Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Η πρώτη απόβαση κατά του Αξονα σε ευρωπαϊκό έδαφος

Της Αρετης Tουντα -Φεργαδη*

Στις υποσημειώσεις ή στα κενά των άπειρων σελίδων που συνθέτουν την ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου περιλαμβάνεται και μια μάχη η οποία συνέβαλε αποφασιστικά στην τελική νίκη των Συμμάχων εναντίον των δυνάμεων του Αξονα. Πρόκειται για τη μάχη του Ρίμινι, η οποία έλαβε χώρα στις 21 Σεπτεμβρίου του 1944 και η νικηφόρα έκβασή της οφείλεται, εν πολλοίς, στη συμμετοχή της Ελληνικής ΙΙΙ Ορεινής Ταξιαρχίας. Για να κατανοηθεί και να εκτιμηθεί σε όλες της τις διαστάσεις η συμβολή της στη συνακόλουθη συμμαχική νίκη, θα πρέπει να ενταχθεί στο ευρύτερο πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό πλαίσιο των εξελίξεων της κρίσιμης αυτής περιόδου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το ζήτημα της εκστρατείας των Συμμάχων στην ιταλική χερσόνησο είχε αποφασιστεί σε μια από τις διασκέψεις κορυφής, όπου παρέστησαν οι δύο από τους «Τρεις Μεγάλους». Επρόκειτο για τη διάσκεψη της Καζαμπλάνκας, διάσκεψη ιδιαίτερης σπουδαιότητας, οι εργασίες της οποίας διεξήχθησαν εν άκρα μυστικότητι. Στη διάσκεψη (14 - 24 Ιανουαρίου 1943), παρευρέθησαν μόνο ο Ρούζβελτ και ο Τσόρτσιλ. Ο Στάλιν επικαλέστηκε αδυναμία απομάκρυνσης από τη Μόσχα λόγω του συνεχιζόμενου γερμανοσοβιετικού πολέμου, έχοντας, όμως, λάβει τη διαβεβαίωση των συνδαιτυμόνων του ότι θα άνοιγαν «ένα δεύτερο ευρωπαϊκό μέτωπο», εξαναγκάζοντας τον Χίτλερ να αποσπάσει ικανό μέρος των στρατευμάτων του που μάχονταν ματαίως, όπως αποδείχθηκε, στις αφιλόξενες ρωσικές στέπες.

Στη Μεσόγειο

Ενας από τους κύριους σκοπούς της διάσκεψης ήταν η οργάνωση των πολεμικών ενεργειών στη Μεσόγειο και η επιχείρηση υπό την κωδική ονομασία «Husky», η απόβαση δηλαδή στη Σικελία και η κατάκτησή της. Η επιτυχία του εγχειρήματος θα καθησύχαζε, κατά τον Τσόρτσιλ, τους Ρώσους για το δεύτερο μέτωπο στην Ευρώπη, θα επιτάχυνε την ήττα της Ιταλίας και θα ωθούσε, ενδεχομένως, την Τουρκία στην έξοδο από την ουδετερότητα και την ένταξή της στο συμμαχικό στρατόπεδο. Μετά το πέρας των συνομιλιών, ο Ρούζβελτ απαίτησε την «άνευ όρων παράδοση» όλων των αντιπάλων τους.

Το επόμενο χρονικό διάστημα και καθ’ όλο το 1943 η προϊούσα αδυναμία του Χίτλερ, και λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου στη Σοβιετική Ενωση, ενέτεινε την προσπάθεια των Συμμάχων για ανάληψη πρωτοβουλιών που στόχευαν στην αποτροπή επιβολής της αξονικής ηγεμονίας. Ορισμένες επιτυχίες τους, στον στρατιωτικό τομέα, είχαν ενισχύσει τις ελπίδες τους για το ευκταίο αποτέλεσμα. Σ’ αυτές πρέπει σαφώς να προσμετρηθούν και τα γεγονότα στη Βόρεια Αφρική, στις αρχές Μαΐου 1943, όπου οι γερμανοϊταλικές στρατιές αδυνατούσαν να αμυνθούν, γεγονός που επέτρεψε στους Αμερικανούς και τους Βρετανούς να καταλάβουν τη Μπιζέρτα και την Τύνιδα.

