Κυριακή 17 Μαΐου 2009

Επαναστάσεων εγκώμιον


Le Monde Diplomatique

Του Serge Halimi
Διευθυντή της Le Monde Diplomatique


Διακόσια είκοσι χρόνια μετά το 1789, το κουφάρι της Επανάστασης σαλεύει ακόμη. Κι όμως, στον εορτασμό της 200ης επετείου, ο Φρανσουά Μιτεράν είχε προσκαλέσει τη Μάργκαρετ Θάτσερ και το Ζοζέφ Μουμπούτου να επιβεβαιώσουν την ταφή του. Εκείνη τη χρονιά ήταν επίσης που γιορτάζοντας την πτώση του τοίχους του Βερολίνου, ο Φράνσις Φουκουγιάμα ανήγγειλε το «τέλος της ιστορίας», δηλαδή τη διαιώνιση της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας και το τελειωτικό κλείσιμο, στα δικά του μάτια, της παρένθεσης των επαναστάσεων. Όμως, η κρίση του καπιταλισμού ταράζει και πάλι την ολιγαρχία που βρίσκεται στην εξουσία. Η ατμόσφαιρα είναι πιο ελαφριά, ή πιο βαριά, ανάλογα πώς την προτιμά καθένας. Αναφερόμενη στους «διανοούμενους και τους καλλιτέχνες που προτρέπουν στην εξέγερση», η «Le Figaro» τα βάφει ήδη μαύρα. «Ο Φρανσουά Φιρέ μοιάζει να έκανε λάθος: η Γαλλική Επανάσταση δεν τελείωσε» (1).

Όπως και πολλοί άλλοι, ο συγκεκριμένος ιστορικός δεν είχε κρύψει τη στεναχώρια του ώστε να ξορκίσει την ανάμνηση και να απομακρύνει τον πειρασμό. Αλλοτινά έκφραση της ιστορικής αναγκαιότητας (Μαρξ), της «νέας εποχής της ιστορίας» (Γκαίτε), της εποποιίας των στρατιωτών του Έτους ΙΙ, που ύμνησε ο Βίκτωρ Ουγκό –«Και βλέπαμε να προχωρούν αυτοί οι υπέροχοι ξυπόλυτοι σ’ ένα κόσμο που τους θαύμαζε»- η αναπαράστασή της είχε πάντα ματωμένα χέρια. Από το Ρουσό ως το Μάο, η ουτοπία της ισότητας, του τρόμου, της αρετής είχε καταπατήσει τις προσωπικές ελευθερίες, είχε γεννήσει το τέρας του ολοκληρωτικού κράτους. Κατόπιν, η «δημοκρατία» είχε κερδίσει τη μάχη, μια δημοκρατία ενθουσιώδης, ειρηνική, μια δημοκρατία της αγοράς. Κληρονόμος και αυτή των επαναστάσεων ενός άλλου επιπέδου, της αγγλικής, της αμερικανικής, επαναστάσεων περισσότερο πολιτικών παρά κοινωνικών, επαναστάσεων «ντεκαφεϊνέ» (3).

Και στην αντίπερα όχθη της Μάγχης ένας βασιλιάς είχε αποκεφαλιστεί. Όμως η αντίσταση της αριστοκρατίας ήταν πολύ λιγότερο έντονη απ’ ότι στη Γαλλία, η μπουρζουαζία δεν ένοιωσε την ανάγκη να συμμαχήσει με το λαό για να εξασφαλίσει την κυριαρχία της. Στα πλουσιότερα στρώματα, ένα τέτοιο μοντέλο, χωρίς «ξυπόλητους» και «ξεβράκωτους»(4) φαινόταν λιγότερο επικίνδυνο. Η Λοράνς Παριζό, πρόεδρος του συνδέσμου επιχειρηματιών, δεν πρόδωσε το αξίωμά της δηλώνοντας σε δημοσιογράφο των «Financial Times» : «Λατρεύω τη Γαλλική ιστορία αλλά δεν μου αρέσει η Επανάσταση. Ήταν μια πράξη ακραίας βίας η οποία μας κάνει ακόμα να υποφέρουμε. Υποχρέωσε τον καθένα μας να επιλέξει στρατόπεδο». Και πρόσθεσε: «Η δημοκρατία μας δεν είναι τόσο επιτυχημένη, όσο της Αγγλίας». (5)

