Le Monde Diplomatique
Του Jean Ortiz
Yπευθύνου της έκδοσης «Rouges. Maquis de France et d'Espagne», Atlantica, 2006.
Στην Ισπανία, απλοί πολίτες και δικαστικοί ενώνουν τις δυνάμεις τους για να κλονίσουν το «σύμφωνο της λήθης» που εξακολουθεί να καλύπτει τα εγκλήματα του καθεστώτος του Φράνκο. Σε μια χώρα βαθιά διχασμένη ως προς αυτό το ζήτημα, στρατευμένοι πολίτες αναζητούν ακατάπαυστα τους ομαδικούς τάφους στους οποίους κατέληξαν οι δημοκρατικοί που εκτελέστηκαν από τη δικτατορία και προσπαθούν, παρά τη βουβή αντίσταση που συναντούν, να αποκαταστήσουν τη μνήμη των ηττημένων.
«Σε ένα μεγάλο κομμάτι της Ισπανίας, αυτό που εμείς αποκαλούμε εμφύλιο πόλεμο δεν ήταν παρά στυγνή καταστολή: ένα σχέδιο εξόντωσης ακολούθησε αμέσως το στρατιωτικό πραξικόπημα [του στρατηγού Φράνκο] (1)». Η πρόοδος του κινήματος για την ανάκτηση της ιστορικής μνήμης, ένας γαλαξίας στρατευμένων πολιτών και εθελοντών που δρα στις παρυφές των πολιτικών κομμάτων, καθώς και οι εργασίες των ιστορικών ρίχνουν νέο φως σε αυτό που εκτός ισπανικών συνόρων θεωρούνταν μέχρι πρότινος απλά ως «εμφύλιος πόλεμος». Αρκεί, εξάλλου, να εξετάσει κανείς τη χαρτογράφηση των ομαδικών τάφων των δημοκρατικών για να διαπιστώσει ότι συμπίπτουν με τις περιοχές στις οποίες το στρατιωτικό πραξικόπημα νίκησε κατά κράτος.
Ο στόχος των Φρανκικών δεν ήταν μόνο να κερδίσουν τον πόλεμο: έπρεπε να χτυπήσουν τη Δημοκρατία στη ρίζα της. Εξ ου και η σημειολογία: «κάθαρση», «εξαγνισμός», «εκκαθάριση», «ειρήνευση». Εξάλλου, οι αγριότητες συνεχίστηκαν και μετά το τέλος των εχθροπραξιών και 50.000 δημοκρατικοί τουφεκίστηκαν μέσα στους μήνες που ακολούθησαν. «Ο Φράνκο αποφάσισε να προχωρήσει αργά ώστε να μη μπορέσει να υπάρξει ποτέ επιστροφή στο παρελθόν», αποκαλύπτει ο άγγλος ιστορικός Πολ Πρέστον (2).
Η μνήμη των «Κόκκινων»
Εδώ και δέκα περίπου χρόνια, η μνήμη των «Κόκκινων» σκίζει την επιβεβλημένη σιωπή και συγκλονίζει την ισπανική κοινωνία (3). Αυτή η μνήμη, που παρέμενε θαμμένη μέχρι το θάνατο του δικτάτορα το 1975, δεν αποκαταστάθηκε με τη δημοκρατική μετάβαση (1975 – 1982), ούτε καν μετά τη νίκη του Ισπανικού Εργατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSOE) στις βουλευτικές εκλογές τον Οκτώβριο του 1982. «Αποφασίσαμε να μη μιλάμε για το παρελθόν (4)», παραδέχεται εκ των υστέρων ο επικεφαλής της κυβέρνησης εκείνη την εποχή, Φελίπε Γκονζάλες, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα: «Αισθάνομαι κι εγώ εν μέρει υπεύθυνος για την απώλεια της ιστορικής μας μνήμης (5)».
Η άφιξη του Λαϊκού Κόμματος του Χοσέ Μαρία Αθνάρ στην εξουσία το 1996 κάθε άλλο παρά ανανέωσε τους όρους της δημόσιας συζήτησης και η «μάχη για τη μνήμη» δεν έπαψε να φέρνει αντιμέτωπους τους ίδιους πρωταγωνιστές Οι μεν ήταν δέσμιοι της ιστορικοπολιτικής συναίνεσης και οι δε του χουντικού παρελθόντος τους.
Η ισπανική δεξιά δεν αντέχει την έκρηξη της ιστορικής μνήμης και της ιστοριογραφίας επειδή θυμίζει την αιματοβαμμένη προέλευση του φρανκισμού. Οχυρώνεται πίσω από το επιχείρημα «ας μην ανοίγουμε ξανά τις παλιές πληγές», το οποίο, όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας Αλφόνς Σερβέρα, επισείουν «όσοι επωφελήθηκαν από το πραξικόπημα και τη βία». Το διακύβευμα μοιάζει μεγάλο, καθώς αυτό που οι ιστορικοί αποκαλούν «ιδεολογικό» ή «κοινωνιολογικό φρανκισμό» φαίνεται πως παραμένει βαθιά ριζωμένος όχι μόνο στους κόλπους ενός τμήματος του δεξιού εκλογικού σώματος, αλλά και στην εκκλησία, τη δικαιοσύνη, τον στρατό και τον επιχειρηματικό ή τον τραπεζικό χώρο. Ο ιστορικός Χουλιάν Κασανόβα δίνει τη δική του ερμηνεία ως προς το γιατί η ισπανική Καθολική Εκκλησία εμφανίζεται σήμερα περισσότερο συντηρητική από ό,τι την εποχή της μεταπολίτευσης: αρνείται να αναγνωρίσει ότι έπαιξε τον «ρόλο του θύτη» και «έδωσε την έγκρισή της για τη νόμιμη εξόντωση (6)».
