της Χριστίνας Ιωάννου
Ο Ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
Σίγουρα, η κρατικοκεντρική αντίληψη περί Κοινοβουλίου διαφέρει κατά πολύ από αυτή του ανάλογου υπερεθνικού οργάνου. Εν τούτοις, το ιδιόμορφο συμπολιτειακό σύστημα της ΕΕ επιτάσσει την δημιουργία ενός ισχυρού κοινοβουλίου που να συμβάλλει στην πορεία «εκδημοκρατισμού» της ΕΕ και των θεσμών της. Υπάρχουν όμως ακόμα πολλά περιθώρια βελτίωσης και ένας μακρύς δρόμος μέχρι την επίτευξη του απώτερου αποτελέσματος.
Η κατά καιρούς ενδυνάμωση και ενίσχυση των ρόλων και των αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν έχει φέρει ακόμα το θεσμικό αυτό όργανο στο ανάλογο επίπεδο του Συμβουλίου. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει απόλυτη εξισορρόπηση των δύο οργάνων, αφού αρκετοί τομείς πολιτικής του πρώτου πυλώνα της ΕΕ «Κοινή Πολιτική» εμπίπτουν ακόμα στην διαδικασία «συνεργασίας», η οποία περιορίζει τις δυνάμεις του Κοινοβουλίου. Όσον αφορά δε στους πυλώνες δύο και τρία «Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Ασφάλεια» και «Αστυνόμευση και Δικαστική Συνεργασία σε Ποινικές Υποθέσεις» δεν έχει σχεδόν κανένα ουσιαστικό ρόλο το Κοινοβούλιο, αφού αυτοί εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Συμβουλίου και των κυβερνήσεων των κρατών μελών. Ο Ευρωπαίος πολίτης εκφράζει συχνά την δυσαρέσκειά του για αυτό, εκδηλώνοντας αποχή από τις Ευρωεκλογές. Μήπως όμως αυτό συμβάλλει τελικά στην μεγέθυνση και επέκταση του προβλήματος του δημοκρατικού ελλείμματος;
Το «δημοκρατικό έλλειμμα» και η ενίσχυση του από τους Ευρωπαίους πολίτες
Το δημοκρατικό έλλειμμα είναι ένας όρος που δύσκολα μπορεί να ερμηνευθεί αφού πάσχει από εννοιολογικές δυσχέρειες. Από το 1988 όταν το ζήτημα ήρθε στην επιφάνεια για πρώτη φορά με την αναφορά σ’ αυτό του Βρετανού Ευρωβουλευτή Μπιλ Νιούτον χρησιμοποιείται κυρίως για να υποδείξει την έλλειψη δημοκρατικότητας από πλευράς ΕΕ. Αυτό οφείλεται κυρίως στην περίπλοκη λειτουργία των οργάνων της, καθότι τα κάνει να φαίνονται απρόσιτα στον μέσο Ευρωπαίο πολίτη. Η σχετική έλλειψη ισχύος από μέρους και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου συντείνει σε αυτό, αφού αποτυπώνει τον βαθμό αντιπροσώπευσης και νομιμοποίησης των θεσμών της ΕΕ. Αν και το Κοινοβούλιο γίνεται συχνά ο αποδεκτής δριμείας κριτικής, θα ήταν καλό να αναρωτηθούμε ποσό μεγάλο είναι στην πραγματικότητα σήμερα το «χάσμα» που χωρίζει και κρατά σε απόσταση τα Ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα από τους πολίτες, ποια τα αίτια που το προκαλούν και κατά πόσο αυτό στην ουσία έχει γεφυρωθεί σε κάποιο βαθμό τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.
Η «παραδοξότητα» βρίσκεται, στην ουσία, στο γεγονός ότι ενώ το δημοκρατικό έλλειμμα παρουσιάζει μια συνεχή αύξηση, το «χάσμα», σε καθαρά θεσμική βάση, έχει γεφυρωθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια. Αν και σίγουρα το Ευρωκοινοβούλιο δεν αποτελεί το πιο ισχυρό όργανο λήψης αποφάσεων, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η σταδιακή ενίσχυση του ρόλου του. Ενώ στο παρελθόν συμμετείχε στην νομοθετική διαδικασία ασκώντας αποκλειστικά συμβουλευτικό και όχι θεσμικό ρόλο, η ΕΕ, αισθανομένη την ανάγκη ενίσχυσής της δημοκρατικής νομιμότητάς της, κατέβαλλε (και συνεχίζει να καταβάλλει) προσπάθειες ενδυνάμωσης του ρόλου του. Ως εκ τούτου, η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1987) υιοθέτησε την διαδικασία «συνεργασίας», ενώ την ίδια χρονιά θεσπίστηκε και η διαδικασία της «σύμφωνης γνώμης».
