Δευτέρα 29 Ιουνίου 2009

Η κληρονομιά του απαρτχάιντ επιβιώνει ακόμη στη Ν. Αφρική


Le Monde Diplomatique

Του Achille Mbembe
Καθηγητή Ιστορίας και Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Witwatersrand στο Γιοχάνεσμπουργκ

«Μια κυβέρνηση για όλους τους Αφρικανούς», ήταν η υπόσχεση που έδωσε ο πρόεδρος Τζέικομπ Ζούμα, μετά την εκλογική νίκη του στις 22 Απριλίου 2009. Προσωπικότητα εξίσου αινιγματική και χαρισματική, αυτός που θα διοικεί στο εξής την πρώτη οικονομική δύναμη της μαύρης ηπείρου θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια κοινωνία διαβρωμένη από τις ανισότητες και την εγκληματικότητα. Θα κληθεί επίσης να αντιμετωπίσει την κρίση που ταλανίζει το κόμμα του, το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (AΕΚ), το οποίο υπονομεύεται από εσωτερικές εντάσεις.

Στις 6 Μαΐου 2009, η Νότιος Αφρική επέλεξε ως επικεφαλής τον πιο πανούργο και πιο αινιγματικό πολιτικό της χώρας. Περιπετειώδης προσωπικότητα, λαϊκός ήρωας και μυθιστορηματική φιγούρα, ο νέος πρόεδρος της πρώτης οικονομικής δύναμης των χωρών της υποσαχάριας Αφρικής, ο Τζέικομπ Ζούμα, γεννά έντονα πάθη από τότε που τον καθαίρεσε από τη θέση του αντιπροέδρου, ο αρχηγός του κράτους Τάμπο Μπέκι, το 2005. Μεταξύ άλλων, κατηγορήθηκε από την πρώτη εκλεγμένη δημοκρατική κυβέρνηση, το 1994, για διαφθορά στην αμφιλεγόμενη αγορά εξοπλισμών.
Με τη μαχητική υπεράσπιση των καλύτερων Νοτιοαφρικανών δικηγόρων, ο Ζούμα χρησιμοποίησε με επιτυχία όλα τα νόμιμα και μη (2) μέσα προκειμένου να μην απαντήσει ποτέ για όλα όσα κατηγορούνταν ενώπιον των δικαστηρίων. Επικεφαλής του λεγόμενου κινήματος «της ηθικής αναγέννησης», σε ένα από τα πιο εκτεθειμένα στην πανδημία του AIDS κράτη, αθωώθηκε, αργότερα, σε μια σκοτεινή υπόθεση βιασμού μιας νεαρής κοπέλας. 

Οι καταβολές του Ζούμα
Παιδί μιας φτωχής και συντηρητικής οικογένειας του Κουαζουλού-Νατάλ, ο Ζούμα εγκατέλειψε πολύ νωρίς τις σπουδές του για να εμπλακεί στον απελευθερωτικό αγώνα. Όπως και τα περισσότερα στελέχη του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ΑΕΚ) της γενιάς του, πέρασε πολλά χρόνια στις φυλακές στη νήσο Ρόμπεν, ανοιχτά του Ακρωτηρίου. Αφού απελευθερώθηκε, επαναδραστηριοποιήθηκε, στην εξορία, σε ένα παράνομο κίνημα. Άνδρας ελάχιστα καλλιεργημένος αλλά πονηρός και πραγματιστής, σκαρφαλώνει ταχύτατα τις βαθμίδες του κόμματος, καθώς ασχολείται, λίγο πριν την πτώση του απαρτχάιντ, με το δίκτυο πληροφοριών.