Η σημασία της επανάστασης 
«Να επιλέξει στρατόπεδο». Αυτού του είδους η κοινωνική πόλωση είναι προβληματική, όταν αντίθετα θα έπρεπε να είμαστε όλοι αλληλέγγυοι με την επιχείρηση, με το αφεντικό, με τη μάρκα –αλλά ο καθένας από τη θέση του. Γιατί στα μάτια όσων δεν την εκτιμούν, το πρόβλημα με την επανάσταση δεν είναι η βία –ένα φαινόμενο λυπηρά συνηθισμένο στην ιστορία- αλλά η ανατροπή της κοινωνικής τάξης, πράγμα σπανιότερο, που επέρχεται με τον πόλεμο ανάμεσα στους κατέχοντες και τους προλετάριους.

Το 1988, ο πρόεδρος Μπους, ψάχνοντας για ένα ισχυρό επιχείρημα, κατηγόρησε τον αντίπαλό του από το Δημοκρατικό, τον Μάικλ Δουκάκη, έναν πλήρως ακίνδυνο τεχνοκράτη: «Θέλει να μας χωρίσει σε τάξεις. Αυτό είναι καλό για την Ευρώπη, αλλά εδώ είναι Αμερική». Κοινωνικές τάξεις στην Αμερική! Καταλαβαίνει κανείς το μέγεθος μιας τέτοιας κατηγορίας. Σε σημείο που είκοσι χρόνια αργότερα, όταν η κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας επέβαλε θυσίες τόσο άνισες, όσο και τα κέρδη πριν από αυτές – ένας στίχος της «Διεθνούς» ζητά «να δώσει ο κλέφτης το λαιμό του»…(6)- ο νυν ένοικος του Λευκού Οίκου έκρινε επείγον να κατευνάσει τη λαϊκή οργή: «Ένα από τα σημαντικότερα διδάγματα της κρίσης είναι ότι η οικονομία μας δε λειτουργεί παρά μόνο εάν είμαστε όλοι μαζί. […] Δεν γίνεται να βλέπουμε ένα δαίμονα σε κάθε επενδυτή ή σε κάθε επιχειρηματία που προσπαθεί να βγάλει κέρδος». (7) Το είχαμε ήδη υποπτευθεί, ο Μπαράκ Ομπάμα δεν θα κάνει επανάσταση.

 «Η επανάσταση είναι κατ’ αρχήν ρήξη. Εκείνος που δεν αποδέχεται τη ρήξη με την καθεστηκυία τάξη, με την καπιταλιστική κοινωνία, δεν μπορεί να είναι μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος». Αυτά έλεγε ο Φρανσουά Μιτεράν το 1971. Από τότε, οι όροι εγγραφής στο ΣΚ έγιναν λιγότερο δρακόντειοι αφού δεν αποκλείουν ούτε το γενικό διευθυντή του ΔΝΤ, Ντομινίκ Στρος-Καν, ούτε το γενικό διευθυντή του ΠΟΕ, Πασκάλ Λαμί. 

Επανάσταση και βία
Η ιδέα της επανάστασης υποχώρησε και αλλού, ακόμα και στους πιο ριζοσπαστικούς σχηματισμούς. Έτσι, η δεξιά προσεταιρίστηκε τη λέξη, η οποία προφανώς ήταν ακόμα φορέας ελπίδας, για να την κάνει συνώνυμο της παλινόρθωσης, της καταστροφής του ιστού κοινωνικής προστασίας που είχε κατακτηθεί από την «καθεστηκυία τάξη».

