Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

Στη σκιά της αμερικανικής σκέψης


Le Monde Diplomatique

Υπάρχει ευρωπαϊκή στρατηγική σκέψη;

Του Pierre Conesa Πρώην υψηλόβαθμου αξιωματούχου, συγγραφέα, μεταξύ άλλων, του βιβλίου «Les Mécaniques du Chaos. Bushisme, Prolifération et Yerrorisme», L’Aube, Παρίσι, 2007.

Το Ινστιτούτο Στρατηγικών Ερευνών της Στρατιωτικής Σχολής, που μόλις ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του γαλλικού υπουργείου Άμυνας, απλώς φανερώνει την αδυναμία της γαλλικής στρατηγικής σκέψης. Τα λιγοστά μέσα που θα διαθέτει το νέο ινστιτούτο και ο προσανατολισμός του προς τις διεθνείς μελέτες παρά προς την αναζήτηση ενός ανεξάρτητου στρατηγικού δόγματος δημιουργούν την εντύπωση ότι η Ευρώπη δεν θα καλύψει το χαμένο έδαφος και ότι τα αμερικανικά «think tanks» θα συνεχίσουν να καθορίζουν το πλαίσιο των δυτικών στρατηγικών αναλύσεων.
«Θα σας προσφέρουμε τη χειρότερη υπηρεσία, θα σας αφήσουμε χωρίς εχθρό!», προειδοποίησε το 1989, αμέσως μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο Σοβιετικός διπλωμάτης Αλεκσάντρ Αρμπάτοφ. «Ο σοβιετικός εχθρός είχε όλες τις ιδιότητες ενός “ιδανικού” εχθρού: στιβαρός, μόνιμος, συνεκτικός. Στρατιωτικά, μας έμοιαζε, δομημένος στο μέγιστο βαθμό με βάση το “μοντέλο Κλαούζεβιτς”. Οπωσδήποτε ανησυχητικός, αλλά γνωστός και προβλέψιμος (1)». Η εξαφάνισή του προκάλεσε στους στρατηγικούς αναλυτές των δυτικών δημοκρατιών βαθιά σύγχυση. Για κάποιο καιρό, υποστήριζαν ότι «πρέπει να παραμείνουμε σε επιφυλακή» και «να μην ενδώσουμε πολύ γρήγορα στα οφέλη της ειρήνης», αλλά με μισή καρδιά. Χρειάστηκε να περάσουν είκοσι χρόνια για να οριστεί ξανά η Ρωσία ως «σοβαρή απειλή».

Από τότε, ελάχιστα απασχολεί το γεγονός ότι το ιταλικό οργανωμένο έγκλημα σκοτώνει περισσότερους ανθρώπους από ό,τι η ρωσική μαφία. Ανησυχία εμπνέει η τελευταία. Με τον ίδιο τρόπο, το παρελθόν του Βλαντίμιρ Πούτιν, που υπήρξε ένας ταπεινός αντισυνταγματάρχης της Komitet Gossoudarstvennoï Bezopasnost (KGB) –της υπηρεσίας κρατικής ασφάλειας της πρώην ΕΣΣΔ- προκαλεί πολύ περισσότερο ενδιαφέρον από την αναρρίχηση στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου (1989-1993), ο οποίος υπήρξε, εντούτοις, πρώην επικεφαλής της CIA…




Ο απειλητικός «Άλλος»
Στη διαμόρφωση της εικόνας ενός εχθρού, οι θεσμοί στρατηγικής σκέψης παίζουν πρωταρχικό ρόλο. Πρόκειται, μάλιστα, για έναν από τους τρεις λόγους ύπαρξής τους: προσδιορισμός ενός απειλητικού «Άλλου», δικαιολόγηση του συστήματος άμυνας, μέσω της ιεράρχησης των κινδύνων, νομιμοποίηση της χρήσης βίας. Ο συγγραφέας Πολ Ντίκσον έκανε λόγο, ήδη από το 1971, για «στρατιωτικο-διανοητικό σύμπλεγμα (2)», θέλοντας να περιγράψει τον τεράστιο μηχανισμό-κληρονομιά του Ψυχρού Πολέμου. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχουν από πεντακόσια έως χίλια πεντακόσια think tanks (ιδιωτικά ή δημόσια ιδρύματα ερευνών), το διασημότερο από τα οποία, η Rand Corporation, απασχολεί περίπου χίλια πεντακόσια άτομα -με πέντε γραφεία στις Ηνωμένες Πολιτείες και τέσσερα στο εξωτερικό- και διαθέτει προϋπολογισμό 130 εκατομμυρίων δολαρίων (3).

