Του Νικου Παπαναστασιου*
Η ενδογερμανική αντίσταση εναντίον του Ναζισμού στηρίχθηκε στη δράση πυρήνων με δύο διαφορετικές στρατηγικές: Στην πρώτη ομάδα ανήκουν όσοι επιδίωκαν την πτώση του ναζιστικού καθεστώτος με «όχημα» τον ίδιο τον γερμανικό λαό. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η δράση της φοιτητικής αντιστασιακής οργάνωσης «Λευκό Ρόδο» των αδερφών Σολ, που απαγχονίστηκαν από την Γκεστάπο το 1943. Κύριο μέλημά τους ήταν η πολιτική «διαφώτιση» της κοινής γνώμης για τα εγκλήματα και τα αδιέξοδα του Ναζισμού, ως προοίμιο λαϊκής εξέγερσης, αποσταθεροποίησης και κατάλυσης του Τρίτου Ράιχ.
Αντίθετα, όσοι ανώτατοι αξιωματικοί συμμετείχαν στην απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ στις 20 Ιουλίου 1944 επιδίωκαν να θέσουν τις Ενοπλες Δυνάμεις υπό τον έλεγχό τους και ακολούθως να αναλάβουν διά της βίας τις τύχες της χώρας. Το σχεδιαζόμενο πραξικόπημα είχε ως στόχο την πτώση του Χίτλερ, ως προϋπόθεση διαπραγματεύσεων με τους Συμμάχους για τον τερματισμό του πολέμου. Ενδιαφέρονταν επίσης για τη στοιχειώδη αποκατάσταση των βασικών δημοκρατικών ελευθεριών, όχι όμως απαραιτήτως και την (άμεση) αποκατάσταση του κοινοβουλευτικού καθεστώτος.
Στα ανώτατα κλιμάκια του γερμανικού στρατού, ο επιθετικός γερμανικός επεκτατισμός υποδαύλισε ήδη από το 1938 συνωμοσίες για την εξουδετέρωση του Χίτλερ. Λόγω του ενδοτισμού Βρετανίας και Γαλλίας (διάσκεψη του Μονάχου) που εδραίωσε τον Χίτλερ στην εξουσία, τα σχέδια αυτά επανήλθαν εκ νέου μετά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με βασικούς πρωταγωνιστές τους στρατηγούς Λ. Μπεκ, Ε. Φον Βίτσλεμπεν και τον επικεφαλής της στρατιωτικής αντικατασκοπείας, ναύαρχο Β. Κανάρις. Οπως ήταν, ωστόσο, αναμενόμενο, η επιτυχία του «κεραυνοβόλου» πολέμου σε όλα τα στρατιωτικά μέτωπα περιόρισε τον κύκλο των πρόθυμων συμπαραστατών.
Μολονότι δεν καταστρώθηκε συγκεκριμένο σχέδιο για την πτώση του Χίτλερ, εντάθηκε σταδιακά η συνεργασία με άλλους αντιστασιακούς πυρήνες γύρω από τον τέως δήμαρχο Λειψίας, Κ. Φ. Γκόρντελερ. Από κοινού με τον στρατηγό Μπεκ κατάρτισαν μάλιστα προσχέδιο συντάγματος, με κύρια επιδίωξη την αποφυγή των «παθογενειών» της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Αυτό προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την αποκατάσταση κράτους δικαίου, υποβαθμίζοντας όμως τον ρόλο των κομμάτων και της λαϊκής συμμετοχής. Ταυτόχρονα, επιδίωξαν την επαφή και με διπλωμάτες, πολιτικούς, θεολόγους κ.ά. που συναντιούνταν στο κτήμα του Χ. Μόλτκε, στο Kreisau της Κάτω Σιλεσίας.
