Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Μεγάλος οίκτος για την ισραηλινή αριστερά


Le Monde Diplomatique
Του Zeev Sternhell Ιστορικού, συγγραφέα


Οι προσπάθειες του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα να ανοίξει ξανά τη διαδικασία ειρήνευσης στη Μέση Ανατολή παραμένουν άκαρπες παρά το διπλωματικό πηγαινέλα του αμερικανού ειδικού απεσταλμένου Τζορτζ Μίτσελλ. Η άρνηση του Νετανιάχου να παγώσει τον εποικισμό θέτει εμπόδια στην επανέναρξη των διαπραγματεύσεων με την Παλαιστινιακή Αρχή, η οποία είναι αποδυναμωμένη από τη διαίρεσή της. Η μακρόχρονη παρακμή του Εργατικού Κόμματος, το οποίο ασπάστηκε το νεοφιλελευθερισμό και την πολιτική της «κατάκτησης της γης» συμβάλλει και αυτή στο αδιέξοδο.

Το αληθινό δράμα της εργατικής αριστεράς - και πέρα από αυτήν ολόκληρης της ισραηλινής κοινωνίας - βρίσκεται στην αδυναμία της. Οι λόγοι γι’ αυτό εντοπίζονται στην εκλογική πανωλεθρία του Φεβρουαρίου 2009, αλλά δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τους λόγους της ιστορικής ήττας του 1977, όταν η δεξιά πήρε, για πρώτη φορά, την εξουσία. Έχουν σχέση πριν από όλα με τις ιδεολογικές δομές ενός κινήματος που είναι ανίκανο να προσφέρει μία μελλοντική προοπτική εξόδου από μια διπλή αποτελμάτωση - μέσα στη νεοαποικιοκρατία και στο νεοφιλελευθερισμό. Πολλοί Ισραηλινοί συνειδητοποιούν πως βρίσκονται στο προσκέφαλο ενός αρρώστου που έχει προσβληθεί βαριά, αν όχι ετοιμοθάνατου.

Η φθορά της Αριστεράς
Η μακρά κάθοδος στην κόλαση δεν σχετίζεται τόσο με τη φθορά από την εξουσία ή με τη γενική εξέλιξη της κοινωνίας αλλά με την αδυναμία της αριστεράς να διαχειριστεί κατ’ αρχήν τη νίκη του Ιουνίου 1967, και έπειτα το ιστορικό επίτευγμα των συμφωνιών του Όσλο του 1993 (1). Αντιμέτωπη με αυτό το γιγαντιαίο καθήκον, έδειξε όχι μόνο τον κομφορμισμό και το συντηρητισμό της, αλλά επίσης τη διανοητική και ηθική αδυναμία της.

Το εβραϊκό εθνικιστικό κίνημα έθεσε εξαρχής το στόχο να ανοίξει την Παλαιστίνη σε μία απεριόριστη μετανάστευση, να την αποικήσει και τελικά να αποσπάσει την ανεξαρτησία της. «Η σιωνιστική επιχείρηση είναι μία επιχείρηση κατάκτησης», βεβαίωνε το 1929 ο Μπερλ Κάτζνελσον, ο ιδεολόγος του εργατικού κινήματος. «Και θέλω να καταλάβουμε καλά ότι, για μένα, ο ορισμός αυτής της επιχείρησης με στρατιωτικούς όρους δεν είναι μία ρητορική διατύπωση (2)».

Για να νομιμοποιήσει την κατάκτηση αυτή, το κίνημα επικαλούνταν τα ιστορικά δικαιώματα των Εβραίων στη χώρα των προγόνων τους. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, όλα τα ρεύματα του σιωνισμού εκτιμούσαν ότι οι Εβραίοι της Ευρώπης βρίσκονταν στο χείλος της καταστροφής. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος έμελλε να τους δικαιώσει. Η νίκη του 1948-1949 επιβεβαίωσε μισό αιώνα επίμονων προετοιμασιών, με επικεφαλής τους εργατικούς που ήταν στην εξουσία από τις αρχές της δεκαετίας του 1930.

