Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

Η σοβιετική πολιτική μετά τον πόλεμο


Προτεραιότητα του Στάλιν παρέμενε η ενίσχυση της ασφάλειας της ΕΣΣΔ, παρά η εξάπλωση της κομμουνιστικής ιδεολογίας

Του Διονύση Χουρχούλη*


Ενα από τα κύρια ερωτήματα της βιβλιογραφίας των διεθνών σχέσεων, της πολιτικής επιστήμης και της διεθνούς ιστορίας είναι αν η κινητήριος δύναμη της σοβιετικής υψηλής στρατηγικής κατά το πρώιμο στάδιο του Ψυχρού Πολέμου υπήρξε, πρωτίστως, η προώθηση του κρατικού συμφέροντος (με κυριότερο την ασφάλεια) ή η εξάπλωση της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Τα πορίσματα της σύγχρονης έρευνας συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι ο Στάλιν και οι συνεργάτες του, παρότι συχνά έτειναν να ερμηνεύουν τις γεωπολιτικές, στρατιωτικές, οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις υπό το πρίσμα της μαρξιστικής-κομμουνιστικής ιδεολογίας, ωστόσο δρούσαν με πρωταρχικό στόχο την προώθηση των συμφερόντων της ΕΣΣΔ. Εκείνα (με πρώτο και κύριο την αύξηση της σοβιετικής ισχύος και ασφάλειας) δεν ήταν απαραιτήτως συνυφασμένα με την επέκταση της κομμουνιστικής ιδεολογίας.

Παγίωση του ελέγχου στην Ανατολική Ευρώπη

Ηδη πριν εκπνεύσει η δεκαετία του 1930, ακόμα και ορκισμένοι ιδεολογικοί αντίπαλοι του κομμουνισμού (περιλαμβανομένου του Χίτλερ) θεωρούσαν τον Στάλιν «συντηρητικό» παρά επαναστατικό ηγέτη, που έτεινε να μετατρέψει την ΕΣΣΔ σε «εθνικό και φυσιολογικό κράτος» όπου θα επικρατούσε ένα είδος «σλαβομοσχοβίτικου εθνικισμού». Η θανάσιμη ιδεολογική αντιπαλότητα ανάμεσα στον ναζισμό και τον κομμουνισμό δεν στάθηκε εμπόδιο στην υπογραφή του Συμφώνου Μολότωφ-Ρίμπεντροπ το 1939. Αργότερα, κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης της Τεχεράνης, τον Νοέμβριο του 1943, ο Σοβιετικός ηγέτης ανέφερε στον Βρετανό πρωθυπουργό Ουίνστον Τσώρτσιλ την πρόθεσή του να επιβάλει στη Φινλανδία εδαφικές «διευθετήσεις» και την πληρωμή αποζημίωσης. Οταν ο Τσώρτσιλ αντέδρασε, υπενθυμίζοντας στον συνομιλητή του το σύνθημα των μπολσεβίκων κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου «όχι προσαρτήσεις, όχι πολεμικές αποζημιώσεις», ο Στάλιν απάντησε σκωπτικά «μα σου είπα, έχω γίνει συντηρητικός».

Πράγματι, μετά την αρχική απόκρουση της γερμανικής εισβολής το 1941 και τη σύμπηξη της συμμαχίας των Τριών Μεγάλων, και μέχρι τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Στάλιν και η σοβιετική ελίτ έθεσαν ως απόλυτη προτεραιότητα την εδαφική εξάπλωση και πολιτικο-διπλωματική ενίσχυση της ΕΣΣΔ· αντίθετα, ο ρόλος της τελευταίας ως ορμητήριο για την εξάπλωση της παγκόσμιας επανάστασης πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Παρά το ιδεολογικό χάσμα με τη Δύση, ο Στάλιν ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί με τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς όσο μέσω της συνέχισης της τριμερούς συνεργασίας προωθούνταν τα σοβιετικά συμφέροντα ασφαλείας. Αλλά και μετά τη λήξη του πολέμου και καθώς η συμμαχία των Τριών Μεγάλων διαλύθηκε, κύρια προτεραιότητα του Στάλιν παρέμεινε η ενίσχυση της σοβιετικής ασφάλειας. Ετσι, στην Ανατολική Ευρώπη το Κρεμλίνο πρόταξε την επιβολή κομμουνιστικών καθεστώτων, κρίνοντας αυτή την εξέλιξη ως απαραίτητη για την παγίωση του σοβιετικού ελέγχου, ο οποίος με τη σειρά του ήταν αναγκαίος για την κατοχύρωση της σοβιετικής ασφάλειας, δηλαδή ενός στόχου πρωτίστως γεωπολιτικού. Αντιθέτως, σε άλλες περιπτώσεις η Μόσχα δεν στάθηκε αρωγός στην επέκταση του κομμουνισμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η στάση της απέναντι στα ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα της Γαλλίας και της Ιταλίας, όπου ρητά διαμήνυσε την αποφυγή πλήρους ρήξης με τις τοπικές αστικές πολιτικές δυνάμεις. Ακόμα πιο αμφιλεγόμενη υπήρξε η σοβιετική στάση απέναντι στα κομμουνιστικά κόμματα της Ελλάδας, του Ιράν και της Κίνας, καθώς και στο νεοπαγές καθεστώς της Βόρειας Κορέας.

