Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

Παρουσίαση βιβλίου του Φοίβου Κλόκκαρη

«Τουρκική Απειλή κατά του Ελληνισμού της Κύπρου»
από το διευθυντή του
Κυπριακού Κέντρου Μελετών (KYKEM), Χρήστο Ιακώβου


Μου περιποιεί ιδιαίτερη τιμή να είμαι εις εκ των παρουσιαστών του προσφάτως εκδοθέντος βιβλίου του αντιστρατήγου ε.α., Φοίβου Κλόκκαρη, ενός εκ των πλέον ειδικών στο κεφαλαιώδες θέμα της ασφάλειας, με τίτλο: «Τουρκική Απειλή κατά του Ελληνισμού της Κύπρου». Πρόκειται για την πρώτη ολοκληρωμένη μελέτη που εκδίδεται σε βιβλίο, η οποία πραγματεύεται εξελικτικά την πιο καθοριστική πτυχή στη βιωσιμότητα μιας λύσης, που είναι η ασφάλεια.

Σκοπός των έξι κεφαλαίων του βιβλίου είναι: α) να καταδείξει τους κινδύνους κατά του ελληνισμού της Κύπρου που απορρέουν από την τουρκική στρατηγική στοχοθεσία στο Κυπριακό, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και εντεύθεν και β) να προτείνει την αλλαγή στρατηγικής της Κυπριακής Δημοκρατίας και κατ’ επέκταση των επιλογών της στο πιο κρίσιμο θέμα, αυτό της ασφαλείας.

Η σημασία του βιβλίου για την κατανόηση της συγκεκριμένης πτυχής του Κυπριακού έγκειται στη βασική αρχή ότι τα κράτη λειτουργούν ως προσαρμοζόμενες οντότητες που προσπαθούν με την εξωτερική τους πολιτική καθώς επίσης και με την πολιτική ασφάλειας που διαμορφώνουν να διατηρήσουν τις βασικές δομές τους, δηλαδή τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά τους χαρακτηριστικά σε αποδεκτά όρια. Τα πιο πάνω συνιστούν την πεμπτουσία για την διαμόρφωση αυτού που στις στρατηγικές σπουδές ονομάζεται Υψηλή Στρατηγική (Grand Strategy). Με άλλα λόγια, η υψηλή στρατηγική θέτει ιεραρχημένους στόχους λαμβάνοντας υπόψη το διεθνές περιβάλλον και την επιθυμητή θέση μίας χώρας με σκοπό να κινητοποιήσει το ευρύτερο εθνικό δυναμικό και τους πόρους του κράτους προκειμένου να επιτύχει τρεις βασικούς στόχους, α) σταθερότητα, β) ευημερία και γ) ασφάλεια. Απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση της υψηλής στρατηγικής είναι η επισήμανση των αδυναμιών και των δυνατοτήτων σε εθνικό επίπεδο ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους κινδύνους και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες.

Η Κυπριακή Δημοκρατία αποδυναμώθηκε από τον τουρκικό στρατηγικό εξαναγκασμό, μετά την εισβολή. Πιο συγκεκριμένα η Τουρκία ακολουθεί συστηματικά την εξής στρατηγική μετά το 1974: α) Ισχυροποιεί τη θέση της δημιουργώντας νομικά ερείσματα, (πχ. προσπάθεια νομιμοποίησης της παρουσίας της στην Κύπρο είτε με την αναγνώριση του ψευδοκράτους είτε με τη δημιουργία τουρκοκυπριακού κρατιδίου στο βορρά το οποίο θέλει να ελέγχει και μετά τη λύση μέσω του ελέγχου της Τουρκοκυπριακής πολιτικής ελίτ) β) Αποδυναμώνει την Κυπριακή Δημοκρατία υποσκάπτοντας τα νομικά της ερείσματα (πχ. η διαρκής αμφισβήτηση που θέτει η Άγκυρα τόσο κατά την νομιμότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και κατά των επιλογών της να ασκήσει κατά καιρούς το νόμιμο δικαίωμα της για την άμυνα της χώρας) και γ) Εξαναγκάζει την Κύπρο σε υποχωρήσεις υπό την απειλή πολέμου (πχ. η κρίση στο θέμα των S300, όπου κατάφερε να επιβάλει την βούληση της στην τελική απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας με την απειλή χρήσης βίας). Μέσα σε αυτό πλαίσιο, η Κυπριακή Δημοκρατία αποδυναμωμένη από τον τουρκικό στρατηγικό καταναγκασμό που της δημιούργησε φοβικά σύνδρομα, ακολουθεί πολιτική κατευνασμού, η οποία αναπόφευκτα απέτυχε να αναχαιτίσει την ολοένα αυξανόμενη τουρκική επιθετικότητα και διεκδικητικότατα.

