Επιστημονικό-ενημερωτικό ιστολόγιο με βαρύτητα σε θέματα γεωπολιτικής,εξωτερικής πολιτικής και διεθνών σχέσεων. geopoliticsgr@gmail.com
Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012
Οι χαμένες υποσχέσεις του Ομπάμα
Του Eric Alterman*
Δημοσιογράφου, συγγραφέα του βιβλίου «Kabuki Democracy. The System vs. Barack Obama», εκδόσεις Nation Books, Νέα Υόρκη, 2011.
Ενώ επικρίνεται για την τακτική συμβιβασμού που ακολουθεί με τους Ρεπουμπλικανούς και για τα πενιχρά αποτελέσματα που έχει να επιδείξει στον τομέα της οικονομίας και της απασχόλησης, ο Μπαράκ Ομπάμα αλλάζει τόνο και προτείνει να αυξηθούν οι φόροι που επιβάλλονται στους πλούσιους. Μήπως, όμως, η εξαγγελία αυτή, που λίγες πιθανότητες έχει να καταλήξει σε απτά αποτελέσματα, αποσκοπεί στο να κινητοποιηθεί ξανά η εκλογική βάση της αριστεράς, ενόψει της ψηφοφορίας του 2012;
Τον Ιούνιο του 2008, κι ενώ μόλις είχε λάβει το χρίσμα των Δημοκρατικών για τις προεδρικές εκλογές, ο Μπαράκ Ομπάμα διακήρυττε ενώπιον υποστηρικτών του που πανηγύριζαν: «Η σημερινή ημέρα θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη μας, και στο μέλλον θα μπορούμε να λέμε στα παιδιά μας ότι τότε ήταν που αρχίσαμε να προσφέρουμε περίθαλψη στους ασθενείς και δουλειά στους ανέργους, τότε ήταν που η στάθμη των ωκεανών άρχισε να μειώνεται και ο πλανήτης να θεραπεύεται, τότε ήταν που θέσαμε τέλος σε έναν πόλεμο, παγιώσαμε την ασφάλεια του έθνους μας και αποκαταστήσαμε την εικόνα μας ως η έσχατη επί της γης ελπίδα»(1). Εάν υπάρχει ένας πρόεδρος που να επιβεβαίωσε τη ρήση του παλαιού δημοκρατικού κυβερνήτη της Νέας Υόρκης, Μάριο Κουόμο, σύμφωνα με την οποία οι υποψήφιοι «διεξάγουν ποιητική προεκλογική εκστρατεία και ασκούν πεζή πολιτική»(2), αυτός είναι πράγματι ο πρόεδρος Ομπάμα.
Πολλές ελπίδες
Πολλοί από τους συμπαθούντες την αριστερά είχαν πιστέψει ότι ο νέος τους πρόεδρος θα ανέτρεπε το πολιτικό παιχνίδι εφαρμόζοντας, χάρη στη βοήθεια των υποστηρικτικών του δικτύων, το πρόγραμμα και τις ιδέες που είχε θέσει στο επίκεντρο της προεκλογικής του εκστρατείας. Όπως αποδείχτηκε, όμως, γελάστηκαν, διότι, πέρα από μια εξωραϊσμένη επιχειρηματολογία, πρόθυμη να τάξει τον ουρανό με τ' άστρα, ο πραγματιστής Ομπάμα ποτέ δεν θεώρησε ότι τα δίκτυα των αριστερών υποστηρικτών, με μοναδικό τους όπλο την πίστη στην πατρίδα και τη δημοκρατία, θα μπορούσαν όντως να αποτελέσουν οργανωτικό πρότυπο, ικανό να απαγκιστρωθεί από ένα αντιπροσωπευτικό σύστημα εδραιωμένο εδώ και διακόσια χρόνια και διαβρωμένο από τη δύναμη του χρήματος. Ο πρόεδρος αποδείχτηκε διαμεσολαβητής και όχι επαναστάτης.
Η ρητορική του όσο και η νομοθετική του στρατηγική κατέτειναν πάντα προς την επιλογή της σύγκλισης, της συναίνεσης, της παθητικότητας. Αν και συχνά μέμφεται την τάση των Ρεπουμπλικανών να συμπεριφέρονται σχεδόν σαν απαγωγείς, επιβάλλοντας κάθε τόσο καθεστώς ομηρίας, ο αρχηγός του Λευκού Οίκου ποτέ δεν έπαψε να τους πληρώνει τα λύτρα, ορισμένες φορές, μάλιστα, με μεγαλύτερη γενναιοδωρία απ' όση θα τολμούσαν ποτέ να ελπίζουν οι αντίπαλοί του.
