Επιστημονικό-ενημερωτικό ιστολόγιο με βαρύτητα σε θέματα γεωπολιτικής,εξωτερικής πολιτικής και διεθνών σχέσεων. geopoliticsgr@gmail.com
Κυριακή 12 Απριλίου 2009
Η νέα γενιά της Αλ Καϊντα
Le Monde Diplomatique
Η επιστροφή των μαχητών του Ιράκ
Του ειδικού απεσταλμένου της Monde Diplomatique Vicken Cheterian
Δημοσιογράφου, συγγραφέα του War and Peace in the Caucasus, Russia's Trouble 3rd Frontier, Hurst/Columbia University Press, Νέα Υόρκη, 2008.
Χιλιάδες νέοι άνθρωποι, οι οποίοι έφυγαν για να πολεμήσουν κατά του αμερικανικού στρατού στο Ιράκ, βρίσκονται διάσπαρτοι σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Στα αραβικά ΜΜΕ τους ονομάζουν «οι παλιοί του Ιράκ». Αυτοί οι μαχητές που στην πλειοψηφία τους δεν είχαν καμία συμμετοχή στην πολιτική, επιστρέφουν στις πατρίδες τους εμψυχωμένοι από μια ακραία ιδεολογία και σκληραγωγημένοι από τις κακουχίες στο πεδίο της μάχης.
Λίβανος, Κοιλάδα του Μπεκάα. Ο Αμπού Ταλχά κατοικεί στο χωριό Μάζντελ. Η επαφή δεν ήταν εύκολη: λίγες μέρες νωρίτερα, οι δυνάμεις ασφαλείας εντόπισαν ένα πυρήνα της Αλ Κάιντα στο Μπαρ Ελιάς, όχι πολύ μακριά από εκείνο το μέρος, και συνέλαβαν πολλούς «παλιούς του Ιράκ». «Δέχτηκα να κάνω αυτή την κουβέντα», μας προειδοποιεί ο Ταλχά, «επειδή θέλουμε οι αναγνώστες σας να γνωρίσουν τις θέσεις μας». Μετά την εισβολή στο Ιράκ το 2003, ο Ταλχά απάντησε στο κάλεσμα για αντίσταση του ισλαμιστή ηγέτη Αμπού Μουσίμπ Αλ Ζαρκάουϊ. Δεν συμμετείχε στην πρώτη ομάδα εθελοντών από το χωριό του. Πέρασαν έξι μήνες από την πρώτη του επαφή του με τους στρατολογητές ώσπου να λάβει το πράσινο φως. «Ήθελαν να εξακριβώσουν την ταυτότητά μου, την αποφασιστικότητά μου/το πόσο αποφασισμένος ήμουν, αλλά και να προετοιμάσουν σωστά όλες τις σύνθετες απαιτήσεις ενός τέτοιου ταξιδιού», μας εξηγεί.