Κατανοούμε, επομένως, γιατί ο καρδινάλιος αρχιεπίσκοπος της Μαδρίτης και πρόεδρος της Επισκοπικής Συνόδου, εκλαμπρότατος Αντόνιο Μαρία Ρόουκο, αναφέρει πόσο «απαραίτητο είναι να μπορούμε να ξεχνάμε (7)». Πρόκειται πάντως για επιλεκτική μνήμη, αφού, παράλληλα, η ισπανική εκκλησία ανακήρυξε αγίους ή οσίους 997 πιστούς, ως επί το πλείστον μέλη του κλήρου και των θρησκευτικών ταγμάτων, που είχαν πέσει θύματα της «κόκκινης τρομοκρατίας» (1934 – 1938) (8)... Όσο για τον στρατό, αντιτίθεται πάντα στην οποιαδήποτε απότιση φόρου τιμής απέναντι στους νομοταγείς στρατιωτικούς που εκτελέστηκαν επειδή αντιστάθηκαν στη φασιστική ανταρσία.
Συλλογική ενδοσκόπηση
Οι βουλευτικές εκλογές στις 13 Μαρτίου του 2004 έφεραν ξανά το PSOE στην κυβέρνηση. Ωστόσο, πολιτικές δυνάμεις όπως η Izquierda Unida (Ενωμένη Αριστερά) (9) και η Esquerra Republicana de Catalunya (Ρεπουμπλικανική Αριστερά της Καταλονίας/ERC), καθώς οι περισσότερες οργανώσεις για την ανάκτηση της ιστορικής μνήμης θεωρούν το PSOE ιδιαίτερα δειλό και το κατηγορούν ότι παίζει «διπλό παιχνίδι».
Στις 12 Οκτωβρίου του 2004, ημέρα της εθνικής γιορτής, ο υπουργός άμυνας επιτρέπει, στο όνομα της «ειρήνης και της ομόνοιας», να παρελάσουν πλάι- πλάι ένας πρώην φασίστας της «Γαλάζιας Μεραρχίας», καθώς κι ένας βετεράνος των Δημοκρατικών της Β' τεθωρακισμένης μεραρχίας του στρατηγού Λεκλέρκ. Στα τέλη Οκτωβρίου του 2007, ο υπουργός εξωτερικών παρευρίσκεται στη Ρώμη στην τελετή αγιοποίησης των «θυμάτων των κόκκινων», ενώ στις 20 Νοεμβρίου, ο επικεφαλής της κυβέρνησης Χοσέ Λουίς Ροδρίγκεθ Θαπατέρο δηλώνει στο πρωθυπουργικό Μέγαρο της Μονκλόα: «Θα είναι καλό ό,τι μπορεί να βοηθήσει ώστε όλα αυτά να μείνουν όσο το δυνατόν πιο βαθιά θαμμένα στη μνήμη της ισπανικής κοινωνίας (...) παρόλο που ορισμένοι είναι περισσότερο πρόθυμοι να ξεχάσουν από κάποιους άλλους (10)».
Και όμως, η δραστηριοποίηση του δυναμικού, όσο και διαιρεμένου κινήματος υπέρ της ιστορικής μνήμης, αρχίζει να αποδίδει καρπούς. Υποκινεί ένα ρεύμα συλλογικής ενδοσκόπησης και
αναγκάζει επιτέλους την σοσιαλιστική κυβέρνηση ύστερα από τρία χρόνια δισταγμών να υιοθετήσει τον λεγόμενο νόμο περί «ιστορικής μνήμης» ο οποίος εγκρίθηκε από τη Βουλή στις 31 Δεκεμβρίου του 2007. Είναι μια πρόοδος, την οποία, ωστόσο, πολλοί βρίσκουν όψιμη και δειλή. Ο νόμος δεν συμπεριλαμβάνει τον όρο «Δημοκρατία», όπως επίσης δεν καταδικάζει ευθαρσώς τον φρανκισμό. Τα ειδικά δικαστήρια και οι καταδικαστικές τους αποφάσεις κηρύσσονται απλά «εκτός νόμου» (και όχι «παράνομα») και το μαυσωλείο του Φράνκο στη Valle de los Caidos (Κοιλάδα των Πεσόντων, στην οποία κείτονται ο δικτάτορας και ο Χοσέ Αντόνιο Πρίμο δε Ριβέρα, ιδρυτής του φασιστικού κόμματος της Φάλαγγας) παραμένει σχεδόν εξ’ ολοκλήρου όπως ήταν.
