Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

Το τέλος της ήπιας παγκοσμιοποίησης





Αποτυχημένα κράτη και διεθνής επέμβαση

Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥ.ΚΕ.Μ.)


Στα είκοσι χρόνια που πέρασαν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, υπήρξαν αρκετές συγκρούσεις στο διεθνές σύστημα όπου η σαφήνεια στην κατανόηση ανάμεσα από τη μια των ΗΠΑ, ως παγκόσμιας υπερδύναμης, και των άλλων δυτικών δυνάμεων, από την άλλη, σε σχέση με τα στρατηγικά τους συμφέροντα και την ηθική υποχρέωση για τον τερματισμό των συγκρούσεων ήταν ελάχιστη. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί μέχρι σήμερα ο Πόλεμος στον Κόλπο το 1991.

Οι τοπικές συγκρούσεις ήταν στην ουσία είτε οι ύστατες επιβιώσεις του Ψυχρού Πολέμου στη Νέα Τάξη (π.χ. Ρουάντα, Αγγόλα, Σιέρρα Λεόνε) είτε αποτέλεσμα της κατάρρευσης των κομμουνιστικών πολυεθνικών καθεστώτων (π.χ Γιουγκοσλαβία, Καύκασος). Αμφότερες οι κατηγορίες των συγκρούσεων έλκουν την καταγωγή τους από εκκρεμείς υποθέσεις των Παγκοσμίων Πολέμων του 20ου αιώνος και του Ψυχρού Πολέμου.

Πολλοί αναλυτές έσπευσαν από τις αρχές του 1990 να υποστηρίξουν οι συγκρούσεις αυτές δεν θα μπορούσαν να αποκτήσουν διάρκεια μέσα στο χρόνο. Η αισιόδοξη αυτή πρόβλεψη ήταν προϊόν της ερμηνείας του ειρηνικού τέλους του Ψυχρού Πολέμου η οποία στηριζόταν στη νεοφιλελεύθερη άποψη που ευαγγελιζόταν την ήπια παγκοσμιοποίηση. Η θεωρητική αυτή ερμηνεία των διεθνών σχέσεων δημιουργούσε μία μακροπρόθεσμη προσδοκία σύμφωνα με την οποία οι φτωχές, πολιτικά υπανάπτυκτες και ταλαιπωρημένες από τις συγκρούσεις χώρες θα αναγκάζονταν να αλλάξουν επί τα βελτίω ένεκα της παγκοσμίας προόδου και της ειρηνικής ανάπτυξης, την οποία μάλιστα εξελάμβαναν ως τελεολογία. Αυτή η αισιόδοξη διαπίστωση οικοδομήθηκε στην υπόθεση ότι αν τα ισχυρά και πλούσια κράτη διατηρήσουν κάποιες παγκόσμιες συνθήκες, όπως η ανυπαρξία σύγκρουσης μεταξύ των ισχυρών συντελεστών του διεθνούς συστήματος, το ελεύθερο εμπόριο, η ελευθέρα διακίνηση χρηματοδοτικών κεφαλαίων και ανθρώπων, η ασφάλεια των πηγών ενεργείας και ο διεθνής έλεγχος των πιο πάνω κατηγοριών συγκρούσεων μέσω της διαρκούς επίκλησης του νεοταξικού ανθρωπιστικού ιδεώδους (βλ. ανθρωπιστικός πόλεμος) τότε σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα οι ειρηνικές επιπτώσεις θα γινόντουσαν ευδιάκριτες.