Η ανέλιξή του στην εξουσία είναι μία από τις πιο περίπλοκες στη σύγχρονη ιστορία της Νοτίου Αφρικής. Είναι το αποτέλεσμα σκληρών αγώνων στο εσωτερικό του ΑΕΚ: η υποψηφιότητά του για την προεδρία προκάλεσε, το Δεκέμβριο του 2008, τη ρήξη του κόμματος και τη δημιουργία του Κογκρέσου του λαού (COPE), με επικεφαλής πρώην σημαντικούς αποστάτες της κυβέρνησης Μπέκι (3). Στη διαμάχη που φέρνει αντιμέτωπους τους οπαδούς του Ζούμα με αυτούς του Μπέκι, κάθε πλευρά κατηγορεί την άλλη ότι χρησιμοποιεί τις μυστικές υπηρεσίες και τα όργανα ασφαλείας του κράτους για ιδιωτικούς σκοπούς. Από τις συγκρούσεις αυτές, σχεδόν κανένας δημόσιος θεσμός δεν βγήκε ηθικά αλώβητος. Και η Νότιος Αφρική χάνει τον ιδεαλισμό που σημάδεψε τα δέκα πρώτα χρόνια της δημοκρατικής περιόδου.

Πέρα από τον επίμονο χαρακτήρα του, πολλοί παράγοντες εξηγούν από τη μία τη στροφή στο πρόσωπό του, ενός μέρους των μαύρων, που αρχικά ήταν συγκρατημένοι, και από την άλλη την εκλογή του από τη Βουλή (4), παρά τα κραυγαλέα κενά και τις αδυναμίες του, που σε άλλη περίπτωση θα είχαν αποτελέσει ανυπέρβλητο εμπόδιο. Σε μια κοινωνία που δίνει προνομιούχα θέση στα θύματα της ιστορίας, τα αναγάγει σε μάρτυρες και με κάθε ευκαιρία κηρύσσει την άφεση των αμαρτιών, τη συγχώρεση και τη συμφιλίωση, ο Ζούμα κατάφερε και φόρεσε τα ρούχα του φτωχού και καθημερινού ανθρώπου που καταδιώκεται από μια κακή και απόμακρη εξουσία, έπειτα σταυρώνεται από μια εγκληματική δικαιοσύνη σύμφωνα με τις διαταγές ενός κακού πρίγκιπα, ο οποίος παρουσιαζόταν με τα χαρακτηριστικά του προέδρου Μπέκι.


Ο «λούμπεν-ριζοσπαστισμός» επανέρχεται
Αφού μετέστρεψε σε πλεονεκτήματά του τους κακούς χειρισμούς του κυριότερου αντιπάλου του, συνέβαλε στην περαιτέρω απομόνωσή του, ασπαζόμενος, για τις ανάγκες του σκοπού, την παλιά κουλτούρα του «λούμπεν-ριζοσπαστισμού», που είναι τόσο χαρακτηριστική στην ιστορία των αγώνων και των λαϊκών οργανώσεων στη Νότιο Αφρική. Συγχρόνως, παρουσιάστηκε ως ο υπερασπιστής των εγκαταλελειμμένων στη μοίρα τους, θύματα της ανάπτυξης χωρίς τη δημιουργία θέσεων εργασίας της περιόδου διακυβέρνησης του Μπέκι, καθώς και ως εκείνος που θα έθετε ξανά σε τροχιά την επανάσταση και θα φρόντιζε ώστε τα κέρδη να μοιραστούν σε όλους.

Πράγματι, κατά τη διάρκεια της τελευταίας του θητείας, η δημοτικότητα του Μπέκι στις τάξεις των φτωχών και περιθωριοποιημένων έφθινε διαρκώς. Η απειρία της κυβέρνησης απέναντι στις δύο μάστιγες που πλήττουν σοβαρότατα τις πιθανότητες επιβίωσης των φτωχών στρωμάτων –την εγκληματικότητα και το AIDS– δεν συνέβαλε μόνο στην όξυνση του χάσματος ανάμεσα στη γραφειοκρατία και το λαό. Άνοιξε και το δρόμο σε μια ολέθρια αμφισβήτηση του κράτους δικαίου, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των φτωχών θεωρούν εαυτούς «προδομένους» από την ίδια τη δημοκρατία.

