Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Η εκλογική νίκη του Αϊζενχάουερ


Ως πρόεδρος, επεδίωξε εμπέδωση της κοινωνικής συνοχής
και την παγίωση μιας πιο ήπιας μορφής του Ψυχρού Πολέμου
61 χρόνια πριν
Της Κωνσταντινας Ε. Μποτσιου*
Ο Β΄ Παγκόσμιος και ο Ψυχρός Πόλεμος άλλαξαν ριζικά την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Οι κυβερνήσεις του Χάρι Τρούμαν (1945 - 1952) μονιμοποίησαν την έξοδο από τον απομονωτισμό με αφετηρία την Ευρώπη (Δόγμα Τρούμαν, Σχέδιο Μάρσαλ, ίδρυση ΝΑΤΟ). Σύντομα όμως ο Πόλεμος της Κορέας (1950 -1953) ενεργοποίησε την Ουάσιγκτον και εκτός ευρω-ατλαντικού πλαισίου.
Σύμφωνα με το αμυντικό δόγμα των μαζικών αντιποίνων (massive retaliation), απόρροια απόρρητης έκθεσης του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας (NSC-68) ήδη από τον Απρίλιο του 1950, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ συγκρούονταν σε ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος (zero-sum game): κάθε νίκη, οσοδήποτε μικρή, της Μόσχας αποτελούσε ήττα για την Ουάσιγκτον. Μοναδική λύση ήταν η αξιοποίηση της πυρηνικής υπεροπλίας: οποιαδήποτε σοβιετική επίθεση όφειλε να απαντηθεί με μαζικά πυρηνικά αντίποινα. Το δόγμα των μαζικών αντιποίνων έπασχε σοβαρά σε αποτρεπτική αξιοπιστία (credibility). Οπως έδειξε ο Πόλεμος της Κορέας, οπότε απορρίφθηκε η πυρηνικοποίηση, ήταν ανέφικτο να αντιδρά η Ουάσιγκτον ανά πάσα στιγμή οπουδήποτε στην υφήλιο με όρους πυρηνικού ολέθρου, ανεξαρτήτως της σημασίας μιας σοβιετικής πρόκλησης.
Ωστόσο, η θεωρία των μαζικών αντιποίνων είχε ισχυρές αναφορές στην εσωτερική αμερικανική πολιτική. Ανταποκρινόταν στην ανασφάλεια που είχε διαχύσει το διπλό πλήγμα του 1949: η επικράτηση κομμουνιστικών δυνάμεων στην Κίνα και η έκρηξη της πρώτης σοβιετικής ατομικής βόμβας. Ο φόβος έγινε συλλογική υστερία υπό την επήρεια του μακαρθισμού. Από το 1950 έως το 1954 ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Τζόζεφ Μακάρθι (1908 - 1957) πρωτοστάτησε σε ένα «κυνήγι μαγισσών» για την ανακάλυψη κομμουνιστών στον κρατικό μηχανισμό και, ευρύτερα, στον δημόσιο βίο της χώρας μέσω της Επιτροπής Αντι-αμερικανικών Δραστηριοτήτων (HUAC) του Κογκρέσου.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον αναδείχθηκε υποψήφιος πρόεδρος του κόμματος των Ρεπουμπλικανών για τις εκλογές του Νοεμβρίου 1952 ο στρατηγός Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Εκπροσωπούσε τα μετριοπαθή μεταρρυθμιστικά στρώματα των βορειοανατολικών πολιτειών, που καλωσόριζαν τον αμερικανικό διεθνισμό. Ως ήρωας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου -πρωταγωνιστής της συμμαχικής απόβασης στη Νορμανδία (1944)- και ανώτατος διοικητής των ευρωπαϊκών δυνάμεων του ΝΑΤΟ (SACEUR, 1950 - 1952), συνδύαζε υψηλό κύρος με ανθρώπινη αμεσότητα, όπως έδειξε η ταχύτατη λαϊκή αποδοχή του με το υποκοριστικό «Αϊκ» («I like Ike»). Ο Αϊζενχάουερ απεχθανόταν τον Μακάρθι και κατήγγειλε τις πιέσεις του ανερχόμενου «στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος» που τροφοδοτούσε την κομμουνιστοφοβία για να επιτύχει διόγκωση των αμερικανικών αμυντικών δαπανών.
Εσωτερική και εξωτερική πολιτική του «Αϊκ»
Η μείωση του αμυντικού κόστους από τα πρωτοφανή επίπεδα της προεδρίας Τρούμαν (14% του ΑΕΠ το 1953) αποτέλεσε κεντρική επιδίωξη του Αϊζενχάουερ. Ως 34ος πρόεδρος των ΗΠΑ σταθεροποίησε γρήγορα το κόστος της άμυνας στο ρεαλιστικότερο 7% του ΑΕΠ αναπτύσσοντας το φθηνότερο πυρηνικό οπλοστάσιο. Τροποποίησε το δόγμα των μαζικών αντιποίνων, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους από τα συμβατικά στα ατομικά όπλα και εισάγοντας ευελιξία στον προσδιορισμό των «ζωτικών συμφερόντων» που θα δικαιολογούσαν μαζικά αντίποινα (New Look). Ενώ περιορίστηκαν οι αμυντικές δαπάνες, αυξήθηκαν οι ομοσπονδιακές κοινωνικές δαπάνες από 7,5% σε 11,5% του ΑΕΠ μεταξύ 1951 και 1961. Η κατασκευή μεγάλων διαπολιτειακών αυτοκινητοδρόμων συνέβαλε, επίσης, στην επιτάχυνση και τον εκδημοκρατισμό της οικονομικής ανάπτυξης.