Αυτό όμως που συνέβαλε σημαντικά στην θέσπιση ίσων εξουσιών μεταξύ Κοινοβουλίου και Συμβουλίου ήταν η διαδικασία «συναπόφασης», την οποία εισήγαγε η Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) και επέκτεινε σημαντικά η Συνθήκη της Νίκαιας. Στους τομείς πολιτικής που εμπίπτουν στην διαδικασία αυτή, το Κοινοβούλιο έχει την δύναμη να απορρίψει μια προσπάθεια νομοθετικής πράξης, εάν η απόλυτη πλειοψηφία των μελών του καταψηφίσει την «κοινή θέση» του Συμβουλίου. Η διαδικασία «συναπόφασης» συμβάλλει στον περαιτέρω «εκδημοκρατισμό» του θεσμικού συστήματος της ΕΕ, αφού καθιστά το Κοινοβούλιο το μοναδικό Ευρωπαϊκό όργανο που εκλέγεται με άμεση καθολική ψηφοφορία από τους πολίτες ως συν-νομοθέτη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας φαίνεται να ευνοεί το κοινοβουλευτικό μοντέλο την διεύρυνση δηλαδή των αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (καθώς και την συμβολή των Εθνικών Κοινοβουλίων στην διαδικασία λήψης κάποιων αποφάσεων). Συγκεκριμένα, η Συνθήκη καθιστά το Κοινοβούλιο συν-νομοθέτη του 90% περίπου της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
Παρόλο που η συν-νομοθετική εξουσία του Κοινοβουλίου συμβάλλει στην ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμότητας του Ευρωπαϊκού δικαίου, το «δημοκρατικό έλλειμμα» συνεχίζει να ταλανίζει την ΕΕ και την ελίτ της. Τα υψηλά ποσοστά αποχής που παρατηρήθηκαν σε πολλές χώρες της ΕΕ κατά τις Ευρωεκλογές του 2004, καθώς και τα υψηλά ποσοστά αποχής στα κατά καιρούς διεξαχθέντα δημοψηφίσματα όπως πρόσφατα στην Ιρλανδία για επικύρωση Ευρωπαϊκών Συνθηκών, αποτελούν απόδειξη του γεγονότος αυτού. Πώς άραγε μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτό το φαινόμενο;
«Δημοκρατικό έλλειμμα» – «κοινοβουλευτικό έλλειμμα»: Ένα «αμφίδρομο σύνδρομο»
Αυτό που πρέπει να ξεχωρίσουμε για να κατανοήσουμε το «παράδοξο» αυτό ζήτημα είναι ότι το «δημοκρατικό έλλειμμα» δεν είναι συνώνυμο με το «κοινοβουλευτικό έλλειμμα», αν και σίγουρα υπάρχει μια άμεση αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο. Το «δημοκρατικό έλλειμμα» μπορεί να οφείλεται και σε σωρεία άλλων παραγόντων, όπως για παράδειγμα την πολυπλοκότητα στην διαδικασία λήψης αποφάσεων στο πλαίσιο της ΕΕ, την σύνθεση της Επιτροπής που αποτελεί βασικά ένα μη δημοκρατικά εκλεγμένο, γραφειοκρατικό και τεχνοκρατικό όργανο καθώς και την απουσία κοινής Ευρωπαϊκής ταυτότητας. Η ΕΕ είναι ένωση κρατών και όχι ένωση πολιτών (τουλάχιστον όχι ακόμα, θα υποστήριζε η πιο «ευρωοπτιμιστική» σχολή). Έτσι, η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων και των εξουσιών του κοινοβουλευτικού οργάνου δεν συνεπάγεται αυτόματα και την άμβλυνση του «δημοκρατικού ελλείμματος».
