Επιμέλεια: Χρήστος Ιακώβου
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου το μειονοτικό φαινόμενο και οι διαστάσεις που έλαβε απετέλεσαν το επίκεντρο των εξελίξεων στα Βαλκάνια και τον Καύκασο. Για μια περίοδο το φαινόμενο αυτό απασχόλησε ερωτήματα που αφορούσαν τα πλαίσια των προβληματικών σχέσεων μεταξύ πολιτικού κέντρου και μειονοτήτων στις μετακομμουνιστικές πραγματικότητες. Σήμερα, με τις πρόσφατες διακηρύξεις ανεξαρτησίας από το Κοσσοφοπέδιο, την Αμπχαζία και τη Ν. Οσετία, το φαινόμενο καθίσταται ρυθμιστικό πεδίο στις διπλωματικές, πολιτικές και στρατιωτικές αντοχές των μεγάλων δυνάμεων, φέροντας στην επιφάνεια τα κλασικά ερωτήματα, περί ισχύος και δικαίου, σχετικά με την ανάλυση των διεθνών σχέσεων.
Πολιτικοποίηση των μειονοτήτων στις διεθνείς σχέσεις
Του Χρήστου Ιακώβου
Η διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου, τον περασμένο Φεβρουάριο, από τους Αλβανοφώνους, η οποία αναγνωρίστηκε αμέσως από τρία μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία), καθώς επίσης και η πρόσφατη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ν. Οσετίας και της Αμπχαζίας, η οποίες ανεγνωρίσθησαν από τη Ρωσία, έχουν φέρει εκ νέου στην επιφάνεια το ζήτημα του εθνοτικού εθνικισμού και της πολιτικοποίησης των μειονοτήτων στις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις. Το φαινόμενο αυτό έχει καταστεί, μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, το πιο σοβαρό πρόβλημα στην Ανατολική Ευρώπη και ιδιαίτερα στα Βαλκάνια και τον Καύκασο.
H εξέλιξη των διενέξεων στο Κοσσυφοπέδιο και τον Καύκασο κατέδειξε κάποια συμπεράσματα όσον αφορά την πολιτικοποίηση των μειονοτήτων και τη διεθνή διάσταση που μπορεί να λάβει ένα μειονοτικό πρόβλημα. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου το πρόβλημα των μειονοτήτων εθεωρείτο οριακό, στοιχείο που χαρακτήριζε τον Τρίτο Kόσμο, κυρίως τη Mέση Aνατολή και την Αφρική. Το πρόβλημα αυτό υπήρξε, σε μεγάλο βαθμό, το ιστορικό προϊόν αυθαιρέτων καθορισμών συνόρων κατά τη μετάβαση από την αποικιακή στη μετααποικιακή τάξη πραγμάτων. Σήμερα, η Eυρώπη καλείται να προλάβει εθνοτικές διενέξεις, να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά υπάρχουσες πριν αυτές αποβούν βίαιες, εμπόλεμες ή αποσχιστικές. Ήδη, πέραν των Βαλκανίων και του Καυκάσου, ορισμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης αντιμετωπίζουν προβλήματα εθνοτικών διενέξεων, όπως η Βρετανία (καθολικοί βορειοϊρλανδοί), η Iσπανία (Bάσκοι και Kαταλανοί), το Βέλγιο (Bαλλόνοι και Φλαμανδοί) και η Γαλλία (Κορσική)
Για την κατανόηση της πολιτικοποίησης μιας μειονότητας και της διεθνούς διάστασης που μπορεί να πάρει ένα μειονοτικό πρόβλημα πρέπει κανείς να προσεγγίσει το ζήτημα μέσα από δύο οπτικές γωνίες: α) από την πλευρά του κράτους και της εξουσίας και β) από την πλευρά της πολιτικής ανάπτυξης και συμπεριφοράς της μειονότητας. Tα βασικά ερωτήματα που τίθενται σ' αυτή την περίπτωση είναι: Ποια είναι η συμπεριφορά του κράτους σε μια μειονότητα; Πώς αντιμετωπίζει ένα κράτος μια μειονότητα, όταν αυτή εκδηλώνει αποκεντρωτικές τάσεις; Ποια η αντίδραση της μειονότητας; Ποιοι παράγοντες λειτουργούν καταλυτικά προς την κατεύθυνση της σύγκρουσης κράτους – μειονότητας;
H μελέτη της πολιτικοποίησης της μειονότητας και της υιοθέτησης της βίας, ως μέσου πολιτικής πρακτικής από την μειονότητα εναντίον του κράτους, καταδεικνύει ότι τέτοια περίπτωση μπορεί να εκδηλωθεί αν συντρέχουν κάποιες θεμελιώδεις προϋποθέσεις:
1) Εάν αποτελεί ή αν θεωρεί τον εαυτό της ξεχωριστή κοινότητα από την κυρίαρχη κοινότητα ή εθνότητα σε ένα κράτος.
