Julian Young
Friedrich Nietzsche: A philosophical biography
Cambridge University Press, 2010
Του Francis Fukuyama
Καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins
The New York Times Book Review
Ένας από τους κινδύνους που ενέχει το να γράφει κανείς τη βιογραφία ενός μεγάλου φιλόσοφου είναι ο πειρασμός να υποβιβάζεις σημαντικές ιδέες σε απλή ψυχολογία. Ο Julian Young, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Auckland και στο Πανεπιστήμιο Wake Forest, έχει σε μεγάλο βαθμό αποφύγει αυτή την παγίδα γράφοντας μια «φιλοσοφική» βιογραφία του Φρίντριχ Νίτσε (1844-1900) στην οποία η ιστορία της ζωής του παρέχει το πλαίσιο αλλά όχι την εξήγηση για τις ιδέες του.
Το πλαίσιο είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην περίπτωση του Νίτσε καθώς η ζωή του ήταν ιδιαίτερα δραματική. Ο νεαρός Φρίντριχ ήταν κατά γενική ομολογία ο πιο ιδιοφυής μαθητής που συνάντησαν ποτέ οι καθηγητές του. Απέκτησε διδακτορικό στην ηλικία των 24 και ξεκίνησε να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Basel την ίδια χρονιά. Ωστόσο, από πολύ νεαρή ηλικία ο Νίτσε προσβλήθηκε από διάφορες ασθένειες, όπως πονοκεφάλους που διαρκούσαν για μέρες και μια σταδιακά εξελισσόμενη τύφλωση που του επέτρεπε να διαβάζει μόνο δυο ώρες την ημέρα. Τόσο έντονα ήταν αυτά τα συμπτώματα που ο Νίτσε αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την διδασκαλία στα 34 του και να αποσυρθεί σε μια μοναχική ζωή.
Ο Young αρχικά καταφεύγει σε μια αμιγώς ψυχολογική εξήγηση αναφορικά με την στάση του Νίτσε προς τις γυναίκες. Τονίζει ότι ο Νίτσε είχε ένα μεγάλο κύκλο από ιδιαίτερα έξυπνες και δυναμικές φίλες, και ότι πολλές από αυτές μπορούν να θεωρηθούν φεμινίστριες. Ωστόσο, μετά την ολέθρια του σχέση με την Λου Σαλομέ, την αγάπη της οποίας έκλεψε ο στενός φίλος του Πολ Ρε, ο Νίτσε κατέληξε να θεωρεί τον φεμινισμό ως ένα από τα πιο καταστροφικά παράγωγα του μοντερνισμού και να υποστηρίζει πως οι γυναίκες χρειάζονται «μαστίγιο».
Το πιο σημαντικό ζήτημα που εγείρεται στην εν λόγω μελέτη του Νίτσε αφορά στη φύση του πολιτικο-πολιτιστικού του προγράμματος, την «επαναξιολόγηση των αξιών», που πρέπει να λάβει χώρα μετά το τέλος του Χριστιανισμού. Ο Young τονίζει ότι παρά τις σποραδικές ενδείξεις αντισημιτισμού στα νεαρά του χρόνια, ο μεγαλύτερος Νίτσε έγινε αντίπαλος του Βίσμαρκ και κατέκρινε τον γερμανικό σωβινισμό που προέκυψε μετά την ενοποίηση του Ράιχ το 1871.
Ο Νίτσε, ωστόσο, προσδοκούσε σε μια μελλοντική ιεραρχική κοινωνία στην οποία η εργασία των πολλών θα υποστήριζε το μεγαλείο των λίγων, μια κοινωνία στην οποία η πολιτιστική κακοφωνία των σύγχρονων φιλελεύθερων κοινωνιών θα αντικαθίστατο από την αλληλεγγύη μιας ενιαίας, κοινής κουλτούρας. Η πολιτιστική συμφωνία δεν ήταν για τον Νίτσε του Young κάτι το οποίο θα επιβάλλετο μέσω πολιτικής δύναμης, αλλά κάτι που θα προέκυπτε αυθόρμητα διαμέσω της κοινοτικής συμμετοχής στην τέχνη. Ωστόσο οι μυστικιστικές ρίζες της κοινότητας του Νίτσε αποτελούν μια ανοικτή πρόσκληση απελευθέρωσης ενός παράλογου πάθους που με μεγάλη χαρά στερεί τη ζωή οποιουδήποτε μπει στο δρόμο του.
Ο Young ορθά υπογραμμίζει ότι η έννοια του μεταμοντερνισμού, με την υποστήριξη του στην ποικιλομορφία των αξιών, δεν διαφέρει από τον μοντερνισμό του 19ου αιώνα που ο Νίτσε μισούσε. Η αναγνώριση του θανάτου του Θεού είναι μια βόμβα που ανατινάζει, όχι μόνο τον καταπιεστικό συντηρητισμό, αλλά επίσης αξίες όπως είναι η συμπόνοια και η ισότητα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας πάνω στην οποία βασίζεται η υποστήριξη μιας ανεκτικής φιλελεύθερης πολιτικής τάξης. Αυτό τότε αποτελεί το αδιέξοδο του Νίτσε από το οποίο δεν έχει καταφέρει ακόμη να ξεφύγει η δυτική φιλοσοφία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.