Οι ασύμπτωτες ιδεολογικές προσεγγίσεις και στρατηγικές προτεραιότητες
ΗΠΑ και ΕΣΣΔ οδήγησαν σύντομα στον Ψυχρό πόλεμο
66 χρόνια πριν
Του Ευανθη Xατζηβασιλειου*
Οπως όλα τα κοσμογονικά γεγονότα, το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έφερνε μαζί του μεγάλες ελπίδες και εκπλήξεις. Σίγουρα, έφερνε την προσδοκία ενός καινούργιου κόσμου: κατά απαράβατο κανόνα, οι μαχητές που μετέχουν σε μια τέτοια σύγκρουση δεν πολεμούν ποτέ απλώς και μόνον για την επιστροφή σε μια προπολεμική «ομαλότητα». Μάχονται, πάνω από όλα, για ένα καλύτερο αύριο.
Πώς όμως θα ήταν οργανωμένη η ανθρώπινη κοινωνία σε αυτόν τον «καλύτερο κόσμο»; Στο επίπεδο αυτό, μεταξύ των τριών νικητριών δυνάμεων –ΗΠΑ, ΕΣΣΔ και Βρετανία– δεν υπήρχε, και δεν μπορούσε να υπάρξει, συμφωνία.
Η «Μεγάλη Συμμαχία», που είχε καταβάλει τον Αξονα, είχε διαμορφωθεί αναγκαστικά, λόγω γερμανικών και ιαπωνικών πρωτοβουλιών – κυρίως της γερμανικής εισβολής στη Σοβιετική Ενωση και της ιαπωνικής επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ. Η στράτευση των ΗΠΑ, ΕΣΣΔ και Βρετανίας στον αγώνα εναντίον του Χίτλερ τις ανάγκασε, όσο η απειλή του ναζισμού ήταν ζωντανή, να παραμερίσουν τις διαφορές τους ενώπιον των αναγκών του πολέμου. Ωστόσο, οι στόχοι και η κοσμοαντίληψή τους διέφεραν ριζικά. Η βρετανική αυτοκρατορία ήταν η πλέον «παλαιά», παραδοσιακή και έμπειρη στις διεθνείς υποθέσεις δύναμη. Ενα μέτρο ρεαλισμού –ή, εάν θέλει ο αναγνώστης, ακόμη και κυνισμού– μπορεί να ήταν χρήσιμο στη διαχείριση των μεταπολεμικών προβλημάτων. Ωστόσο, η ισχύς της Βρετανίας βρισκόταν σε φανερά καθοδική πορεία, και ήδη το 1944-45 η χώρα αυτή λογιζόταν ως η μικρότερη των Τριών Μεγάλων.
Τα διλήμματα του 1945
Οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ, οι πραγματικοί νικητές του πολέμου, ήταν νέες Μεγάλες Δυνάμεις, με προτεραιότητες εντελώς διαφορετικές. Η αμερικανική συμπολιτεία διένυε ακόμη τη φάση ενός φιλελεύθερου ιδεαλισμού –οι ρίζες του ανάγονταν στον διεθνισμό του Θεόδωρου Ρούσβελτ και του Γούντρο Ουίλσον από τις αρχές του αιώνα– που πρέσβευε ότι το ελεύθερο εμπόριο, η πολιτική των «Ανοικτών Θυρών», η δημοκρατική διακυβέρνηση και η ορθολογική οργάνωση της διεθνούς κοινωνίας μέσω του νεόκοπου Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών θα μετάλλαζαν ριζικά τον κόσμο. Εμπνευστής ενός τέτοιου σχεδιασμού, η μεγαλύτερη ίσως πολιτική μορφή του δυτικού κόσμου κατά τον 20ό αιώνα, ο πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούσβελτ –ο άνθρωπος που αναμόρφωσε τον καπιταλισμό με το New Deal– ο οποίος πάντως απεβίωσε την άνοιξη του 1945, πριν κληθεί να αντιμετωπίσει τις μεταπολεμικές εντάσεις.