Στην εμπέδωση εθνικής συνοχής αποσκοπούσε η βελτίωση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων των μαύρων. Η αποκατάσταση ουσιαστικής ισότητας εκκρεμούσε από τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο (1861 - 1865). Αντίθετα από τον Ρούσβελτ και τον Τρούμαν, ο Αϊζενχάουερ δεν δίστασε μήπως δυσαρεστήσει τους πολυπληθείς ρατσιστές των νότιων πολιτειών - ψηφοφόρων των Δημοκρατικών κυρίως. Τη μεγάλη ανατροπή προκάλεσε η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, που χάρη στον εντεινόμενο ακτιβισμό μαύρων οργανώσεων, έκρινε αντισυνταγματικό τον φυλετικό διαχωρισμό σε σχολεία και κολέγια του Νότου. Το Δικαστήριο ανέλαβε μια θεμελιώδη κοινωνική μεταρρύθμιση με επικεφαλής τον θρυλικό (λευκό) πρόεδρό του Ερλ Ουόρεν (1953 - 1969), προσωπική επιλογή του Αϊζενχάουερ. Ο Αϊζενχάουερ δεν δίστασε να επιβάλει τις καθοριστικές αποφάσεις του 1954 - 1955 (Brown I και II vs. Board of Education) ακόμα και με την αποστολή ομοσπονδιακού στρατού όπου αρνήθηκαν να τις εφαρμόσουν (Αρκανσο).
Το «παράδοξο» ενδιαφέρον ενός στρατηγού για κοινωνική ισότητα και ανάπτυξη απέρρεε καταρχάς από εδραίες αντιλήψεις περί αμερικανικής «μοναδικότητας». Ο Αϊζενχάουερ θεωρούσε ανυπέρβλητες αρετές τη δημοκρατικότητα και την οικονομική ζωτικότητα της αμερικανικής κοινωνίας. Η κομμουνιστοφοβία και η κούρσα των εξοπλισμών απειλούσαν να τις αλλοιώσουν προδικάζοντας αμερικανική ήττα στον Ψυχρό Πόλεμο. Δεύτερον, ως κορυφαίος στρατηγός, ο Αϊζενχάουερ διέβλεπε την αδυναμία της Μόσχας να συγκρουστεί στρατιωτικά με τις ΗΠΑ και απέκρουε τις παροιμιώδεις «μπλόφες» του Νικίτα Χρουστσόφ («πυραυλικό χάσμα» υπέρ ΕΣΣΔ, «τελεσίγραφο» του 1958 για ανεξαρτητοποίηση του Βερολίνου). Επίσης, αντιμετώπισε φλεγματικά την εκτόξευση των σοβιετικών διηπειρωτικών πυραύλων Σπούτνικ (1957), γνωρίζοντας, από τη φωτογραφική κατασκοπεία, ότι το εμβρυακό σοβιετικό οπλοστάσιο θα αργούσε να απειλήσει αμερικανικό έδαφος. Με την ίδια λογική, δυσπιστούσε στις σοβιετικές κρούσεις για «ειρηνική συνύπαρξη», γνωρίζοντας το ενδιαφέρον της ΕΣΣΔ για τον αναδυόμενο Τρίτο Κόσμο.
Η αμερικανοσοβιετική συναίνεση για την αποαποικιοποίηση κορυφώθηκε και εξαντλήθηκε ταυτόχρονα στην Κρίση του Σουέζ (1956), όταν Ουάσιγκτον και Μόσχα ματαίωσαν δυναμικά την αιφνιδιαστική κατάληψη της ομώνυμης Διώρυγας από γαλλοβρετανικά στρατεύματα. Στα επόμενα χρόνια, η αποαποικιοποίηση ενέτεινε τον διπολικό ανταγωνισμό για τον έλεγχο μετα-αποικιακών κινημάτων. Πρόβλημα για τις ΗΠΑ ήταν συχνά ο ανορθολογικός προσδιορισμός ζωτικών συμφερόντων, άρα και του βαθμού αμερικανικής εμπλοκής. Το πιο εύγλωττο παράδειγμα αποτέλεσε το Βιετνάμ (Ινδοκίνα). Ενώ δεν διακυβεύονταν ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα, ο Αϊζενχάουερ εγκατέλειψε σταδιακά την πολιτική της μη ανάμειξης, που είχε εφαρμόσει έναντι των Γάλλων έως την ήττα τους στην Ντιεν Μπιεν Φου (1954). Οι επόμενες κυβερνήσεις παρέσυραν τις ΗΠΑ στην τραυματικότερη σταυροφορία τους.