Ενόσω περνούσαν τα χρόνια στην πρώτη μεταψυχροπολεμική δεκαετία, στοιχεία όπως η πολυπλοκότητα των συγκρούσεων, η κτηνώδης χρήση βίας και η αναρχία των συγκρούσεων έφερε στο προσκήνιο της συζήτησης των διεθνών σχέσεων την ιδέα του αποτυχημένου κράτους (failed state). Αποδείχθηκε ότι δεν ήταν αρκετό μόνο το ισχυρό κράτος και η ικανότητα της κυβέρνησης να εξασφαλίζει σταθερότητα ικανά να αποτρέπουν τις συρράξεις. Μέσα σε αυτό πλαίσιο, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, γεννήθηκε το ερώτημα στις διεθνείς σχέσεις: Τι θα μπορούσε και τι θα έπρεπε να κάνει η διεθνής κοινότητα για να σταματήσει τον πόλεμο και να αναστήσει τέτοια κράτη;

Όταν όμως άρχισε να αναδύεται το ερώτημα αυτό επισκιάστηκε από δύο πραγματικότητες που αποκρυσταλλώθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Η πρώτη είχε να κάνει με υπερστρατιωτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, λόγω των επιτυχών επεμβάσεων στο Κουβέιτ, τη Βοσνία και το Κοσσυφοπέδιο. Αυτό έφερε στο επίκεντρο της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων στο στρατηγικό στόχο της αταλάντευτης άσκησης της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας από τις ΗΠΑ, τον αμερικανικό στρατό. Η δεύτερη είχε να κάνει με το ζήτημα των τοπικών συγκρούσεων, καθώς κατά τη δεκαετία του 1990 η διεθνής κοινότητα ενεθάρρυνε τις ΗΠΑ να αναλαμβάνουν μονομερώς στρατιωτική δράση (και χωρίς τη νομιμοποίηση από τον ΟΗΕ) για να τις επιλύουν, αφού οποιεσδήποτε άλλες λύσεις τις εμφάνιζαν ως ανυπόληπτες. Με άλλα λόγια οι μεγάλες προσδοκίες που τέθηκαν στον ΟΗΕ από την εποχή του Πολέμου στον Κόλπο, παρά τις κάποιες αρχικές επιτυχίες, απέδειξαν τόσο τα πολιτικά όσο και τα υλικά όρια του Οργανισμού να επιλύει με ταχύτητα τέτοιες συγκρούσεις. Επιπλέον, εντός της ΕΕ, τόσο η ασυμφωνία μεταξύ των μεγάλων κρατών όσο και η δυσλειτουργία των μηχανισμών να παραγάγουν κοινή εξωτερική πολιτική έδωσε τη δυνατότητα στις ΗΠΑ να παρουσιάζονται πολιτικά ως ο «ηγετικός ειρηνοποιός» και στρατιωτικά ως η «αναντικατάστατη υπερδύναμη», που καλείται κάθε φορά να συμμαζέψει τα θρύψαλα των διαφόρων τοπικών συγκρούσεων. Έτσι δημιουργήθηκε ένα διεθνές παράδειγμα, το οποίο ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις τις 11ης Σεπτεμβρίου 2001, όπου για να γίνει μια διεθνής επέμβαση θα πρέπει ηθικά να είναι επιβεβλημένη και να συνοδεύεται και από το υποχρεωτικό ενδιαφέρον για τη διεθνή σταθερότητα.

Όλη αυτή η επιχειρηματολογία κατέρρευσε πολύ νωρίς με την εισβολή στο Ιράκ το 2003, που απέδειξε ότι όχι μόνο η αμερικανική εξωτερική πολιτική είναι υπερστρατιωκοποιημένη αλλά και ότι θα μπορούσε να είναι και ανεπαρκώς φιλόδοξη.

Η διεθνής επέμβαση στη Λιβύη αποδεικνύει ότι απέτυχε το μοντέλο της ήπιας παγκοσμιοποίησης και ότι η αποτυχημένη διακυβέρνηση σε διάφορα μέρη του πλανήτη καθώς επίσης και η χρήση βίας που συνοδεύεται από μεγάλη απώλεια ανθρωπίνων ζωών στις συγκρούσεις καθιστούν τη διεθνή αντίδραση, όπως αποκρυσταλλώθηκε στο διεθνές σύστημα από τη δεκαετία του 1990 και όταν συνοδεύεται από συγκεκριμένα συμφέροντα, αναμενόμενη.

www.geopolitics-gr.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.