Σάββατο 21 Ιουνίου 2008

Το γκρίζο σκηνικό στις διαπραγματεύσεις για το Αιγαίο


Χρήστος Ιακώβου



Σε επανάληψη του παρελθόντος οδηγούνται οι διερευνητικές επαφές μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας για το θέμα του Αιγαίου, οι οποίες άρχισαν από τον περασμένο Ιανουάριο. Παρά τις προσπάθειες της Ελλαδικής κυβέρνησης να συντηρήσει έστω και τη διαδικασία, οι συζητήσεις εμπεριέχουν τον κίνδυνο εκτροπής και διολίσθησης σε διαπραγματεύσεις εφ’ όλης της ύλης για το καθεστώς του Αιγαίου, θέση η οποία είναι πάγιος τακτικός στόχος της Τουρκίας. 

Για την Ελλάδα το πρόβλημα του Αιγαίου περιορίζεται στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας δηλαδή στο δικαίωμα εκμετάλλευσης του βυθού και του υπεδάφους του στο θαλάσσιο χώρο πέρα από τα ελληνικά χωρικά ύδατα και η διαδικασία που προτείνει είναι η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, σε αντίθεση με την Τουρκία η οποία επιδιώκει πολιτική λύση, δηλαδή στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας πέρα από τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, με βάση τη διμερή διαπραγμάτευση. Το κομβικό σημείο της Τουρκικής διεκδίκησης είναι ο ισχυρισμός ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και ως εκ τούτου η οριοθέτησή της θα πρέπει να γίνει με βάση τη μέση γραμμή από βορρά προς νότο, μεταξύ τουρκικών παραλίων και των παραλίων της ηπειρωτικής Ελλάδος. Σε περίπτωση υιοθέτησης αυτής της λύσης συνεπάγεται ότι τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου θα περιβάλλονται από τουρκική υφαλοκρηπίδα με τις όποιες συνέπειες για την ασφάλειά τους. Επιπλέον, τέτοια εξέλιξη δημιουργεί ένα ντόμινο τουρκικών διεκδικήσεων, όπως χωρικά ύδατα, εναέριος χώρος, αποστρατιωτικοποίηση. 

Ιστορικώς, το θέμα ήλθε στην επιφάνεια το Νοέμβριο του 1973 όταν η τουρκική κυβέρνηση δημοσίευσε απόφαση και χάρτη όπου εκχωρούσε το μισό περίπου βόρειο Αιγαίο στην κρατική εταιρία πετρελαίων για έρευνα και εκμετάλλευση. Το θέμα, όμως, της παραπομπής στη Χάγη άνοιξε τον Ιανουάριο του 1975 όταν η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλε για πρώτη φορά επισήμως την πρόταση προς την κυβέρνηση της Τουρκίας. Έκτοτε σημειώθηκαν δύο σημαντικές ελληνοτουρκικές κρίσεις που έφεραν τις δύο χώρες στα πρόθυρα πολέμου, μία το 1975 με το «Χόρα» και η άλλη το 1987 με το «Σισμίκ». 

Συνεκδοχικώς, η Τουρκία επιδιώκει μέσα από τις τρέχουσες διερευνητικές επαφές να εξασφαλίσει δύο τακτικά σημεία που θα τις επιτρέψουν να προχωρήσει σε υλοποίηση του στρατηγικού της στόχου: α) να εξασφαλίσει την αποδοχή εκ μέρους της Ελλάδας της ύπαρξης περισσοτέρων της μίας διαφορών στο Αιγαίο, β) την αποδοχή εκ μέρους της Ελλάδας της ύπαρξης γκρίζων ζωνών και συγκατάθεσής της για παραπομπή του ζητήματος στο Διεθνές Δικαστήριο ν’ αποφανθεί για την κυριαρχία σε δεκάδες νησιά και βραχονησίδες που ανήκουν στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένου και του Καστελλορίζου. 

Αξίζει να σημειωθεί πως αν η Ελλάδα προχωρήσει σε επέκταση των χωρικών της υδάτων από 6, όπως είναι σήμερα, σε 12 ναυτικά μίλια, όπως προβλέπει η συνθήκη του Montego Bay του 1982, την οποία η Τουρκία δεν υπέγραψε και η Ελλάδα επεκύρωσε το 1995, εκ των πραγμάτων δεν θα υπάρχει υφαλοκρηπίδα προς διευθέτηση, διότι τα ελληνικά χωρικά ύδατα είτε θα καλύψουν λόγω επέκτασης τους μεγάλο μέρος των διεθνών υδάτων ο βυθός των οποίων είναι η υφαλοκρηπίδα, είτε θα «εγκλωβίσουν» ένα άλλο μέρος των διεθνών υδάτων. Αυτό το πλεονέκτημα προκύπτει από τη γεωγραφική διάταξη των νησιών που σχηματίζουν ένα κλοιό απέναντι στα τουρκικά παράλια. Το Αιγαίο αποτελεί σύμπλεγμα 2.463 διεσπαρμένων από τις 3.100 που είναι συνολικώς στην ελληνική επικράτεια, οι νήσοι, οι νησίδες και οι βραχονησίδες, οι περισσότερες εκ των οποίων ευρίσκονται σε μικρή απόσταση από τις ακτές της ασιατικής Τουρκίας. 

