Πώς θα διασωθεί η σχέση Ουάσιγκτον - Βαγδάτης
Περίληψη: Ο πρόεδρος Ομπάμα δήλωσε επίσημα ότι όλα τα εναπομένοντα αμερικανικά στρατεύματα στο Ιράκ θα είναι «στην πατρίδα για τις γιορτές». Η κίνηση αυτή μπορεί να αποτελεί εκπλήρωση μιας προεκλογικής υπόσχεσης, αλλά θέτει σε κίνδυνο το μέλλον της Βαγδάτης και ναρκοθετεί τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή.
Η MEGHAN L. O'SULLIVAN είναι καθηγήτρια Εφαρμοσμένων Διεθνών Σχέσεων στην έδρα Jeane Kirkpatrick της σχολής John F. Kennedy στο Πανεπιστήμιο Harvard και επίκουρος συνεργάτης στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων. Από 2004 έως το 2007, διετέλεσε Αναπληρώτρια Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας για το Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Εμφάνιση άρθρου σε μία σελίδαprevious-disabled Page 1of 2 next Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να γράψετε το σχόλιο σας. Εγγραφείτε στο newsletter για να λαμβάνετε ενημέρωση από το ForeignAffairs.gr.Τον Απρίλιο του 2008, ο τότε πρέσβης των ΗΠΑ στο Ιράκ, Ράιαν Κρόκερ, μιλώντας προς τα μέλη του Κογκρέσου, είπε: «Τελικά, το πώς θα φύγουμε και το τι θα αφήσουμε πίσω μας, θα είναι πιο σημαντικό από το πώς ήρθαμε». Έχοντας υπόψη την πρόσφατη ανακοίνωση του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, ότι όλα τα αμερικανικά στρατεύματα θα έχουν αποχωρήσει από το Ιράκ μέχρι το τέλος του χρόνου, είναι περισσότερο παρά ποτέ επιτακτική η ανάγκη να απαντήσουμε στην έμμεση ερώτηση του Κρόκερ σχετικά με το τι -ακριβώς- θα αφήσει πίσω της η Ουάσιγκτον.
Υπάρχει λόγος ανησυχίας [1]. Το Ιράκ αντιμετωπίζει πολύπλευρες προκλήσεις, πολιτικές [2], ασφαλείας και διπλωματικές, ενώ είναι ασαφές το κατά πόσον είναι σε θέση να ανταποκριθεί ικανοποιητικά σε αυτές τις απειλές [3]. Οκτώ χρόνια μετά την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν, η χώρα παραμένει μια περιοχή εύθραυστη και δαιδαλώδης. Ύστερα από πιέσεις, η νέα πολιτική τάξη του Ιράκ κατόρθωσε να σφυρηλατήσει συμβιβασμούς σε επίμαχα ζητήματα, όπως ο ρόλος του Ισλάμ στη διακυβέρνηση και η επικύρωση του νέου Συντάγματος. Ο ιρακινός λαός αντιτάχθηκε στις χειρότερες ληστρικές διαθέσεις του Ιράν, όταν το 2008 υποστήριξε την προσπάθεια του πρωθυπουργού Νουρί αλ-Μαλίκι να καταστείλει τη δράση των φιλο-ιρανικών ομάδων πολιτοφυλακής.
Ωστόσο, τα θεμέλια του ιρακινού κράτους παραμένουν σαθρά. Ο διχασμός μεταξύ των ηγετικών δυνάμεων της χώρας εξακολουθεί να είναι βαθύς. Μια συνεχιζόμενη αμερικανική στρατιωτική παρουσία δεν επρόκειτο μεν να αποτελέσει εγγύηση για την ειρήνη και την ευημερία, αλλά και η απομάκρυνσή της αυξάνει τους κινδύνους μιας αποτυχίας στο Ιράκ, καθώς θα εκλείψει το ψυχολογικό στήριγμα ενός ευπαθούς πολιτικού συστήματος. Παράλληλα θα ανοίξει διάπλατα η πόρτα στην ξένη ανάμιξη.
Ο προσχηματικός λόγος για την αποχώρηση των Αμερικανών είναι το γεγονός ότι οι δύο πλευρές δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν όσον αφορά τη νομική μορφή που θα ελάμβανε η συνεχιζόμενη αμερικανική στρατιωτική παρουσία. Ειδικότερα, στο εάν τα αμερικανικά στρατεύματα θα ήταν υποκείμενα στην εγχώρια νομοθεσία. Πράγματι, δικαιολογημένα ο Ομπάμα έσπασε τη συμφωνία με αφορμή το ζήτημα της ασυλίας. Εντούτοις, το αδιέξοδο προφανώς δεν ήταν αξεπέραστο. Εξάλλου, το ζήτημα προέκυψε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που κατέληξαν το 2008 στην επιτυχή επικύρωση της συμφωνίας Ουάσιγκτον - Βαγδάτης για την ασφάλεια. Στην περίπτωση αυτή, οι δύο πλευρές εργάστηκαν κατ’ ιδίαν πάνω σε μια συμφωνία που κατέληξε σε ένα είδος στρατηγικής αμφισημίας. Οι Ιρακινοί θα μπορούσαν να ισχυρίζονται ότι υπήρχαν συγκεκριμένα σενάρια βάσει των οποίων οι Αμερικανοί στρατιώτες θα συμμορφώνονταν προς τον ιρακινό νόμο, ενώ οι Αμερικανοί θα μπορούσαν με αληθοφάνεια να υποστηρίζουν ότι τέτοια σενάρια δεν επρόκειτο ποτέ να υλοποιηθούν.