Νέα γενιά της Αλ Κάϊντα
Ο Ταλχά εισχώρησε τότε σε μια ομάδα τεσσάρων ανδρών που εμφανίζονταν ως χουρμαδέμποροι. Πήγαν πρώτα στο Καμισλί της Συρίας, όπου ένας λαθρέμπορος/δουλέμπορος; πήρε 300 δολάρια από τον καθένα τους για να τους οδηγήσει στη Βαγδάτη. Όμως, οι δυνάμεις ασφαλείας της Συρίας περικύκλωσαν το συνοριακό χωριό στο οποίο είχαν συγκεντρωθεί, αναγκάζοντάς τους να καταφύγουν στην έρημο, όπου και χάθηκαν. Περιπλανήθηκαν για πολλές μέρες ώσπου να φτάσουν στη Βαγδάτη, πολύ αργά πια για το ραντεβού που είχαν κλείσει με τον σύνδεσμό τους. Έψαχναν για λίγες μέρες ακόμα, έως ότου συνάντησαν τον Αμπού Άνας Αλ-Σάμι, ένα βοηθό του Αλ Ζαρκάουι, -νεκροί πια και οι δυο. Για ένα μήνα, ο Ταλχά ήταν αναγκασμένος να υπομένει τα πάνδεινα σε διάφορα διαμερίσματα στη Βαγδάτη, κατόπιν στη Φαλούτζα, στο πλάι άλλων εθελοντών από αραβικές χώρες που περίμεναν να τους καλέσουν για κάποια επίθεση αυτοκτονίας. Οι υποψήφιοι όμως ήταν πάρα πολλοί και τα πολεμοφόδια έδειχναν περιορισμένα. Ένα μήνα αργότερα, επέστρεψε στην πατρίδα του με την αποστολή να διαδώσει το μήνυμα;;; και να συγκεντρώσει χρήματα για το δίκτυο. Στην πορεία της κουβέντας μας, αναφέρεται διαρκώς στην «ευγένεια» και τη «γενναιότητα» του Ζαρκάουϊ. «Από τότε που έγινε μάρτυρας, κανένας δεν μπόρεσε να τον αντικαταστήσει», δηλώνει με έμφαση. Και η Αλ Κάιντα; «Η Αλ Κάιντα δεν είναι τόσο μια οργάνωση, όσο ιδέα».
Λίγους μήνες πριν την αμερικανική εισβολή το Μάρτιο του 2003, εθελοντές από διάφορες αραβικές χώρες συγκεντρώθηκαν στο Ιράκ. Η σύντομη κατάρρευση του καθεστώτος τους άφησε με πεσμένο ηθικό και χωρίς στόχο. Όσοι κατάφεραν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ήταν συνήθως τσακισμένοι, σωματικά και ψυχολογικά. Αυτοί αντικαταστάθηκαν από ένα δεύτερο κύμα το οποίο είχε έρθει όχι για να υπερασπιστεί το καθεστώς του Μπάας, αλλά για να αντιμετωπίσει τον στρατό κατοχής. Επρόκειτο για ισλαμιστές που είχαν γαλουχηθεί με την ιδεολογία του «τζιχάντ-τακφίρ» της γενιάς των «Αράβων του Αφγανιστάν» που είχε προηγηθεί. Από το 2006, πολλοί ανάμεσά τους άρχισαν πάλι να φεύγουν, είτε για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους είτε για κάποιο άλλο προορισμό. Σε αντίθεση με την προηγούμενη γενιά των τζιχαντιστών που μάχονταν κατά της σοβιετικής κατοχής κι έτυχαν ευρείας υποστήριξης τόσο από πολλά αραβικά κράτη, όσο και από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι «παλιοί του Ιράκ» διατηρούν περίπλοκες σχέσεις με τις κυβερνήσεις. Κάποιες τους ενθαρρύνουν, άλλες τους καταδιώκουν, όλες τους φοβούνται, ενώ αυτοί συνήθως γίνονται αντικείμενα χειραγώγησης. Υπολογίζονται σε χιλιάδες: περισσότεροι από δυο χιλιάδες Γεμενίτες, δυο χιλιάδες Τυνήσιοι και χίλιοι Ιορδανοί.