Μετά το 1974, η κατοχή του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, η παρουσία 43.000 Τούρκων στρατιωτών και ο συνεχιζόμενος εποικισμός από τη μια και η έλλειψη στρατηγικής εθνικής ασφαλείας και αποτρεπτικής ισχύος της ελληνικής πλευράς από την άλλη είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων προς όφελος της Τουρκίας, όπως αποδεικνύει εύστοχα ο συγγραφέας.

Μετά τις διαπιστώσεις του ο Φοίβος Κλόκκαρης προχωρεί στις προτάσεις επιλογών και δράσεων οι οποίες εδράζεται στο κλασσικό στρατηγικό αξίωμα της μεγιστοποίησης του κόστους για την Τουρκία, προκειμένου μεσοπρόθεσμα να ανακόψουν την τουρκική επιθετικότητα και μακροπρόθεσμα να συμβάλουν στη δημιουργία συνθηκών για αποδεκτή και βιώσιμη λύση του Κυπριακού.

Ιδιαίτερα σημαντική είναι η δομικού χαρακτήρος πρόταση του συγγραφέως σχετικά με τις επιδιώξεις της ελληνικής πλευράς στα πλαίσια της λύσης που θα πρέπει να στοχεύουν σε δύο άξονες: α) κατάργηση του υφισταμένου συστήματος ασφαλείας, που βασίζεται στις Συνθήκες Εγγυήσεως και Συμμαχίας του 1960 και διατηρούν την Κύπρο υπό καθεστώς κηδεμονίας (επεμβατικά δικαιώματα ξένων χωρών, διατήρηση ξένων στρατευμάτων στο νησί), και β) αντικατάσταση του ισχύοντος συστήματος ασφαλείας με νέο, το οποίο να διασφαλίζει την ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα, κυριαρχία, ασφάλεια των πολιτών και προστασία των εθνικών συμφερόντων της Κύπρου.


Σχέδιο Ανάν και Ασφάλεια
Μέσα στο βιβλίο, ιδιαίτερα σημαντική είναι η εκτεταμένη αναφορά του συγγραφέα για το κεφαλαιώδες θέμα «Σχέδιο Ανάν» και ασφάλεια. Πρόκειται για ένα κεφάλαιο το οποίο, από το 2004 μέχρι σήμερα, δεν απώλεσε την επικαιρότητά του.

Οι πρόνοιες του σχεδίου Ανάν στο ζωτικής σημασίας θέμα της ασφάλειας, όπως υπεβλήθη για δημοψήφισμα στις 24 Απριλίου 2004, έπαιξαν τον πλέον καθοριστικό ρόλο στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος γεγονός που δικαίως προκαλεί προβληματισμούς που κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει. Τόσο η ασάφειά τους όσο και η τραυματική εμπειρία που βίωσε η Κυπριακή Δημοκρατία λόγω της Τουρκικής εισβολής έχουν καταστήσει εξαιρετικά δύσπιστη και απρόθυμη την Ελληνοκυπριακή πλευρά στην αποδοχή σημαντικού αριθμού των προνοιών του Σχεδίου Ανάν που είναι άμεσα συνδεδεμένοι με την Ασφάλεια. Είναι αναγκαίο λοιπόν στην όποια διαπραγμάτευση στο μέλλον, η ελληνοκυπριακή πλευρά να επιμένει στην άρση των άκρως επιβαρυντικών σημείων που οδήγησαν στην απόρριψη του Σχεδίου του ΟΗΕ.

Συνοπτικά, τα βασικά ζητήματα στον ευαίσθητο τομέα της ασφάλειας που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής είναι:

- Η Τουρκία κέκτηται του δικαιώματος, βάσει του Σχεδίου Ανάν, να διατηρεί στρατεύματα στο νησί επ’ άπειρον.

- Η Τουρκία διατηρεί εγγυητικά και επεμβατικά δικαιώματα και στο Ε/Κ συνιστών κράτος και αρνείται την τροποποίηση της Συνθήκης Εγγυήσεως ούτως ώστε να μην παρέχεται η δυνατότητα μονομερούς επέμβασης των εγγυητριών δυνάμεων.