Βεβαίως, το 2011 δεν είναι 2008. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Ιρακινοί ευθύνονται κατά πολύ γι’ αυτό το αποτέλεσμα. Αλλά, τουλάχιστον, ένα ευτυχές αποτέλεσμα θα προϋπέθετε αυτήν τη φορά κοπιώδεις προσπάθειες από τις Ηνωμένες Πολιτείες για τη διαμόρφωση ενός τέτοιου πολιτικού περιβάλλοντος, στο πλαίσιο του οποίου να μπορούν οι Ιρακινοί ηγέτες να πουν δημοσίως αυτό που λένε στις ιδιωτικές τους συζητήσεις, ότι δηλαδή επιθυμούν την παραμονή ενός αριθμού Αμερικανών στρατιωτών στο Ιράκ.
Η προετοιμασία ενός τέτοιου σκηνικού θα απαιτούσε τεράστια πολιτική δέσμευση και κεφάλαια. Θα προϋπέθετε δυναμικές συμφωνίες της Ουάσιγκτον με ισχυρούς Ιρακινούς παράγοντες σε όλα τα επίπεδα του πολιτικού φάσματος, ώστε να γίνει δεκτή η συνέχιση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας, αν και περιορισμένης. Η ομάδα των διπλωματών της αμερικανικής πρεσβείας στη Βαγδάτη, άνθρωποι που δούλεψαν άοκνα πάνω σε αυτήν τη διαπραγμάτευση, δεν θα ήταν δυνατόν να πετύχουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα χωρίς την εκτεταμένη στήριξη της Ουάσιγκτον, και πιο συγκεκριμένα, χωρίς τον χρόνο και τη γνώμη του προέδρου και του αντιπροέδρου. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος επισκέφθηκαν τη Βαγδάτη εδώ και μήνες. Προφανώς, ο Ομπάμα δεν συναντήθηκε με την ιρακινή αντιπροσωπεία κατά τη διάρκεια των εργασιών της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών τον Σεπτέμβριο.
Η σύναψη συμφωνίας για την παραμονή των αμερικανικών στρατευμάτων στο Ιράκ θα επέβαλλε, επίσης, μεγαλύτερη πειθαρχία από πλευράς της Ουάσιγκτον. Από τη στιγμή που η αμερικανική πλευρά άφησε να διαρρεύσει από τον Λευκό Οίκο η πρόθεσή του να αφήσει πίσω μόνο 3.000 στρατιώτες, οι Ιρακινοί δεν είχαν πλέον ισχυρό κίνητρο να αναλάβουν μεγάλο πολιτικό ρίσκο για να εξασφαλίσουν κάτι τόσο πενιχρό. Τέλος, η επίτευξη μιας συμφωνίας θα απαιτούσε, επίσης, και μεγαλύτερη ευελιξία από την Ουάσιγκτον, η οποία επέμενε να εγκριθεί από το ιρακινό κοινοβούλιο η ασυλία των αμερικανικών δυνάμεων. (Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν συνηθίζουν να υποδεικνύουν σε μια χώρα τι πρέπει να κάνει με τη νομοθεσία της ή με σύναψη διεθνών συμφωνιών). Όλα τα παραπάνω συστατικά μιας επιτυχούς διαπραγμάτευσης εν προκειμένω, απουσίασαν. Όλα μαζί οδήγησαν σε στρατηγική αποτυχία.
Η Ουάσιγκτον αφήνει, επίσης, πίσω λίγες προοπτικές για μια δυναμική αμερικανο-ιρακινή συνεργασία. Σε πέντε ή δέκα χρόνια από σήμερα, η σχέση αυτή θα είναι ακόμη πιο ισχνή, εν μέρει γιατί οι ομάδες που αντιτίθενται στην αμερικανική επιρροή έχουν τώρα πάρει το πάνω χέρι και είναι πιθανόν να ενισχυθούν στο μεσοδιάστημα. Αξίζει να σημειωθεί η πρόσφατη δήλωση του φιλο-ιρανού Ιρακινού νομοθέτη, Μουκτάντα αλ-Σαντρ. Καταφανώς δυσαρεστημένος από την τόσο σύντομη αποχώρηση του αμερικανικού στρατιωτικού προσωπικού, ο Σαντρ χαρακτήρισε όλους τους υπαλλήλους της αμερικανικής πρεσβείας «κατακτητές» και ζήτησε από τον λαό να «αντισταθεί». Από την άλλη, χωρίς την ύπαρξη στρατιωτικών δυνάμεων στην περιοχή θα είναι δύσκολη η οικοδόμηση των μη στρατιωτικών διμερών σχέσεων. Η πρόσφατη ανακοίνωση Ομπάμα κατέστησε αμφίβολες τις φιλοδοξίες για επέκταση της πολιτικής παρουσίας στο Ιράκ. Σημειώνεται ότι το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών έχει αναστείλει τα σχέδια για δημιουργία προξενείων, λόγω του σκεπτικισμού σχετικά με την ασφάλεια και το κόστος.
http://foreignaffairs.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.