Και ξαφνικά έρχεται ο κεραυνός του Ιουνίου 1967: πώς να τον ερμηνεύσουν και τί να τον κάνουν; Επρόκειτο, άραγε, για τον καρπό ενός κακού αιγυπτιακού υπολογισμού, που βόλευε να τον αξιοποιήσουν για να κάνουν ειρήνη χρησιμοποιώντας τα εδάφη που κατακτήθηκαν ως αντάλλαγμα, ή, αντίθετα, για μια λογική συνέχεια του πολέμου της ανεξαρτησίας; Έπρεπε, άραγε, να δουν σε αυτόν μια ευκαιρία να συνεχίσουν το έργο που δεν είχε ολοκληρωθεί το 1949, ή αντίθετα να αναγγείλουν στον αραβικό κόσμο ότι, αφού ο σιωνισμός είχε πετύχει τους στόχους του στις γραμμές εκεχειρίας του 1949, η κατάκτηση της γης και ο αποικισμός της, υπαρξιακή ανάγκη μέχρι τη δημιουργία κράτους, είχε πάψει να υφίσταται πλέον μετά την ίδρυσή του; Οι Εβραίοι διέθεταν μία στέγη και μπορούσαν να γίνουν ένας λαός όπως οι άλλοι.


Αδυναμίες και πραγματικότητα
Για να εκφράσουν αυτή την πραγματικά επαναστατική αρχή και να αναγνωρίσουν την «πράσινη γραμμή» του 1967 ως τα οριστικά σύνορα του εθνικού εδάφους, θα έπρεπε η αριστερά να έχει γαλουχηθεί με οικουμενικές αξίες, και όχι μόνο με τις πολιτιστικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες του εθνικισμού. Και αυτή την οικουμενική αρχή, οι εργατικές πολιτικές ελίτ, με ορισμένες σπάνιες εξαιρέσεις, δεν ήταν εξοπλισμένες να την θέσουν.

Ορισμένοι διανοούμενοι που προσπάθησαν να εμπλακούν στην πολιτική μετά το 1977, για να ανοικοδομήσουν το κόμμα σε νέες βάσεις, υποχρεώθηκαν σε παραίτηση ή εγκατέλειψαν την προσπάθεια μετά τον πρώτο πόλεμο του Λιβάνου (1982). Όσο για τους πρωταγωνιστές του κινήματος, αυτοί δεν ανακάλυψαν τίποτε, αρκούμενοι να ακολουθούν το δρόμο που είχαν χαράξει οι δύο ιδεολόγοι της αριστεράς του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, ο Ααρόν Νταβίντ Γκόρντον και ο Μπερλ Κάτζνελσον.

Η συζήτηση που διεξήχθη μέσα στις εργατικές κυβερνήσεις, ανάμεσα στο 1967 και το 1977, και έπειτα τη δεκαετία του ’90, δεν είχε ποτέ ως στόχο να αναθεωρήσει το παλιό δόγμα της κατάκτησης εδάφους ούτε την ανάγκη να θεμελιωθεί επιτέλους το μέλλον της χώρας, όχι πλέον στα ιστορικά δικαιώματα των Εβραίων στη γη του Ισραήλ, αλλά στα φυσικά δικαιώματα όλων των λαών να είναι κύριοι της μοίρας τους. Η μόνη συζήτηση αφορούσε - και αφορά ακόμη - τον καλύτερο τρόπο να αξιοποιηθεί η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την αδυναμία των Αράβων.

Η αρχή σύμφωνα με την οποία δεν εγκαταλείπουμε έδαφος εκτός αν υποχρεωθούμε από μία ανώτερη δύναμη παραμένει πάντοτε σε ισχύ. Ο εποικισμός ξεκίνησε από τις διαδοχικές εργατικές κυβερνήσεις, ανάμεσα στο 1967 και το 1977, με μεθόδους που ισχύουν ακόμη: κατάσχονται εδάφη με οποιαδήποτε πρόφαση, παραβιάζεται και παρακάμπτεται ο νόμος, θεσμοθετείται ως κανόνας η ανισότητα ανάμεσα σε Εβραίους και Άραβες. Παρά τις συμφωνίες του Όσλο, τίποτε το ουσιαστικό δεν αλλάζει επί τόπου όταν οι εργατικοί επιστρέφουν στην εξουσία από το 1992 ως το 1996 και από το 1999 ως το 2001. Αντίθετα, κάνουν τα πάντα για να μην συγκρουστούν με την οργή των εποίκων και ολόκληρης της δεξιάς ενάντια στην «προδοσία» που συνιστά, κατά τη γνώμη τους, η αναγνώριση των δικαιωμάτων των Αράβων σε ένα τμήμα της Παλαιστίνης δυτικά του Ιορδάνη. Όμως ο μόνος τρόπος να συγκρατηθεί η εξέγερσή τους συνίσταται στο να διευκολύνεται η συνέχιση της κατάκτησης της γης.