- Το Σχέδιο δίδει στην Τουρκία το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τα πολεμικά της αεροσκάφη τον εναέριο χώρο της Κύπρου χωρίς τη προηγούμενη συγκατάθεση της κυβέρνησης.

- Σε ότι αφορά τον τομέα της έρευνας και της διάσωσης, η Τουρκία έχει το δικαίωμα αεροναυτικής παρουσίας στο Κυπριακό εναέριο και θαλάσσιο χώρο, χωρίς τη συγκατάθεση της κυβέρνησης.

- Απαιτείται η συγκατάθεση της Τουρκίας για να διαθέσει η Κύπρος το έδαφός της για σκοπούς διεθνών στρατιωτικών επιχειρήσεων.

- Το Σχέδιο προβλέπει αποστρατικοποίηση της Κύπρου και παραμονή μεγάλου αριθμού τουρκικών στρατευμάτων για μακρά χρονική περίοδο. Παράλληλα η Εθνική Φρουρά διαλύεται και το νέο κράτος που προκύπτει δεν θα έχει ένοπλες δυνάμεις και κατ΄ επέκταση χάνει το δικαίωμα αυτοάμυνας.

- Η Τουρκία απαιτεί να δεσμευθούν μεγάλες εκτάσεις για τις ανάγκες του στρατιωτικού αποσπάσματός της που θα παραμείνει στην Κύπρο. Το θέμα μέσω του σχεδίου Ανάν παραπέμπεται σε μελλοντική διευθέτηση παραμένοντας ασαφές δημιουργώντας σοβαρότατους προβληματισμούς σε σχέση με την επιστροφή περιουσιών και προσφύγων. Η Τουρκία δεν αποδέχεται την άμεση μεταβίβαση κάτω από την Διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών, των εδαφών που θα επιστραφούν στους ελληνοκυπρίους. Επιπλέον το Σχέδιο αδυνατεί να δώσει αυξημένες αρμοδιότητες στην δύναμη των Ηνωμένων Εθνών που θα επιτηρεί την εφαρμογή των διατάξεων του Σχεδίου ώστε να υπάρχει η δυνατότητα και η εξουσία επιβολής των προβλεπομένων.

Τα πιο πάνω προκαλούν σοβαρότατους ενδοιασμούς στην Ελληνοκυπριακή πλευρά σε σχέση με τα κυριαρχικά δικαιώματα του νέου κράτους καθώς επίσης προκαλεί το συμπέρασμα ότι η Κύπρος θα βρίσκεται μονίμως υπό την στρατηγική κηδεμονία της Τουρκίας.


Οι Βρετανικές Βάσεις
Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στο άλλο κεφαλαιώδες θέμα που θίγει ο Φοίβος Κλόκκαρης, αυτό των Βρετανικών Βάσεων. Στρατηγικούς στόχους στην Κύπρο δεν έχει μόνο η Τουρκία έχει και η Βρετανία.

Oι Βρετανικές Βάσεις στην Κύπρο έχουν ένα ιδιότυπο καθεστώς. Ασφαλώς δεν είναι κράτος. Ούτε και υπάρχει οποιαδήποτε άλλη οιονεί «κρατική μορφή» στο διεθνές δίκαιο που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ενώ οι Βάσεις δεν είναι κράτος, όμως «προσομοιάζουν προς κράτος» και θα πρέπει να ισχύσουν κατ' αναλογία οι σχετικές διατάξεις. Ούτε και μπορούν ασφαλώς να θεωρηθούν οι Βάσεις ως «αποικία» της Βρετανίας. Η ίδια η Βρετανία δεν τις αντιμετωπίζει ως αποικία, ιδίως γιατί δεν καταθέτει εκθέσεις βάσει του άρθρου 73 του Χάρτη των Η.Ε., που υποχρεώνει αποικιακές δυνάμεις να το πράττουν για όλες τις αποικίες τους. Αν ήταν αποικία θα ίσχυαν και εκεί διεθνείς κανόνες για τον τερματισμό του καθεστώτος αυτού. Ίσως γι' αυτό η Βρετανία αποφεύγει επιμελώς να τις χαρακτηρίσει έτσι.