Οι «Άραβες του Αφγανιστάν» στις αρχές της δεκαετίας του '80 είχαν γραφεία, λίγο ως πολύ επίσημα, σε αρκετές χώρες του Κόλπου. Οι μαχητές μάλιστα επωφελούνταν από μειωμένες τιμές στις πτήσεις προς τις βάσεις στο Πακιστάν. Η νέα γενιά δεν απολαμβάνει πια τέτοια προνόμια. Αντιθέτως, αρκετές χιλιάδες νέοι συνελήφθησαν από τις αρχές της Συρίας ή της Ιορδανίας και απελάθηκαν στις χώρες τους όπου και φυλακίστηκαν: εννέα στην Τυνησία, τέσσερεις στην Αλγερία, κ.λ.π. Σύμφωνα με μη εξακριβωμένες πηγές, η Σαουδική Αραβία αριθμεί περισσότερους από δυο χιλιάδες «παλιούς», το ίδιο και η Υεμένη, δυο χιλιάδες η Τυνησία, χίλιους η Ιορδανία. Χάρη σε αυτούς τους πολεμιστές, η αλγερινή «Ομάδα των Σαλαφιστών για το κήρυγμα και τον αγώνα» (GSCP), πολύ αποδυναμωμένη μέχρι πρότινος, μπόρεσε να αναγεννηθεί και να εξελιχθεί στο παρακλάδι της Αλ Κάιντα στο Μαχρέμπ. Αυτά τα νούμερα είναι υψηλά αν συγκριθούν με τους δέκα ως δεκαπέντε χιλιάδες άραβες εθελοντές που πιστεύεται ότι πολέμησαν στο Αφγανιστάν και πήγαν εκεί, στην πλειοψηφία τους, όταν ήταν πια διαφαινόταν ξεκάθαρα η έκβαση του πολέμου.
Η αναγέννηση της Τζιχάντ
Μέχρι την εισβολή στο Ιράκ, το κίνημα της τζιχάντ παρέμενε σχετικά αδιάφορο απέναντι στα προβλήματα και τους αγώνες του αραβικού κόσμου. Αυτό το κίνημα, το οποίο αντλούσε την έμπνευσή του από τους Αδερφούς Μουσουλμάνους και γαλουχήθηκε στο Αφγανιστάν τη δεκαετία του 1980, έφερε τη τζιχάντ στη Βοσνία και το Τατζικιστάν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, κατόπιν στην Τσετσενία με την άφιξη, μετά το 1995, δώδεκα πολεμιστών υπό την καθοδήγηση κάποιου Χατάμπ (το αληθινό του όνομα ήταν Σαμίρ αλ Σουαϊλέμ, σαουδαραβικής υπηκοότητας), ενός προσώπου γνωστού για την αγριότητά του. Αλλά, για τον αραβικό κόσμο, το Αφγανιστάν, η Βοσνία και η Τσετσενία παρέμειναν περιφερειακές, τόσο σε γεωγραφικό, όσο και -κυρίως- σε συμβολικό επίπεδο.
Η συζήτηση ως προς το γιατί τα κινήματα της τζιχάντ κρατούν αποστάσεις από την ισραηλινοπαλαιστινιακή διένεξη, τον κεντρικό αγώνα του αραβομουσουλμανικού κόσμου, χρονολογείται ήδη από τη μάχη κατά της σοβιετικής επέμβασης στο Αφγανιστάν. Ο Αμπντουλάχ Αζάμ, θεολόγος και ηγέτης των «Αράβων του Αφγανιστάν» και μέντορας του Οσάμα Μπιν Λάντεν, ήταν κι αυτός Παλαιστίνιος. Ρωτήθηκε πολλές φορές πάνω σε αυτό το ζήτημα: «Η ερώτησε τέθηκε επανειλημμένα στο δόκτορα Ατζάμ, συχνά παρουσία μου», εξηγεί από το Λονδίνο ο Αμπντουλάχ Ανάς (το αληθινό του όνομα είναι Μπουτζεμά Μπουνουά), σύντροφος και γαμπρός του δόκτορα. «Απάντησε ότι η Παλαιστίνη ήταν βέβαια η πατρίδα του, αλλά οι αραβικές κυβερνήσεις και οι οργανώσεις της αριστεράς μας είχαν απαγορεύσει να πάρουμε μέρος στον αγώνα για την απελευθέρωσή της. Επομένως, δεν είχαμε περιθώρια επιλογής μεταξύ Παλαιστίνης και Αφγανιστάν. Όταν οι νέοι είχαν την ευκαιρία να συμμετάσχουν στον ιερό πόλεμο στη Βοσνία, τράβηξαν για εκεί. Το ίδιο και στην Τσετσενία. Δεν ήταν τόσο ο καρπός μιας στρατηγικής απόφασης, όσο η ανάγκη να εκμεταλλευτούμε τις περιστάσεις», καταλήγει.