Ηταν αδύνατον αυτή η στοχοθεσία –τόσο έντονα εκφράζουσα τις φιλοσοφικές αξίες του δυτικού φιλελευθερισμού– να γίνει αποδεκτή από τη Σοβιετική Ενωση, για την οποία οι αμερικανικές «ιερές αγελάδες» του ελεύθερου εμπορίου και της πολυκομματικής δημοκρατίας όχι μόνον δεν ήταν αναγκαίες, αλλά αποτελούσαν και μείζονες απειλές. Για το Κρεμλίνο, απαραίτητη ήταν η προστασία του κράτους και της κομμουνιστικής ιδεολογίας: η απόκτηση ασφάλειας έναντι ενός καπιταλιστικού κόσμου που εθεωρείτο εξ ορισμού εχθρικός και διατεθειμένος να καταστρέψει το σοβιετικό εγχείρημα. Η παγίωση του ελέγχου της Ανατολικής Ευρώπης, από όπου είχε εξαπολυθεί η ναζιστική επίθεση του 1941, ήταν μείζον προαπαιτούμενο της σοβιετικής ασφάλειας. Και με τον όρο «έλεγχο» ο Στάλιν εννοούσε τον απόλυτο έλεγχο. Οπως είχε τονίσει ο Σοβιετικός ηγέτης, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος διέφερε από όλους τους προηγούμενους: εκεί που σταματούσε ο στρατός σου, εκεί θα σταματούσε και το πολιτικό και κοινωνικό σου σύστημα. Ετσι, οι διαφορές μεταξύ της φιλελεύθερης Δύσης και της κομμουνιστικής Ανατολής, που είχαν διατηρηθεί στο περιθώριο όσον καιρό ο χιτλερισμός παρέμενε η μείζων κοινή απειλή, έμελλαν τώρα να ανακύψουν κατά τον σχεδιασμό του μεταπολεμικού κόσμου.
Παράλληλα όμως, με τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έμελλε να προκύψουν τα μεγάλα στρατηγικά διλήμματα που θα λειτουργούσαν σαν σκανδάλη για την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου. Το 1945, η ήττα της χιτλερικής Γερμανίας και της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας δημιουργούσε τεράστιας σημασίας στρατηγικά κενά, στην Ευρώπη και στην Απω Ανατολή. Πώς θα καλύπτονταν αυτά τα κενά εξουσίας; Σε τούτο το ερώτημα, οι δύο νέες υπερδυνάμεις δεν μπόρεσαν να βρουν μια συμφωνημένη απάντηση.
Ο έλεγχος της Γερμανίας
Η κατάρρευση της γερμανικής ισχύος έθετε το ερώτημα του ποιος θα ήλεγχε, στη μεταπολεμική περίοδο, την Κεντρική Ευρώπη/Γερμανία, με τη μεγάλη βιομηχανική της βάση. Στο σενάριο μιας σοβιετικής επικράτησης στην Κεντρική Ευρώπη, ανέκυπτε το ενδεχόμενο, αν όχι η βεβαιότητα, του σοβιετικού ελέγχου στο σύνολο της ευρασιατικής χερσαίας μάζας – και στην περίφημη «παγκόσμια νήσο» που θα καθόριζε την παγκόσμια ηγεμονία. Θα ήταν αδιανόητο για τους Δυτικούς να ιδούν την Ευρασία να πέφτει στην επιρροή μιας τόσο ισχυρής δύναμης όσο η Σοβιετική Ενωση.
Στρατηγικό δίλημμα, όμως, σχετικό με τη Γερμανία υπήρχε και από την πλευρά της Σοβιετικής Ενωσης. Για τον Στάλιν, μια αναβιωμένη Γερμανία θα αποτελούσε προφανή υποψήφιο για την επανάληψη της ναζιστικής εισβολής του 1941, αυτή τη φορά με την αρωγή της Δύσης. Στις σοβιετικές φοβίες καταλυτικό ρόλο έπαιζε η βεβαιότητα –προφανώς λανθασμένη– πως οτιδήποτε δεν ελεγχόταν από τη Μόσχα ήταν εξ ορισμού εχθρικό. Στο Κρεμλίνο, αυτή η αντίληψη εδραζόταν σε μια έντονη καχυποψία του Αλλου· μια καχυποψία ριζωμένη τόσο στη μακραίωνη ρωσική ιστορική εμπειρία όσο και στην απέχθεια του δογματικού κομμουνισμού για οποιαδήποτε δύναμη δεν ήλεγχε... Επομένως, για τους Σοβιετικούς, ήταν επίσης αδιανόητο να αφεθεί η Γερμανία να πέσει στα χέρια των Δυτικών: κάτι τέτοιο θα αύξανε τους ήδη συντριπτικά μεγάλους πόρους των καπιταλιστών και θα μπορούσε να οδηγήσει στην αναβίωση του γερμανικού μιλιταρισμού, που δύο φορές μέσα σε τρεις δεκαετίες –το 1918 και το 1941– είχε φτάσει στη Μαύρη Θάλασσα. Από τη σκοπιά του Κρεμλίνου, το να μη διεκδικηθεί ο έλεγχος της Γερμανίας θα ήταν μια επιλογή περίπου αυτοκτονική.