Κατά καιρούς, οι Βρετανοί επαναλαμβάνουν την πρόθεσή τους να επιστρέψουν μεγάλος μέρος του εδάφους των Βάσεων, σε περίπτωση που υπάρξει συμφωνία λύσης.

Από πλευράς διπλωματικής τακτικής, η πρόθεση της Βρετανίας υπομιμνήσκει την εμπειρία του 2004 για το πώς δηλαδή προτάσεις που παρουσιάζονται γενναιόδωρες μπορεί να είναι τακτικοί ελιγμοί που μπορεί θα οδηγήσουν σε στρατηγικό αδιέξοδο. Επίσης, υπομιμνήσκει την ανάγκη για την Ελληνική πλευρά να διευρύνει τον στρατηγικό της σχεδιασμό σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της λύσης και να περιλάβει το θέμα των Βάσεων προκειμένου να αποφευχθούν οι παγίδες του Σχεδίου Ανάν 5. Το συγκεκριμένο σχέδιο απέδειξε ότι, παράλληλα με την Τουρκική πλευρά, η Ελληνική πλευρά διαπραγματευόταν έμμεσα με τους Βρετανούς το θέμα του καθεστώτος του Βάσεων .

Το 2004, η Βρετανία είχε κάνει την ίδια πρόταση για επιστροφή εδάφους των Βάσεων. Αυτό το έκανε για δύο λόγους: πρώτον, με δεδομένο ότι οι Βάσεις δεν αποτελούν έδαφος της ΕΕ, προσέφερε την επιστροφή εδαφών με πληθυσμό προκειμένου να αποφύγει μελλοντικά το ενδεχόμενο ενός πιθανού δημοψηφίσματος για το καθεστώς των Βάσεων, όπως έγινε και με το Γιβραλτάρ, και δεύτερον, επεδίωξε επανακαθορισμό του καθεστώτος των Βάσεων, με εν δυνάμει προνομιακές ρυθμίσεις, μέσω της εποικοδομητικής ασάφειας. Το δεύτερο θυμίζει τον έντονο διάλογο που προκλήθηκε μετά την υποβολή του Σχεδίου Ανάν 5, σχετικά με τις πιθανότητες να αποκτήσουν οι Βρετανικές Βάσεις, μέσω της εποικοδομητικής ασάφειας, δικαιώματα που να συνδέονται με τις τρεις θαλάσσιες ζώνες της Κύπρου.

Σύμφωνα με τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης του 1960, οι Βρετανικές Βάσεις στην Κύπρο δεν είναι κράτος. Από την άλλη, η Βρετανία επιμελώς δεν τις χαρακτηρίζει ως αποικία αφού δεν καταθέτει ετήσιες εκθέσεις στον ΟΗΕ (άρθρο 73 του Καταστατικού Χάρτη) όπως κάνει με άλλες περιοχές, αλλά απολαμβάνουν ενός ιδιότυπου καθεστώτος που δεν συναντάται άλλο παρόμοιο στο διεθνές δίκαιο.

Στο Παράρτημα Α (παράγραφος 3) της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, η Κυπριακή Δημοκρατία δεσμευόταν να μην διεκδικήσει ως μέρος των δικών της χωρικών υδάτων θαλάσσιες περιοχές που εφάπτονται των Βάσεων σε πλάτος τριών ναυτικών μιλίων, για λόγους ασφαλείας των Βάσεων. Οι θαλάσσιες αυτές περιοχές μπορεί να μην ευρίσκονται εντός των χωρικών υδάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν έχουν όμως το χαρακτήρα χωρικών υδάτων των Βάσεων. Με άλλα λόγια δεν υπήρξε μέχρι σήμερα ούτε διάταγμα των Βάσεων ούτε νόμος του Ηνωμένου Βασιλείου που να θεωρεί τις θαλάσσιες περιοχές αυτές ως χωρικά ύδατα των Βάσεων, σύμφωνα με τον ορισμό της Συνθήκης για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 και κατ’ επέκταση δεν μπορούν να διεκδικήσουν ούτε υφαλοκρηπίδα, ούτε συνορεύουσα ζώνη και, ακόμη περισσότερο, ούτε Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη.

Με το Σχέδιο Ανάν 5, κατέστη αναγκαίο να επαναοριοθετηθεί η θαλάσσια περιοχή των τριών ναυτικών μιλίων αφού η Βρετανία παρουσιάστηκε διατεθειμένη να επιστρέψει 45 από τα 99 τετραγωνικά μίλια των Βάσεων στα δύο συνιστώντα κρατίδια, μέρος των οποίων εφάπτετο της θάλασσας.