Η ίδια η δεξιά ωστόσο, ποτέ δεν επέδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για το περίφημο ζήτημα της επιμερισμένης «δικομματικής» διαχείρισης. Όταν το καλοκαίρι του 2010 τον ρώτησαν ποια ήταν η πιο μύχια επιθυμία του για το 2011, ο Ομπάμα απάντησε:
«Το μόνο που επιθυμώ για τα Χριστούγεννα είναι μία αντιπολίτευση με την οποία να μπορώ να διαπραγματευτώ»(3). Η ευχή αυτή ποτέ δεν εκπληρώθηκε, καθώς η κωλυσιεργία συνέχισε να αποτελεί τον κανόνα και όχι την εξαίρεση, ενώ η απόλυτη πλειοψηφία που κατείχαν οι Δημοκρατικοί και στα δύο σώματα του Κογκρέσου, μέχρι τον Νοέμβριο του 2010, δεν κατάφερε να παίξει αποφασιστικό ρόλο όταν η μία μετά την άλλη οι προοδευτικές μεταρρυθμίσεις είτε τορπιλίζονταν είτε εγκαταλείπονταν πριν καλά καλά τις παρουσιάσουν. Έτσι, το σχέδιο νόμου που εγγυόταν τις συνδικαλιστικές ελευθερίες (Employee Free ChoiceAct), το οποίο τόσο επιτακτικά είχαν διεκδικήσει οι οργανώσεις των εργαζομένων, έτυχε τέτοιας χλιαρής υποστήριξης από τον Λευκό Οίκο, που τελικά δεν ευοδώθηκε. Καμία απόπειρα βελτίωσης δεν έγινε ούτε και για την ανεπαρκή μεταναστευτική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών. Αντιθέτως, ο αριθμός των απελάσεων ολοένα και αυξάνεται.
Τα δικαιώματα των γυναικών σε θέματα μητρότητας περιορίστηκαν. Το χρήμα υπαγορεύει τους νόμους του αυστηρότερα από ποτέ, κυρίως εξαιτίας της απορρύθμισης του τρόπου χρηματοδότησης των προεκλογικών εκστρατειών (4) και των νέων μειώσεων φόρου για τα υψηλά εισοδήματα, οι αποτελούσαν επέκταση εκείνων που είχαν συμφωνηθεί επί προεδρίας Μπους. Μπροστά σε μια τέτοια πολιτική οπισθοδρόμησης, η οποία γίνεται όλο και πιο απεχθής καθόσον αυξάνει τις κοινωνικές ανισότητες, ο πρόεδρος Ομπάμα παρέμεινε, κατά περίεργο τρόπο, γαλήνιος, λες και τίποτα δεν έπρεπε ποτέ να διαταράξει την αφοσίωσή του στη συναίνεση μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων.
Απογοητευμένοι από την αδυναμία τους να αντιστρέψουν τις δημοσκοπήσεις που τους έδιναν καταστροφικά ποσοστά την παραμονή των ενδιάμεσων εκλογών του 2010, ο Ομπάμα και οι άνθρωποί του το μόνο που μπόρεσαν να αντιτάξουν ήταν η αγανάκτησή τους για την αγνωμοσύνη που επεδείκνυαν οι εκλογείς της προοδευτικής αριστεράς.
Η πρώτη ήττα
Το να ειρωνεύεσαι τους ίδιους σου τους υποστηρικτές την παραμονή μιας εκλογικής αναμέτρησης σπάνια αποδεικνύεται καλή ιδέα, και οι Δημοκρατικοί δεν απέφυγαν εντέλει την εκλογική καταστροφή που τους υπόσχονταν οι δημοσκοπήσεις, χάνοντας εξήντα τρεις έδρες στη Βουλή των Αντιπροσώπων και δέκα θέσεις κυβερνητών, ενώ στη Γερουσία δεν διατήρησαν παρά μία πολύ ισχνή πλειοψηφία.