Οι επαναστάσεις κατηγορούνται, πάντως, για ακραία βία. Για παράδειγμα, αναφέρεται με απαξίωση η σφαγή των Ελβετών φρουρών κατά την κατάληψη του Κεραμικού, τον Αύγουστο του 1792 ή η σφαγή της τσαρικής οικογένειας στο Αικατερίνενμπουργκ, τον Ιούλιο του 1918 ή ακόμη η σφαγή των αξιωματικών του στρατού του Τσανγκ Και Σεκ μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους κινέζους κομμουνιστές, το 1949. Τότε όμως δεν θα έπρεπε να κρύβουμε την πείνα του κόσμου, την ώρα που οι ευγενείς χόρευαν στις Βερσαλλίες και οι ιερείς μάζευαν νέους φόρους. Ούτε τους εκατοντάδες ειρηνικούς διαδηλωτές, που σφαγιάστηκαν την «κόκκινη Κυριακή» του Ιανουαρίου 1905, από τους στρατιώτες του Νικόλαου Β’. Ούτε τους επαναστάτες της Καντόνας και της Σαγκάης που κάηκαν ζωντανοί, μέσα στα καζάνια των ατμομηχανών, το 1927. Για να μην αναφέρουμε την καθημερινή κοινωνική βία.

Το επεισόδιο με τους επαναστάτες που κάηκαν ζωντανοί δεν σημάδεψε μόνο όσους ενδιαφέρονται για την ιστορία της Κίνας. Είναι επίσης γνωστό από τα εκατομμύρια των αναγνωστών της «Ανθρώπινης Μοίρας», (8) αφού για δεκαετίες, οι μεγαλύτεροι συγγραφείς και καλλιτέχνες συμμάχησαν με το εργατικό κίνημα για να υμνήσουν τις επαναστάσεις, το αύριο που τραγουδά. (9) Ακόμα κι αν, είναι αλήθεια, ελαχιστοποίησαν, τα προβλήματα, τις τραγωδίες, το ξύπνημα απ’ τ’ άγρια χαράματα (πολιτική αστυνομία, λατρεία προσώπων, νεποτισμός, στρατόπεδα εργασίας, εκτελέσεις).

Αντίθετα, εδώ και τριάντα χρόνια δεν μιλάμε παρά μόνο γι’ αυτά. Συνίστανται, μάλιστα για να επιτύχει κάποιος στο Πανεπιστήμιο, στον Τύπο, για να λάμψει στην Ακαδημία. «Επανάσταση σημαίνει έκρηξη βίας. Οι κοινωνίες μας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες. Η μέγιστη ευθύνη εκείνων που έχουν δημόσιο βήμα είναι να προειδοποιούν ενάντια σ’ αυτήν την έκρηξη», εξηγεί ο Μαξ Γκαλό. (10) Ο Φυρέ, από την πλευρά του, εκτιμούσε ότι κάθε προσπάθεια ριζικού μετασχηματισμού ήταν ολοκληρωτική ή τρομοκρατική και ότι «είναι σχεδόν αδύνατον να διανοηθεί κανείς, μιας άλλη κοινωνία». Συμπέρασμά του είναι ότι «είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε στον κόσμο που ζούμε». (11) Καταλαβαίνει κανείς ότι μια τέτοια μοίρα ικανοποιεί τις προσδοκίες των αναγνωστών του, οι οποίοι σε γενικές γραμμές είναι προστατευμένοι από τις καταιγίδες, ζώντας μια ευχάριστη ύπαρξη με δείπνα και φιλολογικές συζητήσεις.

Η επανάσταση ως αντίπαλο δέος
Η φοβία των επαναστάσεων και η άμεση συνέπειά της, η νομιμοποίηση του συντηρητισμού, αποκαλύπτουν και άλλους λαμπαδηδρόμους εκτός από τον Γκαλό και τον Φυρέ, στα μέσα ενημέρωσης και στον κινηματογράφο ακόμα. Εδώ και τριάντα χρόνια, θέλησαν να θεμελιώσουν ότι εκτός φιλελεύθερης δημοκρατίας, υπάρχουν μόνο τυραννικά καθεστώτα σε συνέργεια μεταξύ τους. Η σημασία που πήρε η γερμανοσοβιετική συμφωνία υπήρξε πιο σημαντική από άλλες παρά φύσιν συμμαχίες όπως οι συμφωνίες του Μονάχου και η χειραψία ανάμεσα στον Αδόλφο Χίτλερ και τον Νέβιλ Τσάμπερλεν. Τουλάχιστον ο Ναζί και ο συντηρητικός είχαν κοινό σημείο το μίσος τους για τα λαϊκά μέτωπα. Και ο ίδιος φόβος των τάξεων ενέπνευσε τους αριστοκράτες της Φεράρας και τους σιδεράδες της κοιλάδας του Ρουρ να ευνοήσουν την άφιξη στην εξουσία του Μουσολίνι και του Τρίτου Ράιχ. (12) Αυτά επιτρέπεται να τα θυμίζουμε;