Από την άλλη, προκειμένου να πάρει τα ηνία του κόμματος και να αποκτήσει πρόσβαση στο ύψιστο αξίωμα, ο Ζούμα επωφελήθηκε από τη στήριξη ενός ετερόκλιτου συνασπισμού συνδικαλιστών και κομμουνιστών –που αντιτίθονταν στην νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική του Μπέκι στα μέσα της δεκαετίας το ’90– και νατιβιστών (5). Ο Ζούμα μπόρεσε επίσης να ενώσει σε συμμαχία τις οργανώσεις νεολαίας του ΑΕΚ και του κομμουνιστικού κόμματος, που σταδιακά μετατράπηκαν σε πολιτοφυλακή με καθήκοντα τον εκφοβισμό των πολιτών και την επίθεση στη νομιμότητα των δικαστικών, κυρίως, θεσμών. Ξαναέφεραν στη μόδα μέρος της ρητορικής που ίσχυε την εποχή του αγώνα ενάντια στο απαρτχάιντ, φορώντας την ετικέτα των αντεπαναστατών σε όλους εκείνους που τολμούσαν να αμφισβητήσουν τα ηθικά προσόντα του Ζούμα.
Επίσης, αποκατέστησαν τη γλώσσα της συνομωσίας και της προδοσίας, χωρίς να διστάσουν να διακηρύσσουν την πρόθεσή τους να «σκοτώνουν» ή να «εξοντώνουν» τους εχθρούς μιας επανάστασης που κοπιάζει όλο και περισσότερο να κρύψει τη μικροαστική εθνικιστική παρέκκλισή της – την ίδια που ο Φραντς Φανόν (6) πίστεψε ότι εντόπισε στα περισσότερα αφρικανικά αντιαποικιακά κινήματα από τη στιγμή που έρχονται στην εξουσία και αντικαθιστούν τους λευκούς αρχηγούς του χθες.

Σ’ αυτές τις οργανωμένες δυνάμεις προστέθηκε ένα πλήθος τυχοδιωκτών, στυγνών επιχειρηματιών και πολιτικάντηδων που αναζητούσαν προσόδους και επεδίωκαν το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος. Πολλοί από αυτούς κατηγορήθηκαν για διαφθορά, απάτη και κατάχρηση. Οι περισσότεροι επιδιώκουν κυρίως να εισχωρήσουν σε δίκτυα επιρροής και κυκλώματα ιδιωτικού πλουτισμού που άνοιξαν οι λεγόμενες πολιτικές «θετικής διάκρισης» (Black Economic Empowerment) (7).


Πλήρης η κυριαρχία του ΑΕΚ
Ακόμη κι αν το ΑΕΚ έχει υπαναχωρήσει ελαφρώς σε σχέση με τα αποτελέσματα των 
εκλογών του 2004, τα ποσοστά που πέτυχε ο Ζούμα στις εκλογές Απριλίου-Μαΐου επιβεβαιώνουν την κυριαρχία του κόμματος στην πολιτική σκακιέρα. Τα επαναλαμβανόμενα σκάνδαλα, οι χρόνιες καταχρήσεις χρημάτων, η περιβόητη ανικανότητα και η έρπουσα διαφθορά δεν στάθηκαν ικανά να αποτρέψουν τη στήριξη των φτωχών και μαύρων πληθυσμών των αγροτικών περιοχών, των παραγκουπόλεων και των προσωρινών στρατοπέδων που περικυκλώνουν πια τις αστικές μητροπόλεις.
Άλλωστε, στη διάρκεια των δεκαπέντε τελευταίων ετών, κατασκευάστηκαν εκατομμύρια κατοικίες. Σχεδόν είκοσι δύο εκατομμύρια άτομα επωφελούνται είτε άμεσα είτε έμμεσα από διάφορα κοινωνικά προγράμματα για τους άπορους. Η πρόσβαση στο πόσιμο νερό αποτελεί πραγματικότητα για τους περισσότερους. Για το πλήθος αυτό των φτωχών, το ΑΕΚ παραμένει η μοναδική ελπίδα για να βγουν από τη μιζέρια.

Η μαζική ανεργία, ωστόσο, ενδημεί. Επισήμως πλήττει το 34% του ενεργού πληθυσμού. Πράγματι, η οικονομία έχει αλλάξει σε τέτοιο βαθμό που, ελλείψει κατάλληλης κατάρτισης, εκατομμύρια άνθρωποι είναι εκτός αγοράς εργασίας. Τα επίπεδα ανισότητας μεταξύ των φτωχών (κατά πλειοψηφία μαύρων) και των πλουσίων είναι τα υψηλότερα στον κόσμο. Το 60% του πληθυσμού –κατά κύριο λόγο μαύροι και με ελάχιστη μόρφωση– κερδίζει λιγότερα από 42.000 ραντ (5.000 ευρώ) ετησίως, ενώ μόλις το 2,2% εισπράττει ετήσιο εισόδημα άνω των 360.000 ραντ (37.000 ευρώ) και ζει σύμφωνα με το δυτικό μοντέλο.