O νόμος επιτρέπει το ξήλωμα των φρανκικών συμβόλων από τα δημόσια κτήρια, ζητά από την τοπική αυτοδιοίκηση να βοηθήσει τις οργανώσεις στην εκταφή των αγνοουμένων και προσφέρει τη δυνατότητα σε 1,5 εκατομμύριο παιδιά και εγγόνια «εξόριστων» να αποκτήσουν την ισπανική υπηκοότητα, υπό τον όρο να ορκιστούν υπακοή στο Σύνταγμα και τον βασιλιά. Κάτι μάλλον παράδοξο για τους απογόνους των δημοκρατικών...
Οι αγνοούμενοι του Εμφυλίου
Αν και λαμβάνονται πρωτοβουλίες σε τοπικό επίπεδο, ο νόμος δεν τίθεται σε ισχύ ελλείψει πολιτικής βούλησης. Θα πρέπει να περιμένουμε ως τις 16 Οκτωβρίου του 2008 για να ανάψει και πάλι η συζήτηση, σε δικαστικό επίπεδο αυτή τη φορά.
Εκείνη την ημέρα και για πρώτη φορά, ο εισαγγελέας Μπαλτάσαρ Γκαρθόν ανοίγει έρευνα σχετικά με 130.137 αγνοούμενους του εμφυλίου πολέμου και της περιόδου του Φράνκο, καθώς και με τις συνθήκες της εξαφάνισής τους. Το ένταλμα του εισαγγελέα συγκλονίζει τον πολιτικό και τον δικαστικό κόσμο. Κάνει λόγο για «προμελετημένο και συστηματικό σχέδιο εξόντωσης», για ένα «σύστημα καταναγκαστικών εξαφανίσεων» και για «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» (11). Διατάζει την ακριβή χαρτογράφηση των ομαδικών τάφων, την καταγραφή όλων των αγνοούμενων και την άμεση διάνοιξη 19 τάφων, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται κι ένας με μεγάλη συμβολική σημασία: ο τάφος του ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ο Γκαρθόν βάζει επίσης στο στόχαστρο το νόμο περί αμνηστίας της 15ης Οκτωβρίου του 1977 ο οποίος εμπόδιζε τη διεξαγωγή οποιασδήποτε έρευνας.
Η αποφασιστικότητα του εισαγγελέα Γκαρθόν προκαλεί τις φαρμακερές επιθέσεις του δεξιού πολιτικού και δικαστικού κόσμου. Ο πρόεδρος της Audiencia Nacional (Γενική εισαγγελία), του ανώτατου ποινικού σώματος της χώρας, Χαβιέρ Θαραγόθα, τον κατηγορεί ότι επιχειρεί μια «νέα ιερά εξέταση» (12) και κανονίζει να του αφαιρεθεί η δικαιοδοσία της υπόθεσης. Στριμωγμένος και απομονωμένος στους κόλπους του δικαστικού μηχανισμού, ο Γκαρθόν εγκαταλείπει προσωπικά τον φάκελο, χωρίς όμως να τα παρατήσει. Παραπέμπει στα τοπικά δικαστήρια το ενδεχόμενο διάνοιξης των τάφων και επιμένει ως προς την αναγκαιότητα για διεξαγωγή έρευνας για την εξαφάνιση χιλιάδων παιδιών των δημοκρατικών. Η Εισαγγελία, από την πλευρά της, στις 28 Νοεμβρίου του 2008 ασκεί βέτο στην έρευνα πάνω στο πραξικόπημα του Φράνκο.
Πίσω από αυτές τις δικαστικές διαμάχες, στην πραγματικότητα κρύβονται πολιτικά παιχνίδια. Η πρωτοβουλία του Γκαρθόν στην ουσία αποκαθηλώνει μια δημοκρατική μετάβαση που αναδείχθηκε σε «πρότυπο» και έγινε αντικείμενο εξαγωγής, κυρίως στη Λατινική Αμερική.
Καταρρίπτει τους ιδρυτικούς μύθους: συμφιλίωση έναντι αμνησίας, κοινωνική και πολιτική γαλήνη έναντι ενός κοινωνικού συμφώνου λήθης ανάμεσα στη δεξιά και μια αριστερά που υποχρεώνεται να αποδεχθεί την ατιμωρησία των δημίων. Ορισμένοι τομείς του δικαστικού μηχανισμού και του Λαϊκού Κόμματος, καθώς και η εκκλησία, προσπαθούν να φρενάρουν ένα κίνημα το οποίο υποχρεώνει σε γενική επανεξέταση των κοινών τόπων που σχετίζονται με τον «εμφύλιο πόλεμο», την ίση απονομή ευθυνών σε χουντικούς και δημοκρατικούς, τη «μετάβαση» ως πρωταρχικό σημείο δημοκρατικής αναφοράς ή την ταύτιση μοναρχίας – δημοκρατίας.
