Επιστημονικό-ενημερωτικό ιστολόγιο με βαρύτητα σε θέματα γεωπολιτικής,εξωτερικής πολιτικής και διεθνών σχέσεων. geopoliticsgr@gmail.com
Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012
Οι 3.300 ημέρες του Μπερλουσκόνι
Το στίγμα του «Καβαλιέρε»
Του Pierre Musso*
Τα ρεκόρ δημοτικότητας που επιτυγχάνει, σύμφωνα με τις εταιρείες δημοσκοπήσεων, η νέα ιταλική κυβέρνηση, της οποίας ηγείται ο πρώην επίτροπος Μάριο Μόντι, αντιμετωπίζονται με επιφυλακτικότητα, δεδομένου ότι οι επιτελείς της οφείλουν να επιβάλουν στη χώρα ένα πρόγραμμα άγριας λιτότητας. Και, έστω κι αν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την εξουσία, έχει σημαδέψει βαθύτατα την ιταλική κοινωνία.
Μετά από οκτώ χρόνια σχεδόν αδιάκοπης άσκησης της εξουσίας(1), ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι αναγκάστηκε να παραδώσει την πρωθυπουργία. Ωστόσο, συνεχίζει την πολιτική του καριέρα ως βουλευτής και εξακολουθεί να ηγείται ενός από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της χώρας, του Λαού της Ελευθερίας (Popolo della Liberta), που ιδρύθηκε πριν από δεκαοκτώ χρόνια με την ονομασία Forza Italia. «Επιστρέφω στον ρόλο του επιχειρηματία, αλλά στο τιμόνι ενός πολιτικού κόμματος. Οφείλουμε να αναδιοργανώσουμε τα πάντα» δήλωσε στις 16 Νοεμβρίου, μόλις παραιτήθηκε.
Ο Μπερλουσκόνι επιβιώνει
Εξακολουθεί δε να διαδραματίζει κομβικό ρόλο στο ιταλικό κοινοβουλευτικό σύστημα, το οποίο αποτελείται από δύο σώματα. Καθώς η πρώην σύμμαχός του Λίγκα του Βορρά πέρασε στην αντιπολίτευση, ο Μπερλουσκόνι διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία στη Βουλή και την απόλυτη πλειοψηφία στη Γερουσία, η οποία του δίνει τη δυνατότητα να μπλοκάρει πολλά από τα σχέδια των αντιπάλων του. Έτσι, όσο δεν διεξάγονται εκλογές (οι οποίες πρέπει να προκηρυχθούν το αργότερο μέχρι την άνοιξη του 2013), η παρουσία του αποτελεί δαμόκλειο σπάθη για την «κυβέρνηση τεχνοκρατών» του Μάριο Μόντι.
Ο «Καβαλιέρε» δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να επιστρέψει στην εξουσία σε περίπτωση που αποδειχθεί εξαιρετικά αντιδημοφιλής η κυβέρνηση Μόντι, η οποία έχει αναλάβει να υποβάλει τους Ιταλούς σε «θυσίες», όπως την αναθεώρηση του εργατικού δικαίου και του συνταξιοδοτικού συστήματος, την αύξηση των φόρων, την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και την απορρύθμιση διάφορων επαγγελμάτων και τομέων της οικονομίας.
Είναι παράδοξο το γεγονός ότι ο Μπερλουσκόνι - δισεκατομμυριούχος και κατέχων τη δεύτερη μεγαλύτερη περιουσία στην Ιταλία-αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την εξουσία όχι μετά από μια εκλογική αποτυχία αλλά κάτω από την πίεση των χρηματαγορών και των ευρωπαϊκών και διεθνών θεσμών. Το άτομο που συγκέντρωσε στα χέρια του όλες τις εξουσίες της Ιταλίας (μέσα ενημέρωσης, πολιτική και οικονομική εξουσία) αποδείχθηκε ανίσχυρος μπροστά στην ισχύ των τεχνοκρατών και του χρηματοοικονομικού τομέα. Οι κερδοσκοπικές πιέσεις των αγορών εκτίναξαν σε δυσθεώρητα ύψη τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων και τα περιβόητα spreads(2), τη στιγμή που το ιταλικό δημόσιο χρέος -το 14ο παγκοσμίως- ανέρχεται σε 1,9 τρισ. ευρώ. Η δημοκρατική νομιμοποίηση -έστω κι αν αυτή ενσαρκωνόταν από ένα άτομο το οποίο ο φιλόσοφος Μικέλε Πρόσπερο περιγράφει ως «κωμικό της πολιτικής»(3)- τσαλαπατήθηκε από μια άλλη, υπερεθνική, νομιμοποίηση, μοιραία και αναπόφευκτη.
