Frederick Kempe
Berlin 1961
Penguin, 2011
Του Jacob Heilbrunn
The New York Times Book Review
Στις 13 Αυγούστου του 1961, ο Robert H. Lochner, διευθυντής ραδιοφώνου στο
αμερικανικό μέρος του Βερολίνου, μετέβη στο ανατολικό μέρος της πόλης. Ο Lochner χρησιμοποίησε ένα κρυμμένο μαγνητόφωνο για να συλλάβει τις ιστορίες των οικογενειών που παγιδεύτηκαν στο ανατολικό Βερολίνο, μετά την απόφαση να χτιστεί το τείχος της πόλης. Χιλιάδες πολίτες έφευγαν κάθε βδομάδα, κάτι που απειλούσε τη βιωσιμότητα του κομμουνιστικού κράτους. Τώρα, ο Lochner εστιάζει την προσοχή του σε μια ηλικιωμένη γυναίκα που προχώρησε δειλά προς έναν από τους υπαλλήλους μεταφορών και ρώτησε πότε ξεκινά το επόμενο τραίνο για το Δυτικό Βερολίνο. Ποτέ δεν ξέχασε την περιφρονητική απάντηση του ανώτερου υπαλλήλου μεταφορών: «Τελείωσαν αυτά. Τώρα, όλοι κάθεστε πάνω σε μια ποντικοπαγίδα».
Πράγματι! Το κομμουνιστικό καθεστώς δεν φαινόταν ικανό να δημιουργήσει μια οικονομία με προοπτική και στηριζόταν σε δάνεια για να κρατηθεί και να μην βουλιάξει. Ακόμη και το Potsdamer Platz, στο κέντρο του Βερολίνου, μετατράπηκε σε ένα έρημο ναρκοπέδιο. Όταν η ουγγρική κυβέρνηση άνοιξε τα σύνορά της με την Αυστρία τον Μάιο του 1989, ολόκληρη η σάπια κυβέρνηση και τα σχέδιά της κατάρρευσαν και μία Γερμανία αντικατέστησε τις δύο, προς γενική κατάπληξη.
Μήπως, όμως, θα μπορούσε το τέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας να είχε πραγματοποιηθεί πολύ νωρίτερα; Μήπως ο John F. Kennedy στερείτο το απαραίτητο θάρρος και την τόλμη να ρίξει κάτω το τείχος του Βερολίνου;
Αυτές είναι μερικές από τις ερωτήσεις που εγείρει ο Frederick Kempe, πρόεδρος Atlantic Council, στο βιβλίο «Berlin 1961». Ο Kempe, ο οποίος για διάστημα περίπου ενός χρόνου ήταν προϊστάμενος του γραφείου της Wall Street Journal στη Γερμανία, έχει ερευνήσει σε βάθος
Αμερικανικά, γερμανικά και σοβιετικά αρχεία, ενώ έχει πάρει συνεντεύξεις από πολλούς συμμετέχοντες στην κρίση του Βερολίνου. Η αναδημιουργία της διπλωματίας και των γεγονότων που καταλήγουν στον Αύγουστο του 1961, όπως αυτή παρουσιάζεται μέσα από το βιβλίο, πραγματικά συναρπάζει. Ωστόσο, τα συμπεράσματα που συνάγει ο συγγραφέας από τα γεγονότα δεν είναι πάντοτε πειστικά.
Ο Kennedy είχε διαβιβάσει στον Khrushchev ότι ενδιαφέρεται κυρίως για τη διατήρηση της πρόσβασης των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην προστασία του Δυτικού Βερολίνου. Επίσης, όπως επισημαίνει ο Kempe, ο Robert F. Kennedy, γενικός εισαγγελέας, είχε καθιερώσει ένα μυστικό κανάλι επικοινωνίας με τον πράκτορα της KGB, Georgi Bolshakov, και του είχε πει ότι αυτός και ο αδελφός του «συμμερίστηκαν» τον σοβιετικό «φόβο των γερμανικών επαναστατών». Μόλις καθιερώθηκε το τείχος του Βερολίνου, ο Πρόεδρος κράτησε σιγή. Ωστόσο, είπε στους βοηθούς του ότι «δεν είναι μια καλή λύση, αλλά ένα τείχος είναι πολύ καλύτερο από τον πόλεμο».