Οι εύστοχες αυτές ενέργειες άνοιξαν τον δρόμο για την, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Τεχεράνης (Νοέμβριος - Δεκέμβριος 1943), πραγματοποίηση της επιχείρησης «Husky», η οποία ξεκίνησε στις 10 Ιουλίου 1943. Υπήρξε η πρώτη απόβαση των Συμμάχων σε ευρωπαϊκό έδαφος και μια σημαντικότατη αμφίβια επιχείρησή τους στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία διευκόλυνε την έναρξη της Ιταλικής Εκστρατείας, με όλα τα αρνητικά επακόλουθα για τον Αξονα. Η νικηφόρα έκβαση των επιχειρήσεων οφειλόταν και στη δράση των αντάρτικων ομάδων που δρούσαν στην Ελλάδα, βάσει προδιαγεγραμμένου σχεδίου των Συμμάχων, απασχολώντας αναγκαστικά μέρος των εχθρικών δυνάμεων. Η Σικελία κατελήφθη στα μέσα Αυγούστου, ενώ περί τα τέλη Ιουλίου είχε προηγηθεί ο εξοστρακισμός του Μουσολίνι από την ιταλική ηγεσία, η σύλληψη και φυλάκισή του και η ανάληψη της εξουσίας από τον Μπαντόλιο. Ο νέος πρωθυπουργός υπέγραψε ανακωχή με τους Συμμάχους, στις 8 Σεπτεμβρίου. Την επαύριον, 9 Σεπτεμβρίου, άρχισε, υπό τις διαταγές του στρατηγού Μαρκ Κλαρκ, η απόβαση της αμερικανοβρετανικής 5ης Στρατιάς σε περιοχή πλησίον του Σαλέρνο. Στις 29 του μηνός υπογραφόταν η «μακρά ανακωχή» και στις 13 Οκτωβρίου η Ιταλία κήρυττε τον πόλεμο εναντίον της πρώην συμμάχου της, Γερμανίας.

Στο Σαλέρνο, οι γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις συγκράτησαν τα συμμαχικά στρατεύματα στη νότια Ιταλία και οχυρώθηκαν σε μια ζώνη, πρόσφορη για την άμυνά τους, λόγω των φυσικών οχυρώσεων, που συναποτελούνταν από τους ποταμούς Ράπιντο, Σάνγκρο και Γκαριλιάνο, καθώς και από τον ορεινό όγκο του Μόντε Κασίνο. Το Κασίνο έμεινε γνωστό στην Ιστορία για τις λυσσώδεις μάχες που διεξήχθησαν εκεί μεταξύ των αξονικών και συμμαχικών δυνάμεων οι οποίες και τελικώς επικράτησαν, τον Μάιο του 1944.

Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα οι λυσιτελείς κινήσεις των Συμμάχων οδήγησαν τα στρατεύματά τους αρχικώς -υπό τον Κλαρκ- στη Ρώμη, όπου εισήλθαν νικηφόρα στις 4 Ιουνίου, εξαναγκάζοντας τους στρατιώτες του Χίτλερ σε τακτική υποχώρηση. Υστερα από δύο μέρες, στις 6 Ιουνίου, πραγματοποιούνταν η, υψίστης σπουδαιότητας για την έκβαση του πολέμου, απόβασή τους στη Νορμανδία, άμεση επιδίωξη της οποίας ήταν η εκδίωξη των Γερμανών από τη Γαλλία και η απελευθέρωσή της.

Μια νέα νίκη προστέθηκε στη δόξα της Αλβανίας

Εν τω μεταξύ η κατάσταση στην Ιταλία απαιτούσε την εντατικοποίηση της συμμαχικής προσπάθειας. Υπό αυτές τις συνθήκες μεταφέρθηκε εκεί και η ΙΙΙ Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία. Η συνεπικουρία ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στον συμμαχικό αγώνα είχε προβλεφθεί και αποφασιστεί από την ελληνοβρετανική Στρατιωτική Συμφωνία, της 9ης Μαρτίου 1942. Βάσει αυτής, η ελληνική κυβέρνηση εξορίας, υπό τον Εμμανουήλ Τσουδερό, και η βρετανική προσδιόριζαν τις αρχές επί των οποίων θα οργανώνονταν οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, ώστε να συμπράξουν με τις συμμαχικές, με τελικό στόχο την ήττα του Αξονα και την απελευθέρωση της Ελλάδας. Για την οργάνωση και την ενεργή ανάμειξή τους σε διάφορα μέτωπα, αρμόδια θα ήταν η Βρετανική Στρατιωτική Διοίκηση. Ετσι, συγκροτήθηκαν οι Ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις Μέσης Ανατολής, οι οποίες έλαβαν μέρος και στο Ελ Αλαμέιν. Στις μονάδες, όμως, αυτές τα στασιαστικά κινήματα ήταν συχνά, με κορυφαίο εκείνο της 6ης Απριλίου 1944, αποτέλεσμα του οποίου ήταν η διάλυση των στρατιωτικών μονάδων και η συγκρότηση της ΙΙΙ Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας (ΕΟΤ), στις 31 Μαΐου 1944, όπου, υπό την εποπτεία της 9ης Βρετανικής Στρατιάς, εντάχθηκαν οι νομιμόφρονες αξιωματικοί και οπλίτες· ώς τις 28 Ιουλίου έλαβε ειδική εκπαίδευση για ορεινό αγώνα και σύμπραξη στην πολεμική αναμέτρηση στην Ιταλία. Στις αρχές Αυγούστου μεταφέρθηκε από τον Λίβανο στο λιμάνι του Τάραντα, προστατευόμενη από θάλασσα και αέρα και στις 26 Αυγούστου σε περιοχή έξι χιλιόμετρα βόρεια του Σπολέτο, όπου ετέθη υπό τις διαταγές της 2ης Νεοζηλανδικής Μεραρχίας, διοικητής της οποίας ήταν ο στρατηγός Γουέιρ.