Κάθε χρόνο, ο συνολικός αριθμός των νεκρών, θύματα τροχαίων, κάθε είδους εγκλημάτων, του AIDS και της φυματίωσης ανέρχεται σε περισσότερο από εκατό χιλιάδες. Η εγκληματικότητα είναι τόσο έντονα παρούσα στην καθημερινή ζωή που ο οποιοσδήποτε μπορεί να χάσει τη ζωή του οποτεδήποτε , οπουδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο. Πολλές χιλιάδες γυναίκες και νέες κοπέλες πέφτουν, κάθε χρόνο, θύματα βιασμών.


Βίαιη και κατακερματισμένη κοινωνία
Λόγω των ένοπλων ληστειών, των βιασμών και των διαφόρων εγκλημάτων, ένα κομμάτι του πληθυσμού είναι υπερβολικά οπλισμένο (ακόμα και οι φτωχοί) ή, αν έχει την πολυτέλεια, φρουρείται σε προστατευμένους αστικούς θύλακες (8). Προς το παρόν, η χαώδης αυτή κατάσταση δεν έχει πολιτικοποιηθεί. Συμβάλλει, ωστόσο, στη σχετική γενίκευση της κουλτούρας της βίας και της απατεωνιάς.

Από το 1994 έως το 2009, η διαστρωμάτωση της μαύρης κοινότητας περιπλέχθηκε. Η εμφάνιση ενός μεσαίου στρώματος και στη συνέχεια μιας μικρής αστικής τάξης, αποτελεί μείζον κοινωνικό γεγονός των τελευταίων δεκαπέντε ετών. Η μαύρη αστική τάξη, που προέρχεται από τις πολιτικές θετικής διάκρισης, αποδεικνύεται, για ένα διόλου αμελητέο κομμάτι της, παρασιτική.

Χάρη στα διάφορα εργοτάξια που άνοιξε η κυβέρνηση και στους μηχανισμούς προώθησης των μαύρων, σχηματίζεται ένας ιστός μαύρων επιχειρήσεων. Το σύστημα μειοδοτικών διαγωνισμών επιτρέπει επίσης στο ΑΕΚ να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία πελατειακών δικτύων, λαδώνοντας στο πέρασμά του τη μηχανή της διαφθοράς που, κατά ειρωνικό τρόπο, υπερσκελίζει τους φυλετικούς διαχωρισμούς. Οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί δεν φέρνουν πια αντιμέτωπους μόνο τους Μαύρους με τους Λευκούς. Το κοινωνικό χάσμα περνά από την ίδια την καρδιά των ομάδων που ήταν θύματα του απαρτχάιντ, καθώς οι ταξικοί παράγοντες υπερσκελίζουν πλέον τους φυλετικούς διαχωρισμούς του παρελθόντος. 

Στις συνθήκες αυτές, η στρατηγική του ΑΕΚ έγκειται στην πάση θυσία διατήρηση του μονοπωλίου της ηθικής κυριαρχίας που ασκείται για καιρό στην πλειοψηφία. Επειδή δεν κατάφερε να εξαλείψει τη φτώχεια και την ανεργία βραχυπρόθεσμα, από το 1994, το κυβερνών κόμμα επιχειρεί να γενικεύσει τα προγράμματα βοήθειας στους πιο ευάλωτους. Επιδιώκει, επίσης, να εδραιώσει πελατειακές σχέσης με τη νέα αστική τάξη των μαύρων.