Μειωμένη δημοτικότητα
Βέβαια, η δημοτικότητα του Μπερλουσκόνι είχε πέσει στο 22% μετά τη διάβρωση της αυτοδυναμίας του από τη ρήξη με τον Τζιανφράνκο Φίνι, το καλοκαίρι του 2010, αλλά και από τις ήττες του στις δημοτικές εκλογές και στο δημοψήφισμα της περασμένης άνοιξης. Σε όλα αυτά προστίθενται και οι συνεχείς δικαστικές περιπέτειές του, η πολεμική του με το δικαστικό σώμα της χώρας, η εγκατάλειψή του από τους ιταλούς εργοδότες και κυρίως η δημοσιότητα που έλαβαν τα παραστρατήματά του (το διάσημο πλέον σκάνδαλο «μπούνγκα-μπούνγκα»), που προκάλεσαν την απομάκρυνση των γυναικών και των καθολικών ψηφοφόρων.
Ωστόσο, ο Μπερλουσκόνι πρόλαβε μέσα σε σαράντα χρόνια να σημαδέψει τη σκέψη και το μυαλό των Ιταλών σε τέτοιον βαθμό ώστε να μπορούμε να μιλάμε για «μπερλουσκονισμό». Μέσα στη συγκυρία των δραματικών «μολυβένιων χρόνων(4)» δημιούργησε το πρώτο μεγάλο εμπορικό τηλεοπτικό κανάλι, προωθώντας τη διασκέδαση μέσα στο φαντασιακό των Ιταλών. Στη συνέχεια ίδρυσε τη Fininvest, μια μεγάλη επιχείρηση στον τομέα των μέσων ενημέρωσης, η οποία εξελίχθηκε σε εθνικό πρωταθλητή και η οποία περιλαμβάνει τρία τηλεοπτικά κανάλια εθνικής εμβέλειας, μια κινηματογραφική εταιρεία, την ποδοσφαιρική ομάδα Milan AC, έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο και μια εκδοτική επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον χώρο του τύπου. Όταν μπήκε στην πολιτική, αυτοανακηρύχθηκε «διευθύνων σύμβουλος της Ιταλίας» και «πρωθυπουργός-επιχειρηματίας». Ο μπερλουσκονισμός θριάμβευσε ως νέα ιδεολογία, μεταχριστιανοδημοκρατική και μετακομμουνιστική, η οποία και υποκατέστησε τις ιδεολογίες των δύο μεγάλων κομμάτων που αποτελούσαν τους πυλώνες της πολιτικής και πνευματικής ζωής στη μεταπολεμική Ιταλία.
Ο Μπερλουσκόνι κυβέρνησε εκμεταλλευόμενος τη συγκίνηση, ως μέγας τελετάρχης των τηλεοπτικών εκπομπών. Συγχωνεύοντας τον ιδιωτικό και το δημόσιο βίο, ταύτισε την καθημερινή ζωή του ηγέτη με την ιστορία της Ιταλίας. Το 2001, έστειλε σε κάθε ιταλικό νοικοκυριό ένα έγχρωμο φωτορομάντσο 120 σελίδων με τίτλο «Una storia italiana» (Μια ιταλική ιστορία), το οποίο διηγούνταν τη ζωή του. Οι τηλεθεατές-ψηφοφόροι, εγκλωβισμένοι σε μια θεαματική σχέση με τον Μπερλουσκόνι, στην οποία καθρεφτίζονταν πολλές από τις δικές τους προσδοκίες, εκλήθησαν να τον δουν ως ήρωα μιας telenovela ή μιας κωμικής τηλεοπτικής σειράς. Έτσι, μέσα από έναν αντιστραμμένο πανοραμικό μηχανισμό, οι πολίτες ανέλαβαν τον συνεχή έλεγχο του ηγέτη τους. Όλοι υποβάλλονταν σε ένα καθημερινό εικονικό δημοψήφισμα: «Υπέρ ή κατά του Μπερλουσκόνι;», «Ο me ο loro» (Ή εγώ, ή αυτοί). Με αυτό το τίμημα, ο «Καβαλιέρε» έσπασε κάθε ρεκόρ μακροημέρευσης στην κεφαλή της εκτελεστικής εξουσίας της μεταπολεμικής Ιταλίας, παραμένοντας στην εξουσία περισσότερες από 3.300 ημέρες.