Ηθικές αδυναμίες
Ηθικά και διανοητικά ανίκανοι να σταματήσουν τον εποικισμό, οι εργατικοί εγκαινίασαν ωστόσο μια καμπή με τις συμφωνίες του Όσλο. Ο Ισραηλινός που τις υπέγραψε, ο πρωθυπουργός Ιτζχάκ Ράμπιν, νικητής του πολέμου του Ιουνίου 1967, που δολοφονήθηκε το 1995 από ένα θρησκευτικό εθνικιστή, θα παραμείνει για μισό αιώνα, ο μοναδικός πολιτικός ηγέτης που ξεπέρασε τις καθιερωμένες ιδέες του καιρού του. Αλλά του χρειάστηκαν είκοσι χρόνια και η περιπέτεια του 1982 στο Λίβανο για να καταλάβει ότι ο ισραηλο-παλαιστινιακός πόλεμος δεν θα τερματιζόταν παρά μόνο αν οι δύο λαοί δέχονταν να αναγνωρίσουν αμοιβαία τα εθνικά δικαιώματά τους.

Αυτή τη συνειδητοποίηση, ο Ράμπιν την πλήρωσε με τη ζωή του. Οι συμφωνίες του Όσλο, κακά σχεδιασμένες και κακά εφαρμοσμένες, θα μπορούσαν ίσως να σωθούν με την παρουσία του: ήταν πολύ έξυπνος και πολύ πραγματιστής για να δέχεται να επικαλείται επ’ αόριστον το ακλόνητο επιχείρημα: ένα τρισχιλιετές δικαίωμα ιδιοκτησίας, χαραγμένο στο πρώτο μεγάλο βιβλίο του ανθρώπινου γένους.

«Ομπάμα, στραφείτε προς τη Βίβλο», φωνάζει για μία ακόμη φορά ο βετεράνος της ισραηλινής δημοσιογραφίας, Γιοέλ Μάρκους, που πρόσκειται εδώ και μισό αιώνα στη δεξιά του Εργατικού κόμματος (3). Αντιμέτωποι με μια αμερικανική πολιτική λιγότερο ελαστική απέναντι στην καταστροφή που προκαλεί ο εποικισμός, ο σημερινός υπουργός Άμυνας Εχούντ Μπαράκ και οι προσκείμενοι σε αυτόν δεν βρίσκουν ποτέ τίποτα να αντιτάξουν στους έποικους - έστω και αν προσπαθούν και μερικές φορές πετυχαίνουν να διαλύσουν ορισμένες μικρές εγκαταστάσεις που αποκαλούνται «άγριες». Υποχωρούν γρήγορα μπροστά στις απειλές εμφυλίου πολέμου που επισείονται κάθε φορά που τολμά κανείς να μιλήσει για εδαφική αναδίπλωση. Δεν τους απομένει παρά να αρκεστούν στις αναγκαιότητες της διεθνούς πολιτικής, με άλλα λόγια στις αμερικανικές πιέσεις.