Το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και των συναφών ελληνικών δικαιωμάτων έχουν στοιχειώσει τρεις ελληνοτουρκικές συμφωνίες κορυφής, ο οποίες υπεγράφησαν μετά από ελληνοτουρκικές κρίσεις. Η πρώτη είναι το πρακτικό της Βέρνης, μετά την κρίση του 1976 μεταξύ Καραμανλή και Ντεμιρέλ, σύμφωνα με το οποίο δεσμεύονταν οι δύο χώρες να μην προβούν σε ενέργειες που θα παρενοχλούσαν τις διαπραγματεύσεις. Η δεύτερη είναι η συμφωνία του Νταβός το 1988, μετά την κρίση του Μάρτη το 1987, μεταξύ Α. Παπανδρέου και Τ. Οζάλ, σύμφωνα με την οποία οι δύο χώρες συμφώνησαν να περιορίσουν την ερευνητική τους δραστηριότητα για ανεύρεση κοιτασμάτων πετρελαίου στην αιγιαλίτιδα ζώνη τους. Τέλος, η τρίτη, είναι η συμφωνία της Μαδρίτης του 1997, μεταξύ Σημίτη και Ντεμιρέλ, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα αναγνωρίζει τα ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο και δεσμεύτηκε να μην προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες όπως αποκαλείται η άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων (επέκταση χωρικών υδάτων, έρευνες στην υφαλοκρηπίδα κλπ.). 

Η στρατηγική της Τουρκίας στο Αιγαίο, από τις αρχές του 1970 και εντεύθεν, υπήρξε σταθερή. Οι κατά καιρούς κρίσεις δεν ήσαν πολιτικές συμπτώσεις ή σπασμωδικές αντιδράσεις κάποιων φιλοπόλεμων κύκλων του στρατιωτικού κατεστημένου της Άγκυρας, αλλά προσχεδιασμένες και συστηματικώς μονομερείς επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος. 

Κατά την τελευταία εννέα χρόνια, οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν προχωρήσει σε μία ριζική αναθεώρηση των σχέσεών με την Τουρκία, προσδοκώντας σε μία ουσιαστική βελτίωση του κλίματος με απώτερο στόχο την επίλυση όλων των διμερών προβλημάτων και τη μείωση των εξοπλιστικών δαπανών. Την προσδοκία αυτή καλλιέργησε η Ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Το ερώτημα, όμως, που πλανάται τα τελευταία χρόνια είναι κατά πόσον υπήρξαν ουσιαστικές αλλαγές στην τουρκική πολιτική και με ποιους χειροπιαστούς τρόπους αποδεικνύεται κάτι τέτοιο καθημερινά. Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα γραφής είναι ο αριθμός των τουρκικών παραβάσεων και παραβιάσεων που σημειώνονται στα όρια του εθνικού εναέριου χώρου και είναι άμεσα συνδεδεμένο με το γενικότερο ζήτημα του Αιγαίου. Μετά τη σύνοδο κορυφής στο Ελσίνκι το 1999, οι παραβάσεις και παραβιάσεις των τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών έχουν αυξηθεί δραματικά. Συγκεκριμένα:
• Ο αριθμός των τουρκικών αεροσκαφών που εισέρχονται στο Αιγαίο αυξήθηκε κατά 485% 
• Οι παραβιάσεις κανόνων εναέριας κυκλοφορίας κατά 467% 
• Οι παραβιάσεις εθνικού εναέριου χώρου κατά 358% 
• Τα οπλισμένα τουρκικά αεροσκάφη κατά 522% 
• Οι εμπλοκές των τουρκικών αεροσκαφών σε αερομαχίες με ελληνικά κατά 586%
Καθοριστικό σημείο για την ελληνική διπλωματία υπήρξε η σύνοδος κορυφής της ΕΕ στις 17 Δεκεμβρίου 2004, όπου η Τουρκία έλαβε ημερομηνία έναρξης ενταξιακού διαλόγου. Παρά την αύξηση των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο στις παραμονές της συνόδου κορυφής, πολλοί επέμεναν στη λογική των «συνηθισμένων περιστατικών». H ανάλυση αυτή απεδείχθει ανεπαρκής να ερμηνεύσει τότε την Τουρκική συμπεριφορά. 