Μαύρες τρύπες του παρελθόντος
Το συμφέρον όλων αυτών είναι να αναχαιτιστεί το κίνημα προτού θίξει και άλλα ταμπού όπως τις απαλλοτριώσεις, τους εξευτελισμούς και. τις αρπαγές περιουσιών που υπέστησαν οι ηττημένοι ή το πλιάτσικο της δεκαετίας του 1940. Τί γίνεται, όντως, με τις μεγάλες δημόσιες και ιδιωτικές περιουσίες που στήθηκαν χάρη στη δουλειά εκατοντάδων χιλιάδων πολιτικών κρατουμένων έως και τη δεκαετία του 1960; Και τί να πει κανείς για «τα χαμένα παιδιά του φρανκισμού», τα οποία έκλεψε η δικτατορία από τους δημοκρατικούς γονείς τους; Είναι πολλές ακόμα οι μαύρες τρύπες που πρέπει να εξερευνηθούν.
Εν τέλει, όμως, αυτό που ανησυχεί τους πρωταγωνιστές του «συμφώνου της λήθης» είναι ακριβώς η επιστροφή στο δίλημμα Μοναρχία ή Αβασίλευτη Δημοκρατία. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο Κάρλος Παρίς, «δεχτήκαμε να γίνει η Ισπανία μοναρχία, την στιγμή που αποτελεί γνήσια κληρονομιά του φρανκισμού» (13). Το σημερινό κίνημα κουβαλά στους κόλπους του την κριτική για το «σύμφωνο της μεταπολίτευσης», την παραίτηση της αριστεράς και, τέλος, επαναφέρει τη διεκδίκηση της Δημοκρατίας.
Η αντεπίθεση της δεξιάς και της εκκλησίας αποσκοπεί στη διατήρηση του στάτους κβο και στη διαιώνιση μιας ατελούς δημοκρατίας. Σύμφωνα με τον κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο των συντηρητικών, Πίο Μόα -συγγραφέα ενός έργου το οποίο ο Αθνάρ είχε περιγράψει ως το πλέον προσφιλές του βιβλίο-, «η νίκη του Φράνκο στον εμφύλιο πόλεμο έσωσε την Ισπανία από μια τραυματική επαναστατική εμπειρία» (14). Οι άνεμοι των σταυροφοριών πνέουν ξανά...
Ύστερα από δέκα χρόνια ζωής ενός «κινήματος για την ιστορική μνήμη», η επιστροφή στο παρελθόν μοιάζει εν τούτοις δύσκολη. Οι οργανώσεις δεν εννοούν να περιοριστούν στα στενά πλαίσια του νόμου. Συνεχίζουν να ανασύρουν στην επιφάνεια ό,τι είχε μείνει βαθιά θαμμένο και έχουν ήδη ανοίξει περίπου διακόσιους ομαδικούς τάφους και ανακτήσει τέσσερις χιλιάδες σώματα. Ορισμένες, ανάμεσά τους, απαιτούν μάλιστα τη δημιουργία μιας «επιτροπής για την αλήθεια». Με την συνεισφορά τους, κατά αυτή την έννοια, αποδεικνύεται ότι αν τα πολιτικά διακυβεύματα του παρόντος είναι αυτά που καθορίζουν την ερμηνεία του παρελθόντος, η ανάκτηση της ιστορικής μνήμης αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο για την ίδια την άσκηση της δημοκρατίας.
Υποσημειώσεις
1) Francisco Espinosa, «Historia, memoria, olvido: la represion franquista», που περιέχεται στο Arcangel Bedmar Gonzalez (υπό τη διευθ. του), «Μemoria y olvido de la guerra civil y la represion franquista», Αντιπροσωπεία εκδόσεων του Δήμου της Λουθένα, Κόρδοβα, 2003, σελ. 101 – 102.
2) Paul Preston, «La guerra civil espanola», «Debate», Μαδρίτη, 2006, σελ. 303.
3) Διαβάστε Jose Maldavsky, «Les charniers de Franco», «Le Monde Diplomatique», Ιανουάριος 2003.
4) «El Pais», Μαδρίτη, 20 Απριλίου 2001.
5) Felipe Gonzalez και Jose Luis Cebrian, «El futuro no es lo que era», «Aguilar», Μαδρίτη, 2001, σελ. 37 – 38.
6) «El Pais», 26 Noεμβρίου 2008.
7) «El Pais», 16 Οκτωβρίου 2008.
8) Διαβάστε Michel Cool, «Ο “ πολιτισμικός αγώνας ” των επισκόπων», «Le Monde Diplomatique», Σεπτέμβριος 2008. Βλ. http://monde-diplomatique.gr/spip.php?article204
9) Συνασπισμός που σχηματίστηκε με πυρήνα το Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCE).
10) «El Pais», 21 Νοεμβρίου 2008.
11) «El Pais», 17 Οκτωβρίου 2008.
12) «El Mundo», Μαδρίτη, 29 Οκτωβρίου 2008.
13) «Diario Independiente», Μαδρίτη, 8 Οκτωβρίου 2008.
14) Pio Moa, «Los mitos de la guerra civil», «La esfera», Μαδρίτη, 2004, σελ. 534.
