Πέμπτη 27 Αυγούστου 2009

Στροφή στη στρατηγική του Πακιστάν


Le Monde Diplomatique Του Najam Sethi
Aρχισυντάκτης των «Daily Times», Λαχόρη (Πακιστάν)

Μια κίνηση όπως η απομάκρυνση ενός στρατηγού ενώ υπηρετεί στο μέτωπο -του διοικητή των αμερικανικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν- δεν έχει πολλά προηγούμενα στην ιστορία των ΗΠΑ. Πιστοποιεί την σημασία που προσδίδει η κυβέρνηση Ομπάμα σε αυτό που ονομάζεται πλέον «Αφπάκ», το Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Σε αυτή τη χώρα, ο στρατός εξαπέλυσε μείζονα αντεπίθεση κατά των Ταλιμπάν, με κορυφαίο σημείο τον παραλίγο θάνατο του ηγέτη των Ταλιμπάν, Μπαϊτουλάχ Μεσούντ στις 7 Αυγούστου, αντεπίθεση που αποτελεί προοίμιο μιας στρατηγικής στροφής με πολλαπλές συνέπειες.

Σε μια περίοδο κατά την οποία εξαπλώνονται οι επιθέσεις στα προπύργια των Ταλιμπάν στις βορειοδυτικές συνοριακές επαρχίες, οι κάτοικοι της κοιλάδας του Σουάτ και των γειτονικών διαμερισμάτων εξακολουθούν να δραπετεύουν από τις εμπόλεμες ζώνες. Από την έναρξη των επιχειρήσεων στις 26 Απριλίου, ο στρατός και οι παραστρατιωτικές δυνάμεις έχουν ξεδιπλώσει ένα κολοσσιαίο εξοπλισμό-άρματα, βαρύ πυροβολικό, πολεμικά αεροπλάνα και ελικόπτερα- για να εντοπίσουν και να καταδιώξουν τους αντάρτες. Και ενώ η διοίκηση υπερηφανεύεται καθημερινά για τον θάνατο χιλιάδων Ταλιμπάν, ελαχιστοποιώντας τις απώλειες στρατιωτών και αμάχων, οι διεθνείς μη κυβερνητικές οργανώσεις κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με μια επερχόμενη μεγάλη ανθρωπιστική κρίση.

Μαζική έξοδος

Περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι έχουν ήδη εγκαταλείψει την κοιλάδα. Η μαζική έξοδος συνιστά έναν από τους μεγαλύτερους εκτοπισμούς πληθυσμών στην ιστορία της χώρας.

Τα τελευταία δύο χρόνια, οι Ταλιμπάν, οι οποίοι σπέρνουν τον τρόμο στον ντόπιο πληθυσμό και αψηφούν την εξουσία της Ισλαμαμπάντ, σημειώνουν συνεχώς προόδους και κατοχυρώνουν την εξουσία τους στις περιοχές των φυλών που βρίσκονται υπό τη διοίκηση του ομοσπονδιακού κράτους (FATA). Ο πρόεδρος Ασίφ Ζαρντάρι και η κυβέρνησή του, όταν στις 28 Φεβρουαρίου του 2009 υπέγραφαν μια «ειρηνευτική συμφωνία» που επέτρεπε την εφαρμογή της σαρία -του ισλαμικού νόμου-, νόμιζαν ότι έτσι εξαγόραζαν την κοινωνική ειρήνη. Η συμφωνία, η οποία χαρακτηρίστηκε επισφαλής από πολλούς παρατηρητές, επέφερε τα αντίθετα αποτελέσματα από τα αναμενόμενα (1).

Με το που ξεκίνησε η εκεχειρία, οι Ταλιμπάν ένιωσαν ότι είχαν το ελεύθερο να διεκδικήσουν και άλλα εδάφη. Στρατολόγησαν κόσμο και κυρίευσαν τα γειτονικά διαμερίσματα του Μπουνέρ και του Κάτω Ντιρ. Η προέλασή τους στα εκατό μόλις χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα και την στρατηγικής σημασίας λεωφόρο του Καρακορούμ, η οποία βρίσκεται παραπλεύρως του αρχαίου δρόμου του μεταξιού που οδηγούσε στην Κίνα, είχε τέτοια ορμητικότητα ώστε προκάλεσε σοκ στην εγχώρια και διεθνή κοινή γνώμη.