Η Ισραηλινή αριστερή ιδιαιτερότητα
Οι ισραηλινοί εργατικοί εκτιμούσαν τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους και τους νεοσυντηρητικούς ιδεολόγους του όπως και τους κήρυκες του Ευαγγελίου της Αλαμπάμα και τους έποικους της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη. Εξαιτίας αυτού, το ναυάγιο των εργατικών του 2009 δεν είναι πολιτικό, αλλά ηθικό και διανοητικό. Και οι ψηφοφόροι της αριστεράς ένιωσαν πολύ καλά ότι, αφού δεν υπάρχει καμιά νέα ιδέα, το κόμμα έχασε το λόγο ύπαρξής του. Γιατί εάν όλα όσα το Εργατικό κόμμα μπορεί να προσφέρει είναι η χρήση της βίας και η επίκληση της ιστορίας, τότε δεν υπάρχει καμία ανάγκη να επενδύουν σε ένα χλωμό αντίγραφο όταν μπορούν να έχουν το πρωτότυπο στο πρόσωπο του Μπενιαμίν Νετανιάχου. Ο Εχούντ Μπαράκ, που ήλπιζε να δρέψει τους καρπούς της «νίκης» του μετά την επιχείρηση στη Γάζα τον περασμένο χειμώνα, πλήρωσε αυτή του την επιλογή.

Το ίδιο συμβαίνει σε ό,τι αφορά την άλλη πλευρά του ιδεολογικού κενού: την οικονομική και κοινωνική πολιτική. Στην πραγματικότητα, το Εργατικό κόμμα, όπως το παλιό Μαπάι που ιδρύθηκε το 1930 (4), δεν υπήρξε ποτέ ένα σοσιαλιστικό κόμμα παρόμοιο με τα ευρωπαϊκά «αδελφά» του κόμματα. Η προτεραιότητα των εθνικών προσταγών το έκαναν ήδη από την ίδρυσή του, ένα σχηματισμό αρκετά ιδιαίτερο, απομακρυσμένο όχι μόνο από τα κόμματα του Λεόν Μπλουμ, του Ρούντολφ Χίλφερντινγκ (5) και των αυστρο-μαρξιστών όπως ο Ότο Μπάουερ, αλλά ακόμα και από το βρετανικό Εργατικό κόμμα, το οποίο, το 1931, στράφηκε προς το σοσιαλισμό.

Το Μαπάι αποκήρυττε πάντοτε το μαρξισμό, ακόμη και τον πιο μετριοπαθή, και έκρινε τον καπιταλισμό και την ατομική ιδιοκτησία σε συνάρτηση αποκλειστικά με τις απαιτήσεις της εθνικής οικοδόμησης Το μεγάλο πρότυπο του Εχούντ Μπαράκ, όπως και του προκατόχου του Σιμόν Πέρες, παραμένει ο Άντονι Μπλερ, τον οποίο οι Αμερικανοί νεοσυντηρητικοί θεωρούν δικό τους (6). Και οι εργατικοί ηγέτες διολίσθησαν με μια εκπληκτική ευκολία προς το νεοφιλελευθερισμό, που βασίζεται στην ιδέα σύμφωνα με την οποία η ελευθερία της αγοράς εγγυάται την ατομική ελευθερία. Θεμελιώδης στόχος του είναι να απελευθερώσει το κεφάλαιο από τους καταναγκασμούς του κράτους.

Αριστερά και νεοφιλελευθερισμός
Βέβαια, όλοι οι εργατικοί δεν αποδέχονται τις θεωρητικές αρχές του νεοφιλελευθερισμού. Αλλά στην πλειονότητά τους εγκρίνουν την πρακτική του. Με εξαίρεση μια μειοψηφία, δεν υπολογίζουν την κοινωνική δικαιοσύνη ανάμεσα στα θεμελιώδη συστατικά στοιχεία της ελευθερίας. Στην πραγματικότητα, το σύνολο της αριστεράς συμμετέχει στη συγκομιδή των σάπιων καρπών της απόλυτης προτεραιότητας των εθνικών αξιών που έχουν χαραχθεί από ανέκαθεν στην πολιτική κουλτούρα τους: όλοι οι Ισραηλινοί έχουν μάθει εδώ και τρεις γενιές ότι η εθνική και πολιτιστική ταυτότητα υπερέχει πάντοτε των υλικών συμφερόντων.

Η ισραηλινή κοινωνία δεν είναι η πρώτη που γνωρίζει αυτό το πολύ σημαντικό στη σύγχρονη ιστορία φαινόμενο: οι διάφορες κοινωνικές ομάδες ψηφίζουν ενάντια στα οικονομικά και ταξικά συμφέροντά τους στο όνομα εθνικών, πολιτιστικών ή θρησκευτικών αξιών (7). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρόκειται για ένα κανόνα που έχει διατυπωθεί από τους ίδιους τους θεμελιωτές στη βάση του κοινού παρονομαστή όλων των κατακτητών της Γης του Ισραήλ, όποια κι αν είναι η κοινωνική θέση τους, η ιστορία τους, η θρησκεία τους και ο ύψιστος πολιτικός στόχος τους: το εβραϊκό έθνος - κράτος.

