Πέμπτη 2 Απριλίου 2009

The Great Gamble: The Soviet War in Afghanistan


Gregory Feifer
The Great Gamble: The Soviet War in Afghanistan
Tantor Media, Inc., 2009



Του Nicholas Thompson
The New York Times Book Review 


Γενάρης 1988: Σοβιετικοί αλεξιπτωτιστές ήταν τοποθετημένοι σε ένα γκρεμό που έβλεπε το δρόμο του Γκάρντεξ-Κόστ στο Νοτιοανατολικό Αφγανιστάν. Η δουλειά τους ήταν να προστατεύσουν τους στρατιώτες που προσπαθούσαν να βρουν δίοδο μέσα στον πυκνά ναρκοθετημένο δρόμο από κάτω. Γύρω τους, βαριά οπλισμένοι Ισλαμιστές (πολλοί από το Πακιστάν) οι οποίοι τα τελευταία οκτώ χρόνια πολεμούσαν τον Κόκκινο Στρατό και την κυβέρνηση της Καμπούλ.

Σύντομα, παρά το κουράγιο και την γενναιότητα τους, οι Σοβιετικοί έχαναν. Ήταν ξένοι, όπως και οι αντίπαλοι τους, σε μια ξένη γη. Το γιατί ήταν εκεί, δεν το ήξεραν. Οι Πακιστανοί νόμιζαν ότι ήταν σε αποστολή από τον Θεό και ορμώμενοι φώναζαν «Άλλαχου Άκμπαρ». Μη έχοντας κάτι ανάλογο να φωνάξουν, οι Σοβιετικοί απαντούσαν με αναφορές στους τόπους τους: «Για το Μπόρισοβ!», φώναζε κάποιος σαν έριχνε μια χειροβομβίδα.

Η προαναφερθείσα σκηνή μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική της τρέλας του πολέμου των Σοβιετικών εναντίον του Αφγανιστάν. Οι Ρώσοι, συγκράτησαν τους επιτιθέμενους και πέτυχαν να ανοίξουν τον δρόμο. Αλλά, οι αλεξιπτωτιστές εγκατέλειψαν την θέση τους, τα άρματα προχώρησαν, και οι μουτζαχεντίν κατέλαβαν το δρόμο εκ νέου. Η σύγκρουση κερδήθηκε, αλλά η μάχη χάθηκε – όπως ακριβώς έμελλε να χαθεί και ο πόλεμος. Τριάμισι χρόνια μετά, το Μπόρισοβ έγινε κομμάτι του ανεξάρτητου κράτους της Λευκορωσίας.

Ο Γκρέγκορυ Φάιφερ καταφέρνει να συνυφάνει όλα αυτά τα γεγονότα μέσα στα πλαίσια του νέου του βιβλίου «The Great Gamble». Αποτελεί μια πολύ ευανάγνωστη ιστορία του πολέμου, του οποίου η αρχή φαίνεται να απαντά σ’ εκείνη τη δήλωσε κάποιου ανώτερου μέλους του Σοβιετικού στρατού ότι «κανείς δεν έδωσε μια ξεκάθαρη διαταγή επιθέσεως του Αφγανιστάν». Απλώς συνέβη λόγω της αδράνειας και της σύγχυσης της σκληρωτικής Σοβιετικής ηγεσίας των δεκαετιών του 70 και του 80 (την αρχή τουλάχιστον).

Ο συγγραφέας – ανταποκριτής του Εθνικού Ραδιοσταθμού (των ΗΠΑ) – μας λέει την ιστορία κυρίως υπό το πρίσμα Σοβιετικών βετεράνων και κατασκόπων. Τα αποτελέσματα είναι ζωντανά και αυθεντικά – έστω και εάν υπάρχουν μειονεκτήματα στο να βασίσεις τόσο από το βιβλίο σε ατομικές και δυνάμεις ιδιοτελείς αναμνήσεις.
Για παράδειγμα, ο Φάιφερ περιγράφει με μεγάλη λεπτομέρεια μιαν απόδραση τεσσάρων Αφγανών υπουργών μέσα σε κιβώτια πυρομαχικών, την οποία οργάνωσε η ΚαΓκεΜπε. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι βασίζεται μόνο σε μια μαρτυρία ενός πρώην μέλους της ΚαΓκεΜπε, την οποία έρχεται να διαψεύσει ένας εκ των φερόμενων ως διασωθέντων από Σοβιετικές ενέργειες Αφγανός πρώην Υπουργός.
Είναι γεγονός ότι το έργο του Φάιφερ προσφέρει λίγα ως προς την ερώτηση «τι μπορούν να μάθουν οι ΗΠΑ από τους πολέμους τους σήμερα;». Ο Φάιφερ κάνει μια επιδερμική αναφορά σε αυτό αλλά εσχάτως παραμένει στο τετριμμένο: μην πυροβολείς σε γάμους, μην παραβλέπεις την σημασία φανατικών που γνωρίζουν την περιοχή και γνώριζε πως η πολιτική στο Αφγανιστάν είναι ακατάστατη. Επίσης, οι μουζαχεντίν πολεμούν σκληρά και δόλια: ο Φάφερ αναφέρεται σε τακτικές των Μουτζαχεντίν, που εισήγαγαν την ηρωίνη στους στρατώνες των Σοβιετικών με σκοπό να τους εθίσουν.