Πιέσεις από ΗΠΑ

Η Ουάσινγκτον, η οποία, πάνω στη βιασύνη της να προσδιορίσει μια νέα στρατηγική για την περιοχή, πίεζε για μήνες την Ισλαμαμπάντ να τακτοποιήσει την κατάσταση με τη χρήση βίας, δεν έκρυψε τον θυμό της. Πολλές μεγάλες ξένες πρωτεύουσες φοβούνται ότι μια πιθανή ανατροπή της κυβέρνησης θα βυθίσει τη χώρα στον εμφύλιο πόλεμο και θα επιφέρει ανάμεσα σε άλλες ολέθριες συνέπειες την απώλεια ελέγχου των στρατιωτικών εγκαταστάσεων, καθώς και των συμβατικών και πυρηνικών όπλων.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι κακόβουλοι δεν θα παραλείψουν να σημειώσουν ότι η όψιμη αντεπίθεση του στρατού ήρθε τη στιγμή που ο Ζαρντάρι, ο οποίος βρισκόταν σε επίσημο ταξίδι στην Ουάσινγκτον, διαπραγματευόταν τους όρους μιας οικονομικής βοήθειας και ζητούσε την ανανέωση της αμερικανικής υποστήριξης. Στο τέλος της επίσκεψης, οι ΗΠΑ δεσμεύονταν να αποδεσμεύσουν μέσα στα δυο επόμενα χρόνια 1,9 δισεκατομμύρια δολάρια στο όνομα του αγώνα κατά της τρομοκρατίας, της ανθρωπιστικής βοήθειας και της οικονομικής ανάπτυξης. Άλλα 600 εκατομμύρια δολάρια επρόκειτο να συνεισφέρουν στις στρατιωτικές δαπάνες.

Τα παζάρια του Μουσάραφ
Είχε παρέλθει ο καιρός όπου ο στρατηγός Περβέζ Μουσάραφ, ο οποίος κυβέρνησε το Πακιστάν από το 1999 ως το 2008, πήγαινε στην Ουάσινγκτον και με αντάλλαγμα ουσιαστική βοήθεια προσέφερε ελάχιστες παραχωρήσεις, όπως την σύλληψη κάποιου ηγετικού στελέχους της Αλ Κάιντα ή μια στρατιωτική επιχείρηση ήσσονος σημασίας κατά των ανταρτών στις πλέον απομακρυσμένες περιοχές των φυλών.

Απέναντι στην επέλαση των Ταλιμπάν στο Πακιστάν και στο Αφγανιστάν, ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, η υπουργός εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον, ο αρχηγός του γενικού επιτελείου ενόπλων δυνάμεων, ναύαρχος Μάικ Μιούλεν, ο επικεφαλής της κεντρικής διοίκησης (Centcom), στρατηγός Ντέιβιντ Πετρέους, ο υπουργός άμυνας Ρόμπερτ Γκέιτς, ο διευθυντής της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA) Λίον Πανέτα και αρκετά μέλη του Κογκρέσου κατέστησαν με σαφήνεια στον πακιστανό πρόεδρο και στον αφγανό ομόλογό του, Χαμίντ Καρζάι, στα πλαίσια της επίσκεψής τους στις ΗΠΑ, ότι οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν αλλάξει.