Του Jean Ortiz
Yπευθύνου της έκδοσης «Rouges. Maquis de France et d'Espagne», Atlantica, 2006.
Στην Ισπανία, απλοί πολίτες και δικαστικοί ενώνουν τις δυνάμεις τους για να κλονίσουν το «σύμφωνο της λήθης» που εξακολουθεί να καλύπτει τα εγκλήματα του καθεστώτος του Φράνκο. Σε μια χώρα βαθιά διχασμένη ως προς αυτό το ζήτημα, στρατευμένοι πολίτες αναζητούν ακατάπαυστα τους ομαδικούς τάφους στους οποίους κατέληξαν οι δημοκρατικοί που εκτελέστηκαν από τη δικτατορία και προσπαθούν, παρά τη βουβή αντίσταση που συναντούν, να αποκαταστήσουν τη μνήμη των ηττημένων.
«Σε ένα μεγάλο κομμάτι της Ισπανίας, αυτό που εμείς αποκαλούμε εμφύλιο πόλεμο δεν ήταν παρά στυγνή καταστολή: ένα σχέδιο εξόντωσης ακολούθησε αμέσως το στρατιωτικό πραξικόπημα [του στρατηγού Φράνκο] (1)». Η πρόοδος του κινήματος για την ανάκτηση της ιστορικής μνήμης, ένας γαλαξίας στρατευμένων πολιτών και εθελοντών που δρα στις παρυφές των πολιτικών κομμάτων, καθώς και οι εργασίες των ιστορικών ρίχνουν νέο φως σε αυτό που εκτός ισπανικών συνόρων θεωρούνταν μέχρι πρότινος απλά ως «εμφύλιος πόλεμος». Αρκεί, εξάλλου, να εξετάσει κανείς τη χαρτογράφηση των ομαδικών τάφων των δημοκρατικών για να διαπιστώσει ότι συμπίπτουν με τις περιοχές στις οποίες το στρατιωτικό πραξικόπημα νίκησε κατά κράτος.
Ο στόχος των Φρανκικών δεν ήταν μόνο να κερδίσουν τον πόλεμο: έπρεπε να χτυπήσουν τη Δημοκρατία στη ρίζα της. Εξ ου και η σημειολογία: «κάθαρση», «εξαγνισμός», «εκκαθάριση», «ειρήνευση». Εξάλλου, οι αγριότητες συνεχίστηκαν και μετά το τέλος των εχθροπραξιών και 50.000 δημοκρατικοί τουφεκίστηκαν μέσα στους μήνες που ακολούθησαν. «Ο Φράνκο αποφάσισε να προχωρήσει αργά ώστε να μη μπορέσει να υπάρξει ποτέ επιστροφή στο παρελθόν», αποκαλύπτει ο άγγλος ιστορικός Πολ Πρέστον (2).
Η μνήμη των «Κόκκινων»
Εδώ και δέκα περίπου χρόνια, η μνήμη των «Κόκκινων» σκίζει την επιβεβλημένη σιωπή και συγκλονίζει την ισπανική κοινωνία (3). Αυτή η μνήμη, που παρέμενε θαμμένη μέχρι το θάνατο του δικτάτορα το 1975, δεν αποκαταστάθηκε με τη δημοκρατική μετάβαση (1975 – 1982), ούτε καν μετά τη νίκη του Ισπανικού Εργατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSOE) στις βουλευτικές εκλογές τον Οκτώβριο του 1982. «Αποφασίσαμε να μη μιλάμε για το παρελθόν (4)», παραδέχεται εκ των υστέρων ο επικεφαλής της κυβέρνησης εκείνη την εποχή, Φελίπε Γκονζάλες, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα: «Αισθάνομαι κι εγώ εν μέρει υπεύθυνος για την απώλεια της ιστορικής μας μνήμης (5)».
Η άφιξη του Λαϊκού Κόμματος του Χοσέ Μαρία Αθνάρ στην εξουσία το 1996 κάθε άλλο παρά ανανέωσε τους όρους της δημόσιας συζήτησης και η «μάχη για τη μνήμη» δεν έπαψε να φέρνει αντιμέτωπους τους ίδιους πρωταγωνιστές Οι μεν ήταν δέσμιοι της ιστορικοπολιτικής συναίνεσης και οι δε του χουντικού παρελθόντος τους.
Η ισπανική δεξιά δεν αντέχει την έκρηξη της ιστορικής μνήμης και της ιστοριογραφίας επειδή θυμίζει την αιματοβαμμένη προέλευση του φρανκισμού. Οχυρώνεται πίσω από το επιχείρημα «ας μην ανοίγουμε ξανά τις παλιές πληγές», το οποίο, όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας Αλφόνς Σερβέρα, επισείουν «όσοι επωφελήθηκαν από το πραξικόπημα και τη βία». Το διακύβευμα μοιάζει μεγάλο, καθώς αυτό που οι ιστορικοί αποκαλούν «ιδεολογικό» ή «κοινωνιολογικό φρανκισμό» φαίνεται πως παραμένει βαθιά ριζωμένος όχι μόνο στους κόλπους ενός τμήματος του δεξιού εκλογικού σώματος, αλλά και στην εκκλησία, τη δικαιοσύνη, τον στρατό και τον επιχειρηματικό ή τον τραπεζικό χώρο. Ο ιστορικός Χουλιάν Κασανόβα δίνει τη δική του ερμηνεία ως προς το γιατί η ισπανική Καθολική Εκκλησία εμφανίζεται σήμερα περισσότερο συντηρητική από ό,τι την εποχή της μεταπολίτευσης: αρνείται να αναγνωρίσει ότι έπαιξε τον «ρόλο του θύτη» και «έδωσε την έγκρισή της για τη νόμιμη εξόντωση (6)».