Τίποτε παρόμοιο δεν υπάρχει στις υπόλοιπες δημοκρατίες: η Αντιπροσωπεία Στρατηγικών Υποθέσεων του γαλλικού υπουργείου Άμυνας αριθμεί μόλις εκατό άτομα και διαθέτει προϋπολογισμό μελετών γύρω στα 4 εκατομμύρια ευρώ, για να μπορεί να προσελκύσει πανεπιστημιακούς ειδικούς. Το Stockholm International Peace Research Institute (SIPRI), στη Σουηδία, περιορίζεται σε πενήντα ερευνητές, ενώ το International Institute for Strategic Studies (IISS), στη Μεγάλη Βρετανία, απασχολεί σαράντα αναλυτές, με προϋπολογισμό 9,2 εκατομμύρια ευρώ. Επομένως, ο δυτικός στρατηγικός προβληματισμός διατυπώνεται κατά κύριο λόγο από τους αμερικανικούς στρατηγικούς κύκλους και, στη συνέχεια, υιοθετείται από τους υπολοίπους.

Η «απειλή του Νότου»
Μετά την απελευθέρωση του Κουβέιτ, πιστέψαμε «στην απειλή του Νότου», που ερχόταν να υποκαταστήσει «την εξ Ανατολής απειλή». Ένας απλός γεωγραφικός αναπροσανατολισμός ίσως επέτρεπε τη διατήρηση του ίδιου στρατηγικού πλαισίου και των ίδιων μέσων υποστήριξής του. Ο Νότος, όμως, είναι πολύ ετερογενής και δύσκολα επιδεχόταν τέτοιες γενικεύσεις, μέχρι που εμφανίστηκε η άποψη περί «σύγκρουσης των πολιτισμών», με την αιγίδα του Αμερικανού καθηγητή Πολιτικών Επιστημών Σάμιουελ Χάντινγκτον (4).

Έτσι, άρχισαν να εμπνέουν ανησυχία οι «γκρίζες ζώνες» και τα «χρεοκοπημένα κράτη» (failed states), όπου δεν ίσχυε το διεθνές δίκαιο. Το βιβλίο «Η Μεγάλη Σκακιέρα» του Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι (5), πρώην συμβούλου του Αμερικανού προέδρου Τζέιμς Κάρτερ, έγινε το ευαγγέλιο της μονομερούς προσέγγισης των Αμερικανών ιθυνόντων. Σημασία πλέον δεν έχει ο εχθρός, αλλά η διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας: «Αφού η χωρίς προηγούμενο ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών είναι καταδικασμένη να μειωθεί, προτεραιότητα έχει η διαχείριση της ανάδυσης νέων παγκόσμιων δυνάμεων με τέτοιο τρόπο ώστε να μην θέτουν σε κίνδυνο την αμερικανική υπεροχή (6)».

Η επανάκτηση του ελέγχου των θεσμών στρατηγικού προβληματισμού από τους νεο-συντηρητικούς θα αποτελέσει σημαντική καμπή. Το 1997, οι νεο-συντηρητικοί ιδρύουν το Project for a New American Century (PNAC), το οποίο ορίζεται ως ένας εκπαιδευτικός οργανισμός που θέτει ως κύρια προτεραιότητά του για τον 21ο αιώνα «η αμερικανική πρωτοκαθεδρία να είναι επωφελής για την Αμερική και, συγχρόνως, επωφελής για τον κόσμο». Η έκθεση «Rebuilding America’s Defenses» (Ανοικοδομώντας τις Αμερικανικές Άμυνες), η οποία συντάχθηκε από τα μέλη του PNAC πριν τις 11 Σεπτεμβρίου 2001, θέτει ως θεμιτές και νόμιμες τις αρχές των προληπτικών πολέμων και της χρήσης μικρής δυναμικότητας πυρηνικών όπλων.