Πρωτεργάτης της συνωμοσίας εναντίον του Χίτλερ υπήρξε, ωστόσο, ο αριστοκρατικής καταγωγής συνταγματάρχης Κλάους φον Στάουφενμπεργκ. Ηταν φορέας βαθιάς ουμανιστικής παιδείας, όπως και τα υπόλοιπα αδέρφια του, Αλεξάντερ και Μπέρτχολντ. Επηρεάστηκε καθοριστικά από την καθολική πίστη, την αριστοκρατική καταγωγή, το αρχαιοελληνικό ήθος και τον ηρωισμό της γερμανικής ρομαντικής ποίησης. Οπως η πλειοψηφία των αξιωματικών εκείνης της περιόδου, πίστευε στη χρεοκοπία του κοινοβουλευτισμού και υπήρξε επί χρόνια ένθερμος υποστηρικτής του Ναζισμού, ως δύναμης αποκατάστασης του μεγαλείου της Γερμανίας. Εξαιτίας της εγκληματικής φύσης του χιτλερικού καθεστώτος και των αδιεξόδων που συσσώρευσε, εξελίχθηκε σταδιακά σε πρωταγωνιστή της γνωστότερης συνωμοσίας εναντίον του Χίτλερ. Το 1942, συνέλαβε (από κοινού με τον υποστράτηγο Tresckow) την ιδέα να χρησιμοποιήσουν ένα παλιότερο στρατιωτικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης («επιχείρηση Βαλκυρία») για την περίπτωση εσωτερικών ταραχών (εξέγερσης των εκατομμυρίων αιχμαλώτων ή ξένων εργατών). Προϋπόθεση για την επιτυχία του σχεδίου και την κατάληψη της εξουσίας στη Γερμανία ήταν οι διοικητές των μονάδων να υπακούσουν τυφλά στις διαταγές του επιτελείου του εφεδρικού στρατού, δηλαδή των συνωμοτών.
Παρά το γεγονός ότι ο Στάουφενμπεργκ ήταν τραυματίας πολέμου (τον Απρίλιο του 1943 είχε χάσει στην Αφρική ένα μάτι, ένα χέρι και μια επιγονατίδα) θέλησε να σκοτώσει ο ίδιος τον Χίτλερ στο καταφύγιό του στην Ανατολική Πρωσία, καθώς ήταν ο μόνος από τους συνωμότες που είχε ως επιτελικός αξιωματικός άμεση πρόσβαση στον Χίτλερ. Ας σημειωθεί ότι την εξόντωση του δικτάτορα είχαν θέσει πολλοί αξιωματικοί εξαρχής ως όρο για τη συμμετοχή τους. Στη συνέχεια επρόκειτο να μεταβεί στο Βερολίνο προκειμένου να αναλάβει ως ιθύνων νους την ηγεσία του πραξικοπήματος. Κρίσιμη παράμετρος αποτελούσε η μεγάλη απόσταση (500 χλμ.) που έπρεπε να διανύσει αεροπορικώς, εφόσον ακόμα και στην περίπτωση μιας επιτυχημένης απόπειρας εναντίον του Χίτλερ οι πιστοί στον Χίτλερ αξιωματικοί είχαν επαρκή χρόνο αντίδρασης.
Χιλιάδες συλλήψεις και εκτελέσεις αντιφρονούντων
Η δολοφονική απόπειρα εναντίον του Χίτλερ πραγματοποιήθηκε τελικά ύστερα από απανωτές αναβολές στις 20 Ιουλίου 1944 κατά τη διάρκεια της καθημερινής διάσκεψης για την πορεία των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Ο Στάουφενμπεργκ χρησιμοποίησε τελικά τη μισή εκρηκτική ύλη, κρυμμένη σε δερμάτινο χαρτοφύλακα με αποτέλεσμα η έκρηξη να τραυματίσει ελαφρά τον Χίτλερ. Μόνο τέσσερις από τους συνολικά 24 συμμετέχοντες τραυματίστηκαν θανάσιμα.
Ο Χίτλερ πέρασε αμέσως στην «αντεπίθεση» ζητώντας από ραδιοφώνου ακόμα και από τους απλούς φαντάρους να σεβαστούν τον όρκο πίστης στο πρόσωπό του. Τότε αποδείχθηκε, για άλλη μια φορά, η τεράστια έλξη της «διαβολικής» προσωπικότητάς του, με αποτέλεσμα να ανακτήσει αμέσως τον έλεγχο της κατάστασης.
Λίγες ώρες μετά την αποτυχημένη απόπειρα, ο Στάουφενμπεργκ και τρεις ακόμα πρωταγωνιστές εκτελέστηκαν στο Βερολίνο. Εξαπολύθηκε κύμα χιλιάδων συλλήψεων, το δε Λαϊκό Δικαστήριο υπό τον διαβόητο Φράισλερ εξέδωσε 110 θανατικές καταδίκες δι’ απαγχονισμού. Ενδεικτικό της τυφλής αφοσίωσης στον «Φύρερ» είναι ότι ακόμα και παραμονές της κατάρρευσης του ναζιστικού καθεστώτος την άνοιξη του 1945 τα Ες Ες και οι μυστικές υπηρεσίες δολοφόνησαν εμπλεκόμενους στη συνωμοσία, όπως τον Κανάρις.