2) Εάν υφίσταται διακρίσεις ή θεωρεί ότι υφίσταται διακρίσεις και καταπίεση από την κυρίαρχη πλειοψηφία.
3) Εάν η μειονότητα είναι συγκεντρωμένη και ζει ιστορικά σε μια περιοχή, που σε αριθμούς συναγωνίζεται ή υπερτερεί της πλειοψηφίας.
4) Εάν γειτονικό κράτος την ενισχύει και την χρησιμοποιεί ως μοχλό πίεσης εναντίον του κράτους μέσα στο οποίο ζει. H τάση αυτή για πολιτικοποίηση και εξέλιξή της σε αυτονομιστική μπορεί να ενισχυθεί αν η μειονότητα θεωρεί τον εαυτό της μέρος γειτονικού έθνους-κράτους.
Όταν μελετά κανείς την πολιτικοποίηση της μειονότητας μέσα από τα πλαίσια του εσωτερικού περιβάλλοντος ενός κράτους, το πιο πιθανόν, είναι να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το κράτος, με την πολιτική συμπεριφορά του είναι αυτό που έχει την ουσιαστική ευθύνη για την ενίσχυση ή αποτροπή της αυτονομιστικής τάσης μιας μειονότητας. Αυτό όμως μπορεί να οδηγήσει σε παραπλανητικά συμπεράσματα.
Οι ειδικές περιπτώσεις του Κοσσυφοπεδίου και του Καυκάσου έχουν θέσει ένα άλλο βασικό ερώτημα. Πότε ένα μειονοτικό πρόβλημα παίρνει διεθνή διάσταση ανάλογη με αυτή που γνωρίσαμε κατά την κρίση στην πρώην Γιουγκοσλαβική επαρχία και στις αποσχισθείσες περιοχές της Γεωργίας;
Θα μπορούσε κανείς να ερμηνεύσει τη διεθνή διάσταση των περιπτώσεων αυτών με μια απλή επίκληση του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς έννομης τάξης. Όμως, σε τέτοια περίπτωση τα επιχειρήματα θα εξαντληθούν όταν προσπαθήσει κανείς να παραλληλίσει το μειονοτικό ζήτημα στο Κοσσυφοπέδιο ή στην Αμπχαζία ή στη Ν. Οσετία με το κουρδικό πρόβλημα, για παράδειγμα, στην Τουρκία, όπου η αντίδραση και ανταπόκριση της διεθνούς κοινότητας είναι εντελώς διαφορετική.
H διεθνής διάσταση και δυναμική που πήραν, ειδικά αυτό το χρόνο, τα εν λόγω μειονοτικά ζητήματα, καταδεικνύουν ότι το διεθνές σύστημα δε λειτουργεί όπως η εσωτερική έννομη τάξη αλλά με βάση το συσχετισμό συμφερόντων και ισχύος στις διακρατικές σχέσεις. Επιπλέον, το διεθνές δίκαιο προσαρμόζεται στη λογική αυτού του συσχετισμού. Παράλληλα, η δράση και η αποτελεσματικότητα των διεθνών θεσμών προσδιορίζονται από τους εκάστοτε συσχετισμούς δυνάμεων (πρβλ. την αντιπαράθεση ΗΠΑ-Ρωσίας στον ΟΗΕ για το θέμα του Κοσσυφοπεδίου). Στη διεθνή κονίστρα υπάρχουν τόσες θέσεις περί δικαιοσύνης και ηθικής όσες και οι κοινωνίες που αντιπροσωπεύονται από κράτη στους διεθνείς οργανισμούς. Στο διεθνές σύστημα απουσιάζει η παγκόσμια ρυθμιστική εξουσία και το κενό αυτό επιτρέπει την ερμηνεία τέτοιων καυτών θεμάτων στη βάση των ηγεμονικών σκοπιμοτήτων.