Οι αντιδράσεις των δυτικών συμμάχων ήταν αργές. Διαδόθηκαν φήμες πως οι Σοβιετικοί είχαν ενημερώσει από πριν τους δυτικούς συμμάχους και τους είχαν διαβεβαιώσει πως δεν θα θίξουν τα δικαιώματά τους στο Δυτικό Βερολίνο. Είναι αλήθεια ότι μετά την εμπειρία του εμπάργκο της πόλης και τα επανειλημμένα τελεσίγραφα του Χρουστσώφ, το 1958 και τον Ιούνιο του 1961, με τα οποία ζητούσε την αποστρατικοποίηση του Βερολίνου και την κήρυξή του σε ελεύθερη πόλη, οι δυτικοί σύμμαχοι ανησυχούσαν διαρκώς για το καθεστώς του Βερολίνου. Οι Δυτικοί είδαν με ανακούφιση το γεγονός ότι με το τείχος παγιωνόταν το καθεστώς του Βερολίνου. «Οι Ανατολικογερμανοί», δήλωσε ο Βρετανός πρωθυπουργός Harold MacMillan, «σταματούν το κύμα προσφύγων και οχυρώνονται πίσω από ένα ακόμα πιο αδιαπέραστο Σιδηρούν Παραπέτασμα. Σ’ αυτό δεν υπάρχει τίποτα παράνομο». Ο Κένεντι παρέμεινε αμετακίνητος στη διατήρηση της προσβασιμότητας και βιωσιμότητας του Δυτικού Βερολίνου.
Berlin 1961
Penguin, 2011
Του Jacob Heilbrunn
The New York Times Book Review
Στις 13 Αυγούστου του 1961, ο Robert H. Lochner, διευθυντής ραδιοφώνου στο
αμερικανικό μέρος του Βερολίνου, μετέβη στο ανατολικό μέρος της πόλης. Ο Lochner χρησιμοποίησε ένα κρυμμένο μαγνητόφωνο για να συλλάβει τις ιστορίες των οικογενειών που παγιδεύτηκαν στο ανατολικό Βερολίνο, μετά την απόφαση να χτιστεί το τείχος της πόλης. Χιλιάδες πολίτες έφευγαν κάθε βδομάδα, κάτι που απειλούσε τη βιωσιμότητα του κομμουνιστικού κράτους. Τώρα, ο Lochner εστιάζει την προσοχή του σε μια ηλικιωμένη γυναίκα που προχώρησε δειλά προς έναν από τους υπαλλήλους μεταφορών και ρώτησε πότε ξεκινά το επόμενο τραίνο για το Δυτικό Βερολίνο. Ποτέ δεν ξέχασε την περιφρονητική απάντηση του ανώτερου υπαλλήλου μεταφορών: «Τελείωσαν αυτά. Τώρα, όλοι κάθεστε πάνω σε μια ποντικοπαγίδα».
Πράγματι! Το κομμουνιστικό καθεστώς δεν φαινόταν ικανό να δημιουργήσει μια οικονομία με προοπτική και στηριζόταν σε δάνεια για να κρατηθεί και να μην βουλιάξει. Ακόμη και το Potsdamer Platz, στο κέντρο του Βερολίνου, μετατράπηκε σε ένα έρημο ναρκοπέδιο. Όταν η ουγγρική κυβέρνηση άνοιξε τα σύνορά της με την Αυστρία τον Μάιο του 1989, ολόκληρη η σάπια κυβέρνηση και τα σχέδιά της κατάρρευσαν και μία Γερμανία αντικατέστησε τις δύο, προς γενική κατάπληξη.