Η Παλαιστίνη αποτέλεσε επίσης πηγή διένεξης ανάμεσα στον Αμπού Μουσίμπ αλ Ζαρκάουι και τον μέντορά του, Αμπού Μοχάμεντ αλ Μακντίσι. Μόλις οι δυο τους αφέθηκαν ελεύθεροι το 1999 από τις φυλακές της Ιορδανίας μετά τη χάρη που τους απένειμε ο βασιλιάς, ο Ζαρκάουϊ έφυγε για το Αφγανιστάν -και εν συνεχεία για το Ιράκ- ενώ ο Αλ Μακντίσι, ο οποίος γεννήθηκε στη Νάμπλους της Παλαιστίνης, υποστήριζε ότι η τζιχάντ έπρεπε να δώσει προτεραιότητα στην Παλαιστίνη.
Η κουλτούρα της Τζιχάντ
Για να κατανοήσουμε την κουλτούρα της τζιχάντ πρέπει να συγκρατήσουμε δυο στοιχεία. Κατ' αρχάς. Η αναχώρηση για μια ξένη χώρα με στόχο την συμμετοχή στον ιερό πόλεμο προσδιορίζεται συχνά με το επιφώνημα «χίτζρα» ή «εγείρα». Είναι η λέξη που περιγράφει τη μετανάστευση/μετοίκηση του προφήτη Μωάμεθ και των συντρόφων του από τη Μέκκα στη Μεδίνα το έτος 622 μετά Χριστόν, γεγονός κλειδί για το Ισλάμ και το οποίο σηματοδοτεί την έναρξη του μουσουλμανικού ημερολογίου: για ένα μαχητή της τζιχάντ, το να μεταβεί στο Αφγανιστάν ή στο Ιράκ συνιστά μια μυστικιστική εμπειρία παρόμοια με εκείνη που βίωσε ο προφήτης και οι σύντροφοί του. Πολλοί μαχητές επιλέγουν ως πολεμικό ψευδώνυμο το «μουχατζέρ» -δηλαδή «μετανάστης/ μέτοικος»- όπως ο Αμπού Χάμζα Αλ Μουχατζέρ, ο φερόμενος διάδοχος του Ζαρκάουϊ στο Ιράκ.
Ο άλλος ισχυρός μύθος αφορά την καταστροφή μιας αυτοκρατορίας από μια χούφτα νέων ανθρώπων που έχουν στη διάθεσή τους μόνο ελαφρά όπλα, με τον ίδιο τρόπο που οι μουσουλμανικές στρατιές του 7ου αιώνα είχαν γονατίσει την αυτοκρατορία των Περσών. Πολλοί Άραβες του Αφγανιστάν πιστεύουν ότι ο αγώνας τους δεν εκδίωξε απλά τον σοβιετικό στρατό, αλλά και ότι προκάλεσε την πτώση της ίδιας της σοβιετικής αυτοκρατορίας. Ομοίως, σήμερα υπάρχει ένας ισχυρός μύθος σύμφωνα με τον οποίο ο Ζαρκάουϊ και οι τριάντα άντρες που ήταν οι αρχικοί του συμπολεμιστές, «οδήγησαν σε ήττα» τα σχέδια των Αμερικανών στο Ιράκ.
Η κληρονομιά του Ζαρκάουϊ
Η ομάδα του Ζαρκάουϊ που προήλθε από τις παρυφές του κινήματος των «Αράβων του Αφγανιστάν», έγινε το κυρίαρχο ρεύμα ανάμεσα στα κινήματα της τζιχάντ. Σε αντίθεση με άλλες οργανώσεις όπως η Αλ Κάιντα που αποτελείται ως επί το πλείστον από Σαουδάραβες, Γεμενίτες ή Αιγύπτιους, οι πιστοί του Ζαρκάουι ήταν κυρίως Ιορδανοί, Παλαιστίνιοι και Σύριοι.