Ακόμα και αν ο Φάιφερ αποτυγχάνει να προσφέρει αυτό που ο εκδότης του αποκαλεί «σημαντικά μαθήματα για τον 21ο αιώνα» εντούτοις πετυχαίνει τον κύριο του στόχο. Μάς παρουσιάζει μια καινούργια πλευρά του μεγάλου σε διάρκεια αυτού πολέμου, ο οποίος άφησε πέραν του ενός εκατομμυρίου νεκρούς και τους Ταλιμπάν να εισβάλλουν σιγά-σιγά στην Καμπούλ. Είναι «μια τραγική ανθρώπινη ιστορία», δηλώνει ο Φάφερ και αυτό το καταφέρνει με μαεστρία.







In early January 1988, 39 Soviet paratroopers were positioned on a cliff overlooking the Gardez-Khost road in southeastern Afghanistan. Their job was to protect the soldiers below, who were trying to open up the dangerous, heavily mined route. All around waited Islamic fundamentalists who had spent the last eight years fighting the Red Army and the government it had installed in Kabul just after Christmas 1979.
Soon, groups of black-clad mujahedeen, probably from Pakistan, were crawling toward the Soviets from all directions, machine guns blazing. The Soviets fought back valiantly. A helicopter soared in daringly through heavy fog to deliver ammunition. One soldier died while trying to wire together weak spare batteries to make a radio work.
For all their courage, though, the Soviets were adrift. They were outsiders, fighting outsiders, in a third country — and they didn’t really understand why. The Pakistanis believed they were on a mission from God and screamed “Allah Akbar!” as they headed toward battle. The Soviets could think to respond only with the names of their faraway hometowns. “For Borisov!” one hollered as he threw a grenade.
The scene sums up much of the folly of the Soviet war in Afghanistan. The Russians held off the attackers and got the road open. But the paratroopers soon left their position, the tanks below moved on, and the mujahedeen quickly retook it all. The fight was won, but the battle was lost — and of course the war would be too. Three and a half years later, Borisov became part of a newly independent Belarus.
Gregory Feifer relates these events in his fascinating new book, “The Great Gamble.” It’s a highly readable history of the conflict, which began with so haphazard a decision to intervene that Feifer gives credence to the assertion of one general staff officer that “no one ever actually ordered the invasion of Afghanistan.” It just happened through inertia and confusion under the sclerotic Soviet leadership of the late ’70s and early ’80s.
The author, NPR’s Moscow correspondent, tells the story mainly through the eyes of Soviet veterans and spies. The results are vivid and original — even though there are limitations to basing so much of the book on individual, self-serving recollections. For example, Feifer describes in detail how the K.G.B. hustled four Afghan ministers out of the country in ammunition boxes. It’s a great story, but Feifer appears to rely on one K.G.B. intelligence operator for most of the dialogue and drama. And two pages after it ends, Feifer reveals that one of the allegedly smuggled ministers denies the whole thing.
The book’s structure and style mean that Feifer adds little specifically to the question that will draw many readers: What can the United States learn for its own wars today? Feifer flicks at the topic, but the grim answers he offers have already been absorbed: don’t shoot up wedding parties, never underestimate fanatics who know the terrain, and remember that all politics in Afghanistan are messy. Remember, too: Fighting these guys is hard. According to Feifer, the mujahedeen were canny enough to smuggle heroin into Soviet barracks to get their adversaries hooked.
Even if Feifer fails to offer what his publisher calls “striking lessons for the 21st century,” he succeeds in his main goal: presenting a new side of a long, sorry war that would leave an estimated 1.3 million Afghans dead and the Taliban surging through the ravaged countryside toward Kabul. It’s “a tragic human story,” Feifer writes — and one that he recounts with skill.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.