Στο δε τοπικό επίπεδο των συνελεύσεων των πολιτειών, οι Ρεπουμπλικανοί κέρδισαν 680 επιπλέον έδρες, ξεπερνώντας το ρεκόρ που είχαν επιτύχει οι Δημοκρατικοί μετά το σκάνδαλο «Γουότεργκεϊτ», στις εκλογές του 1974 (με 628 επιπλέον έδρες). Ποτέ άλλοτε οι Δημοκρατικοί δεν είχαν υποστεί τέτοια ταπεινωτική ήττα. Με τη χαρακτηριστική αίσθηση ευφημισμού που έγινε το σήμα κατατεθέν του, ο πρόεδρος Ομπάμα παραδέχθηκε ότι οι προσπάθειές του για να «ενώσει τη χώρα» σε μία «υπερκομματική» προοπτική «δεν πήγαν και τόσο καλά»(5).
Αγνοώντας τα διδάγματα της εκλογικής πανωλεθρίας, δεν άλλαξε διόλου στρατηγική. Στη διάρκεια της διαμάχης που ξέσπασε για το θέμα της αύξησης του ορίου του ομοσπονδιακού χρέους -μέτρο που στο παρελθόν θα είχε περάσει ανώδυνα- σε αρκετές περιπτώσεις πρόλαβε τις απαιτήσεις των αντιπάλων του. Παραδόθηκε αμαχητί - τόσο επιτακτική ήταν η ανάγκη του να φανεί «λογικός» στα μάτια των ανεξάρτητων εκλογέων, δίχως να έχει συναίσθηση του πολιτικού παραλογισμού που σήμαινε η λήψη μιας τέτοιας θέσης.
Εξάλλου, και η συμφωνία που επετεύχθη την τελευταία στιγμή τον περασμένο Αύγουστο, προς αποφυγήν της στάσης πληρωμών, μοιάζει με άνευ όρων παράδοση. Έτσι, από τη μία έχουμε ένα σχέδιο δημοσιονομικών περικοπών ύψους 2,4 τρισ. δολαρίων, οι οποίες θα αποστραγγίσουν τα κοινωνικά προγράμματα, ενώ, από την άλλη, δεν προβλέπεται η παραμικρή επιπλέον κράτηση στα υψηλά εισοδήματα. Από πολιτικής απόψεως, η εν λόγω συμφωνία ικανοποιεί σε ποσοστό 98% ρεπουμπλικανικές διεκδικήσεις, όπως δηλώνει, ενθουσιασμένος, ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Τζον Μπόεμερ(6).
Το προοδευτικό στρατόπεδο δεν βγήκε αλώβητο από τις παραπάνω διαπραγματεύσεις, όπως ακριβώς και η αμερικανική οικονομία. Αλλά ούτε και Wall Street υπήρξε θετικός αντίκτυπος. Μερικές μόνο ώρες μετά την υπογραφή της συμφωνίας για την απελευθέρωση του ορίου του χρέους, ο δείκτης Dow Jones έπεφτε κατά 2,2%, ενώ, δύο μέρες αργότερα, κατά 4,31 ποσοστιαίες μονάδες. Μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό, ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor's ερχόταν να υποβαθμίσει, πρώτη φορά στα χρονικά, την αμερικανική πιστοληπτική ικανότητα.