Στρατηγική ανάλυση και διαφάνεια
Στις δημοκρατικές χώρες, οι στρατηγικοί αναλυτές υποχρεώνονται να λειτουργούν με κάποιο βαθμό διαφάνειας και να εκφράζουν τις απόψεις τους δημόσια, με επίσημο ή ημιεπίσημο τρόπο: Λευκή Βίβλος για την Άμυνα, στη Γαλλία, το 1994 και το 2008, «Strategic Defence Review» (SDR) το 1998 και «SDR New Chapter», το 2002, στη Μεγάλη Βρετανία, «Towards a grand strategy for an uncertain world, Renewing Transatlantic Partnership» [«Προς μια φιλόδοξη στρατηγική σε έναν αβέβαιο κόσμο. Η ανανέωση της διατλαντικής συνεργασίας»], στις Ηνωμένες Πολιτείες (2007), κτλ. Όλες αυτές οι εκθέσεις εξηγούσαν ότι δεν υπάρχουν πλέον σοβαροί εχθροί, αλλά ότι η αμυντική προσπάθεια έπρεπε να διατηρηθεί, υιοθετώντας μια στρατηγική προσέγγιση και παρέχοντας διάφορες βάσεις νομιμοποίησης: ο εχθρός, οι απειλές, η καταστροφή του πλανήτη, έχουν αντικατασταθεί από «προκλήσεις», «αβεβαιότητες», «κρίσεις», «κινδύνους», «μεταλλάξεις» ή «συμφέροντα».

Ελλείψει εχθρών, ο αμερικανικός στρατηγικός προβληματισμός έχει αφοσιωθεί σε έναν «τεχνολογικό φετιχισμό»: η «Επανάσταση στις Στρατιωτικές Υποθέσεις»-[Revolution in Military Affairs], την οποία προωθεί ο οργανισμός Office of Net Assessment του Άντι Μάρσαλ, εγκωμιάζει τα λεγόμενα «όπλα ακριβείας» και προσπαθεί να καταστήσει τον πόλεμο αποδεκτό, υποστηρίζοντας ότι περιορίζουν τις παράπλευρες απώλειες και μειώνουν τον αριθμό των νεκρών. Στη συνέχεια, εμφανίζεται η θεματική του κυβερνο-πολέμου (της οποίας ο ιός της χιλιετίας θα αποτελέσει τη δημόσια εκδοχή), (7) η αντι-πυραυλική άμυνα, οι προσεγγίσεις C2I, C3I, C4I και, τώρα πια, C5I (8), η «διαφάνεια» του πεδίου της μάχης, η αρχιτεκτονική των συστημάτων διαχείρισης συστημάτων, κτλ.

Τεχνική συλλογή πληροφοριών
Στην τάση αυτή ανταποκρίθηκε η προτίμηση για την τεχνική συλλογή πληροφοριών σε βάρος των ανθρώπινων δικτύων πληροφόρησης, που έδειξε τα όριά της στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και, στη συνέχεια, στους πολέμους του Αφγανιστάν και του Ιράκ. Όλες οι παραπάνω τεχνολογικές κατακτήσεις στόχευαν έναν αντίπαλο που θα υιοθετούσε παραδοσιακές τεχνικές πολέμου. Δεν βρέθηκε παρά μόνο ένας: ο Σαντάμ Χουσεϊν, κατά την πρώτη φάση του πολέμου στο Ιράκ (20 Μαρτίου-1η Μαϊου 2003). Έκτοτε, οι εμπόλεμοι εγκατέλειψαν τις μετωπικές αναμετρήσεις.
Οι επιθέσεις εναντίον του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου και του Πενταγώνου ήρθαν να γενικεύσουν το φόβο. Έτσι, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο νεότερος κήρυξε τον πόλεμο σε …διάφορες «έννοιες»: τον Παγκόσμιο Πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας» και τη «διάδοση των πυρηνικών όπλων». Όρισε τους εχθρούς με αυθαίρετο τρόπο: Ιράν, Ιράκ, Βόρεια Κορέα (κράτη που, ωστόσο, δεν είχαν καμία σχέση με την 11η Σεπτεμβρίου), ξεχνώντας τους «πυρηνικούς συμμάχους» (Ισραήλ, Πακιστάν, Ινδία) ή κράτη στα οποία ορισμένες κρατικές υπηρεσίες διατηρούν δεσμούς με τρομοκρατικές οργανώσεις (Σαουδική Αραβία, Πακιστάν). Εντούτοις, η υπόδειξη του κινδύνου δεν αρκεί, πρέπει και να καταστεί ο κίνδυνος απειλητικός.