Η συνεχιζόμενη μιζέρια, η όξυνση των ανισοτήτων και η μονιμότητα του φυλετικού ζητήματος αποτελούν, ωστόσο, δυνητικές απειλές στην κυριαρχία αυτή, η ταξική φύση της οποίας είναι όλο και πιο δύσκολο να κρυφτεί. Προκειμένου να αποφύγει την πιθανότητα να αποτελέσει σταθερά μιας ενδεχόμενης αντιπολίτευσης, η άρχουσα τάξη ιδιοποιείται εκ των προτέρων τη συγκεκριμένη θεματική. Την χρησιμοποιεί η ίδια προκειμένου να εξασφαλίσει τη συνοχή της βάσης του ΑΕΚ, να εξουδετερώσει την κριτική και να αποποιηθεί της υποχρέωσης να λογοδοτήσει. Η συγκεκριμένη στρατηγική επιτρέπει στο κόμμα να συνδυάσει τις διαχειριστικές λειτουργίες (χωρίς ευθύνη όμως) με τις ρητορικές λειτουργίες. Η εξουσία, έκτοτε, προσδοκά να γίνει δική της η αντιπολίτευση.


Νέες πολιτικές τάσεις 
Χρήσιμη την περίοδο του αγώνα ενάντια στο απαρτχάιντ, η παράδοση του «λούμπεν-ριζοσπαστισμού» αναδύθηκε στα πλαίσια της ανόδου του Ζούμα στην εξουσία, και στο πλαίσιο της πρόσφατης προεκλογικής εκστρατείας. Το ίδιο ισχύει και για τη ρητορική της επαναστατικής βίας, για τους προδότες και τους άλλους ταξικούς εχθρούς. Την παράδοση αυτή έχει αναλάβει πλέον η κυριότερη συνδικαλιστική οργάνωση, το Κογκρέσο των Νοτιοαφρικανικών Συνδικάτων (KNΣ, Congress of South African Trade Unions, Cosatu), η Λίγκα της νεολαίας του ΑΕΚ και το Κομμουνιστικό κόμμα. Στόχοι τους δεν είναι μόνο τα κόμματα της αντιπολίτευσης αλλά και ορισμένοι κλάδοι της συνταγματικής εξουσίας, όπως για παράδειγμα οι δικαστικοί θεσμοί.

Επίσης, στόχο αποτελούν και διάφορες ανεξάρτητες προσωπικότητες που θέτουν υπό αμφισβήτηση τα ηθικά προσόντα του Ζούμα (όπως ο αρχιεπίσκοπος Ντεσμόντ Τουτού, ο πρόεδρος του πανεπιστημίου της Νοτίου Αφρικής Μπάρνε Πιτιάνα και ο καρικατουρίστας Τζόναθαν Σαπίρο), καθώς επίσης και διάφορες οργανώσεις και τα μέσα ενημέρωσης. 

Οι τελευταίες εκλογές φέρνουν επιτέλους στην επιφάνεια τρεις τάσεις που πιθανόν να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στο μέλλον του νοτιοαφρικανικού πειράματος. Η πρώτη είναι η εγκατάλειψη του ΑΕΚ από το προοδευτικό κομμάτι του λευκού πληθυσμού –το κομμάτι εκείνο που είχε υπερπηδήσει τις φυλετικές προκαταλήψεις και είχε ψηφίσει υπέρ της μαύρης πλειονότητας. Κατά δεύτερον, η διάσπαση των μικρών τοπικών κομμάτων και η πόλωση του εκλογικού σώματος γύρω από δύο ομάδες σχετικά διακριτές και με φυλετικά χαρακτηριστικά: από τη μία, η μαύρη πλειονότητα, η βάση της οποίας αποτελείται κυρίως από τους φτωχούς, ενώ από την άλλη μια συμμαχία μειονοτήτων λευκών, μιγάδων και ινδών σχετικά εύπορων.

Κι εδώ προστίθεται η σταδιακή διάσπαση της χώρας. Παρατηρείται μια νέα φάση εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης, με συνέπεια την εδαφική αναδιανομή του λευκού πληθυσμού και την εμφάνιση ανισορροπιών μεταξύ των παραλιακών ζωνών (η «νέα χώρα» των Λευκών) και του εσωτερικού (η «χώρα των Μαύρων»). Στις πόλεις που κατακλύζονται από την αυξανόμενη μάζα των φτωχών Μαύρων (εκ των οποίων ορισμένοι έρχονται από γειτονικές χώρες) αντιτίθενται δύο μορφές λευκής μετανάστευσης. Αρχικά, σχετίζεται με την αναδίπλωση στις ακτές και κυρίως στην επαρχία του Δυτικού Ακρωτηρίου, κι έπειτα με τη μετανάστευση με κατεύθυνση την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, την Ιρλανδία και τον Καναδά.

