Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

Τουρκοϊσραηλινή κρίση και ελληνικά διλήμματα



Του Χρήστου Ιακώβου
Διευθυντή του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)


Ο Χένρι Κίσσιγκερ είχε πει κάποτε ότι οι μοναδικοί χάρτες που δεν αλλάζουν χρώματα είναι οι γεωφυσικοί, ενώ αντιθέτως οι γεωπολιτικοί αλλάζουν συχνά τα χρώματά τους. Πριν από δεκατέσσερα χρόνια, όταν η Τουρκία και το Ισραήλ επισημοποιούσαν την από μακρού στρατηγική τους σχέση μέσω των δύο συμφωνιών που υπέγραψαν, αμφότερες οι χώρες προσδιόριζαν τη συνεργασία τους σε γεωστρατηγικά πλαίσια, αποδίδοντάς της μάλιστα μακροχρόνια δυναμική στη συντεταγμένη του χρόνου και δομικό χαρακτήρα για την αρχιτεκτονική της ασφάλειας στην περιοχή, στη συντεταγμένη του χώρου. Με άλλα λόγια, Τουρκία και Ισραήλ ενσωμάτωσαν την εξωτερική τους πολιτική στον αμερικανικό στρατηγικό σχεδιασμό για τη Μέση Ανατολή. Σήμερα, τα δεδομένα αλλάζουν άρδην σε σημείο που ο μέχρι πρόσφατα ισχυρός Τουρκοϊσραηλινός άξονας να αναθεωρείται από τις νέες γεωστρατηγικές επιλογές της κυβέρνησης Ερντογάν.
Ο στρατηγικός άξονας Τουρκίας-Ισραήλ ενισχύθηκε σημαντικά την περασμένη δεκαετία λόγω τριών συντελεστών: α) της ανάγκης του Ισραήλ να αντισταθμίσει την έλλειψη στρατηγικού βάθους σε σχέση με τα εχθρικά προς αυτό κράτη, όπως ήταν το Ιράκ στο παρελθόν, η Συρία και το Ιράν, β) του σταθερού προσανατολισμού της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής προς τους δυτικούς συνασπισμούς και συμμαχίες και γ) της μεταψυχροπολεμικής αμερικανικής γεωστρατηγικής στη Μέση Ανατολή που μέρος της στηριζόταν στο δόγμα της διπλής ανάσχεσης (Ιράκ, Ιράν).


Η νέα διπλωματική κρίση στις σχέσεις των δύο χωρών αποτελεί ένα ακόμη βήμα προς την κατάρρευση του εν λόγω στρατηγικού άξονα. Τρία δεδομένα προκάλεσαν αυτήν την αλλαγή εκ μέρους της Τουρκίας. Η άνοδος του Κόμματος Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη στην εξουσία το 2002 και η σταδιακή αλλαγή προσανατολισμών εξωτερικής πολιτικής (paradigm shift), ο πόλεμος στο Ιράκ το 2003, με τον οποίο η Τουρκία διεφώνησε έντονα και την έθεσε ενώπιον σκληρών διλημμάτων ασφαλείας και, τέλος, η πολλαπλή στρατηγική υποστήριξη που έδωσε, ευθύς εξαρχής, το Ισραήλ προς την κατεύθυνση δημιουργίας κουρδικής οντότητος στο Βόρειο Ιράκ.
Με την άνοδο του κόμματος του Ερντογάν στην εξουσία το 2002, η ισλαμική ατζέντα ήρθε στο επίκεντρο της πολιτικής. Μονοπώλησε, όμως, το ενδιαφέρον η πτυχή της ατζέντας που αφορούσε την εσωτερική αντιπαράθεση ισχύος μεταξύ στρατού και ισλαμιστών. Με το διορισμό του Αχμέντ Νταβούντογλου πριν από χρόνο ένα ως πολιτικού προϊσταμένου της Τουρκικής διπλωματίας, η ισλαμική ατζέντα, μέσω της προβολής ισλαμικής ταυτότητας, βρίσκει έδαφος και πρακτική εφαρμογή στην Τουρκική εξωτερική πολιτική. Απαραίτητη προϋπόθεση για την προώθηση της ισλαμικής ατζέντας στον μουσουλμανικό γεωπολιτικό χώρο (μέρος του «στρατηγικού βάθους» κατά τον Νταβούντογλου) είναι η απαγκίστρωσή της από τον στρατηγικό άξονα με το Ισραήλ. Σε αυτό το πλαίσιο η Τουρκία αρχίζει να υπονομεύει τη διπλωματική στρατηγική του Ισραήλ (ιδιαίτερα στο Παλαιστινιακό) προκειμένου να αποκτήσει ψυχολογική δυναμική και ερείσματα στον μουσουλμανικό κόσμο. Σταδιακώς, όμως, η Τουρκία έχει αρχίσει να θέτει στρατηγικές προκλήσεις για το Ισραήλ δεδομένου ότι εισήλθε σε μία ανταγωνιστική τροχιά με το εβραϊκό κράτος. Αυτό θα αναγκάσει το Ισραήλ να βρει εναλλακτικές και αντισταθμιστικές λύσεις.
Καθοριστικής σημασίας για το στρατηγικό παίγνιο που άρχισε μεταξύ των δύο χωρών είναι η εξέλιξη του κουρδικού ζητήματος. Με την Τουρκία να κάνει στρατηγική στροφή σε ένα πλαίσιο γεωπολιτικών συμφερόντων αντίθετων, ανταγωνιστικών και υπονομευτικών προς το Ισραήλ, εκ των πραγμάτων σπρώχνει το Ισραήλ σε στρατηγική σύζευξη με τους Κούρδους, όχι μόνο του Ιράκ αλλά και της Τουρκίας. Σε αυτό το σημείο εγείρεται ένα καθοριστικό ερώτημα για τις επιλογές της Τουρκίας: εάν δηλαδή η στρατηγική υπερεξάπλωση που επιχειρεί σήμερα αποτύχει, ποιο θα είναι το κόστος τόσο για τη διπλωματική της στρατηγική όσο και για την ασφάλειά της, ειδικά σε περίπτωση που το Ισραήλ επιλέξει να προχωρήσει σε γεωστρατηγική σύζευξη με τους Κούρδους της Τουρκίας;
Τα νέα αυτά δεδομένα θα πρέπει να απασχολήσουν σοβαρά Ελλάδα και Κύπρο σε σχέση με μία νέα προσέγγιση με το Ισραήλ. Υπάρχει συγκεκριμένο ελληνικό πλάνο να αξιοποιήσει τις νέες πραγματικότητες; Πολύ αμφιβάλλω. Υπομιμνήσκει, προσέτι, τις λανθασμένες επιλογές της ελληνικής πλευράς να εγκαταλείψει το κουρδικό χαρτί από τα τέλη της περασμένης δεκαετίας. Είναι πλέον σίγουρο ότι, στην επόμενη δεκαετία, αυτός που θα μπορεί να επηρεάσει την πορεία του κουρδικού ζητήματος στη Μέση Ανατολή θα αυξήσει ταυτόχρονα και την επιρροή του στις εξελίξεις στην περιοχή.

www.geopolitics-gr.blogspot.com

1 σχόλιο:

  1. Η ανάλυση αυτή θα πρέπει να προβληματίσει την πολιτική ηγεσία. Θα πρέπει να διαβάσουν όλοι οι Έλληνες πολιτικοί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.