Από τη στιγμή που τα ταξικά συμφέροντα απορρίπτονται στο όνομα της εθνικής ενότητας, τι ποιο βολικό από το να πειστούν αυτοί που βρίσκονται στο κατώτερο σημείο της κοινωνικής κλίμακας ότι κάθε βελτίωση του επιπέδου ζωής περνά αναγκαστικά από την ελευθερία των αγορών, την ιδιωτικοποίηση και την απορρύθμιση, χωρίς να ξεχνάμε τη μείωση των φόρων στο εισόδημα; Καταλήγουν να πείσουν την πλειοψηφία των Ισραηλινών ότι η εργασία αποτελεί ένα εμπόρευμα όπως όλα τα άλλα και ότι η «ευελιξία» είναι το μυστικό της επιτυχίας.

Απέναντι στις κλασικές αυτές ιδέες του νεοφιλελευθερισμού, το Εργατικό κόμμα εκφράζει την αδυναμία του. Ανίκανο για μια συνολική κριτική του καπιταλισμού της αγοράς, απευθύνεται σε ένα εκλογικό σώμα γερασμένο και αποθαρρυμένο, που συνεχίζει να ψηφίζει υπέρ του περισσότερο από συνήθεια παρά από πεποίθηση. Καθώς ο χρόνος περνά, η πελατεία συρρικνώνεται σαν ζαρωμένο δέρμα: το Φεβρουάριο του 2009, περιορίστηκε στο 10% των ψήφων και εκπροσωπήθηκε από δεκατρείς βουλευτές. Οι νέοι εγκαταλείπουν το κόμμα. Παλαιστίνιοι και κατόπιν Κινέζοι και Ταϊλανδέζοι έχουν αντικαταστήσει εδώ και καιρό τους χειρώνακτες εργάτες, τους οποίους κάποτε πλαισίωνε το συνδικάτο (Ισταντρούτ) και το Μαπάι. Στα πανεπιστήμια οι υποστηρικτές του Εργατικού κόμματος είναι αμελητέα ποσότητα.

Έλλειψη ισχυρής ηγεσίας
Ο πρώην ηγέτης Πέρες, που ηττήθηκε στις προκριματικές εκλογές του 2005 από το συνδικαλιστή Αμίρ Περέτζ, εγκατέλειψε το κόμμα για να ενταχθεί στο Καντίμα, το κόμμα που δημιούργησε ο Αριέλ Σαρόν. Αρκετοί ψηφοφόροι του Εργατικού κόμματος συμπέραναν έτσι ότι, αν μετά από μισό αιώνα στο κόμμα, ένας πρώην πρωθυπουργός μπορεί από τη μια μέρα στην άλλη να προχωρήσει στο αντίπαλο στρατόπεδο, τότε αυτός ο σχηματισμός δεν έχει σίγουρα ούτε ιδέες ούτε στρατηγικούς στόχους για τους οποίους αξίζει τον κόπο να ψηφίσει κανείς, κι ακόμη περισσότερο να παλέψει. Κι όμως, το Μάρτιο του 2006, το Εργατικό κόμμα κέρδισε το 15% των ψήφων και οι δεκαεννέα έδρες που εξασφαλίστηκαν επέτρεψαν στον Αμίρ Περέτζ να καταλάβει τη θέση του υπουργού Άμυνας στην κυβέρνηση του Εχούντ Όλμερτ, κεντρώος αποστάτης του Λικούντ και διάδοχος του Αριέλ Σαρόν, ο οποίος είχε υποστεί εγκεφαλική αιμορραγία.