Οι Σύμμαχοι στη διάρκεια του Αυγούστου είχαν συγκεντρώσει για τις επιχειρήσεις εναντίον της Γοτθικής Γραμμής -αμυντική γραμμή του Αξονα την οποία είχε καθορίσει ο Χίτλερ από τον Ιούλιο του 1942 και υπολογιζόταν πως θα ήταν έτοιμη περί τα τέλη Ιουνίου 1944- την 5η Συμμαχική Στρατιά, υπό τον στρατηγό Αλεξάντερ και την 8η Βρετανική Στρατιά, υπό τον στρατηγό Ολιβερ Λις. Στις 3 Σεπτεμβρίου η ΙΙΙ ΕΟΤ ετέθη υπό τις διαταγές της 5ης Καναδικής Μεραρχίας και στις 5 του μηνός εντάχθηκε με το πυροβολικό της στη ζώνη των πολεμικών επιχειρήσεων. Στην πρώτη αυτή περίοδο κατελήφθη το Κοριάνο από καναδικά τμήματα, ενώ στη δεύτερη περίοδο έπρεπε να απελευθερωθεί το Ρίμινι, τη διατήρηση του οποίου οι Γερμανοί θεωρούσαν απαραίτητη.

Δεκαπενθήμερες μάχες

Στο Ρίμινι, η Ταξιαρχία, σε συνεργασία με καναδικές και νεοζηλανδικές μονάδες, έδωσε μάχες με τον εχθρό, ο οποίος προέβαλε σθεναρή αντίσταση. Η κατάληψη του Ρίμινι πραγματοποιήθηκε το πρωινό της 21ης Σεπτεμβρίου. Το απόγευμα της ίδιας μέρας η Επιτροπή του Αντιφασιστικού Κόμματος υπέγραψε πρωτόκολλο παράδοσής της στις ελληνικές δυνάμεις, που πρώτες είχαν εισέλθει στην πόλη. Η πτώση της, ύστερα από δεκαπενθήμερες μάχες, σήμανε και το τέλος της πρώτης περιόδου, όπου συμμετείχε η ΙΙΙ ΕΟΤ.

Την απαραγνώριστη επιτυχία της ελληνικής συμμετοχής στον συμμαχικό αγώνα απηχούν τα όσα υπογράμμισε ο διοικητής των Συμμαχικών Στρατευμάτων, στρατηγός Αλεξάντερ, σε έκθεσή του, όπου δήλωνε ευτυχής «γιατί η επιτυχία αυτή (στο Ρίμινι) είχε έγκαιρα λαμπρύνει τα πεπρωμένα της ηρωικής αυτής χώρας», τη μόνη μαχόμενη δίπλα στους Συμμάχους και επειδή «μια νέα νίκη στην Ιταλία είχε προστεθεί στη δόξα που αποκτήθηκε στα βουνά της Αλβανίας».

Οντως, μια νέα νίκη είχε προστεθεί στη δόξα της Αλβανίας. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν μπορεί να συγκριθεί, με το ηρωικό έπος του ’40, όπου οι Ελληνες, μόνοι τους, αμύνθηκαν γενναία ενάντια στον φασισμό, για την προάσπιση και την ελευθερία της Πατρίδας.

* Η κ. Αρετή Τούντα-Φεργάδη είναι καθηγήτρια Διπλωματικής Ιστορίας στον Τομέα Διεθνών Σχέσεων του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πάντειου Πανεπιστημίου.

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_100004_05/12/2010_424617
(5/12/2010)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.