ΗΠΑ και ΕΣΣΔ επιδόθηκαν σε έναν μέχρις εσχάτων ανταγωνισμό και επίδειξη δυνάμεως στις τέχνες και τον αθλητισμό
Της Μαρίνας Πετράκη*
Η μελέτη των σύγχρονων πολεμικών αναμετρήσεων έχει αναδείξει ότι η επιτυχημένη ή μη έκβασή τους οφειλόταν τόσο στον στρατηγικό σχεδιασμό και στην τελειότητα των οπλικών συστημάτων, όσο και στη χρήση «λέξεων και εικόνων». Οσο πιο αποτελεσματικός ο σχεδιασμός και η διάδοση της προπαγάνδας, τόσο πιο βέβαιη η υπονόμευση του εχθρού. Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η προπαγάνδα (Political and psychological Warfare) αναδείχθηκε χωρίς αμφιβολία σε ένα από τα βασικότερα όπλα του Ψυχρού Πολέμου που ακολούθησε και κράτησε σαράντα χρόνια. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού του πολέμου ήταν η ιδεολογική και πολιτιστική σύγκρουση (Cultural Cold War) ανάμεσα στον δυτικό κόσμο -με κύριο εκφραστή του τις ΗΠΑ- και το ανατολικό μπλοκ -με κύριο εκφραστή την ΕΣΣΔ- όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά την ψυχροπολεμική διχοτόμηση της Ευρώπης και τις γεωπολιτικές και ιδεολογικές ανακατατάξεις που ακολούθησαν.
Αφετηρία του Πολιτιστικού Ψυχρού Πολέμου αποτελεί για τους περισσότερους ιστορικούς το Δόγμα Τρούμαν. Η αποστολική του αντίληψη και σταυροφορία για «ελευθερία και ανάδειξη της παγκόσμιας αλήθειας» κατέστησαν αναγκαίο τον εμπλουτισμό και την τελειοποίηση της προπαγανδιστικής μηχανής του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για να αντιμετωπισθεί η πολιτιστική διείσδυση της Σοβιετικής Ενωσης στην Ανατολική Ευρώπη (kulturkampf), αλλά και σε αυτή καθαυτή τη Δύση που απειλούσε να υπονομεύσει τον ρόλο της Αμερικής, ως αναδυόμενης παγκόσμιας υπερδύναμης.
Ενώ η οικονομική παντοδυναμία της Αμερικής μετά την καθοριστική οικονομική της παρέμβαση (Σχέδιο Μάρσαλ) στην ανασυγκρότηση της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Ευρώπης ήταν αναμφισβήτητη, η αμφιλεγόμενη πολιτιστική της ταυτότητα την καθιστούσε ευάλωτη στην πανίσχυρη σοβιετική προπαγάνδα, καθώς η ευρωπαϊκή πνευματική ελίτ είχε καταφέρει, μέσα στην καταστροφική λαίλαπα του πολέμου να διατηρήσει το πολιτιστικό σύμπλεγμα ανωτερότητας που τη διέκρινε. Ετσι, η αρνητική ευρωπαϊκή αντίληψη για την αμερικανική κουλτούρα μαζί με έναν υποβόσκοντα πολιτιστικό αντιαμερικανισμό που είχε τις ρίζες του στον 19ο αιώνα, χρησιμοποιήθηκε επιτυχώς από τη σοβιετική προπαγάνδα, ώστε να παραχθεί και να προαχθεί το αμερικανικό στερεότυπο του απολίτιστου, σχεδόν βάρβαρου, ρατσιστή μεθυσμένου Αμερικανού της τσίχλας, της σεβρολέτ και των δολαρίων.
Μυστικά κονδύλια για εκδηλώσεις
Η επιτακτική ανάγκη να επαναπροσδιορισθεί η αμερικανική πολιτιστική ταυτότητα στην Ευρώπη και να υπονομευθεί πλήρως ο κομμουνιστικός κίνδυνος και οι προπαγανδιστικές πρακτικές της Σοβιετικής Ενωσης ενεργοποίησε μηχανισμούς ενός πολιτιστικού και ιδεολογικού πολέμου, που όμοιό του δεν είχε γνωρίσει ο κόσμος. Σύμφωνα με τις νεώτερες ιστορικές έρευνες (Saunders), κέντρο αυτής της τιτάνιας και μυστικής προσπάθειας ήταν η CIA (Central Ιntelligence Agency) που ιδρύθηκε το 1947 και αντικατέστησε το OSS (Office of Strategic Ser-vices) του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το Γραφείο Πολιτικού Σχεδιασμού (OPC) της CIA, με επικεφαλής τον διπλωμάτη Τζορτζ Κέναν (George Kennan) επιδόθηκε άμεσα σε ένα συγκεκαλυμμένο ψυχολογικό πρόγραμμα με στόχο την «απεξάρτηση» της ευρωπαϊκής διανόησης από την παρατεταμένη γοητεία του μαρξισμού και του κομμουνισμού και την ανάδειξη αξιών, όπως η ελευθερία (The Crusade for Freedom), η αλήθεια (The Truth Campaign) και η δημοκρατία και η ειρήνη (Pax Americana) μέσα από μια νέα εποχή διαφωτισμού, που θα ονομαζόταν ο Αμερικανικός Αιώνας.