Στις μείζονες ιδεολογικές διαφορές έρχονταν, επομένως, να προστεθούν στρατηγικά διλήμματα ικανά να πυροδοτήσουν υπαρξιακές ανασφάλειες σε όλους τους νικητές του πολέμου.
Η κληρονομιά στην ανθρωπότητα
Από το 1945, στη δημόσια αντίληψη έχουν κυριαρχήσει διάφοροι μύθοι για τη συγκρότηση του μεταπολεμικού κόσμου. Ο γνωστότερος: ότι στις περίφημες συναντήσεις της Γιάλτας και του Πότσνταμ, το 1945, οι Μεγάλοι διαίρεσαν τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής. Σήμερα, τα πρακτικά των συναντήσεων αυτών είναι διαθέσιμα –ακόμη και τα σοβιετικά πρακτικά– και από αυτά δεν προκύπτει ότι έγινε τέτοια συμφωνία. Οι δύο συναντήσεις κυριαρχήθηκαν από τη διαχείριση πρακτικών ζητημάτων σχετικά με την πρώτη μεταπολεμική περίοδο –από τα νέα σύνορα στην Ανατολική Ευρώπη (ιδίως της Πολωνίας) έως τη συγκρότηση του ΟΗΕ– αλλά δεν επέφεραν κάποια «γενική» συμφωνία διαίρεσης του κόσμου. Εξάλλου, εάν οι δύο υπερδυνάμεις είχαν συμφωνήσει να διαιρέσουν τον κόσμο, είναι προφανές ότι Ψυχρός Πόλεμος δεν θα είχε ξεσπάσει: η έναρξή του, το 1945-47, ήταν ακριβώς το αποτέλεσμα της αδυναμίας τους να συμφωνήσουν στην κάλυψη αυτών των μεγάλων στρατηγικών κενών του 1945.
Παράλληλα, κενό εξουσίας παρουσιάστηκε και στην Απω Ανατολή. Η ήττα της Ιαπωνίας οδήγησε σε αμερικανική κατοχή αυτής της χώρας, αλλά είχε αφήσει ανοιχτό το ζήτημα του μέλλοντος της Κίνας. Η αρχική αντίληψη του επιτελείου του Ρούσβελτ έβλεπε την «εθνικιστική» Κίνα ως έναν από τους μεταπολεμικούς Μεγάλους του διεθνούς συστήματος – γι’ αυτό και προβλέφθηκε για αυτήν μόνιμη θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ωστόσο, μια σειρά από εξελίξεις (που αφορούσαν τόσο τις τρομερές κυβερνητικές αποτυχίες των Κινέζων Εθνικιστών όσο και τις σημαντικές οργανωτικές δυνατότητες των κομμουνιστών) κατέστησε την Κίνα μια «γκρίζα ζώνη» το 1945-47 και διασφάλισε τη νίκη των κομμουνιστών αργότερα, το 1949.
Ρευστότητες τέτοιας έκτασης και παράλληλα η ιδεολογικοποίηση και η μαζική πολιτική προκαλούσαν παρενέργειες. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλη την υφήλιο ήταν κινητοποιημένοι σε πολιτικούς αγώνες και αισθάνονταν ότι από την κατεύθυνση που θα έπαιρνε ο κόσμος θα εξαρτάτο το μέλλον τους, το μέλλον των παιδιών τους, το μέλλον του έθνους τους. Η επιρροή της κοινής γνώμης στη διαδικασία λήψης αποφάσεων ήταν ένα φαινόμενο παλαιότερο, αλλά γιγαντώθηκε στην εποχή της μεγάλης σύγκρουσης των ιδεολογιών στον 20ό αιώνα. «Surtout pas de zele», συμβούλευε ο Ταλλεϋράνδος σε μια εποχή όχι τόσο παλαιότερη και αρκετά ιδεολογική από μόνη της. Ηταν όμως δύσκολο να γίνει σεβαστή αυτή η αρχή στο κλίμα του 1945. Υπό αυτήν την έννοια, το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δεν ήταν παρά ένας σταθμός. Επέφερε την ήττα του φασισμού, αλλά δεν επέλυσε το μεγάλο ερώτημα της νομιμοποίησης που κυριάρχησε στη νεωτερικότητα. Ο κόσμος θα μπορούσε να πάει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Το μέλλον θα έδειχνε.
* O κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.