Αν και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος επέφερε ριζικές αλλαγές στον παγκόσμιο και τους περιφερειακούς συσχετισμούς ισχύος, η σοβιετική ηγεσία πίστευε ότι ο κίνδυνος της καπιταλιστικής περικύκλωσης συνέχιζε να ελλοχεύει. Ο Στάλιν επίσης φοβόταν μήπως η σοβιετική κομματική, πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, σοκαρισμένη από την αμερικανική επίδειξη (πυρηνικής) ισχύος τον Αύγουστο του 1945 και καταβεβλημένη από την υπερπροσπάθεια του 1941-45, επιζητούσε έναν μόνιμο διακανονισμό με τις ΗΠΑ. Ετσι, από το φθινόπωρο του 1945 ο Στάλιν υιοθέτησε σε μια σειρά διεθνών ζητημάτων ιδιαίτερα άκαμπτη στάση έναντι των Δυτικών συμμάχων, ώστε να καταστήσει σαφές ότι η ΕΣΣΔ δεν επρόκειτο να πέσει θύμα «ατομικού καταναγκασμού». Παράλληλα, η Τουρκία και το Ιράν, κράτη γειτονικά της ΕΣΣΔ αλλά εκτός της διαμορφούμενης σοβιετικής σφαίρας επιρροής, δέχθηκαν αυξανόμενη σοβιετική πίεση. Συνάμα, ο Στάλιν αποφάσισε να κινητοποιήσει εκ νέου την κομματική ελίτ και το σύνολο της σοβιετικής κοινωνίας ώστε να επιτευχθεί ταχύτατα η οικονομική ανασυγκρότηση, αλλά και η ιδεολογική περιχαράκωση και η σφυρηλάτηση ενός συμπαγούς εσωτερικού μετώπου. Αμφότερες αυτές οι επιδιώξεις αποτελούσαν απαραίτητες προϋποθέσεις για την επιτυχή διεξαγωγή ενός μακροχρόνιου ανταγωνισμού με τη Δύση.

Η διακήρυξη της ύπαρξης δύο κόσμων ασύμβατων μεταξύ τους

Στις 9 Φεβρουαρίου 1946 ο Στάλιν εκφώνησε λόγο στο θέατρο Μπολσόι με αφορμή τις «εκλογές» για την ανάδειξη του πρώτου μεταπολεμικού Ανώτατου Σοβιέτ, λίγες μόνο εβδομάδες πριν από την αποστολή του «μακρού τηλεγραφήματος» του Τζωρτζ Κένναν και την εκφώνηση του λόγου του Τσώρτσιλ στο Φούλτον του Μισσούρι (όπου χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ο όρος «σιδηρούν παραπέτασμα»). Ο λόγος του Στάλιν, βαθιά εμποτισμένος από ιδεολογική ρητορεία, αποτέλεσε μια διακήρυξη της ύπαρξης δύο κόσμων ασύμβατων μεταξύ τους. Παράλληλα, έδωσε μια ζοφερή εικόνα της μεταπολεμικής εποχής: οι ανταγωνισμοί και οι αντινομίες του καπιταλιστικού συστήματος και του «ιμπεριαλισμού» θα προκαλούσαν αργά ή γρήγορα νέα γενική ανάφλεξη. Ο Σοβιετικός ηγέτης κάλεσε την κομματική νομενκλατούρα σε νέες θυσίες, ώστε να ενισχυθεί το παραγωγικό δυναμικό της ΕΣΣΔ -με έμφαση πάλι στην ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας παρά στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών- και να υπάρξει ραγδαία πρόοδος στο επιστημονικό και τεχνολογικό πεδίο.