Όταν ο Ζαρκάουϊ μετέβη στο Αφγανιστάν για δεύτερη φορά το 1999, εγκατέστησε το γενικό στρατηγείο του κοντά στη Χεράτ, στα δυτικά της χώρας, μακριά από τις βάσεις των αράβων τζιχαντιστών, οι οποίοι βρίσκονταν γύρω από τη Τζαλαλαμπάντ ή την Κανταχάρ. Αυτός ο Ιορδανός, παρόλο που συνεργάστηκε με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν και τον Αϊμάν Αλ Ζαουάχρι, θεωρούσε ότι η ομάδα που διηύθυνε , η «Αλ Ταουχίντ ουάλ-τζιχάντ» («Μονοθεϊσμός και ιερός πόλεμος»), ήταν ανεξάρτητη: ο σκοπός του ήταν να προετοιμάσει το δικό του δίκτυο για να επιστρέψει στην Ιορδανία. Με αυτό το σκεπτικό, ο Ζαρκάουϊ απέκτησε επαφές με το Ιράν και το ιρακινό Κουρδιστάν. Ο Ζαρκάουι, ο οποίος προήλθε από τις παρυφές του Ισλάμ, θα έφερνε τον πόλεμο στην καρδιά ενός από τους πιο ξακουστούς τόπους: τη Μεσοποταμία, την πρωτεύουσα του χαλιφάτου των Αβασσιδών (750 – 1258), τη χώρα των πιο ένδοξων αναμνήσεων του ισλαμικού πολιτισμού.
Οι σχέσεις ανάμεσα στην ομάδα του Ζαρκάουι και την Αλ Κάιντα αποδείχθηκαν περίπλοκες. Οι απόψεις των δυο σχηματισμών διέφεραν σε αρκετά σημεία: ο Ζαρκάουι, ο οποίος θεωρούσε ότι η ομάδα του δεν ανήκε στο δίκτυο του Μπιν Λάντεν, κατέκρινε τη χλιαρή στάση της Αλ Κάιντα απέναντι σε ορισμένα αραβικά κράτη, ανάμεσά τους και τη Σαουδική Αραβία και αρνήθηκε να συνταχθεί με το μέρος των Ταλιμπάν στον εμφύλιο πόλεμο του Αφγανιστάν. Στο Ιράκ, κήρυξε πόλεμο στους Σιίτες: ο αυτουργός της επίθεσης αυτοκτονίας που στοίχισε τη ζωή σε ένα σιίτη κληρικό, τον Σαϊντ Μοχάμεντ Μπακίρ Αλ Χακίμ, δεν ήταν άλλος από τον πεθερό του Ζαρκάουϊ (από τη δεύτερη γυναίκα του). Εξ ου και η Αλ Κάιντα αρνήθηκε κάθε ανάμειξη σε αυτή την επίθεση. Ο Ζαρκάουι επιβλήθηκε ως αρχηγός της ιερής αντίστασης κατά της κατοχής στο Ιράκ και μόνο τον Οκτώβριο του 2004, λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, δήλωσε υποταγή (μπαγιάα) στο Μπιν Λάντεν.