Έτσι, οι στρατηγικοί αναλυτές χρησιμοποίησαν τρεις κλασικές μεθόδους: την υπερτροφία της απειλής, τον παραλογισμό του αντιπάλου και την αγριότητά του.
Προστέθηκε, επίσης, η θεματική της μυστικότητας και της συνομωσίας, («μυστικός πόλεμος», «μυστικά αρχεία»), της δαιμονοποίησης («φάντασμα», «ισλαμιστικό νεφέλωμα», «ζόμπι», «φανατικοί», «αόρατος εχθρός»), με την ανακύκλωση μέρους του παλαιού ψυχροπολεμικού λεξιλογίου («ισλαμιστική Διεθνής», «3ος ολοκληρωτισμός», «άξονες του Κακού» …). Ωστόσο, έναν χρόνο πριν από την 11η Σεπτεμβρίου, δεν γινόταν λόγος για τρομοκρατία και ακόμη λιγότερο για ισλαμισμό: ο Μπρους Χόφμαν, Αμερικανός ειδικός του οργανισμού RAND σε θέματα τρομοκρατίας, εξέφραζε τη λύπη του για τη μείωση του ερευνητικού προσωπικού.
Η στρατηγική του ισχυρού απέναντι στον «τρελό», την οποία διατυπώνει ο Φρανσουά ντε Ροζ (9) επιτρέπει την δημιουργία κλίματος τρόμου γύρω από τη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Ορισμένα από τα κράτη που θέλουν να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα περιγράφονται ως «απρόβλεπτα» (Ιράν, Βόρεια Κορέα) –σε αντίθεση με τις «φίλες» χώρες (Ισραήλ, Πακιστάν)- και χρησιμεύουν ως φόβητρο για να εξηγούν τις απειλές. Ακόμη και ως αποδιοπομπαίοι τράγοι, όπως στην περίπτωση του Ιράκ, όπου οι κατασκευασμένες εκθέσεις των αμερικανικών και βρετανικών υπηρεσιών πληροφοριών, οι οποίες έκαναν λόγο για την ύπαρξη προγραμμάτων κατασκευής όπλων μαζικής καταστροφής, χρησιμοποιήθηκαν για την εισβολή στη χώρα.

Ιεράρχηση κρίσεων και κινδύνων
Μέσα σε μια δεκαετία, η παγκόσμια σταθερότητα που εγγυούνταν οι δύο υπερδυνάμεις έδωσε τη θέση της σε κρίσεις με αυστηρά περιφερειακές διαστάσεις (Γιουγκοσλαβία, Σομαλία, Τιμόρ, Αϊτή). Όμως, ποιος ιεραρχεί τις κρίσεις και τους κινδύνους; Ποιος αποφάσισε ότι στη Σομαλία εκτυλισσόταν μία κρίση το 1993; Ποιος ανακαλύπτει ότι το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν έγινε ξαφνικά άμεση απειλή; Η διαμόρφωση της ατζέντας θέτει και τους όρους της συζήτησης.