Αναδιπλώνονται οι Λευκοί
Η αναδίπλωση των Λευκών στις ακτές και η πολιτική τους συμμαχία με τους μιγάδες επέτρεψαν στη Δημοκρατική Συμμαχία (απομεινάρι των παλιών ρατσιστικών και νεοφιλελεύθερων κομμάτων των λευκών) να κερδίσουν την επαρχία του Ακρωτηρίου στις τελευταίες εκλογές, κάνοντάς την τη μοναδική στη χώρα που ξεφεύγει από την πρωτοκαθεδρία του ΑΕΚ.

Αντί, όμως, η επαρχία να αποτελέσει εργαστήριο μεταφυλετικής δημοκρατίας και χώρος όπου θα δοκιμαστεί μια ενδεχόμενη εναλλαγή, όλα δείχνουν ότι η Δημοκρατική Συμμαχία και η αρχηγός της, Έλεν Ζιλ, επιδιώκουν να κάνουν την επαρχία του Ακρωτηρίου την τελευταία λευκή αποικία στην ήπειρο. Δεν στοχεύουν να στερήσουν από τους Μαύρους την πολιτική τους υπόσταση, αλλά επιχειρούν, πίσω από τα κουρέλια του νεοφιλελευθερισμού και της υπεράσπισης της τεχνοκρατικής λογικής, μια εκδοχή αποικιακού ρεφορμισμού που το καθεστώς του απαρτχάιντ, υπό το βάρος των προκαταλήψεων, δεν κατόρθωσε να φτάσει μέχρι το τέλος.

Πολλές οι προκλήσεις για τον Ζούμα
Ο πρόεδρος Ζούμα κληρονομεί μια εύθραυστη χώρα. Το διεθνές πλαίσιο δεν δίνει περιθώρια για βαθιές αλλαγές της πολιτικής οικονομίας, οι οποίες είναι ωστόσο αναγκαίες για την αντιμετώπιση της φτώχειας και των ανισοτήτων. Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να αποκτήσουν προσόντα οι πολίτες που βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας και που τροφοδοτούν τις ουρές των περιθωριοποιημένων.

Περισσότερο από κάθε άλλο παράγοντα, η έκρηξη της εγκληματικότητας –γίνεται λόγος για έρπουσα εγκληματικοποίηση της κοινωνικής τάξης–, η οποία έρχεται να προστεθεί στην υπέρμετρη διαφθορά, αντιπροσωπεύει την πιο άμεση απειλή ενάντια στη συνταγματική πολιτική τάξη. Το γεγονός ότι η δημοκρατική μετάβαση έχει βαλτώσει, το μόνο που θα πετύχει είναι να οξύνει την απειλή. Από το 1994, το πολιτικό σύστημα δεν αποτέλεσε ποτέ αντικείμενο βαθιάς «αποφυλετικοποίησης». Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει καμία προοπτική εναλλαγής. Αν και διχασμένο από εσωτερικούς διαμάχες, το ΑΕΚ είναι ντε φάκτο ηγεμονικό κόμμα. Σταδιακά, τα αντικειμενικά συμφέροντα της νέας άρχουσας τάξης και των μεσαίων μαύρων τάξεων διαφοροποιούνται από αυτά των υποδεέστερων τάξεων –δεξαμενή στη διάθεση των δημαγωγικών δυνάμεων που γοητεύονται από τη φαντασίωση του «ισχυρού άνδρα».