H στρατογραφειοκρατική ελίτ της Tουρκίας δεν εκλαμβάνει την ένταξη της χώρας στην ΕΕ ως παραχώρηση μέρους της κυριαρχίας της στους θεσμούς της Ευρώπης και στις εποπτικές διαδικασίες του κάθε ευρωπαίου επιτρόπου. Επιδιώκει να διαπραγματευθεί με την EE το ειδικό γεωπολιτικό της βάρος στην Ανατολική Μεσόγειο. Eν ολίγοις, η Tουρκία προσπαθεί να διαπραγματευθεί όχι στην βάση των αρχών του κοινοτικού πολιτικού πολιτισμού αλλά με βάση την παραδοσιακή Νατοϊκή αντίληψη προβάλλοντας τη λογική του μεγάλου και ισχυρού κράτους που μπορεί να προωθήσει τα δυτικά συμφέροντα στην περιοχή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία, μπορεί να είναι η τελευταία στους οικονομικούς δείκτες, αν και όταν θα καταστεί πλήρες μέλος, αλλά από τώρα απαιτεί και προσπαθεί να επιβάλει καθεστώς και συμπεριφορά των άλλων απέναντί της ως ηγεμονικής δύναμης, η ένταξη της οποίας θα αλλάξει τα γεωπολιτικά δεδομένα στις νοτιονατολικές παρυφές της Ευρώπης. Στο πλαίσιο αυτό, δεδομένου ότι η ουσία της τουρκικής διαπραγμάτευσης θα είναι κυρίως γεωπολιτική, η Άγκυρα φρόντισε από το 2004 να παραμερίσει ορισμένα εμπόδια στον τομέα αυτόν. Έτσι ερμηνεύεται τότε η στάση της στο θέμα του Αιγαίου καθώς επίσης και η σημερινής της ακαμψία. 

Mπορεί η Aθήνα να επέμενε ότι αναγνωρίζει ως μοναδικό πρόβλημα την υφαλοκρηπίδα, αλλά οι παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου και οι παραβάσεις του FIR Αθηνών από τα τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη, αποσκοπούσαν ακριβώς στην «ευρωπαϊκή» καταγραφή των μονομερών διεκδικήσεων της Άγκυρας στα θέματα του ελληνικού εναέριου χώρου, του FIR Aθηνών και των χωρικών υδάτων της Ελλάδας. Το τουρκικό στρατογραφειοκρατικό κατεστημένο, με τις ενέργειες αυτές δεν είχε ως στόχο την πρόκληση κάποιας μίνι κρίσης στο Aιγαίο. Eπιθυμούσε, απλώς, να καταδείξει και να καταγράψει με εντυπωσιακό τρόπο, τότε που όλοι οι Eυρωπαϊκοί προβολείς ήσαν στραμμένοι πάνω της, όλο το φάσμα των διεκδικήσεών της στο Aιγαίο, καθώς και τις μεθόδους με τις οποίες εννοεί να τις προβάλλει. Για την Tουρκία, είχε τεράστια σημασία, να γνωστοποιηθούν εκείνη την περίοδο στους Eυρωπαίους, τόσο οι διεκδικήσεις της στο Aιγαίο όσο και οι στρατιωτικές μέθοδοι προβολής τους που χρησιμοποιεί. O λόγος είναι πολύ απλός: αν οι Eυρωπαίοι, έπειτα από όλα αυτά, δεν έκαναν καμιά αναφορά στα σχετικά προβλήματα στην απόφαση της συνόδου κορυφής που θα αποφάσιζε την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων τότε διά της σιωπής τους θα εξέφραζαν, αν όχι τη συμφωνία τους, σίγουρα την ανοχή τους προς την τουρκική στάση.
Με αυτό τον τρόπο, η Άγκυρα κατοχύρωσε, εκ των πραγμάτων, πως τα ελληνοτουρκικά προβλήματα και η στάση της σ’ αυτά δεν συνιστούν εμπόδιο, άρα δεν αντίκεινται στα κριτήρια της Kοπεγχάγης, οπότε ούτε οι τουρκικές διεκδικήσεις και προκλήσεις θα μπορούν να εγερθούν μελλοντικά στις διαπραγματεύσεις μεταξύ ΕΕ-Τουρκίας, ως λόγοι αναβολής ή ματαίωσης της τουρκικής ένταξης. Με άλλα λόγια η Τουρκία κατοχύρωσε εμμέσως πως το θέμα του Αιγαίου είναι διμερής διαφορά που θα πρέπει να λυθεί με διαπραγματεύσεις.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.