Αν είναι έτσι ας πάμε παρακάτω. Ο Λέον Μπλουμ, ενώ θεωρητικοποιούσε την άρνησή του για μια επανάσταση σοβιετικού τύπου, την οποία ένας από τους φίλους του είχε χαρακτηρίσει «μπλανκισμό με ρώσικη» (13), αναζήτησε τα όρια της κοινωνικής μεταλλαγής, με την καθολική ψήφο ως μοναδικό όπλο. «Δεν είμαστε εντελώς σίγουροι ότι οι εκπρόσωποι και οι ηγέτες της σημερινής κοινωνίας, τη στιγμή που οι θεμελιώδεις αρχές μοιάζουν ν’ απειλούνται ιδιαίτερα, δεν θα βγουν και οι ίδιοι έξω από τα όρια της νομιμότητας», προειδοποιούσε το 1924. Πράγματι, τέτοιου τύπου «παραβιάσεις» δεν έλειψαν, από το «pronunciamiento» του Φράνκο,(14) το 1396 μέχρι το πραξικόπημα του Πινοσέτ, το 1973, χωρίς να ξεχάσουμε την ανατροπή του Μοσαντέκ από το Σάχη, στο Ιράν, το 1953. Ο σοσιαλιστής ηγέτης υπογράμμιζε ότι «στη Γαλλία ποτέ η Δημοκρατία δεν εδραιώθηκε από μία νόμιμη ψήφο σύμφωνη με τις συνταγματικές επιταγές. Εδραιώθηκε χάρη στη θέληση του εξεγερμένου λαού, ενάντια στην υπάρχουσα νομιμότητα». (15)

Επανάσταση και Ιστορία
Σήμερα το χρησιμοποιούμε για να μειώσουμε τις άλλες μορφές συλλογικής παρέμβασης (ανάμεσά τους και οι απεργίες στο δημόσιο τομέα, οι οποίες συγκρίνονται με την κράτηση ομήρων) και έτσι η καθολική ψήφος έχει αναχθεί στο άλφα και το ωμέγα κάθε πολιτικής δράσης. Τα ερωτήματα που έθεσε ο Λεόν Μπλουμ είναι ακόμα σύγχρονα: «Σήμερα ζούμε μια πλήρη πραγματικότητα; Η επήρεια του αφεντικού και του ιδιοκτήτη, δεν βαραίνει, άραγε, στους ψηφοφόρους μέσω της πίεσης που ασκούν οι οικονομικές εξουσίες και ο Τύπος; Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας είναι, άραγε, εκείνο της ψήφου του κάθε ελεύθερου ψηφοφόρου, ελεύθερου από άποψη κουλτούρας της σκέψης, ανεξαρτησίας του ατόμου; Και για να απελευθερώσουμε το άτομο, δεν είναι, άραγε, απαραίτητη η επανάσταση;» (16). Κι όμως θα μπορούσε κανείς να ψιθυρίσει ότι το αποτέλεσμα της κάλπης αντιστάθηκε στις συνδυασμένες πιέσεις της εργοδοσίας, της οικονομικής εξουσίας και του Τύπου, σε τρεις ευρωπαϊκές χώρες, την Ολλανδία, τη Γαλλία και την Ιρλανδία. Και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, δεν λήφθηκε υπ’ όψιν.