Η νέα γενιά των τζιχαντιστών έχει ως σημείο αναφοράς μια σχολή σκέψης ακόμα πιο ριζοσπαστική από εκείνη των Αράβων του Αφγανιστάν ή την Αλ Κάιντα. Η δική της στρατιωτική εμπειρία ήταν ακόμα πιο σκληρή από εκείνη του Αφγανιστάν, εξ ου και η πιο βίαιη κοσμοθεωρία της. Όταν ο Ζαρκάουι έφτασε στο Ιράκ το 2002, περιστοιχιζόταν πια μόνο από μια χούφτα πιστών πολεμιστών. Μετά την αμερικανική εισβολή, εκατοντάδες, ενδεχομένως χιλιάδες εθελοντές από όλες τις αραβοϊσλαμικές χώρες συνέρρευσαν στο Ιράκ για να πολεμήσουν κατά της κατοχής μιας μουσουλμανικής γης. Αυτοί αποτελούν τη γενιά του Ζαρκάουϊ, η οποία είναι έτοιμη να προκαλέσει ένα νέο σχίσμα στους κόλπους του κινήματος της τζιχάντ. Πιο ριζοσπαστικοί και πιο μαχητικοί, οι νέοι αυτοί διψούν για στρατιωτικές επιχειρήσεις, καθώς το αγωνιστικό τους φρόνημα στρέφεται αναγκαστικά γύρω από πράξεις βίας. Η δράση τους προκαλεί νέες πηγές αστάθειας, όπως αποδεικνύει η κατάσταση στην Υεμένη.
Καταφύγιο η Υεμένη
Η χώρα είναι γνωστή από καιρό για την υποδοχή και την προστασία που προσφέρει στους τζιχαντιστές. Υπήρχαν πολλοί πολεμιστές από την Υεμένη στις τάξεις των Αράβων του Αφγανιστάν, ίσως και τρεις χιλιάδες. Μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών από το Αφγανιστάν, οι αρχές, εκτός από τους «αφγανούς» Γεμενίτες, υποδέχτηκαν και τζιχαντιστές από άλλες χώρες. Το 1990, η Νότια και η Βόρεια Υεμένη επανενώθηκαν, ωστόσο οι αντιθέσεις ανάμεσα στο καθεστώς του προέδρου Αλί Αμπντάλα Σάλεχ και τους σοσιαλιστές «εταίρους» του Νότου ήταν ήδη έντονα ορατές. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ Βορρά και Νότου το 1994, οι ταξιαρχίες των Αράβων του Αφγανιστάν έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη συντριβή της απόπειρας του Νότου για απόσχιση. Η Υεμένη είναι επίσης η χώρα καταγωγής της οικογένειας Μπιν Λάντεν.
Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, η Υεμένη δέχτηκε ισχυρές πιέσεις γιατί στα μάτια της Ουάσινγκτον, «δεν υπήρξε καμία επιχείρηση της Αλ Κάιντα που να μην συνδεόταν με τον άλφα ή βήτα τρόπο με την Υεμένη, είτε με αποστολή όπλων και χρημάτων, είτε επειδή κάποιος από τους εκτελεστές ξεκίνησε ή πέρασε από τη χώρα μας», εξηγεί ένας ειδικός πάνω στα δίκτυα της τζιχάντ στη Σανάα. Υπό το φόβο μιας αμερικανικής στρατιωτικής επίθεσης εναντίον της χώρας του, ο πρόεδρος Σάλεχ πετάχτηκε στις ΗΠΑ το Νοέμβριο του 2001 και δέχτηκε να συνεργαστεί στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Ωστόσο οι αρχές εφάρμοσαν μια πολιτική πολλαπλής γεωμετρίας απέναντι στα κινήματα της τζιχάντ: ενώ από τη μία συλλαμβάνονταν δεκάδες μαχητές, ανάμεσά τους και ο αιγύπτιος Σαϊντ Ιμάμ Αλ-Σαρίφ, θεωρητικός της τζιχάντ γνωστός με το όνομα «δόκτορ Φαντλ», κάποιοι άλλοι αφήνονταν ελεύθεροι ή κατόρθωναν να δραπετεύσουν.