Επομένως, η προσπάθεια ανάλυσης τέτοιων περιπτώσεων μέσω της διαρκούς επίκλησης ιδεολογιών και ιδεολογημάτων που αντλούν φιλοσοφική νομιμότητα από ένα φαντασιακό σύστημα διεθνούς ηθικής και ταυτόχρονα αγνοούν το συσχετισμό συμφερόντων και ισχύος καταδεικνύει αδυναμία θέασης των σημερινών διεθνών σχέσεων με τους όρους της πραγματικότητας.
Mία Υπερδύναμη ξαναγεννιέται σε περιβάλλον
μειονοτικών συγκρούσεων
Tου Ronald Steel*
Το ψυχόδραμα που βρίσκεται σε εξέλιξη στον Καύκασο, δεν είναι η πρώτη πράξη του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως ορισμένοι ασθμαίνοντες πολιτικοί και σχολιαστές αρέσκονται να το παρουσιάζουν. Στην ουσία, πρόκειται για την τελική πράξη του ψυχρού Πολέμου. Και ενώ η Σοβιετική Ένωση ηττήθηκε σε αυτήν την επική διαμάχη, η Ρωσία, κέρδισε το εκ νέου κάλεσμα στη σκηνή, με τρόπο ο οποίος διασφαλίζει ότι η Ουάσιγκτον, θα πρέπει πλέον να την λαμβάνει πολύ πιο σοβαρά στο μέλλον.
Η εκτίμηση αυτή δεν πηγάζει – όπως υποστηρίζουν ορισμένοι «ρεαλιστές» επί διεθνών θεμάτων – από το ότι η Μόσχα διαθέτει αρκετά στρατεύματα και πετρέλαιο ώστε να αναγκάσει τις ΗΠΑ να λάβουν υπόψιν τους υποτιθέμενους παράλογους φόβους της. Αντίθετα, η διένεξη στη Γεωργία έχει καταδείξει πόσο ρεαλιστικές είναι οι ανησυχίες της Ρωσίας όσον αφορά την ανάμιξη των Ηνωμένων Πολιτειών στην παραδοσιακή σφαίρα επιρροής της, και ότι η Ουάσιγκτον θα πρέπει πλέον να αρχίσει να της συμπεριφέρεται ως μεγάλη δύναμη που εξακολουθεί να είναι.
Με την λήξη του Ψυχρού Πολέμου, οι ρώσοι, μπορεί να εγκατέλειψαν εθελοντικά, αν και υπό διαμαρτυρία την ηγεμονική τους παρουσία στην Ανατολική Ευρώπη, εντούτοις εξακολουθούν να την θεωρούν ως αναγκαία ζώνη για την ασφάλεια τους. Πρόσφατα, οι ΗΠΑ, παραμέρισαν τις ρωσικές διαμαρτυρίες για την ανάπτυξη αμερικανικών πυραύλων στην Ανατολική Ευρώπη, καθώς και την προσπάθεια της Ουάσιγκτον για επέκταση του ΝΑΤΟ, με την ένταξη στη συμμαχία της Ουκρανίας και της Γεωργίας. Η Μόσχα αντέταξε το επιχείρημα, ότι παρόμοια θα ήταν η αντίδραση αν υπέγραφε τη δημιουργία συμφώνου με την Κούβα και τη Βενεζουέλα, και στη συνέχεια επιχειρούσε να εγκαταστήσει στις δύο αυτές χώρες πυραύλους στραμμένους προς τα βόρεια.
Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, ήταν αναπόφευκτο ότι οι ρώσοι, που επανήλθαν σε περίοδο ακμής λόγω των αποθεμάτων σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, θα αντιδρούσαν. Ο θερμοκέφαλος πρόεδρος της Γεωργίας Μιχαήλ Σαακασβίλι ήταν η αφορμή που ζητούσαν. Το τι επακολούθησε στην Ουάσιγκτον, ήταν η ανάλωση πολιτικών και από τις δύο παρατάξεις, σε ένα ρεσιτάλ φαρισαϊκής αγανάκτησης, στο οποίο εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους στο ανήμπορο θύμα και την καταδίκη της επέμβασης των νταήδων σε κράτη τα οποία το μόνο που επιζητούν, είναι να αφεθούν ήσυχα.
Τέτοιου είδους διακηρύξεις, παραγνωρίζουν και αγνοούν μία πάγια γεωπολιτική πραγματικότητα: οι νόμοι των μεγάλων δυνάμεων, διαφέρουν από τους νόμους των μικρών κρατών. Απαιτούν σεβασμό, και υπακοή από τους ανίσχυρους γείτονες τους. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις είναι σαφείς ως προς το αίτημα τους. Όπως χαρακτηριστικά είχε δηλώσει το 1985, ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Richard Olney, πιστός στο δόγμα Μονρόε: “σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι στην ουσία κυρίαρχες σε αυτή την ήπειρο, και οι απαιτήσεις τους είναι νόμος για τα κράτη στα οποία ασκούν την παρέμβαση τους».
Είναι για αυτό το λόγο για τον οποίο δεν θα πρέπει να αναμένει κανείς από την Μόσχα, να επιδείξει ηπιότερη στάση όσον αφορά τον πολιτικό προσανατολισμό της πρώην σοβιετικής δημοκρατίας, στα ζωτικής σημασίας νότια σύνορα της. Οι μεγάλες δυνάμεις προστατεύουν με ιδιαίτερο ζήλο τα όσα θεωρούν ότι εμπίπτουν στην σφαίρα επιρροής τους. Αυτό μπορεί να είναι υποτιμητικό, αλλά έτσι λειτουργεί ο κόσμος, πάντοτε έτσι λειτουργούσε. Και καμία χώρα δεν υπήρξε πιο επίμονη όσον αφορά την απαίτηση τα συμφέροντα της να τυγχάνουν σεβασμού από τους γείτονες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες. Τα κράτη της Λατινικής Αμερικής μπορούν να το επιβεβαιώσουν.
Ως διαφαίνεται, τα όρια υποχωρήσεων της Ρωσίας στη μεταψυχροπολεμική εποχή έχουν φθάσει στα όριά τους, ενώ η ανατροπή της ισορροπίας ισχύος, όπως αυτή καθορίστηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, δεν ισχύει πλέον. Οι σημερινοί ρώσοι ηγέτες είναι αποφασισμένοι να προστατεύσουν το τι θεωρούν ως ζωτικά τους συμφέροντα. Καθήκον των αμερικανών ηγετών δεν είναι να προσποιούνται ότι αυτά τα συμφέροντα δεν υπάρχουν ή μπορούν με ασφάλεια να αγνοηθούν. Αντιθέτως, θα πρέπει να επεξεργαστούν έναν διακανονισμό, ο οποίος θα είναι βασισμένος όχι σε ευσεβείς πόθους ή όνειρα για ακόμη μεγαλύτερη δόξα, αλλά στις ρεαλιστικές και υπάρχουσες πραγματικότητες.