Η Ουάσινγκτον αναμένει από την Ισλαμαμπάντ και την Καμπούλ συγκεκριμένες προόδους στον πόλεμο κατά της Αλ Κάιντα και των Ταλιμπάν σε αντάλλαγμα για τη βοήθειά της. Η αμερικανική ηγεσία υπέδειξε μια λίστα κοινών στόχων και ζήτησε να δίδεται αναφορά για την πορεία των επιχειρήσεων. Απηύθυναν έτσι έκκληση στην κοινή λογική και των δύο ηγετών, η υπόληψη των οποίων έχει αμαυρωθεί από τις φήμες περί διαφθοράς και αποτυχημένης διαχείρισης (2). «Ξαναπάρτε τα ηνία στις χώρες σας», τους τόνισαν με στόμφο. «Δώστε στους λαούς σας την καλή διακυβέρνηση που αναμένουν και κυρίως, σχηματίστε κοινό μέτωπο με τα κόμματα της αντιπολίτευσης κατά της Αλ Κάιντα και των Ταλιμπάν που είναι οι κοινοί μας εχθροί και απειλούν να βυθίσουν τον τόπο σας στην τρέλα και στον πόλεμο».

Όψιμη αντίδραση

Η όψιμη συνειδητοποίηση στο Πακιστάν για τον κίνδυνο που αποτελούν οι ακραίοι ισλαμιστές εξηγείται εν μέρει από τις εκστρατείες εξισλαμισμού που έλαβαν χώρα τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, οι οποίες σφυρηλάτησαν το πνεύμα μιας ολόκληρης γενιάς γύρω από ένα κρατικό δόγμα που συνδύαζε θρησκεία και εθνικισμό. Έτσι, η «ισλαμική τζιχάντ στο κατεχόμενο από την Ινδία Κασμίρ» ή η «θεωρία των δύο εθνών» -στερεότυπα που τροφοδοτούνται από το μίσος μεταξύ Ινδουιστών και Μουσουλμάνων- είναι οι βασικές έννοιες που προβάλλονται στα σχολικά βιβλία και διαμορφώνουν καθημερινά το δημόσιο λόγο.

Όσο για τον αντιαμερικανισμό, έχει τη βάση του σε πολιτικές που χαρακτηρίζονται άδικες απέναντι στους Μουσουλμάνους γενικότερα και στο Πακιστάν ειδικότερα. Η Ισλαμαμπάντ, αφού υπήρξε προνομιακός εταίρος της Ουάσινγκτον στη στρατηγική της κατά της Σοβιετικής Ένωσης στο Αφγανιστάν, ένιωσε εγκαταλειμμένη το 1989, μόλις, αφού πέτυχαν τον στόχο τους, οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν αμέσως από την περιοχή, αφήνοντάς στον σύμμαχό τους τη φροντίδα να χειριστεί τις δραματικές συνέπειες της σύγκρουσης.

Η χώρα, επιπλέον, δεν είχε αποδεχτεί τις σοβαρές διεθνείς κυρώσεις που της επιβλήθηκαν μετά την ανάπτυξη του πυρηνικού της προγράμματος. Τέλος, στο Πακιστάν, όπως και αλλού, χάρη στο CNN και στις δορυφορικές τηλεοράσεις, οι δυο πόλεμοι στο Ιράκ και οι παλαιστινιακές Ιντιφάντα μπήκαν σε όλα τα σπίτια, εξάπτοντας τα πνεύματα και αμαυρώνοντας την εικόνα της Ουάσινγκτον.
Ενάντια στον «πόλεμο της Ουάσινγκτον»

Ήδη το 2007, όταν ένοπλοι ισλαμιστές οχυρώθηκαν στο Κόκκινο Τζαμί στην καρδιά της Ισλαμαμπάντ, ορισμένα μέσα ενημέρωσης είχαν ασπαστεί τα αιτήματα των τρομοκρατών και είχαν ξεσηκώσει κύμα συμπάθειας στην κοινή γνώμη σκιαγραφώντας τους ως μεσαιωνικούς ήρωες που αψηφούσαν τις ΗΠΑ και τον στρατό. Επαναλαμβάνοντας διαρκώς ότι ο αγώνας κατά του ισλαμισμού και της τρομοκρατίας είναι ο «πόλεμος της Ουάσινγκτον», τα συγκεκριμένα μέσα διέδωσαν την εσφαλμένη αντίληψη ότι εάν οι ΗΠΑ εγκαταλείψουν την περιοχή, θα εξαφανιστούν οι Ταλιμπάν και η Αλ Κάιντα.