«Χάσαμε όλες τις μάχες, αλλά έχουμε τα καλύτερα τραγούδια». Ο συγγραφέας, ένας δημοκράτης μαχητής που βρήκε καταφύγιο στη Γαλλία μετά τη νίκη του Φράνκο, συνοψίζει με τον τρόπο του τους συντηρητικούς και τη βασανιστική παιδαγωγική της υποταγής. Με απλά λόγια, οι επαναστάσεις αφήνουν στην ιστορία και στην ανθρώπινη συνείδηση ένα ανεξίτηλο σημάδι, ακόμα και όταν αποτυγχάνουν, ακόμα και όταν τις ατιμάζουν. Πράγματι, ενσαρκώνουν τη σπάνια αυτή στιγμή όπου η μοίρα ξεσηκώνεται και ο λαός παίρνει προβάδισμα. Γιατί ο καθένας με τον τρόπο του, οι αντάρτες του Ποτέμκιν, οι επιζώντες της Μεγάλης Πορείας, οι «barbudos» της Σιέρα Μαέστρα ανασταίνουν την πράξη των στρατιωτών του Έτους ΙΙ για το οποίο ο βρετανός ιστορικός Έρικ Χόμπσμπαουμ έγραψε: «η Γαλλική Επανάσταση αποκάλυψε τη δύναμη ενός λαού με τρόπο που δεν επέτρεψε σε καμία κυβέρνηση να τον ξεχάσει- μόνο και μόνο από την ανάμνηση ενός στρατού φτιαγμένου την τελευταία στιγμή και ανεκπαίδευτου, αλλά νικηφόρου έναντι του ισχυρού συνασπισμού των επίλεκτων και έμπειρων στρατευμάτων των ευρωπαϊκών μοναρχιών». (17)

Δεν πρόκειται απλώς και μόνο για «ανάμνηση»: το σύγχρονο πολιτικό λεξιλόγιο και τα μισά δικαστικά συστήματα του κόσμου εμπνέονται από τον κώδικα που εφηύρε η Επανάσταση. Και όποιος θυμάται τον «τριτοκοσμισμό» της δεκαετίας του ’60 μπορεί ν’ αναρωτηθεί εάν ένα μέρος της δημοφιλίας του στην Ευρώπη δεν προήλθε μόνο και μόνο από το συναίσθημα της αναγνώρισης (με τη διπλή έννοια της λέξης: αναγνώριση και παραδοχή) που ξύπνησε. Πράγματι, το επαναστατικό ιδεώδες του Διαφωτισμού, δημοκρατικό και απελευθερωτικό, φάνηκε να ξαναγεννιέται στο Νότο, εν μέρει χάρη στους Βιετναμέζους, τους Αλγερινούς, τους Κινέζους, του Χιλιανούς που είχαν κάνει «τα μαθήματά τους» στη Γηραιά Ήπειρο.

Η αυτοκρατορία μεγάλωνε, νέες αποικίες έπαιρναν τη σκυτάλη, η επανάσταση συνεχίζονταν. Η σημερινή κατάσταση είναι διαφορετική. Η απελευθέρωση της Κίνας και της Ινδίας, η εδραίωση της θέσης τους στη διεθνή σκηνή προκαλούν εδώ κι εκεί περιέργεια και συμπάθεια, αλλά δεν έχουν καμία αναφορά σε «παγκόσμια» ελπίδα, που να συνδέεται, για παράδειγμα με την ισότητα, με τα δικαιώματα των καταπιεσμένων, με ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης, με την αποτροπή των συντηρητικών παλινορθώσεων.

Ο σημερινός ενθουσιασμός που προκαλεί η Λατινική Αμερική είναι μεγαλύτερος γιατί ο πολιτικός προσανατολισμός είναι ταυτόχρονα δημοκρατικός και κοινωνικός. Μια κάποια ευρωπαϊκή αριστερά δικαιολογεί εδώ και είκοσι χρόνια την προτεραιότητα που δίνει στα αιτήματα των μεσαίων τάξεων θεωρητικοποιώντας το τέλος της «επαναστατικής παρένθεσης», την πολιτικής εξάλειψη των λαϊκών στρωμάτων. Αντίθετα, οι κυβερνήσεις της Βενεζουέλας και της Βολιβίας κινητοποιούν και πάλι τις τάξεις αυτές αποδεικνύοντάς τους ότι κάποιος νοιάζεται γι’ αυτούς, ότι η ιστορική τους μοίρα δεν έχει σφραγιστεί, ότι με λίγα λόγια, η μάχη συνεχίζεται.