Η ηγεμονία του ΑΕΚ στην πολιτική και θεσμική ζωή, και μάλιστα η σύγχυση που δημιουργείται ανάμεσα στο κόμμα και το κράτος, αντί να αποτελούν πηγή σταθερότητας, συνιστούν, αντίθετα, ενδεχόμενη απειλή για τη δημοκρατία και το μέλλον του κράτους δικαίου. Το ζητούμενο είναι μια υγιέστερη ισορροπία ανάμεσα στην εξουσία και της αντιπολίτευσης. Η εξισορρόπηση αυτή θα είναι δυνατή μόνο αν η αντιπολίτευση βάλει τέλος στην πολυδιάσπασή της. Έτσι, θα ανοίξει ο δρόμος για την ανασύνθεσή της γύρω από ένα κόμμα το οποίο, προκειμένου να επιταχύνει την εναλλαγή, θα έπρεπε να είναι υποχρεωτικά ένας πολυεθνικός και πολυφυλετικός συνασπισμός. Κι όμως, μια τέτοια εξέλιξη δεν μπορεί να δρομολογηθεί χωρίς βαθιές πολιτισμικές αλλαγές καθώς και αλλαγές στο «φυλετικό» ήθος που εμποτίζει ακόμα την πολιτική ζωή της χώρας, και όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς.

Απαιτεί, επίσης, μεταρρύθμιση του εκλογικού νόμου, με απευθείας εκλογή του αρχηγού κράτους από το λαό καθώς και εκλογή των βουλευτών σε οριοθετημένες περιοχές ενώπιον των οποίων στο εξής θα είναι υπόλογοι. Απουσία τέτοιων αλλαγών, η Νότιος Αφρική κινδυνεύει να μη σημειώσει καμία πρόοδο προς το ιδανικό μιας μεταφυλετικής δημοκρατίας.


Υποσημειώσεις 

1. Η υπόθεση ενέπλεκε το γαλλικό όμιλο Thales.
2. Τον Ιούλιο του 2008, ο Ζβελινζίμα Βαβί, επικεφαλής του Κογκρέσου των νοτιοαφρικανικών συνδικάτων (Cosatu), ο Τζούλιους Μαλέμα, πρόεδρος της Λίγκας της νεολαίας του κόμματος, ο Μπουτί Μαναμέλα, Γενικός Γραμματέας της Κομμουνιστικής νεολαίας, και οι κυριότεροι εκπρόσωποι της Οργάνωσης των βετεράνων του ένοπλου αγώνα δηλώνουν «έτοιμοι να σκοτώσουν γι’ αυτόν και να πεθάνουν».
3. Το COPE κέρδισε λίγο περισσότερο από 1.300.000 ψήφους (7,42% των ψηφισάντων) και τριάντα έδρες στις γενικές εκλογές της 22ης Απριλίου 2009.
4. Στη Νότιο Αφρική, ο πρόεδρος εκλέγεται από τη Βουλή. Η νίκη του ΑΕΚ (65,9% των ψήφων) στις βουλευτικές εκλογές έδωσε τη δυνατότητα στον Ζούμα να γίνει αρχηγός κράτους με διακόσιες εβδομήντα επτά ψήφους έναντι σαράντα τεσσάρων.
5. Ο νατιβισμός είναι μια ιδεολογία που εξυμνεί τη διαφορά και τη διαφορετικότητα και που αγωνίζεται για τη διαφύλαξη των εθίμων και των ταυτοτήτων που θεωρούνται απειλούμενα. Σύμφωνα με τη νατιβιστική λογική, οι ταυτότητες και οι πολιτικοί αγώνες διεξάγονται στη βάση μιας διάκρισης ανάμεσα σε αυτούς που είναι από εδώ» (τους αυτόχθονες) και «εκείνους που ήρθαν από αλλού» (τους αλλόχθονες). Οι νατιβιστές ξεχνούν ότι, στα στερεότυπά τους, τα έθιμα και οι παραδόσεις τα οποία επικαλούνται, συχνά αποτελούν εφευρέσεις όχι των ίδιων των αυτοχθόνων, αλλά των ιεραποστόλων και των αποίκων.
6. Frantz Fanon (1925-1961). Επαναστάτης, ψυχίατρος και φιλόσοφος από τη Μαρτινίκα. Ένας από τους μεγαλύτερους θεωρητικούς της αποαποικιοποίησης και της ψυχοπαθολογίας της αποικιοκρατίας. 
7. Βλ. Jonathan Rossow, «"Ισότιμη πρόσληψη" για τους Νοτιοαφρικανούς», Le Monde Diplomatique, Μάιος 2007.
8. Βλ. Philippe Rivière, «Ο
9. Όταν οι Νοτιοαφρικανοί ζητούν μια στέγη», «Le Monde Diplomatique», Απρίλιος 2008.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.