Για να επιταχύνει την υλοποίηση των στόχων της, η CIA ίδρυσε το δικό της «υπουργείο Πολιτισμού» το Κογκρέσο της Πολιτιστικής Ελευθερίας CCF (Congress for Cultural Freedom), μια οργάνωση με δεκάδες γραφεία και οργανώσεις σε 35 χώρες και με απεριόριστες οικονομικές δυνατότητες. Xρηματοδότησε μυστικά εκατοντάδες συνέδρια, εκθέσεις ζωγραφικής, μουσικές και θεατρικές παραστάσεις σε όλο τον κόσμο και προέβη στην έκδοση και μυστική επιδότηση είκοσι περιοδικών με σημαντικότερο όλων το περιοδικό Encounter που εκδιδόταν στο Λονδίνο και αποτελούσε το «σπουδαιότερο κεφάλαιο» της CCF, καθώς μέσα από τη λογοτεχνική και πολιτιστική του ταυτότητα υπογράμμιζε τον ρόλο της Αμερικής στο κτίσιμο ενός νέου κόσμου. Ενα μεγάλο δίκτυο ανθρώπινου δυναμικού αποτελούμενο από προσωπικότητες των μέσων μαζικής ενημέρωσης, αστέρες του κινηματογράφου, μέλη συνδικάτων, οικονομικούς παράγοντες κινητοποιήθηκε να «κερδίσει τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίς να χρειαστεί να πολεμήσει γι' αυτόν», την ώρα που ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ δήλωνε ότι η διάδοση της αλήθειας και η πάταξη του κομμουνιστικού ψεύδους επιτάσσει έναν πόλεμο για το μυαλό και τη βούληση των ανθρώπων: τον «ψυχολογικό πόλεμο».
Στο κέντρο αυτού του πολέμου και των πρακτικών του βρίσκονταν, όπως προκύπτει από την πρόσφατη ιστοριογραφία (Lukas, Saunders, Berghan), αμερικανικά ιδρύματα, όπως τα Rockefeller Foundation, Carnegie Institution και Fairfield Foundation, καθώς και πλήθος άλλων αμερικανικών ιδρυμάτων με σπουδαιότερο το Ford Foundation, που «διευκόλυναν» τη CIA να διακινεί τεράστια χρηματικά ποσά για τις προπαγανδιστικές της δραστηριότητες σε όλο τον κόσμο.
Αναμέτρηση σε κάθε μορφή τέχνης
Ο Πολιτιστικός Ψυχρός Πόλεμος είχε αντίκτυπο σε κάθε μορφής καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά και στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Συγγραφείς και καλλιτέχνες ήρθαν αντιμέτωποι με μια τεράστια πρόκληση. Στη μεν Σοβιετική Ενωση και στην Ανατολική Ευρώπη έπρεπε να παράγουν έργο που εξυμνούσε και δόξαζε την κομμουνιστική ιδεολογία, ενώ στη Δύση η ελευθερία έκφρασης επιδεικνυόταν ως το πολυτιμότερο και το «ακριβότερο» απόκτημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, παρά τις αγκυλώσεις του Μακαρθισμού.
Οι δύο υπερδυνάμεις, επιδόθηκαν σε έναν μέχρις εσχάτων ανταγωνισμό και επίδειξη δυνάμεως με κεντρικό άξονα τις τέχνες και τον αθλητισμό που είχε ως αφετηρία τους Ολυμπιακούς του Λονδίνου το 1948. Το μπαλέτο απετέλεσε ισχυρό όργανο προπαγάνδας, τόσο για την ΕΣΣΔ όσο και τις ΗΠΑ, καθώς αντανακλούσε ανθρώπινες συμπεριφορές που μπορούσαν να επηρεάσουν την καρδιά και το μυαλό των θεατών. Ωστόσο, ήταν η Σοβιετική Ενωση που κέρδιζε τις εντυπώσεις σε αυτήν την πολιτιστική αναμέτρηση με ονομαστά μπαλέτα, όπως τα Μπολσόι.