Το πρώτο ουσιαστικό βήμα που θα πρέπει να κάνουν οι ηγέτες της Νατοϊκής συμμαχίας είναι να μειώσουν τους τόνους και να αποκαταστήσουν τον διάλογο με την Ρωσία. Η περιοδεύουσα υπουργός εξωτερικών Condoleeza Rice, θα έπρεπε να είχε σπεύσει στη Μόσχα και όχι στην Τιφλίδα. Αδέξιες δηλώσεις όπως αυτές περί εκδίωξης της Ρωσίας από τους G8, θα έχει ως αποτέλεσμα να πληγούν τα συμφέροντα της Δύσης. Τέτοιοι οργανισμοί δεν διέπονται από την φιλοσοφία της ανταμοιβής λόγω υποτελούς συμπεριφοράς, αλλά από την εποικοδομητική συζήτηση με στόχο την αντιμετώπιση κοινών προβλημάτων.
Κατά δεύτερο λόγο, θα πρέπει οι ΗΠΑ να απόσχουν από συζητήσεις περί ένταξης της Ουκρανίας ή της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ – τουλάχιστον μέχρι η Ουάσιγκτον να είναι έτοιμη να προσκαλέσει στη συμμαχία την ίδια τη Ρωσία. Το ΝΑΤΟ, εξακολουθεί να παραμένει ένα ψυχροπολεμικό σύμφωνο το οποίο βρίσκεται στη διαδικασία αναζήτησης της ταυτότητας του. Τυχόν ένταξη των δύο αυτών πρώην σοβιετικών δημοκρατιών στο ΝΑΤΟ, θα ερμηνευθεί, και πολύ σωστά από την Μόσχα, ως πρόκληση που στρέφεται εναντίον της. Και αν ακόμη μια τέτοια ενέργεια δεν αποτελέσει την αιτία για έναν νέο ψυχρό πόλεμο, σίγουρα θα δημιουργήσει σοβαρές εντάσεις στους κόλπους της ίδιας της συμμαχίας.
Τρίτο, θα πρέπει οι ΗΠΑ να συναντηθούν με τους εταίρους τους στο ΝΑΤΟ ώστε να καθοριστεί μία ενιαία προσέγγιση στο πρόβλημα του εθνικού διαχωρισμού. Ο χειρισμός αυτού του θέματος στα Βαλκάνια ήταν κάκιστος, αφού διευκόλυνε το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας στη βάση εθνικών διαχωριστικών γραμμών, και στη συνέχεια, παρά τις έντονες αντιρρήσεις της Ρωσίας, η Ουάσιγκτον προχώρησε στην αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου ως ανεξαρτήτου κράτους. Ο διαμελισμός των κρατών στη βάση εθνοτικών διαχωριστικών γραμμών, δεν είναι πρόβλημα το οποίο συναντάται αποκλειστικά στα Βαλκάνια. Ισχυρά αποσχιστικά κινήματα υπάρχουν σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, όπως στη Βρετανία, την Ιταλία και την Ισπανία, ενώ μπορεί σύντομα αυτή η κατάσταση να οδηγήσει στον διαμελισμό του Βελγίου. Είναι αυτή μία εξέλιξη την οποία θα ήθελαν οι ΗΠΑ να διευκολύνουν;
Από την στιγμή που η Αμερική είναι μπλεγμένη σε δύο δαπανηρούς και ως φαίνεται αδιέξοδους πολέμους στη Μέση Ανατολή και στην Κεντρική Ασία, δεν θα ήταν φρόνιμο να προκαλέσει μία σύγκρουση με την Ρωσία λόγω των εδαφικών φιλοδοξιών μίας πρώην επαρχίας της. Την ίδια στιγμή θα ήταν σοφό αν ανακαλούσαμε στη μνήμη μας την προειδοποίηση του John Quincy Adams το 1821, ο οποίος είχε πει τα εξής: «εκστρατεύοντας στο εξωτερικό σε αναζήτηση και εξόντωση τεράτων με στόχο την υποστήριξη των εδαφικών διεκδικήσεων άλλων, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εμπλακούν σε όλους τους πολέμους συμφερόντων και ραδιουργιών. Πόλεμοι οι οποίοι προκαλούνται από πλεονέκτες, ζηλόφθονους και φιλόδοξους ηγέτες, και οι οποίοι στο όνομα της ελευθερίας, σφετερίζονται τα ιδανικά της».
Ο Ronald Steel, είναι καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.