Διάφορα πρόσφατα γεγονότα δηλώνουν μια αντίστροφη τάση. Στις αρχές Μαρτίου, το δημόσιο μαστίγωμα ενός νεαρού κοριτσιού στο Σουάτ, το οποίο μεταδόθηκε από όλα τα τηλεοπτικά δίκτυα και χαρακτηρίστηκε από τους ταλιμπάν ως «ισλαμική πρακτική», ξεσήκωσε αντιδράσεις αποστροφής σε ολόκληρη τη χώρα, ακόμα και στις τάξεις των ουλεμάδων, των θρησκευτικών ηγετών. Μια τέτοια ερμηνεία της σαρία εμφανίστηκε ως διαστρέβλωση του Ισλάμ που έχει ως στόχο να δικαιολογήσει τις πρακτικές των τοπικών φυλών. Εξάλλου, οι εκπρόσωποι των Ταλιμπάν κήρυξαν αντι-ισλαμικούς, θεσμούς και αξίες ιερούς στα μάτια της πλειοψηφίας των Πακιστανών, όπως το Σύνταγμα, το κράτος δικαίου, η «κοινωνία των πολιτών», η δημοκρατία, ή ακόμα και οι θεσμικές και ατομικές ελευθερίες.
Μεταστροφή της κοινής γνώμης

Οι απειλές που εκφράζουν κατά των μέσων ενημέρωσης ανάγκασαν επίσης ουκ ολίγους δημοσιογράφους να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους. Πέρυσι, δέκα από αυτούς πέθαναν στις περιοχές των φυλών, είτε στα χέρια των Ταλιμπάν, είτε από διασταυρούμενα πυρά με τον στρατό.

Να ακόμα ένα στοιχείο που ίσως οδηγήσει στην ολοκληρωτική στροφή της κοινής γνώμης: οι μαρτυρίες των πληθυσμών που διέφυγαν από τους περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν είναι εμποτισμένες με τόση οργή, ώστε ο τύπος θα δυσκολευτεί να τις αποσιωπήσει.

Τρομοκρατημένοι, οι πρόσφυγες καταγγέλλουν με μένος την κυβέρνηση και τον στρατό ότι τους εγκατέλειψαν για μήνες και δεν έκαναν τίποτα για να εγγυηθούν την προστασία τους πριν την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων.

Σε κρίσιμη καμπή

Το Πακιστάν μοιάζει να έχει φτάσει σε μια από τις πιο κρίσιμες καμπές στην ιστορία του. Οι επιλογές που κάνει, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο θέμα της ασφάλειας στην περιοχή, θα δεσμεύσουν το μέλλον του και ενδεχομένως θα αποφανθούν για την ίδια του την επιβίωση. Απέναντι σε τόσο σοβαρά διακυβεύματα, ποιός θα μπορούσε να είναι ο σωστός οδικός χάρτης;

Για το γενικό συμφέρον, ο πρωταρχικός στόχος θα ήταν ο σχηματισμός ενός κοινού μετώπου που να περιλαμβάνει το σύνολο της πολιτικής τάξης, την κυβέρνηση, το στρατό και τα μέσα ενημέρωσης. Κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό παρά μόνο αν το κύριο κόμμα της αντιπολίτευσης, η Μουσουλμανική Λίγκα (Pakistan Muslim League) με ηγέτη τον πρώην πρωθυπουργό Ναουάζ Σαρίφ, δεχτεί να ενωθεί με τις ομοσπονδιακές αρχές και να αναλάβει μερίδιο ευθύνης στο κυνήγι και τον πόλεμο κατά της Αλ Κάιντα και των Ταλιμπάν.