«Νεοτηλεόραση»
Αλλά τις μεγαλύτερες και εντυπωσιακότερες νίκες του ο μπερλουσκονισμός τις κατήγαγε στο πολιτισμικό επίπεδο, ακόμα και στο ανθρωπολογικό, επιβάλλοντας τους κώδικες της «νεοτηλεόρασης»(5). Όπως συνόψισε εύστοχα ο τραγουδιστής Τζιόρτζιο Γκαμπέρ, «αν κάτι φοβάμαι, αυτό δεν είναι ο ίδιος ο Μπερλουσκόνι, αλλά ο Μπερλουσκόνι που βρίσκεται μέσα μου». Πράγματι, ο μπερλουσκονισμός επέβαλε μια πολιτικοδιανοητική κατεύθυνση της κοινωνίας, μια ηγεμονία της διασκέδασης, της αισιοδοξίας και του καταναλωτικού ηδονισμού. Ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι είχε διαβλέψει αυτό το «μεγάλο έργο της τυποποίησης», το οποίο επέβαλε «τα μοντέλα που επιθυμούσε η νέα βιομηχανική τάξη, η οποία δεν αρκείται πλέον σε ένα "άτομο που καταναλώνει", αλλά ισχυρίζεται και ότι είναι απαράδεκτη οποιαδήποτε άλλη ιδεολογία πέρα από την ιδεολογία της κατανάλωσης»(6).
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1990-2000, κανένας δεν ενσάρκωσε περισσότερο από τον Μπερλουσκόνι αυτήν την «κουλτούρα». Η απάντηση που δίνει στην κρίση της πολιτικής συμπυκνώνεται στη μετατροπή του εαυτού του σε θέαμα και στον εγκλωβισμό του λαϊκού φαντασιακού μέσα στον «καταναλωτικό πυρετό», στον «πυρετό της υπακοής» που περιγράφει ο Παζολίνι. Καθώς οι Ιταλοί -συμπεριλαμβανόμενων των κομμάτων της αριστεράς και των συνδικάτων- ενέδωσαν στον πειρασμό, είναι τώρα υποχρεωμένοι να αποδεχθούν την άμεση ανάληψη της εξουσίας από τους τεχνοκράτες και τους τραπεζίτες. Το σόου τελείωσε.
(1) Ο Μπερλουσκόνι διατέλεσε τρεις φορές πρωθυπουργός: από τον Μάιο του 1994 έως τον Ιανουάριο του 1995, από τον Ιούνιο του 2001 έως τον Μάιο του 2006 και από τον Μάιο του 2008 έως τον Νοέμβριο του 2011.
(2) Διαφορά των επιτοκίων των κρατικών ομολόγων δύο χωρών. Το spread των ιταλικών και των γερμανικών ομολόγων είχε ξεπεράσει το 5% την παραμονή της παραίτησης της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι. Αυτό σημαίνει ότι η αμοιβή που ζητούν οι επενδυτές για να δανείσουν την Ιταλία είναι κατά 5% υψηλότερη από εκείνη που ζητούν για τη Γερμανία.
(3) Τίτλος του βιβλίου του Michele Prospero, «Il comico della politica, Nichilismo e aziendalismo della communicazione di Silvio Berlusconi», Ediesse, Ρώμη, 2010.
(4) (Στμ) Έτσι ονομάστηκε στην Ιταλία η δεκαετία του 1970, όταν η χώρα συνταράχθηκε από τις απόπειρες αποσταθεροποίησης της δημοκρατίας από το ακροδεξιό παρακράτος και από το κύμα των τρομοκρατικών επιθέσεων των Ερυθρών Ταξιαρχιών.
(5) Σε ένα άρθρο του που δημοσιεύθηκε στο εβδομαδιαίο περιοδικό «L'Espresso», το 1983, ο Ουμπέρτο Έκο προέβη στη διάκριση ανάμεσα στην «παλαιοτηλεόραση», η οποία παραδίδει ένα μήνυμα (η δημόσια τηλεόραση της δεκαετίας του 1960 στην Ευρώπη), και στη «νεοτηλεόραση», η οποία, όπως τα κανάλια του Μπερλουσκόνι, δημιουργεί και συντηρεί μια σχέση οικειότητας με το κοινό της.
(6) Πιέρ Πάολο Παζολίνι, «Κουρσάρικα γραπτά. Αιρετικός εμπειρισμός», Εξάντας, Αθήνα, 1986.
* Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ρεν, συγγραφέας του «Sarkoberlusconisme: la crise finale?», Editions de l'Aube, Λα Τουρ ντ' Αιγ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.