Η Σανάα εγκαινίασε επίσης ένα σχέδιο διαλόγου με τους φυλακισμένους τζιχαντιστές, του οποίου ηγήθηκε ο δικαστής Χαμούντ Αλ-Χιτάρ, σήμερα υπουργός θρησκευτικών υποθέσεων («αλ-Αουκάφ»). «Η έναρξη διαλόγου είναι η βάση της επίσημης πολιτικής της Υεμένης η οποία στοχεύει στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας», εξηγεί.. «Έχουμε ανακαλύψει ότι κάθε τρομοκρατικό κίνημα έχει τη δική του ιδεολογική βάση και μια ιδέα την πολεμάς μόνο με μια άλλη ιδέα. Η χρήση βίας στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ δεν μπόρεσε να φέρει την ειρήνη ούτε τη σταθερότητα σε αυτές τις περιοχές. Η Αλ Κάιντα στηρίζεται σε δυο κεντρικές ιδέες: το «τακφίρ» κατά των αραβικών καθεστώτων και τον διωγμό των ξένων στρατευμάτων. Στα πλαίσια αυτού του διαλόγου, εμμένουμε στη νομιμότητα της κυβέρνησης της Υεμένης. Με αυτό τον τρόπο δείχνουμε ότι η διαφορά θρησκείας ή άσκησης θρησκευτικών καθηκόντων δεν μπορεί να δικαιολογεί τον πόλεμο».
Αυτή η θέληση για διάλογο στόχευε στο να διορθώσει τα στρεβλά οράματα που είχαν ως βάση διάφορες θρησκευτικές αναφορές. Ο Αλ-Χιτάρ εξηγεί ότι το σχέδιο διεκόπη το 2005 λόγω πιέσεων στους κόλπους της κυβέρνησης της Υεμένης, όπου κάποιοι ήθελαν να καταπολεμηθεί η τρομοκρατία με άλλα μέσα. Πρόσθεσε ότι ο διάλογος αφορούσε τους Άραβες του Αφγανιστάν αλλά όχι τους παλιούς του Ιράκ. Πολλές επικρίσεις διατυπώθηκαν πρόσφατα για την πολιτική της Υεμένης στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Η Ουάσινγκτον διαμαρτυρήθηκε έντονα για την απελευθέρωση του Τζαμάλ Μπαντάουϊ τον Οκτώβριο του 2007, ο οποίος θεωρείται ένας από τους εγκεφάλους της επίθεσης κατά του αμερικανικού αεροπλανοφόρου US Cole στις 12 Οκτωβρίου του 2000. Άλλο ένα μήλο της έριδος είναι η απόδραση εικοσιτριών κρατουμένων, υπόπτων για συμμετοχή στην Αλ Κάιντα, από μια φυλακή υψίστης ασφαλείας το Φεβρουάριο του 2006, αναμφίβολα με τη βοήθεια ορισμένων φρουρών. Ανάμεσά τους βρισκόταν ο Νάσερ αλ-Ουαχάισι, ο οποίος πιστεύεται πως είναι ο νέος εμίρης (αρχηγός) της Αλ Κάιντα στην Υεμένη.
Προς λάθος κατεύθυνση
Ένα από τα βασικά σημεία τριβής με την Ουάσινγκτον αφορά τον σεϊχη Αμπντέλ Μαζίντ Αλ-Ζιντάνι. Αυτός ο περιώνυμος θεολόγος ο οποίος επηρέασε τον Μπιν Λάντεν κατά τη διάρκεια της τζιχάντ στο Αφγανιστάν, είναι πρόεδρος του ισλαμικού Πανεπιστημίου Αλ-Ιμάν στην πρωτεύουσα της Υεμένης κι ένα από τους εξέχοντα αρχηγικά στελέχη του αντιπολιτευόμενου κόμματος Αλ-Ισλάχ... ενώ την ίδια στιγμή διατηρεί στενές σχέσεις με τις κυβερνητικές αρχές. Καταζητείται από τις αμερικανικές αρχές και το όνομά του βρίσκεται στη λίστα της «Επιτροπής κυρώσεων κατά της Αλ Κάιντα και των ταλιμπάν» του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟNU). Παρ’ όλα αυτά, ο Ζιντάνι χαίρει ευρείας υποστήριξης ανάμεσα στις συνομοσπονδίες των φυλών του Βορρά, στους σαλαφιστές, ακόμα και σε αξιωματούχους της Υεμένης.