Η Ευρώπη μάλλον ακολούθησε τις Ηνωμένες Πολιτείες παρά επεξεργάστηκε τη δική της στρατηγική ταυτότητα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με σημαντικό ρόλο σε διάφορες κρίσεις, δεν αποτελεί κράτος και δεν διαθέτει καμία υπηρεσία αστυνόμευσης ή συλλογής πληροφοριών ούτε και κάποιο υπουργείο Εξωτερικών που θα μπορούσε να της παρέχει εμπιστευτική πληροφόρηση. Επομένως, για την ανάλυση της διεθνούς κατάστασης, εξαρτάται πλήρως από εξωτερικούς ειδικευμένους αναλυτές. Τι έχει, όμως, στη διάθεσή της; Το Ινστιτούτο Μελετών Ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (IES), που ιδρύθηκε το 2002, αριθμεί μόλις δέκα ερευνητές πλήρους απασχόλησης. Η προσέγγισή του βασίζεται σε μια ευρωπαϊκή προοπτική, αλλά στις αποστολές που του ανατίθενται διαπιστώνει κανείς έναν έντονο αμερικανοκεντρικό τρόπο σκέψης, καθώς, σύμφωνα με το ιδρυτικό καταστατικό του (10), επιδιώκει «τη συνεργασία πανεπιστημιακών, υπηρεσιακών παραγόντων, ειδικών επιστημόνων και κρατικών αξιωματούχων των κρατών-μελών, άλλων ευρωπαϊκών χωρών, των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά, με σκοπό τη διερευνητική ανάλυση των αμυντικών θεμάτων (…) και τον εμπλουτισμό του διατλαντικού διαλόγου για το σύνολο των ζητημάτων ασφαλείας».

Η λογική του ατλαντισμού
Οι ευρωπαϊκοί στρατιωτικο-διανοητικοί κύκλοι έχουν προσβληθεί από την οντολογία του ατλαντισμού, ανήμποροι να προσεγγίσουν την παγκοσμιοποίηση παρά σαν κάποια προβολή της σημερινής εικόνας της, δηλαδή ενός αμερικανικού κέντρου και μιας λιγότερο ή περισσότερο μακρινής περιφέρειας.

Στην πραγματικότητα, η ευρωπαϊκή στρατηγική προοπτική θα έπρεπε να αρθρωθεί γύρω από τέσσερα κεντρικά ζητήματα: οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπεύθυνες για τη χρηματοπιστωτική, στρατηγική και πολιτιστική κρίση, θα διαθέτουν αύριο την ίδια νομιμοποίηση για να διασφαλίσουν την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία τους; Ακόμη και όσοι υποστήριξαν τυφλά τις καταχρήσεις της περιόδου Μπους στοιχίζονται σήμερα πίσω από τη ριζική κριτική που του ασκεί ο Μπαράκ Ομπάμα, όπως κάποτε οι ορθόδοξοι κομμουνιστές υιοθετούσαν την έκθεση Χρουστσόφ (με τη ριζική κριτική της στο σταλινισμό) για να αποδείξουν ότι η Μόσχα είχε πάντα δίκιο. Η ανακύκλωση της ρητορικής με βάση την οποία η δημοκρατία φέρνει την ειρήνη και μόνο τα δικτατορικά καθεστώτα είναι φιλοπόλεμα μοιάζει κάπως ανεπαρκής με όρους διεθνούς ασφάλειας, κάτω από το φως των κρίσεων σε Αφγανιστάν, Ιράκ και Πακιστάν.


Διανοητική ημιπληγία
Η Ευρώπη, εγκλωβισμένη στα θεσμικά προβλήματά της, μπορεί και πρέπει να γίνει διεθνής δύναμη; Εάν ναι, με ποιους όρους; Η προσέγγιση των διεθνών σχέσεων αποκλειστικά με τον τρόπο των Αμερικανών στρατηγικών αναλυτών, τη στιγμή που οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν οικοδομηθεί πάνω στη συναίνεση και τη διαπραγμάτευση, είναι χαρακτηριστικό διανοητικής ημιπληγίας.