Κατανοούμε, επομένως, γιατί ο καρδινάλιος αρχιεπίσκοπος της Μαδρίτης και πρόεδρος της Επισκοπικής Συνόδου, εκλαμπρότατος Αντόνιο Μαρία Ρόουκο, αναφέρει πόσο «απαραίτητο είναι να μπορούμε να ξεχνάμε (7)». Πρόκειται πάντως για επιλεκτική μνήμη, αφού, παράλληλα, η ισπανική εκκλησία ανακήρυξε αγίους ή οσίους 997 πιστούς, ως επί το πλείστον μέλη του κλήρου και των θρησκευτικών ταγμάτων, που είχαν πέσει θύματα της «κόκκινης τρομοκρατίας» (1934 – 1938) (8)... Όσο για τον στρατό, αντιτίθεται πάντα στην οποιαδήποτε απότιση φόρου τιμής απέναντι στους νομοταγείς στρατιωτικούς που εκτελέστηκαν επειδή αντιστάθηκαν στη φασιστική ανταρσία.
Συλλογική ενδοσκόπηση
Οι βουλευτικές εκλογές στις 13 Μαρτίου του 2004 έφεραν ξανά το PSOE στην κυβέρνηση. Ωστόσο, πολιτικές δυνάμεις όπως η Izquierda Unida (Ενωμένη Αριστερά) (9) και η Esquerra Republicana de Catalunya (Ρεπουμπλικανική Αριστερά της Καταλονίας/ERC), καθώς οι περισσότερες οργανώσεις για την ανάκτηση της ιστορικής μνήμης θεωρούν το PSOE ιδιαίτερα δειλό και το κατηγορούν ότι παίζει «διπλό παιχνίδι».
Στις 12 Οκτωβρίου του 2004, ημέρα της εθνικής γιορτής, ο υπουργός άμυνας επιτρέπει, στο όνομα της «ειρήνης και της ομόνοιας», να παρελάσουν πλάι- πλάι ένας πρώην φασίστας της «Γαλάζιας Μεραρχίας», καθώς κι ένας βετεράνος των Δημοκρατικών της Β' τεθωρακισμένης μεραρχίας του στρατηγού Λεκλέρκ. Στα τέλη Οκτωβρίου του 2007, ο υπουργός εξωτερικών παρευρίσκεται στη Ρώμη στην τελετή αγιοποίησης των «θυμάτων των κόκκινων», ενώ στις 20 Νοεμβρίου, ο επικεφαλής της κυβέρνησης Χοσέ Λουίς Ροδρίγκεθ Θαπατέρο δηλώνει στο πρωθυπουργικό Μέγαρο της Μονκλόα: «Θα είναι καλό ό,τι μπορεί να βοηθήσει ώστε όλα αυτά να μείνουν όσο το δυνατόν πιο βαθιά θαμμένα στη μνήμη της ισπανικής κοινωνίας (...) παρόλο που ορισμένοι είναι περισσότερο πρόθυμοι να ξεχάσουν από κάποιους άλλους (10)».
Και όμως, η δραστηριοποίηση του δυναμικού, όσο και διαιρεμένου κινήματος υπέρ της ιστορικής μνήμης, αρχίζει να αποδίδει καρπούς. Υποκινεί ένα ρεύμα συλλογικής ενδοσκόπησης και
αναγκάζει επιτέλους την σοσιαλιστική κυβέρνηση ύστερα από τρία χρόνια δισταγμών να υιοθετήσει τον λεγόμενο νόμο περί «ιστορικής μνήμης» ο οποίος εγκρίθηκε από τη Βουλή στις 31 Δεκεμβρίου του 2007. Είναι μια πρόοδος, την οποία, ωστόσο, πολλοί βρίσκουν όψιμη και δειλή. Ο νόμος δεν συμπεριλαμβάνει τον όρο «Δημοκρατία», όπως επίσης δεν καταδικάζει ευθαρσώς τον φρανκισμό. Τα ειδικά δικαστήρια και οι καταδικαστικές τους αποφάσεις κηρύσσονται απλά «εκτός νόμου» (και όχι «παράνομα») και το μαυσωλείο του Φράνκο στη Valle de los Caidos (Κοιλάδα των Πεσόντων, στην οποία κείτονται ο δικτάτορας και ο Χοσέ Αντόνιο Πρίμο δε Ριβέρα, ιδρυτής του φασιστικού κόμματος της Φάλαγγας) παραμένει σχεδόν εξ’ ολοκλήρου όπως ήταν.