Αντιδρώντας σε μια απόπειρα που είχε γίνει τον Ιούλιο του 2007 και είχε στοιχίσει τη ζωή σε εφτά ισπανούς τουρίστες, ο Νάσερ Αλ-Μπάχρι (ή Αμπού Τζαντάλ, όπως είναι το πολεμικό του ψευδώνυμο), πρώην σωματοφύλακας του Μπιν Λάντεν, έβαλε στο στόχαστρο μια «νέα γενιά» που είχε αποσυνδεθεί από τη μητρική οργάνωση: «Δεν είναι αυτή η στρατηγική του σεϊχη Οσάμα Μπιν Λάντεν. Η νέα γενιά δεν είναι αυτή του Μπιν Λάντεν, αλλά του Αμπού Μουσάμπ Αλ-Ζαρκάουϊ, που διαφέρει από την Αλ Κάιντα, όσο και αν ορισμένες ομάδες οικειοποιούνται αυτό το όνομα. Αυτή είναι η γενιά του Ιράκ, νέοι χωρίς εμπειρία, που ακολουθούν λάθος κατεύθυνση και κινητοποιούνται κατά δικαίων και αδίκων. Πιστεύουν πως η προηγούμενη γενιά δεν στάθηκε ικανή να αντιμετωπίσει τον αντίπαλο, ότι οι εκπρόσωποί της είναι άναδροι κι ότι τους κατασκοπεύουν». Ο Σαϊντ Αλ-Τζάμι, ερευνητής πολιτικών επιστημών και συγγραφέας ενός βιβλίου με θέμα την Αλ Κάιντα, αναφέρει κάποια επιπλέον επιχειρήματα: «Η κυβέρνηση της Υεμένης επικεντρώνεται στις ομάδες της Αλ Κάιντα και δεν δίνει τη δέουσα προσοχή στη νέα γενιά».
Η σειρά δολοφονικών επιθέσεων εναντίον δυτικών στόχων στη Σανάα από τα μέσα του 2007 φέρεται να είναι το έργο μιας ομάδας νεαρών τζιχαντιστών με το όνομα «Κατάεμπ Αλ-Τζουντ αλ-Γιάμα». Πιστεύεται ότι ο στόχος τους είναι να αναγκάσουν τις αρχές να αφήσουν ελεύθερους τους φυλακισμένους μαχητές, να βάλουν τέλος στη συνεργασία τους με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους στο θέμα της ασφάλειας και να επιτρέψουν σε όλους εκείνους που θέλουν να εξάγουν τη τζιχάντ στο Ιράκ, το Αφγανιστάν ή την Σομαλία, να κινηθούν ελεύθερα. Η ανάδυση και η δράση αυτής της νέας γενιάς ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη σιωπηλή συμφωνία που ισχύει ανάμεσα στις αρχές της Υεμένης και την Αλ Κάιντα: τη δέσμευση να μην πραγματοποιηθούν επιθέσεις στην Υεμένη με αντάλλαγμα την ενίσχυση της τζιχάντ με πολεμοφόδια σε άλλους τόπους.
Οι αρχές έχουν ανάγκη από την στήριξη της τζιχάντ σε δυο μέτωπα. Κατ΄αρχάς, απέναντι στην αυξανόμενη δυσαρέσκεια στο νότιο τμήμα της χώρας, όπου μια μερίδα του πληθυσμού νοσταλγεί την ανεξαρτησία που έλαβε τέλος με την ενοποίηση το 1990. Εν συνεχεία, απέναντι στην αντίσταση;; που εκφράζει η φυλή/φατρία των Ζαίντ (ένα από τα παρακλάδια του σιισμού) στο Βορρά από το 2004.
Αν το πολιτικό κενό και η αστάθεια συνεχιστούν στην Υεμένη, στο Λίβανο και αλλού, αυτοί οι νέοι άνθρωποι ίσως να βρουν άλλους ηγέτες, άλλους κήρυκες και άλλες μορφές οργάνωσης.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.