Κοινός τόπος στη νεότερη βιβλιογραφία για την απόπειρα της 20ής Ιουλίου είναι η διαπίστωση ότι είχε εξαρχής ελάχιστες πιθανότητες να εξελιχθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα. Ακόμα κι αν είχε δολοφονηθεί ο Χίτλερ, το πιθανότερο σενάριο ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος, καθώς τμήματα του Στρατού, τα Ες Ες, αλλά και το ναζιστικό κόμμα θα προσπαθούσαν να αποτρέψουν με κάθε τρόπο την εδραίωση των συνωμοτών στην εξουσία. Με βάση, βέβαια, τα τεράστια στρατιωτικά πλεονεκτήματα που θα αποκόμιζαν από μια τέτοια εξέλιξη οι Σύμμαχοι, θεωρείται δεδομένο ότι έτσι θα επεσπεύδετο το τέλος του πολέμου και θα σώζονταν οι ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Οπως προκύπτει από ιστορικές μαρτυρίες της περιόδου, τα κίνητρά τους εκκινούσαν κυρίως από την πρόθεση να προλάβουν την ολοκληρωτική καταστροφή της Γερμανίας και να περισώσουν, στο μέτρο του εφικτού, το ηθικό κύρος της. Ετσι, τα σχέδιά τους προέβλεπαν την άμεση κατάληψη των στρατοπέδων συγκέντρωσης, προκειμένου να θέσουν ένα τέλος στην εξόντωση των Εβραίων, αλλά και τον σχηματισμό κυβέρνησης εκ προσωπικοτήτων με στόχο τον τερματισμό του πολέμου. Οι συνωμότες είχαν επίγνωση των δυσκολιών που επρόκειτο να αντιμετωπίσουν. Δεδομένου, μάλιστα, ότι από τις αρχές του 1943 το ναζιστικό καθεστώς είχε επιστρατεύσει ολόκληρο τον προπαγανδιστικό μηχανισμό (Totaler Krieg) αλλά και όλες τις στρατιωτικές εφεδρείες ώστε να αναχαιτίσει τη διεθνή πίεση δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια για την αναζήτηση συμβιβασμού εκ μέρους της γερμανικής Αντίστασης. Μετά δε τη διάσκεψη της Καζαμπλάνκας (Ιανουάριος 1943), οι Σύμμαχοι απαίτησαν πλέον την άνευ όρων συνθηκολόγηση (unconditional surrender) της Γερμανίας, γεγονός που καθιστούσε ακόμα δυσκολότερη τη θέση τους, αν δεν ήθελαν να βρεθούν αντιμέτωποι με την κατηγορία μιας δεύτερης (μετά το 1918) πισώπλατης μαχαιριάς στην «αήττητη», στα πεδία των μαχών, Βέρμαχτ. Αλλωστε, ακόμα και το καλοκαίρι του ’44, η πλειοψηφία των Γερμανών δεν θεωρούσε την ήττα αναπόφευκτη, δεδομένου ότι τα στρατεύματα των Συμμάχων δεν είχαν καταλάβει γερμανικό έδαφος, αλλά και λόγω της προπαγάνδας περί «θαυματουργών» όπλων (Wunderwaffen). Ειδικά μετά την απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία, τον Ιούνιο του 1944, ο Στάουφενμπερκ γνώριζε ότι η πράξη του δεν είχε άμεσο πολιτικό όφελος για τη Γερμανία.
Συνολικά, οι πρωταγωνιστές της απόπειρας εναντίον του Χίτλερ ήθελαν με το ηρωικό τους παράδειγμα να αποδείξουν στις επερχόμενες γενεές ότι υπήρξαν και Γερμανοί που είχαν συνείδηση της εγκληματικής φύσης του ναζιστικού καθεστώτος. Θέλησαν, δηλαδή, να εγγραφούν στο συλλογικό υποσυνείδητο ως η «παράλληλη» και ελπιδοφόρα Γερμανία. Ετσι ερμηνεύεται η δήλωση του Στάουφενμπεργκ ότι ήρθε η ώρα να αναλάβουμε δράση, έχοντας επίγνωση ότι «θα καταγραφούμε στη γερμανική ιστορία ως προδότες. Αν διστάσουμε όμως, θα προδώσουμε την ίδια τη συνείδησή μας».
* Ο κ. Νίκος Παπαναστασίου είναι ειδικός επιστήμων στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.