Αυτή είναι η λύση που προτιμούν και οι ΗΠΑ, οι οποίες πιέζουν τον Σαρίφ να συνεισφέρει στο σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Μέχρι στιγμής, αυτός παραμένει ανένδοτος και θέτει ως προϋπόθεση διάφορες συνταγματικές τροποποιήσεις που έχουν ως στόχο να αποδυναμώσουν τις εξουσίες του προέδρου Ζαρντάρι και να επιτρέψουν τη διεξαγωγή εκλογών στα μισά της θητείας. Στο μεταξύ, προτείνει να συζητηθούν αυτά τα θέματα στο πλαίσιο μιας διάσκεψης όλων των κομμάτων. Αυτή η πρωτοβουλία πάντως δεν φαίνεται να είναι σε θέση να δημιουργήσει την συναίνεση διότι πολλά μικρά κόμματα θρησκευτικού προσανατολισμού αντιτίθενται σε οποιαδήποτε στρατιωτική δράση κατά των Ταλιμπάν.

Καταλυτικός ο ρόλος των ΗΠΑ

Είναι επίσης απαραίτητο να δώσει η αμερικανική ηγεσία στον αφγανό πρόεδρο Καρζάι να καταλάβει ότι είναι προς το δικό του συμφέρον να εντάξει στο πολιτικό δυναμικό του τους μετριοπαθείς και φιλοπακιστανούς Παστούν και να καταστείλει τα ένοπλα κινήματα στα σύνορα.

Για να μπορέσει η Ισλαμαμπάντ να επικεντρώσει τις προσπάθειές της στον εσωτερικό εχθρό, θα πρέπει επίσης να διαλυθεί και ο φόβος της για τη γειτονική Ινδία. Για αυτό, θα πρέπει η Ινδία και το Πακιστάν να δράσουν από κοινού και χωρίς ενδοιασμούς για την επίλυση των συγκρούσεων που τις φέρνουν αντιμέτωπες εδώ και δεκαετίες. Αυτή η συνεργασία προαναγγέλλεται ιδιαίτερα λεπτή καθώς το Νέο Δελχί θέτει ως προϋπόθεση για κάθε ειρηνευτική συμφωνία να σταματήσει η εξαγωγή τρομοκρατίας από το έδαφος του Πακιστάν, μια εγγύηση την οποία η Ισλαμαμπάντ αδυνατεί να προσφέρει, αφού και η ίδια είναι θύμα της μάστιγας. Κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες, ο πακιστανικός στρατός δυσανασχετεί στην ιδέα να μεταφέρει τα στρατεύματα που είναι σταθμευμένα στα ανατολικά σύνορα με την Ινδία σε ένα νέο θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων κατά των Ταλιμπάν στα σύνορα με το Αφγανιστάν. Πρέπει να αναμένουμε ότι η νίκη του Κόμματος του Κογκρέσου στις εκλογές του Απριλίου-Μαΐου στην Ινδία θα επιτρέψει και μια αλλαγή στις θέσεις του Νέου Δελχί υπέρ μιας συμμαχίας για την ειρήνη με την Ισλαμαμπάντ.

Το πρόβλημα των προσφύγων

Τέλος, η φροντίδα για τους εσωτερικούς πρόσφυγες θα πρέπει να ανακηρυχθεί εθνική προτεραιότητα. Οι άμαχοι, όταν δέχτηκαν να εκκενώσουν τις περιοχές υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν για να αφήσουν το πεδίο ελεύθερο στο στρατό, όπως τους είχε ζητήσει η κυβέρνηση, δεν περίμεναν πόσο τραυματική θα ήταν η εμπειρία της άφιξής τους σε καταυλισμούς που στήθηκαν στο πόδι ή σε άλλους που στο παρελθόν είχαν στεγάσει τους πρόσφυγες από το Αφγανιστάν. Η ανοργανωσιά βγάζει μάτι και οι πρώτες αφηγήσεις που φτάνουν από τους καταυλισμούς του Σουάμπι και του Μαντάν μιλούν από μόνες τους. Εκατοντάδες οικογένειες περιμένουν καθημερινά να τους δοθεί «κάρτα εισόδου» για να φτάσουν στις τέντες που έχουν στηθεί στο κέντρο του καταυλισμού οι οποίες δεν προσφέρουν καμία προστασία από τον ήλιο, δεν υπάρχει πόσιμο νερό, ούτε ιατρικός εξοπλισμός. Οι συνθήκες διαβίωσης γίνονται ακόμα πιο σκληρές καθώς οι πληθυσμοί προέρχονται από ψυχρά μέρη και υποφέρουν πολύ με τη ζέστη. Εκείνα που αντιμετωπίζουν τα περισσότερα προβλήματα είναι τα παιδιά και μπορούμε ήδη να μιλάμε για κίνδυνο επιδημιών. Μόνο μέχρι τα τέλη Μαΐου είχαν καταγραφεί 200.000 πρόσφυγες. Όλα αυτά θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί...