Από την τζαζ στο σκάκι
Η μουσική, ιδιαίτερα η τζαζ, συνέβαλε στη διάδοση της αμερικανικής αλήθειας με την αυτοσχέδια και δημοκρατική της έκφραση και τη διάψευση της ρατσιστικής αντίληψης κατά των μαύρων της Αμερικής που διακήρυττε η σοβιετική προπαγάνδα. Παράλληλα τα ραδιοφωνικά προγράμματα της «Φωνής Της Αμερικής» και του «Ραδιόφωνου Της Ελεύθερης Ευρώπης» εκθείαζαν τον αμερικανικό τρόπο ζωής, τόσο στη Δυτική, όσο και στην Ανατολική Ευρώπη. Ο ανταγωνισμός επεκτεινόταν στη βιβλιογραφία, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην τεχνολογία, αλλά και στις αποστολές στο φεγγάρι. Μετά τον πόλεμο της Κορέας και την αμερικανική εμπλοκή στο Βιετνάμ, όσο η σκιά της πυρηνικής απειλής μεγάλωνε, τόσο εντείνονταν και η προσπάθεια αλληλοϋπονόμευσης των δύο υπερδυνάμεων, αλλά και των δορυφόρων τους. Αμερικανικά φιλμ με θέμα τις συνέπειες του πυρηνικού ολέθρου (On the beach, 1959, The Nightmare, 1960, The Russians are coming, 1966) είχαν μεγάλο αντίκτυπο στην Αμερική, ενώ οι ταινίες του James Bond καθιερώνουν το πρότυπο του καλού Δυτικού πράκτορα εναντίον των κακών Ρώσων και Κινέζων. Παράλληλα τηλεοπτικές σειρές, όπως το Mission Impossible, MacGyver και το παιδικό Rocky and BullwinkleShow, όπου οι «κακοί» ονομάζονται Νατάσα και Μπόρις ενίσχυαν την αμερικανική προπαγανδιστική προσπάθεια. Ο ανταγωνισμός επεκτάθηκε σε οτιδήποτε μπορούσε να υπηρετήσει τους σκοπούς του ψυχολογικού πολέμου, όπως το σκάκι, όπου η Αμερική πήρε τη ρεβάνς της από τη Ρωσία με τον Bobby Fischer.
Τεράστια κονδύλια
Η πολιτιστική διαμάχη, αποτέλεσμα της ιδεολογικής σύγκρουσης των δύο υπερδυνάμεων δημιούργησαν εντάσεις, οι οποίες απετέλεσαν πρότυπα για κοινωνικές διεργασίες και δρομολόγησαν πολιτικές που άφησαν τη σφραγίδα τους σε πολλές χώρες.
Ωστόσο, παρά τις γιγάντιες προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να διαπεράσουν το «σιδηρούν παραπέτασμα» διά μέσου μιας τέλεια συντονισμένης προπαγανδιστικής μηχανής, οι περισσότεροι διαθέσιμοι οικονομικοί πόροι κατευθύνονταν στην πραγματικότητα στην άλλη πλευρά του παραπετάσματος, αυτήν του Ελεύθερου Κόσμου. Εκατομμύρια δολάρια ξοδεύτηκαν σε χώρες της Ευρώπης, της Ασίας, αλλά και της Νοτίου Αμερικής, στην προσπάθεια να καταπολεμηθεί ο πολιτιστικός αντιαμερικανισμός της ευρωπαϊκής διανόησης και να αλλάξει η παγιωμένη δυτική αντίληψη για την «απολίτιστη» Αμερική.
Είναι αλήθεια ότι καμία άλλη ηγεμονική δύναμη στην Ιστορία δεν έχει επενδύσει τόσα πολλά σε όλο τον κόσμο για να προαγάγει την ιδεολογία της και να αναδείξει τον πολιτισμό της. Είναι επίσης αλήθεια ότι πολύ λίγες χώρες έμειναν ανεπηρέαστες από αυτήν την σταυροφορία της ψυχολογικής πειθούς και την επιχείρηση αμερικανοποίησης.
* Η κ. Μαρίνα Πετράκη είναι ιστορικός και ερευνήτρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.