Το τέλος των επαναστάσεων;
Όσο επιθυμητές κι αν είναι, οι επαναστάσεις σπανίζουν. Προϋποθέτουν ταυτόχρονα μια μάζα δυσαρεστημένων, έτοιμων να δράσουν, ένα κράτος του οποίου η νομιμότητα αμφισβητείται από ένα μέρος των υποστηρικτών του (εξαιτίας της ανικανότητάς της στον οικονομικό ή στρατιωτικό τομέα ή εξαιτίας εσωτερικών διχασμών που την παραλύουν και κατόπιν τη διαλύουν). Τέλος η προΰπαρξη ριζοσπαστικών ιδεών για την αμφισβήτηση της καθεστηκυίας τάξης, μειοψηφικών στην αρχή αλλά στις οποίες θα μπορούν να βασιστούν όλοι όσοι έχουν χάσει την παλιά τους αντίληψη ή πίστη. (18)

Η αμερικανίδα ιστορικός Βικτόρια Μπόνελ, μελέτησε τους εργάτες της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης, τις παραμονές του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Καθώς πρόκειται για τη μοναδική περίπτωση όπου η συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα υπήρξε ο πρωταγωνιστής μιας «επιτυχημένης» επανάστασης, αξίζει να αναφέρουμε το συμπέρασμά της: «Αυτό που χαρακτηρίζει την επαναστατική συνείδηση, είναι η πίστη ότι τα αιτήματα δεν μπορούν να ικανοποιηθούν παρά μόνο μέσω της αλλαγής των υπαρχόντων θεσμών και μέσω της εγκαθίδρυσης μιας διαφορετικής κοινωνικής οργάνωσης» (19) Η συνειδητοποίηση αυτή δεν έρχεται αυθόρμητα, χωρίς μια προηγούμενη πολιτική κινητοποίηση και ένα διανοητικό αναβρασμό.

Ακόμα περισσότερο, μια που γενικότερα -και είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα- οι διεκδικήσεις των κοινωνικών κινημάτων είναι κατ’ αρχήν αμυντικές. Θέλουν να εδραιώσουν ξανά το κοινωνικό συμβόλαιο το οποίο θεωρούν ότι παραβιάστηκε από τα αφεντικά, τους ιδιοκτήτες γης, τους τραπεζίτες, τους κυβερνώντες. Το ψωμί, η δουλειά, η κατοικία, οι σπουδές, το αύριο: όχι (ακόμα) ένα «λαμπρό μέλλον», αλλά η «εικόνα ενός παρόντος χωρίς τα πιο επίπονα χαρακτηριστικά του». (20) Μόνο αφού η ανικανότητα των ηγετών να ικανοποιήσουν τις υποχρεώσεις που νομιμοποιούν τη θέση και τα προνόμιά τους γίνει ολοφάνερη, τίθεται, μερικές φορές η ερώτηση -πέρα από τους κύκλους των πολιτικά στρατευμένων- αν «οι βασιλιάδες, οι καπιταλιστές, οι ιερείς, οι στρατηγοί, οι γραφειοκράτες, έχουν κοινωνική χρησιμότητα». (21) Μπορούμε τότε, να μιλήσουμε για επανάσταση. Η μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο μπορεί να γίνει γρήγορα –δύο χρόνια το 1789, μερικοί μήνες το 1917 ή να μη γίνει καθόλου.