Ως συνήθως, οι Ρεπουμπλικανοί έριξαν την ευθύνη στον πρόεδρο Ομπάμα, ο οποίος, ως συνήθως επίσης, δεν έψεξε κανέναν. Αντίθετα, εξήρε τις αρετές του «συμβιβασμού», αφήνοντας στους συμβούλους του τη μέριμνα να νουθετήσουν την αριστερά, που δεν στάθηκε ικανή να αναγνωρίσει πόσο χειρότερα θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα(7). Η χρόνια αυτή ανικανότητα αντιπαράθεσης με τους αντιπάλους -ή απλής παραδοχής της ύπαρξής τους- δεν πέρασε απαρατήρητη από τον πολιτικό ψυχολόγο Ντριού Ουέστεν, ο οποίος διατείνεται ότι: «Οταν το θέλει, ο πρόεδρος είναι ένας λαμπρός ρήτορας που μπορεί να συγκινήσει το ακροατήριό του, όμως υπάρχει πάντα ένα στοιχείο που απουσιάζει από τους λόγους του: ο υπαίτιος του προβλήματος. Ο κακός της ιστορίας είτε παραλείπεται συστηματικά από την εικόνα είτε αναφέρεται με όρους απρόσωπους, στην παθητική φωνή, λες κι ο ένοχος για τη δυστυχία που πλήττει τον συνάνθρωπο δεν έχει σάρκα και οστά. Πρόκειται, άραγε, για μία απέχθεια προς τη σύγκρουση γενικότερα ή για τον απλούστατο φόβο μήπως έτσι εξαγριώσει δυνητικούς χορηγούς της προεκλογικής του εκστρατείας (....); Δύσκολο να αποφανθεί κανείς»(8)
Στα ίχνη Κάρτερ και Κλίντον
Στα ίχνη των Τζίμι Κάρτερ και Μπιλ Κλίντον -των δύο μοναδικών Δημοκρατικών υποψηφίων που έφτασαν στον Λευκό Οίκο, από τη δεκαετία του 1960 και μετά- ο Ομπάμα επέλεξε να γίνει ένας πρόεδρος πολύ πιο συντηρητικός από τον υποψήφιο που θριάμβευσε στις τελευταίες εκλογές. Κι ενώ τελικά υπέκυψε στις πιέσεις των Ρεπουμπλικανών κατά τις διαπραγματεύσεις για το ομοσπονδιακό χρέος, έφτασε να καυχηθεί ότι είχε επιτύχει μία συμφωνία που θα μείωνε τις δημόσιες δαπάνες «στο χαμηλότερο επίπεδο από την εποχή του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ (9)».
Τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά για τις εκλογές του 2012; Ένα μόνο πράγμα είναι σίγουρο, ότι ο πρόεδρος δεν έχει να φοβηθεί από κάποιον άλλον Δημοκρατικό υποψήφιο. Αν και ο σοσιαλιστής Μπέρνι Σάντερς, το μοναδικό ανεξάρτητο μέλος της αμερικανικής Γερουσίας, εκτιμά ότι δεν θα ήταν κακή ιδέα να προκαλέσει τον πρόεδρο στο επίπεδο των προκριματικών εκλογών, καθώς, όπως δηλώνει: «Υπάρχουν εκατομμύρια Αμερικανοί βαθιά απογοητευμένοι, οι οποίοι του καταλογίζουν ότι άλλα έλεγε ως υποψήφιος κι εντελώς άλλα έπραξε ως πρόεδρος, είτε σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης είτε σε άλλα θέματα. Και δεν καταλαβαίνουν πώς μπόρεσε να αποδειχτεί τόσο αδύναμος στις διαπραγματεύσεις με τους Ρεπουμπλικανούς, όποιος κι αν ήταν ο λόγος. Ναι, υπάρχει όντως διάχυτη μια βαθιά απογοήτευση». Υποστήριξε, μάλιστα, ότι ένας από τους λόγους που εξηγεί τη δεξιόστροφη εκτροπή του προέδρου είναι η απουσία αντιπολίτευσης στις προκριματικές εκλογές(10).
Ουδείς στην αριστερά ενθουσιάζεται με τη σκέψη του Ομπάμα. Οι ισπανόφωνοι ακτιβιστές φημολογείται ότι είναι δυσαρεστημένοι, ασχέτως αν του χρωστούν ευγνωμοσύνη επειδή κατήργησε την απαγόρευση που τους στερούσε το δικαίωμα να υπηρετούν την αμερικανική σημαία. Οι γκέι παραπονιούνται διότι δεν παίρνει θέση υπέρ του γάμου των ομοφυλοφίλων. Οι φεμινίστριες του καταλογίζουν τις υπαναχωρήσεις του σχετικά με το δικαίωμα στην άμβλωση, ενώ οι οικολόγοι τού βάζουν ένα ολοστρόγγυλο μηδενικό όσον αφορά τη δράση στον τομέα του περιβάλλοντος. Χώρια το θέμα του πολέμου στο Αφγανιστάν ή της κατάστασης των πολιτικών ελευθεριών.
Στους κόλπους των προοδευτικών και των μειονοτήτων ο πρόεδρος εξακολουθεί, παρ' όλα ταύτα, να χαίρει υψηλής δημοτικότητας. Γεγονός που εξηγείται από το ότι η αγανάκτηση την οποία ενδεχομένως προκαλεί ο Ομπάμα σε αρκετούς οπαδούς της αριστεράς, περνά σε δεύτερο πλάνο μπροστά στη μεγάλη ανησυχία που γεννάται από την παραφροσύνη των Ρεπουμπλικανών υποψηφίων στις προκριματικές εκλογές, στην πρώτη γραμμή των οποίων φιγουράρει ο χριστιανός φονταμενταλιστής και κυβερνήτης του Τέξας, Τζέιμς Ρίτσαρντ Πέρι.