Μήπως, όμως, θα μπορούσε το τέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας να είχε πραγματοποιηθεί πολύ νωρίτερα; Μήπως ο John F. Kennedy στερείτο το απαραίτητο θάρρος και την τόλμη να ρίξει κάτω το τείχος του Βερολίνου;
Αυτές είναι μερικές από τις ερωτήσεις που εγείρει ο Frederick Kempe, πρόεδρος Atlantic Council, στο βιβλίο «Berlin 1961». Ο Kempe, ο οποίος για διάστημα περίπου ενός χρόνου ήταν προϊστάμενος του γραφείου της Wall Street Journal στη Γερμανία, έχει ερευνήσει σε βάθος
Αμερικανικά, γερμανικά και σοβιετικά αρχεία, ενώ έχει πάρει συνεντεύξεις από πολλούς συμμετέχοντες στην κρίση του Βερολίνου. Η αναδημιουργία της διπλωματίας και των γεγονότων που καταλήγουν στον Αύγουστο του 1961, όπως αυτή παρουσιάζεται μέσα από το βιβλίο, πραγματικά συναρπάζει. Ωστόσο, τα συμπεράσματα που συνάγει ο συγγραφέας από τα γεγονότα δεν είναι πάντοτε πειστικά.
Ο Kennedy είχε διαβιβάσει στον Khrushchev ότι ενδιαφέρεται κυρίως για τη διατήρηση της πρόσβασης των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην προστασία του Δυτικού Βερολίνου. Επίσης, όπως επισημαίνει ο Kempe, ο Robert F. Kennedy, γενικός εισαγγελέας, είχε καθιερώσει ένα μυστικό κανάλι επικοινωνίας με τον πράκτορα της KGB, Georgi Bolshakov, και του είχε πει ότι αυτός και ο αδελφός του «συμμερίστηκαν» τον σοβιετικό «φόβο των γερμανικών επαναστατών». Μόλις καθιερώθηκε το τείχος του Βερολίνου, ο Πρόεδρος κράτησε σιγή. Ωστόσο, είπε στους βοηθούς του ότι «δεν είναι μια καλή λύση, αλλά ένα τείχος είναι πολύ καλύτερο από τον πόλεμο».
Οι αντιδράσεις των δυτικών συμμάχων ήταν αργές. Διαδόθηκαν φήμες πως οι Σοβιετικοί είχαν ενημερώσει από πριν τους δυτικούς συμμάχους και τους είχαν διαβεβαιώσει πως δεν θα θίξουν τα δικαιώματά τους στο Δυτικό Βερολίνο. Είναι αλήθεια ότι μετά την εμπειρία του εμπάργκο της πόλης και τα επανειλημμένα τελεσίγραφα του Χρουστσώφ, το 1958 και τον Ιούνιο του 1961, με τα οποία ζητούσε την αποστρατικοποίηση του Βερολίνου και την κήρυξή του σε ελεύθερη πόλη, οι δυτικοί σύμμαχοι ανησυχούσαν διαρκώς για το καθεστώς του Βερολίνου. Οι Δυτικοί είδαν με ανακούφιση το γεγονός ότι με το τείχος παγιωνόταν το καθεστώς του Βερολίνου. «Οι Ανατολικογερμανοί», δήλωσε ο Βρετανός πρωθυπουργός Harold MacMillan, «σταματούν το κύμα προσφύγων και οχυρώνονται πίσω από ένα ακόμα πιο αδιαπέραστο Σιδηρούν Παραπέτασμα. Σ’ αυτό δεν υπάρχει τίποτα παράνομο». Ο Κένεντι παρέμεινε αμετακίνητος στη διατήρηση της προσβασιμότητας και βιωσιμότητας του Δυτικού Βερολίνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.