Η Ευρώπη πρέπει να διαθέτει δικές της δυνατότητες να αξιολογεί τις διεθνείς κρίσεις. Ποιες κρίσεις θα μπορούσαν να την απειλήσουν και ποια είναι τα πρόσφορα, στρατιωτικά ή μη, μέσα για την επίλυσή τους; Θα πρέπει να διαθέτει δικές της στρατηγικές προσεγγίσεις που να προκρίνουν την εξουδετέρωση της απειλής παρά την καταστροφή της; Αρκετοί Ευρωπαίοι στρατηγικοί αναλυτές αναρωτιούνται τι σκέφτονται οι Αμερικανοί για κάποιο πρόβλημα αντί να προβληματιστούν για το τι θα έπρεπε να σκέφτεται η Ευρώπη. Κάτι τέτοιο ισχύει για την ανάδυση της Κίνας ως παγκόσμιας δύναμης ή για τις σχέσεις με τη Ρωσία. Στην τελευταία σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, τον περασμένο Ιούνιο, δεν διεφάνη κάποια σαφής ευρωπαϊκή στρατηγική προσέγγιση, εκτός από την παροχή εγγυήσεων για την επιβίωση του μόνου διεθνούς στρατιωτικού οργανισμού του πλανήτη, στο πλαίσιο του οποίου η Ευρώπη δεν έχει τα στρατιωτικά μέσα για να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο.


Υποσημειώσεις

(1)Στρατηγός Eric de La Maisonneuve, « Agir », τ.11-12, Παρίσι, Οκτώβριος 2002.
(2)Paul Dickson, «Think Tanks», Atheneum, Νέα Υόρκη, 1971, σελ. 133.
(3)Τα στοιχεία προέρχονται από τη διδακτορική διατριβή του Jean-Loup Samaan, «Contribution à une sociologie de l’expertise militaire. La Rand Corporation dans le champ américain des études stratégiques depuis 1989», δακτυλογραφημένο κείμενο, πανεπιστήμιο Paris-I, 2008. Πάντως, ο προϋπολογισμός του Rand Corporation μοιάζει σχεδόν αξιοθρήνητος σε σύγκριση με τους προϋπολογισμούς της Aerospace (6 δισεκατομμύρια δολάρια), του Institute for Defense Analyses (IDA, 8 δισεκατομμύρια δολάρια) ή του Mitre (204 δισεκατομμύρια δολάρια), οργανισμών που συνδέονται με τις ένοπλες δυνάμεις ή με διάφορες υπηρεσίες άμυνας.
(4)Samuel Huntington, «Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης», Terzo Books, Αθήνα, 1999.
(5)Zbigniew Brzezinski, «Η μεγάλη σκακιέρα: Η αμερικανική υπεροχή και οι γεωστρατιγικές της επιταγές», Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1998.
(6)Βλ. Olivier Zajec, «Les Secrets de la géopolitique. Des clés pour comprendre», Tempora, Παρίσι, 2009.
(7) ΣτΕ: Y2K ή millennium bug, στα ελληνικά χρησιμοποιήθηκε η καταχρηστική μετάφραση «ιός της χιλιετίας». Πρόκειται για πρόβλημα της αρχιτεκτονικής των υπολογιστών, οι οποίοι συνήθως χρησιμοποιούσαν μόνο τα δύο τελευταία ψηφία για να δηλώσουν τη χρονιά. Πολλοί το ανήγαγαν σε οιονεί καταστροφή γιατί θα «βύθιζε στο σκοτάδι μεγάλες ζώνες του πολιτισμένου κόσμου, θα έκοβε το νερό, το τηλέφωνο, τα εφόδια» κ.α.
(8)C5I, ακρωνύμιο του «command, control, communications, computers, collaboration and intelligence», [«διοίκηση, έλεγχος, επικοινωνίες, υπολογιστές, συνεργασία και πληροφόρηση»].
(9)François de Rose, « Pour une dissuasion du fort au faible », «Rélations internationales et stratégiques», τ. 12, IRIS, Παρίσι, 1993, σελ. 101.
(10)Κοινή απόφαση του Συμβουλίου Υπουργών στις 20 Ιουλίου 2001, για την ίδρυση Ινστιτούτου Μελετών Ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων», 25 Ιουλίου 2001.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.