Εδώ και δύο αιώνες σχεδόν, εκατομμύρια πολιτικά ή συνδικαλιστικά στρατευμένοι, ιστορικοί, κοινωνιολόγοι εξέτασαν τις παραμέτρους που καθορίζουν το αποτέλεσμα: η κυβερνούσα τάξη είναι διασπασμένη και χωρίς ηθικό; Είναι ο κατασταλτικός της μηχανισμός αλώβητος; Οι κοινωνικές τάξεις που επιθυμούν την αλλαγή είναι οργανωμένες και ικανές να συνεννοηθούν μεταξύ τους; Σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου δεν έγιναν τόσες μελέτες πάνω στο θέμα, όσο στις ΗΠΑ, όπου το ζητούμενο ήταν να κατανοήσουν καλύτερα τις επαναστάσεις, να αποδεχθούν όσα επέφεραν με στόχο να αποφύγουν κάθε πιθανότητα να συμβούν.

Η αξιοπιστία των εργασιών αυτών αποδείχθηκε… τυχαία. Για παράδειγμα, το 1977, ανησυχούσαν κυρίως για την «ακυβερνησία» των καπιταλιστικών κοινωνιών. Και, σε αντίθεση, ετίθεντο ερωτήματα όπως «γιατί η ΕΣΣΔ είναι τόσο σταθερή»; Πληθώρα οι απαντήσεις: προτίμηση των σοβιετικών ηγετών και του λαού για τάξη και σταθερότητα, συλλογική κοινωνικοποίηση απέναντι στις αξίες του καθεστώτος, μη σωρευτική φύση των προβλημάτων προς επίλυση, κάτι που επιτρέπει τις μανούβρες στο κόμμα, καλά οικονομικά αποτελέσματα που συμβάλλουν στη σταθερότητα, άνοδος του βιοτικού επιπέδου, στάτους μεγάλης δύναμης, κτλ (22) Ο πασίγνωστος πολιτειολόγος του Πανεπιστημίου του Γέιλ, Σάμιουελ Χάντιγκτον έβγαζε το εξής συμπέρασμα: «Καμία από τις προκλήσεις που προβλέπονται για τα επόμενα χρόνια δεν μοιάζει να είναι ποιοτικά διαφορετική από εκείνες στις οποίες το σοβιετικό σύστημα κατάφερε ήδη ν’ απαντήσει». (23)