O νόμος επιτρέπει το ξήλωμα των φρανκικών συμβόλων από τα δημόσια κτήρια, ζητά από την τοπική αυτοδιοίκηση να βοηθήσει τις οργανώσεις στην εκταφή των αγνοουμένων και προσφέρει τη δυνατότητα σε 1,5 εκατομμύριο παιδιά και εγγόνια «εξόριστων» να αποκτήσουν την ισπανική υπηκοότητα, υπό τον όρο να ορκιστούν υπακοή στο Σύνταγμα και τον βασιλιά. Κάτι μάλλον παράδοξο για τους απογόνους των δημοκρατικών...
Οι αγνοούμενοι του Εμφυλίου
Αν και λαμβάνονται πρωτοβουλίες σε τοπικό επίπεδο, ο νόμος δεν τίθεται σε ισχύ ελλείψει πολιτικής βούλησης. Θα πρέπει να περιμένουμε ως τις 16 Οκτωβρίου του 2008 για να ανάψει και πάλι η συζήτηση, σε δικαστικό επίπεδο αυτή τη φορά.
Εκείνη την ημέρα και για πρώτη φορά, ο εισαγγελέας Μπαλτάσαρ Γκαρθόν ανοίγει έρευνα σχετικά με 130.137 αγνοούμενους του εμφυλίου πολέμου και της περιόδου του Φράνκο, καθώς και με τις συνθήκες της εξαφάνισής τους. Το ένταλμα του εισαγγελέα συγκλονίζει τον πολιτικό και τον δικαστικό κόσμο. Κάνει λόγο για «προμελετημένο και συστηματικό σχέδιο εξόντωσης», για ένα «σύστημα καταναγκαστικών εξαφανίσεων» και για «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» (11). Διατάζει την ακριβή χαρτογράφηση των ομαδικών τάφων, την καταγραφή όλων των αγνοούμενων και την άμεση διάνοιξη 19 τάφων, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται κι ένας με μεγάλη συμβολική σημασία: ο τάφος του ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ο Γκαρθόν βάζει επίσης στο στόχαστρο το νόμο περί αμνηστίας της 15ης Οκτωβρίου του 1977 ο οποίος εμπόδιζε τη διεξαγωγή οποιασδήποτε έρευνας.
Η αποφασιστικότητα του εισαγγελέα Γκαρθόν προκαλεί τις φαρμακερές επιθέσεις του δεξιού πολιτικού και δικαστικού κόσμου. Ο πρόεδρος της Audiencia Nacional (Γενική εισαγγελία), του ανώτατου ποινικού σώματος της χώρας, Χαβιέρ Θαραγόθα, τον κατηγορεί ότι επιχειρεί μια «νέα ιερά εξέταση» (12) και κανονίζει να του αφαιρεθεί η δικαιοδοσία της υπόθεσης. Στριμωγμένος και απομονωμένος στους κόλπους του δικαστικού μηχανισμού, ο Γκαρθόν εγκαταλείπει προσωπικά τον φάκελο, χωρίς όμως να τα παρατήσει. Παραπέμπει στα τοπικά δικαστήρια το ενδεχόμενο διάνοιξης των τάφων και επιμένει ως προς την αναγκαιότητα για διεξαγωγή έρευνας για την εξαφάνιση χιλιάδων παιδιών των δημοκρατικών. Η Εισαγγελία, από την πλευρά της, στις 28 Νοεμβρίου του 2008 ασκεί βέτο στην έρευνα πάνω στο πραξικόπημα του Φράνκο.
Πίσω από αυτές τις δικαστικές διαμάχες, στην πραγματικότητα κρύβονται πολιτικά παιχνίδια. Η πρωτοβουλία του Γκαρθόν στην ουσία αποκαθηλώνει μια δημοκρατική μετάβαση που αναδείχθηκε σε «πρότυπο» και έγινε αντικείμενο εξαγωγής, κυρίως στη Λατινική Αμερική.
Καταρρίπτει τους ιδρυτικούς μύθους: συμφιλίωση έναντι αμνησίας, κοινωνική και πολιτική γαλήνη έναντι ενός κοινωνικού συμφώνου λήθης ανάμεσα στη δεξιά και μια αριστερά που υποχρεώνεται να αποδεχθεί την ατιμωρησία των δημίων. Ορισμένοι τομείς του δικαστικού μηχανισμού και του Λαϊκού Κόμματος, καθώς και η εκκλησία, προσπαθούν να φρενάρουν ένα κίνημα το οποίο υποχρεώνει σε γενική επανεξέταση των κοινών τόπων που σχετίζονται με τον «εμφύλιο πόλεμο», την ίση απονομή ευθυνών σε χουντικούς και δημοκρατικούς, τη «μετάβαση» ως πρωταρχικό σημείο δημοκρατικής αναφοράς ή την ταύτιση μοναρχίας – δημοκρατίας.