Η στρατιωτική επέμβαση θα έπρεπε να συνοδεύεται από σχέδιο ανθρωπιστικής δράσης, όμως τίποτα δεν είχε προγραμματιστεί και το ένα δισεκατομμύριο ρουπίες (10 εκατομμύρια ευρώ) που μετέφερε η Ισλαμαμπάντ στις τοπικές κυβερνήσεις για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, φαντάζει γελοίο. Περισσότερο κι από το χρήμα, εκείνο που λείπει είναι η ικανότητα. Κανένας δεν πήρε το μάθημά του από τον σεισμό που ερήμωσε το 2005 τμήμα του Αζάντ Κασμίρ και της συνοριακής βορειοδυτικής επαρχίας, ούτε από τα τριάντα χρόνια υποδοχής αφγανών προσφύγων.

Μακροπρόθεσμα, η Ισλαμαμπάντ προβλέπει ότι ο πόλεμος στη Σουάτ, τον οποίο ο πρωθυπουργός Γιουσούφ Ρεζά Γκιλάνι έχει χαρακτηρίσει αγώνα «για την επιβίωση του Πακιστάν», θα επιφέρει ενάμιση εκατομμύριο εκτοπισμένους. Κι ενώ η πολιτική τάξη μοιάζει αποφασισμένη να σφίξει τα λουριά για να ασκήσει πίεση στους Ταλιμπάν, οι αρχές θα πρέπει να μην αμελήσουν για την τύχη των προσφύγων, γιατί κινδυνεύουν να χάσουν σε συναισθηματικό και ηθικό επίπεδο τον πόλεμο που έχουν κερδίσει στο πεδίο της μάχης, τινάζοντας έτσι στον αέρα την εύθραυστη εθνική συναίνεση που σχηματίζεται σιγά -σιγά. Τα πολιτικά κόμματα, η «κοινωνία των πολιτών» και η «διεθνής κοινότητα» τώρα μόλις αρχίζουν να προσμετρούν την σοβαρότητα της πολιτικής κατάστασης και το μέγεθος της ανθρώπινης τραγωδίας. Οι επόμενοι μήνες θα είναι αποφασιστικοί, δήλωσε ο αρχηγός του πακιστανικού στρατού, ο στρατηγός Ασφάκ Καγιάνι, στα πλαίσια συνάντησης στα μέσα Μαΐου με τους βασικούς πολιτικούς ιθύνοντες της χώρας. Οι οποίοι υιοθέτησαν μια διακήρυξη υποστήριξης στην επιχείρηση κατά των ενόπλων, χωρίς όμως να κατονομάσουν τους Ταλιμπάν...

Υποσημειώσεις

(1)Διαβάστε Jean-Luc Racine, «Au Pakistan, un president sous influence», «Le Monde Diplomatique», Νοέμβριος 2008, http://www.monde-diplomatique.gr/spip.php?article220.

(2) Σχετικά με τον ρόλο του πακιστανικού στρατού στην οικονομία, διαβάστε Ayesha Siddiqa, «Mainmise des militaires sur les richesses de Pakistan», «Le Monde Diplomatique», Ιανουάριος 2008.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.