Ο Αϊζενχάουερ δεχόταν τη θεωρία του ντόμινο (domino theory), η οποία προέβλεπε αλυσιδωτή κατάρρευση της Δύσης, αν έπεφτε το πρώτο κάστρο. Τον επηρέασε ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή, όπου εργάστηκε για την επιβολή φιλοδυτικών καθεστώτων (Ιράν, Λίβανος), τη δημιουργία περιφερειακών συμφώνων ασφάλειας για την περικύκλωση της ΕΣΣΔ (CENTO) και την επέκταση της αμερικανικής κηδεμονίας (Δόγμα Αϊζενχάουερ, 1957). Για τις παρεμβάσεις αυτές, χρεώνονταν όμως νεο-ιμπεριαλισμό και αντι-αμερικανισμό, όπως φάνηκε ξεκάθαρα και στο Κυπριακό. Ο αντι-αμερικανισμός είχε συχνά ως προσωποποιημένο στόχο τον αδυσώπητο υπουργό Εξωτερικών του Αϊζενχάουερ Τζον Φόστερ Ντάλες (1953 - 1959), αδελφό του αρχηγού της CIA Αλεν Ντάλες (1953 - 1961). Η αυξανόμενη εμπλοκή των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών στην εξωτερική πολιτική εκδηλώθηκε ανάγλυφα στη Λατινική Αμερική. Η επέμβαση στη Γουατεμάλα για την απομάκρυνση της κυβέρνησης του Γιάκομπο Αρμπενς (1954), ενός μετριοπαθούς μεταρρυθμιστή που κατηγορήθηκε από τα «γεράκια» της Ουάσιγκτον ως εντεταλμένος της Σοβιετικής Ενωσης, έστρεψε άλλους ανερχόμενους εθνικιστές, όπως τον Αργεντινό Τσε Γκεβάρα και τον Κουβανό Φιντέλ Κάστρο προς την ΕΣΣΔ.
Καλλιέργησε σχέσεις ισοτιμίας ΗΠΑ - Ευρώπης
Εσωτερικές μεταρρυθμίσεις και επέκταση διεθνούς ισχύος χάρισαν στον «Αϊκ» μεγαλύτερη απήχηση στις προεδρικές εκλογές του 1956 - 57% των ψήφων έναντι 55,4% το 1952. Πάλι είχε υποψήφιο αντιπρόεδρο τον Ρίτσαρντ Νίξον και αντίπαλο από τους Δημοκρατικούς τον «διανοούμενο» Αντλάι Στίβενσον. Στον εκλογικό θρίαμβο συνετέλεσαν η διάλυση του μακαρθισμού και η φυσική κατάρρευση του ίδιου του Μακάρθι από τη στιγμή που η αντικομμουνιστική εκστρατεία έθιξε το ευαίσθητο σημείο του Αϊζενχάουερ: τον στρατό.
Χάρη στη μεγάλη ευρωπαϊκή του εμπειρία, ο Αϊζενχάουερ προσπάθησε να καλλιεργήσει αίσθηση ουσιαστικής ισοτιμίας ΗΠΑ - Ευρώπης. Αντιμέτωπος προπάντων με τη γαλλική δυσαρέσκεια μετά την Ντιεν Μπιεν Φου και την Κρίση του Σουέζ, ενθάρρυνε τις γαλλικές πρωτοβουλίες για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αλλά επέμεινε, επίσης, στην ένταξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ (1955). Στη συνέχεια δέχθηκε την ανάκτηση της εθνικής γαλλικής αυτοπεποίθησης μέσω της γαλλο-γερμανικής συνεργασίας και αναθεώρησε ήπια τις προτάσεις του στρατηγού Ντε Γκoλ (1958 - 1969) για τη σύσταση Τριμερούς Διευθυντηρίου ΗΠΑ - Γαλλίας - Βρετανίας που θα χειριζόταν τα πυρηνικά όπλα του ΝΑΤΟ.
Ο Αϊζενχάουερ απέφυγε μεγαλεπήβολες πολιτικές, επενδύοντας ουσιαστικά στην ισόρροπη ανάπτυξη του αμερικανικού τρόπου ζωής και της αμερικανικής ισχύος. Σε μια χώρα διαποτισμένη από το πνεύμα του κεϊνσιανού κοινωνικού κράτους, ανταποκρίθηκε με τις αρετές μιας σεβαστής συντηρητικής Αμερικής που επιθυμούσε συνεργασία με τον υπόλοιπο κόσμο: με εντιμότητα, εργατικότητα, λιτότητα, πατριωτισμό, ηρωισμό. Εχασε ορισμένες μάχες εξαιτίας λανθασμένης στρατηγικής ανάλυσης, αλλά επέτυχε αυτό που πρωτίστως επεδίωκε ως πρόεδρος: να μην είναι ο Ψυχρός Πόλεμος προμήνυμα πυρηνικού ολέθρου, αλλά μόνο μία όψη της μεταπολεμικής ειρήνης.
* Η κ. Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.