Αυτό που πρέπει άλλωστε να ξεκαθαρίσουμε είναι το ερώτημα εάν το «κοινοβουλευτικό έλλειμμα», το οποίο εν μέρει δημιουργεί το «δημοκρατικό έλλειμμα», οξύνεται κατ’ επέκταση ακόμα περισσότερο, ως επακόλουθο του δεύτερου. Η απάντηση είναι σίγουρα «ναι», αφού, όπως έχει ήδη τονιστεί, οι πολίτες πολλές φορές απέχουν από τις Ευρωεκλογές εις ένδειξη διαμαρτυρίας για την έλλειψη δημοκρατικότητας από μέρους της ΕΕ. Αυτό δημιουργεί ένα «αμφίδρομο σύνδρομο» μεταξύ δημοκρατικού και κοινοβουλευτικού ελλείμματος, οι διαστάσεις του οποίου περιπλέκονται σε βαθμό που δεν είναι πλέον ξεκάθαρο ποιο εκ των δύο είναι η γενεσιουργός αιτία.
Ποιος είναι τελικά «Ο Ευρωπαίος ασθενής»;
Αφού το «δημοκρατικό έλλειμμα» πηγάζει, μεταξύ άλλων, και από ένα «κοινοβουλευτικό έλλειμμα», το οποίο δημιουργείται, με την σειρά του, από το διογκούμενο «δημοκρατικό έλλειμμα», το ερώτημα που τίθεται είναι ποιος την πληρώνει; Μήπως είναι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ο σχετικά δηλαδή αδύναμος κρίκος της πυραμίδας των οργάνων λήψης αποφάσεων ή ο Ευρωπαίος πολίτης, που νιώθει ολοένα και πιο έντονα την «ελιτιστική» τάση στους κόλπους της ΕΕ να αυξάνεται; Και εάν όντως ο πολίτης αισθάνεται τόση απογοήτευση για το ζήτημα αυτό, η απάντηση είναι η αποχή από τις επερχόμενες ευρωεκλογές; Ή μήπως η αδιαφορία και απραξία του θα υποβοηθήσει στον περεταίρω «ελιτισμό» των Ευρωπαϊκών οργάνων;
Αν ο καθένας δει τις ευρωεκλογές αυτές μέσα από το «πρίσμα» της ιδιότητάς του ως Ευρωπαίου πολίτη (με δικαιώματα και ευθύνες), τότε ίσως να φτάσει στο συμπέρασμα ότι ήρθε ο καιρός να ξυπνήσει το Αριστοτελικό «πολιτικό ζώο» και να λάβει μέρος στην διαμόρφωση πολιτικής και εκτός εθνικών συνόρων (σε όποιο βαθμό αυτό συνεπάγεται). Από την άλλη, όμως, αυτό που τελικά απουσιάζει φαίνεται να είναι αυτό καθαυτό το «πρίσμα». Ο πολίτης δηλαδή στερείται της αντίληψης της Ευρωπαϊκής ιθα-γένειας, αφού η απουσία ύπαρξης ενός ευρωπαϊκού λαού τον καθιστά ακόμα πιο απόμακρο από τα θεσμικά όργανα των Βρυξελλών, συμπεριλαμβανομένου και του κατ’ εξοχήν «δημοκρατικού» οργάνου, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, αφού δημοκρατικό και κοινοβουλευτικό έλλειμμα επιδίδονται σε ένα συνεχή αγώνα «πινγκ-πονγκ», τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και ο Ευρωπαίος πολίτης εγκλωβίζονται σε αυτό το αδιέξοδο. Το Κοινοβούλιο (και η ΕΕ), από την μια, προσπαθούν να πείσουν το εκλογικό σώμα ότι η μαζική συμμετοχή του στην εξάσκηση του εκλογικού δικαιώματος και η άμεση ανάμειξή του στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, θα γεφυρώσει το «χάσμα» του δημοκρατικού ελλείμματος ενώ ο πολίτης από την άλλη νιώθει ότι το μήνυμα που πρέπει να δώσει είναι αυτό της δυσαρέσκειας. Ένα μήνυμα που, κατά την αντίληψή του, μπορεί μόνο να δοθεί με την αποχή του από την εκλογική διαδικασία.
Αν το «αμφίδρομο σύνδρομο» που παρατηρείται προσβάλλει την δημοκρατικότητα του Κοινοβουλίου (και της ΕΕ), επηρεάζοντας κατ’ επέκταση και τον πολίτη, που νιώθει την στέρηση του δικαιώματος εκπροσώπησής του να αυξάνεται, το βασανιστικό ερώτημα που προβάλλει είναι, ποιος ο μεγάλος χαμένος; Ποιος είναι δηλαδή τελικά «ο Ευρωπαίος ασθενής» και ποιον θα ωφελέσει άραγε περισσότερο η αποχή από την εκλογική διαδικασία;
Πηγή: http://www.apopsi.com.cy/2009/05/1423
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.