του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς έννομης τάξης. Όμως σε τέτοια περίπτωση τα επιχειρήματα θα εξαντληθούν όταν προσπαθήσει κανείς να παραλληλίσει το μειονοτικό ζήτημα στο Κοσσυφοπέδιο με το κουρδικό πρόβλημα, για παράδειγμα, στην Τουρκία, όπου η αντίδραση και ανταπόκριση της διεθνούς κοινότητας είναι εντελώς διαφορετική.
H διεθνής διάσταση και δυναμική που πήρε το μειονοτικό πρόβλημα στο Κοσσυφοπέδιο καταδεικνύει ότι το διεθνές σύστημα δε λειτουργεί όπως η εσωτερική έννομη τάξη αλλά με βάση το συσχετισμό συμφερόντων και ότι το διεθνές δίκαιο προσαρμόζεται στη λογική αυτού του συσχετισμού. Παράλληλα, η δράση και η αποτελεσματικότητα των διεθνών θεσμών προσδιορίζονται από τους εκάστοτε συσχετισμούς δυνάμεων. Στη διεθνή κονίστρα υπάρχουν τόσες θέσεις περί δικαιοσύνης και ηθικής όσες και οι κοινωνίες που αντιπροσωπεύονται από κράτη στους διεθνείς οργανισμούς.
Στο διεθνές σύστημα απουσιάζει η παγκόσμια ρυθμιστική εξουσία ηθικού χαρακτήρα και το κενό αυτό καλύπτεται πάντοτε από τις ηγεμονικές σκοπιμότητες.
Επομένως, η προσπάθεια ανάλυσης τέτοιων περιπτώσεων μέσω της διαρκούς επίκλησης ιδεολογιών και ιδεολογημάτων που αντλούν φιλοσοφική νομιμότητα από ένα φαντασιακό σύστημα διεθνούς ηθικής και ταυτόχρονα αγνοούν το συσχετισμό συμφερόντων και ισχύος καταδεικνύει αδυναμία θέασης της ιστορίας με τους όρους της πραγματικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.