Ο Αμίρ Περέτζ, εκπρόσωπος των μικρών και μεσαίων μισθωτών, κοντά σε αυτό που υπήρξε κάποτε το κίνημα «Η Ειρήνη Τώρα», κάτοικος της μικρής πόλης Σντερότ, απέναντι από τη Γάζα, γέννημα μιας περιφέρειας στην οποία το Εργατικό κόμμα δεν είχε μπορέσει ποτέ να διεισδύσει, ενσάρκωνε την ελπίδα μιας σοσιαλδημοκρατικής ανανέωσης. Σε αυτόν μπορούσαν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους οι μετανάστες που είχαν έρθει από τη Βόρεια Αφρική στις αρχές της δεκαετίες του 1950 και οι απόγονοί τους, οι οποίοι για χρόνια γοητεύονταν από τις μεγάλες φυσιογνωμίες της εθνικιστικής δεξιάς, από τον Μεναχέμ Μπέγκιν ως τον Αριέλ Σαρόν.

Μετά την άρνηση του πρωθυπουργού Εχούντ Όλμερτ να του παραχωρήσει το υπουργείο Οικονομικών, θέση-κλειδί για μια οικονομική πολιτική λίγο πιο ισορροπημένη προς τα αριστερά, ο Αμίρ Περέτζ δέχθηκε το υπουργείο Άμυνας. Μερικές εβδομάδες αργότερα, ο δεύτερος πόλεμος του Λιβάνου τον σάρωσε. Τον διαδέχθηκε ο Εχούντ Μπαράκ, που έγινε στο μεταξύ πλούσιος επιχειρηματίας, σίγουρα νιώθοντας πιο άνετα στα σαλόνια των βορείων προαστίων του Τελ Αβίβ παρά στις φτωχές συνοικίες στα νότια της πόλης, για να μη μιλήσουμε για τις μικρές πόλεις της επαρχίας.

Η πτώση των εργατικών το 2009 συνεπάγεται ωστόσο ένα θετικό στοιχείο για το μέλλον. Είτε πρόκειται για την ήττα ενός κόμματος που διευθύνεται από ένα στρατιωτικό που πλούτισε - την επομένη μιας «νίκης» στη Γάζα για την οποία πολλοί Ισραηλινοί νιώθουν ντροπή - είτε για την επιτυχία του Καντίμα, σχηματισμού που έχει επικεφαλής μια γυναίκα την Τζίπι Λίβνι (και όχι τον πεισματάρη αντίπαλό της, τον πρώην στρατηγό Σαούλ Μοφάζ), οι ενδείξεις συσσωρεύονται για μια κάποια ωριμότητα του εκλογικού σώματος: τα «μεγάλα ονόματα» δεν βγαίνουν πια αυτομάτως νικητές από μια πολιτική αναμέτρηση.

Απομένει ένα άλλο πρόβλημα, το οποίο διαβρώνει επίσης τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα: η έλλειψη ισχυρής ηγεσίας. Η απουσία ταυτόχρονα ιδεών και πολιτικών προσωπικοτήτων δεν προαναγγέλλει ακριβώς ρόδινο μέλλον. Οι Ισραηλινοί δεν είναι οι μόνοι που τους αφορά κάτι τέτοιο, αλλά γι αυτούς, ο χρόνος πιέζει, όπως πουθενά αλλού.


Υποσημειώσεις
(1) Ο πόλεμος των έξι ημερών και οι συμφωνίες του Όσλο.
(2) Αναφέρεται στο Zeev Sternhell, «Aux Origines d'Israël: entre nationalisme et socialisme, Gallimard», συλλογή Folio Histoire, σελ. 312.
(3) Χαάρετζ, Τελ Αβίβ, 17 Ιουλίου 2009.
(4) Το Μαπάι - κόμμα των εργατών του Ερέτζ Ιζραέλ, ιδρύθηκε από τον Νταβίντ Μπεν Γκουριόν και την Γκόλντα Μεΐρ και παρέμεινε στην εξουσία μέχρι το 1968.
(5) Γερμανός σοσιαλιστής Αυστριακής καταγωγής.
(6) Βλέπε τη συμβολή του στο «The Neoconreader», υπό τη διεύθυνση του Irwin Stelzer, Grove Press, Νέα Υόρκη, 2004.
(7) Βλέπε για την αμερικανική περίπτωση : Thomas Franck, «Pourquoi les pauvres votent a droite», Agone, Μασσαλία, 2008.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.