Έκτοτε, επί του θέματος αυτού διεμορφώθησαν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά με τις προθέσεις των Βρετανών. Ήταν δηλαδή μία απλή τεχνική διαδικασία προκειμένου να προσαρμοστεί ο χάρτης στη βάση των νέων αναπροσαρμογών μετά την επιστροφή εδάφους ή ήταν μία συγκεκαλυμμένη προσπάθεια να διεκδικήσουν οι Βάσεις θαλάσσιες ζώνες μέσω της διαδικασίας επαναοριοθέτησης.

Η πρώτη άποψη θεωρούσε ότι η επαναριοθέτηση θα γινόταν μόνο στην περιοχή των Βάσεων Δεκέλειας αφού ένα τμήμα της ακτογραμμής θα περνούσε μετά την επιστροφή εδάφους υπό τον έλεγχο του ελληνοκυπριακού συνιστώντος κρατιδίου με αποτέλεσμα να γίνεται διακεκομμένα ο βρετανικός έλεγχος επί της ακτογραμμής. Έτσι, προκειμένου να διασφαλίσουν οι Βρετανοί ότι το ελληνοκυπριακό κρατίδιο δεν θα διεκδικούσε χωρικά ύδατα σε αυτό το τμήμα που θα περνούσε υπό τον έλεγχό του επεδίωξαν μία τεχνική ρύθμιση ούτως ώστε να παρέμενε σε ισχύ το σημερινό καθεστώς για να διασφαλίσουν την απρόσκοπτη διακίνηση των πολεμικών τους σκαφών σε αυτή τη ζώνη.

Η δεύτερη άποψη θεωρούσε ότι επειδή το Σχέδιο Ανάν 5 διαλαμβάνει ότι η επαναριοθέτηση θα γινόταν μόνο από ένα ειδικό που θα διόριζε η Βρετανική κυβέρνηση σε αντίθεση με το Σχέδιο Ανάν 4 όπου η επαναριοθέτηση θα γινόταν από κοινού με ειδικό που θα διοριζόταν από το νέο κράτος θα μπορούσαν μελλοντικά οι Βάσεις να ισχυριστούν ότι είναι παράκτιο κράτος και κατ’ επέκταση να διεκδικήσουν θαλάσσιες ζώνες και δικαιώματα. Την άποψη αυτή ενίσχυε το γεγονός ότι η ρύθμιση αυτή έγινε κατόπιν απαίτησης της Βρετανίας και όταν η ελληνική πλευρά υπέβαλε αίτημα διασαφήνισης γι’ αυτό το θέμα, ότι δηλαδή οι Βάσεις δεν θα μετετρέποντο σε παράκτιο κράτος σύμφωνα με το συνθήκη των θαλασσών, οι Βρετανοί το απέρριψαν σιωπηλώς.

Ανεξαρτήτως των προθέσεων της Βρετανίας, η προτίμησή της για ασάφεια επί του θέματος αυτού προκαλεί πολλά ερωτηματικά. Γι’ αυτό, ο προβληματισμός που προκάλεσε η επαναφορά της Βρετανικής «προσφοράς» καθιστά περισσότερο από αναγκαίο στην όποια λύση να γίνει ξεκάθαρο το θέμα των θαλασσίων ζωνών γιατί εκεί θα επικεντρωθεί η Βρετανική διπλωματία και η εποικοδομητική ασάφεια αποτελεί πλέον την προδιαγεγραμμένη συνταγή μελλοντικής κατοχύρωσης τόσο της ισχυροποίησης του καθεστώτος των Βάσεων όσο και της δημιουργίας νέων κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Τελειώνοντας την παρουσίαση του βιβλίου, δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω λιγότερο με αυτό που συμπεραίνει ο συγγραφέας ότι επιβάλλεται αναθεώρηση της ελληνικής εθνικής στρατηγικής προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των συντελεστών ισχύος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως του πλέον αποτελεσματικού μέσου αντιμετώπισης των κινδύνων και υλοποίησης των σκοπών της υψηλής στρατηγικής, που είναι η αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, ο τερματισμός της τουρκικής κατοχής και η ανάκτηση της κρατικής κυριαρχίας σε όλη της επικράτειας του κυπριακού κράτους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.