Μαύρες τρύπες του παρελθόντος
Το συμφέρον όλων αυτών είναι να αναχαιτιστεί το κίνημα προτού θίξει και άλλα ταμπού όπως τις απαλλοτριώσεις, τους εξευτελισμούς και. τις αρπαγές περιουσιών που υπέστησαν οι ηττημένοι ή το πλιάτσικο της δεκαετίας του 1940. Τί γίνεται, όντως, με τις μεγάλες δημόσιες και ιδιωτικές περιουσίες που στήθηκαν χάρη στη δουλειά εκατοντάδων χιλιάδων πολιτικών κρατουμένων έως και τη δεκαετία του 1960; Και τί να πει κανείς για «τα χαμένα παιδιά του φρανκισμού», τα οποία έκλεψε η δικτατορία από τους δημοκρατικούς γονείς τους; Είναι πολλές ακόμα οι μαύρες τρύπες που πρέπει να εξερευνηθούν.
Εν τέλει, όμως, αυτό που ανησυχεί τους πρωταγωνιστές του «συμφώνου της λήθης» είναι ακριβώς η επιστροφή στο δίλημμα Μοναρχία ή Αβασίλευτη Δημοκρατία. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο Κάρλος Παρίς, «δεχτήκαμε να γίνει η Ισπανία μοναρχία, την στιγμή που αποτελεί γνήσια κληρονομιά του φρανκισμού» (13). Το σημερινό κίνημα κουβαλά στους κόλπους του την κριτική για το «σύμφωνο της μεταπολίτευσης», την παραίτηση της αριστεράς και, τέλος, επαναφέρει τη διεκδίκηση της Δημοκρατίας.
Η αντεπίθεση της δεξιάς και της εκκλησίας αποσκοπεί στη διατήρηση του στάτους κβο και στη διαιώνιση μιας ατελούς δημοκρατίας. Σύμφωνα με τον κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο των συντηρητικών, Πίο Μόα -συγγραφέα ενός έργου το οποίο ο Αθνάρ είχε περιγράψει ως το πλέον προσφιλές του βιβλίο-, «η νίκη του Φράνκο στον εμφύλιο πόλεμο έσωσε την Ισπανία από μια τραυματική επαναστατική εμπειρία» (14). Οι άνεμοι των σταυροφοριών πνέουν ξανά...
Ύστερα από δέκα χρόνια ζωής ενός «κινήματος για την ιστορική μνήμη», η επιστροφή στο παρελθόν μοιάζει εν τούτοις δύσκολη. Οι οργανώσεις δεν εννοούν να περιοριστούν στα στενά πλαίσια του νόμου. Συνεχίζουν να ανασύρουν στην επιφάνεια ό,τι είχε μείνει βαθιά θαμμένο και έχουν ήδη ανοίξει περίπου διακόσιους ομαδικούς τάφους και ανακτήσει τέσσερις χιλιάδες σώματα. Ορισμένες, ανάμεσά τους, απαιτούν μάλιστα τη δημιουργία μιας «επιτροπής για την αλήθεια». Με την συνεισφορά τους, κατά αυτή την έννοια, αποδεικνύεται ότι αν τα πολιτικά διακυβεύματα του παρόντος είναι αυτά που καθορίζουν την ερμηνεία του παρελθόντος, η ανάκτηση της ιστορικής μνήμης αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο για την ίδια την άσκηση της δημοκρατίας.
Υποσημειώσεις
1) Francisco Espinosa, «Historia, memoria, olvido: la represion franquista», που περιέχεται στο Arcangel Bedmar Gonzalez (υπό τη διευθ. του), «Μemoria y olvido de la guerra civil y la represion franquista», Αντιπροσωπεία εκδόσεων του Δήμου της Λουθένα, Κόρδοβα, 2003, σελ. 101 – 102.
2) Paul Preston, «La guerra civil espanola», «Debate», Μαδρίτη, 2006, σελ. 303.
3) Διαβάστε Jose Maldavsky, «Les charniers de Franco», «Le Monde Diplomatique», Ιανουάριος 2003.
4) «El Pais», Μαδρίτη, 20 Απριλίου 2001.
5) Felipe Gonzalez και Jose Luis Cebrian, «El futuro no es lo que era», «Aguilar», Μαδρίτη, 2001, σελ. 37 – 38.
6) «El Pais», 26 Noεμβρίου 2008.
7) «El Pais», 16 Οκτωβρίου 2008.
8) Διαβάστε Michel Cool, «Ο “ πολιτισμικός αγώνας ” των επισκόπων», «Le Monde Diplomatique», Σεπτέμβριος 2008. Βλ. http://monde-diplomatique.gr/spip.php?article204
9) Συνασπισμός που σχηματίστηκε με πυρήνα το Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCE).
10) «El Pais», 21 Νοεμβρίου 2008.
11) «El Pais», 17 Οκτωβρίου 2008.
12) «El Mundo», Μαδρίτη, 29 Οκτωβρίου 2008.
13) «Diario Independiente», Μαδρίτη, 8 Οκτωβρίου 2008.
14) Pio Moa, «Los mitos de la guerra civil», «La esfera», Μαδρίτη, 2004, σελ. 534.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.