Έχοντας αποτύχει στην υλοποίηση των υποσχέσεων της προεκλογικής του εκστρατείας, ο νυν πρόεδρος δεν μπορεί πλέον να υπολογίζει παρά σε ένα παρόμοιο φοβικό ανακλαστικό, ώστε να έχει κάποια ελπίδα να επαναλάβει το ιστορικό κατόρθωμα του 2008. Μόνο μια πλήρης απόρριψη των υπερβολών της δεξιάς θα μπορούσε να οδηγήσει τους ψηφοφόρους της αριστεράς, που συνήθως απέχουν από τις εκλογές -όπως οι φοιτητές και τα μέλη των μειονοτήτων- στο να ξεπεράσουν την απογοήτευσή τους και να μετακινηθούν μέχρι το εκλογικό τμήμα. Η εμπειρία αποδεικνύει, ωστόσο, ότι η προεδρική στρατηγική που συνίσταται στο να θεωρείται κεκτημένη η υποστήριξη των προοδευτικών -έστω κι όταν τους προσβάλλουν- αποδεικνύεται πολιτική αυτοκτονία. Συμπεριφερόμενος υπεροπτικά σε εκείνους που απλώς του ζητούν να σεβαστεί τις προεκλογικές του υποσχέσεις, ο πρόεδρος θέτει σε κίνδυνο την πίστωση της οποίας εξακολουθεί να χαίρει στο επίπεδο των παλιών ψηφοφόρων του. Τις συνέπειες θα τις υποστεί υποχρεωτικά την ημέρα των εκλογών, όποιος κι αν είναι ο αντίπαλός του από την πλευρά των Ρεπουμπλικανών.
Σε κάθε περίπτωση, ο Ομπάμα δεν θα μπορέσει να επιδείξει θετικό απολογισμό στον τομέα που απασχολεί όσο κανένας άλλος τους Αμερικανούς, αυτόν της εργασίας. Τον Σεπτέμβριο, το ποσοστό ανεργίας σκαρφάλωνε στο 9,1%. Κανένας πρόεδρος δεν κατάφερε να επανεκλεγεί με ένα τόσο ζοφερό ποσοστό.
Υποσημειώσεις
(1) Jeff Zeleny, «Obama clinches nomination; First black candidate to lead a major party ticket», «The New York Times», 4 Ιουνίου 2008.
(2) Kevin Sack, «Cuomo the orator now soliloquizes in book form; Disclaiming greatness, he labors on: An embryonic idea here, an honorarium there», «The New York Times», 27 Σεπτεμβρίου 1993.
(3) Marcus Baram, «Alter's "the promise" epilogue: Obama team's dysfunction prompted lack of focus on jobs, Bill Clinton annoyed at White House», www.huffingtonpost.com, 30 Δεκεμβρίου 2010.
(4) Βλ. Serge Halimi, «Πόση μεταρρύθμιση αντέχει η Αμερική;», «Κ.Ε.»-«Le Monde diplomatique», 7 Φεβρουαρίου 2010, http://www.monde-diplomatique.gr/spip.php?article249.
(5) Αναφέρεται στο βιβλίο του Richard Wolffe, «Revival: The Struggle for Survival Inside the Obama White House», Εκδόσεις Crown Publishers, Νέα Υόρκη, 2010».
(6) Βραδινό δελτίο ειδήσεων του καναλιού CBS, 1η Αυγούστου 2011.
(7) Ben Smith, «Tense moments at common purpose meet», Politico, Ουάσιγκτον, 3 Αυγούστου 2011.
(8) Drew Westen, «What happened to Obama ?», «The New York Times», 7 Αυγούστου 2011.
(9) Αναφέρεται στο ιστολόγιο του Jared Bernstein, «Α few more comments on the pending deal», On the economy, http://jaredbernsteinblog.com, 1η Αυγούστου 2011.
(10) «Why Obama's base won't revolt», www.thedailybeast.com, 27 Ιουλίου 2011.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.