Παρά τον οξύτατο ιδεολογικό λόγο του σε κομματικά και δημόσια ακροατήρια, ο Στάλιν παρέμενε αμείλικτα ρεαλιστής. Επιθυμούσε την κινητοποίηση των ελίτ, του κόμματος και του λαού για να ενισχύσει τη σοβιετική ασφάλεια, αυξάνοντας το στρατιωτικό και βιομηχανικό δυναμικό της χώρας, ώστε να δύναται να αντιμετωπίσει «κάθε ενδεχόμενο», όπως το έθεσε, στο εγγύς μέλλον. Καθώς τα σημαντικότερα σοβιετικά εξοπλιστικά προγράμματα της εποχής, όπως η κατασκευή της ατομικής βόμβας, παρέμεναν άκρως απόρρητα, ο Στάλιν επιστράτευσε την ιδεολογία για να εμπνεύσει το ΚΚΣΕ και τον λαό, προκειμένου να υπομείνουν αγόγγυστα τις νέες θυσίες. Η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι είχαν πρόσφατα καταδείξει ότι η ΕΣΣΔ όφειλε για άλλη μια φορά (όπως και κατά τη δεκαετία του 1930 με την εφαρμογή των πρώτων πενταετών πλάνων) να αφιερώσει όλες τις δυνάμεις της στην κάλυψη του τεχνολογικού χάσματος από τη Δύση, ιδίως σε στρατιωτικές τεχνολογίες αιχμής όπως η ατομική βόμβα, οι πύραυλοι, και το ολοκληρωμένο σύστημα αεράμυνας. Επιπλέον, οι διεκδικήσεις έναντι της Τουρκίας και του Ιράν δεν αποτελούσαν σταλινική πρωτοτυπία, αλλά βρίσκονταν στην ατζέντα του ρωσικού επεκτατισμού πολύ πριν από το 1945-46, ή το 1917.

Ο Στάλιν ήταν πρωτίστως πραγματιστής

Συνοψίζοντας, το 1944-45, έπειτα από τη συντριβή της Γερμανίας και της Ιαπωνίας, και την εξουθένωση άλλων παραδοσιακών δυνάμεων, όπως η Γαλλία και η Κίνα, αλλά και η Βρετανία, έκανε την εμφάνισή του ένα πρωτοφανές κενό ισχύος. Ο Στάλιν έσπευσε να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία, ώστε να καταστήσει την ΕΣΣΔ κυρίαρχη δύναμη της Ευρασίας. Μετά το 1945, ο μόνος αντίπαλος που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί και να απειλήσει την ΕΣΣΔ ήταν οι ΗΠΑ· εκείνες διέθεταν ασυναγώνιστη οικονομική ισχύ και παραγωγική ικανότητα, έναν πανίσχυρο αεροπορικό στόλο βομβαρδιστικών και το μονοπώλιο της ατομικής βόμβας. Τόσο το ιδεολογικό του υπόβαθρο όσο και η ιστορική εμπειρία του υπαγόρευαν στον Στάλιν ότι «το νερό με τη φωτιά δεν μπορούν να έρθουν σε (μόνιμη) συνεννόηση» και ότι «θα έρθει ο καιρός που η σύγκρουση θα είναι αναπόφευκτη». Ωστόσο, η ώρα εκείνη δεν είχε φτάσει στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940. Απέναντι στην αμερικανική ισχύ, η ΕΣΣΔ δεν είχε την πολυτέλεια να ρισκάρει πλήρη ρήξη και θερμή αναμέτρηση αν δεν διακυβεύονταν ζωτικά σοβιετικά συμφέροντα ασφαλείας. Οι πληγές του πολέμου ήταν εμφανείς στις υποδομές, τον παραγωγικό της ιστό και το ανθρώπινο δυναμικό της. Ο Στάλιν, αν και αναμφίβολα υπήρξε γνήσιος κομμουνιστής, παρέμενε πρωτίστως πραγματιστής, συχνά σε κυνικό βαθμό. Οπως άλλωστε αποφάνθηκε το 1948, με αφορμή την ανάγκη λήξης της κομμουνιστικής εξέγερσης στην Ελλάδα, «όλο το ζήτημα έχει να κάνει με την ισορροπία ισχύος. Αν είσαι δυνατός, χτύπα. Ειδάλλως, μην μπαίνεις στον αγώνα. Δεχόμαστε να πολεμήσουμε όχι όταν θέλει ο εχθρός μας, αλλά όταν αυτό είναι προς το συμφέρον μας».

* Ο κ. Διονύσης Χουρχούλης είναι διδάκτωρ Ιστορίας του Queen Mary, University of London.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.