Όλοι γνωρίζουμε τη συνέχεια…

Υποσημειώσεις 

1. «Le Figaro», Παρίσι, 9-4-09. 
2. ΣτΜ: Το Έτος ΙΙ του δημοκρατικού ημερολογίου ξεκίνησε στις 22 Σεπτεμβρίου 1793 και έληξε στις 21 Σεπτεμβρίου 1794.
3. «Με δύο λόγια, αυτό που απαιτεί η νεοφιλελεύθερη ευαισθησία είναι μια επανάσταση “ντεκαφεϊνέ”, μια επανάσταση χωρίς τη γεύση της επανάστασης», συνοψίζει Slavoj Zizek στο «Ροβεσπιέρος: Αρετή και τρομοκρατία: Λόγοι από τη Γαλλική Επανάσταση», Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2008.
4. ΣτΜ: Ο όρος «ξεβράκωτος», παρ’ όλο που έχει κυριαρχήσει δεν είναι ακριβής. Το sans-culottes δεν αναφέρεται στο σημερινό «βρακί» αλλά στο τότε είδος στενής «βράκας» που φορούσαν οι αριστοκράτες. Σε αντίθεση, οι επαναστάτες φορούσαν παντελόνια. 
5. «Financial Times Magazine», Λονδίνο, 7-8 Οκτωβρίου 2006.
6. ΣτΜ: Ο στίχος δεν υπάρχει στην ελληνική απόδοση της Διεθνούς.
7. Συνέντευξη τύπου στις 24 Μαρτίου 2009.
8. ΣτΜ: Malraux, André, Εξάντας, 2005. Αρκεί να θυμηθούμε και τους στίχους στα ελληνικά της επαναστατικής μελοποιίας: «Και στην Καντόνα, σφάζουν ακόμα προλεταρίους ηρωικούς…»
9. ΣτΜ: «Το αύριο που τραγουδά», τίτλος της αυτοβιογραφίας του Γκαμπριέλ Περί, βουλευτή του ΚΚΓ, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς, το 1941. Σε αυτήν περιλαμβάνεται το αποχαιρετιστήριο γράμμα, που συνέγραψε την παραμονή της εκτέλεσής του, το οποίο περιλαμβάνει τη φράση. «Πιστεύω ακόμα και αυτή τη νύχτα ότι ο αγαπητός μου Πολ Βαγιάν-Κουτουριέ είχε δίκιο όταν έλεγε ότι ο κομμουνισμός είναι η νεολαία του κόσμου και ότι ετοιμάζει το αύριο που τραγουδά».
10. «Le Point», Παρίσι, 25-2-09. ΣτΕ: Max Gallo, ακαδημαϊκός, δημοσιογράφος και συγγραφέας, θήτευσε στο ΚΚΓ πριν περάσει στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και κατόπιν ακολουθήσει τον Ζαν-Πιέρ Σεβενμάν.
11. François Furet, «Le Passé d’une illusion. Essai sur l’idée communiste au XXe siècle», Robert Laffont -Calmann-Lévy, 1995, σ .572. ΣτΕ: Ακαδημαϊκός, ιστορικός (με εξειδίκευση στη Γαλλική Επανάσταση) και αρθρογράφος, θήτευσε επίσης στο ΚΚΓ πριν περάσει στο Σοσιαλιστικό Κόμμα.
12. Το 1970, ο Βιτόριο ντε Σίκα στο «Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι» και ο Λουτσίνο Βισκόντι στο «οι Καταραμένοι» αναφέρθηκαν σε αυτό το θέμα. 
13. ΣτΜ: « blanquisme à la sauce tartare ». Λογοπαίγνιο αμετάφραστο στα ελληνικά. Το «blanquisme» είναι σχεδόν ομόηχο με το «blanquette», παραδοσιακός αριστοκρατικός τρόπος μαγειρέματος του αρνιού ή του μοσχαριού με άσπρη σάλτσα. Η «sauce tartare» είναι μια δημοφιλής σάλτσα με βάση τη μαγιονέζα αλλά με όνομα που παραπέμπει στη Ρωσία. Για τη θεωρία του Αύγουστου Μπλανκί, βλ.Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Μπλανκισμός και Σοσιαλδημοκρατία», http://politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=6286
14. ΣτΜ: «pronunciamiento», δήλωση. Μια ομάδα αξιωματικών, μια «junta», δηλώνει την αντίθεσή της με την υπάρχουσα κυβέρνηση και περιμένει την αντίδραση του υπόλοιπου στρατού. Αν δεν λάβει υποστήριξη, οι χαμένοι αποσύρονται, αλλιώς η κυβέρνηση (δημοκρατικά εκλεγμένη ή προηγούμενη χούντα) παραιτείται.
15. Léon Blum, « L’idéal socialiste », «La Revue de Paris», Μάιος 1924. Αναφέρεται από τον Jean Lacouture, «Léon Blum», Seuil, Παρίσι, 1977, σ. 201.
16. όπ.π. 
17. Eric J. Hobsbawm, «Aux armes, historiens. Deux siècles d’histoire de la Révolution française», La Découverte, Paris, 2007, p. 123.
18. Βλ. Jack A. Goldstone's «Revolution, Revolution», Wadsworth Publishing, Μπέλμοντ (Καλιφόρνια), 2002, και Theda Skocpol, «États et révolutions Socials», Fayard, Παρίσι, 1985.
19. Victoria Bonnell, The Roots of Rebellion. Workers' Politics and Organizations in St. Petersburg and Moscow, 1900-1914, p.7, Editeur/ville,.
20. Barrington Moore, «Injustice. The Social Bases of Obedience and Revolt», Sharpe, White Plains, NY, 1978, σ. 209. 
21. Οπ. π, σ. 84. 
22. Βλ. Seweryn Bialer, «Stalin’s Successors. Leadership, stability, and change in the Soviet Union», Cambridge University Press, 1977. 
23. Samuel Huntington, « Remarks on the Meaning of Stability in the Modern Era », στο S. Bialer and S. Sluzar, ed. «Radicalism in the Contemporary Age, 3- Strategies and Impact of Contemporary Radicalism», Westview Press, Boulder, CO, 1977, σ. 277. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.