Του Θεοδωρου Καρυωτη*
Τώρα τελευταία, κάποιοι προσπαθούν να μειώσουν την αξία της ΑΟΖ επιδιώκοντας να μας πείσουν ότι δεν αποτελεί παρά «μόδα». Ξεχνούν, βέβαια, ότι εδώ και πολλά χρόνια κανένα κράτος δεν έχει πάει στη Χάγη ζητώντας μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας αλλά ζητούν ταυτόχρονα και την οριοθέτηση της ΑΟΖ. Οι ίδιοι, όχι μόνο αγνοούν την αξία της ΑΟΖ, αλλά προσπαθούν να μας πείσουν ότι το Ισραήλ και η Κύπρος κακώς έκαναν οριοθέτηση της ΑΟΖ και έχουν απεμπολήσει τα εθνικά τους συμφέροντα, μιας και αγνόησαν την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Είναι ξεκάθαρο σε όλους ότι η οριοθέτηση της ΑΟΖ ανάμεσα στην Κύπρο και το Ισραήλ αποτελεί όχι μόνο μια σημαντική οριοθέτηση, αλλά ταυτόχρονα τα κράτη αυτά έχουν προχωρήσει σε θαλάσσιες έρευνες για τον εντοπισμό πετρελαίου και φυσικού αερίου και δεν σχεδιάζουν να οριοθετήσουν ποτέ την υφαλοκρηπίδα τους, διότι η έννοια αυτή έχει ξεπεραστεί από το 1982 με την έννοια της ΑΟΖ. Ομως η κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ και οι υποστηρικτές της επιμένουν να δίνουν μαθήματα στους Ελληνες, στους Κύπριους και στους Ισραηλινούς τονίζοντας: «Η ΑΟΖ δεν έχει καμία σχέση με το θέμα του ορυκτού πλούτου. Με την υφαλοκρηπίδα σχετίζεται».
Υπάρχουν 137 κράτη που διαθέτουν ΑΟΖ 200 ν. μ. Είναι εμφανές ότι οι Ελληνες επικριτές της ΑΟΖ πιστεύουν ότι αυτά τα κράτη κακώς οριοθέτησαν ΑΟΖ. Η Σύμβαση του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας αναφέρει ρητά στο άρθρο 121, παράγραφος 2, ότι όλα τα νησιά διαθέτουν ΑΟΖ και ότι η ΑΟΖ ενός νησιού καθορίζεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που καθορίζεται και για τις ηπειρωτικές περιοχές. Επομένως, η Τουρκία δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την ίδια επιχειρηματολογία για την ΑΟΖ που προβάλλει για την υφαλοκρηπίδα των νησιών του Αιγαίου. Οτι δηλαδή τα νησιά μας δεν διαθέτουν υφαλοκρηπίδα ή ότι «κάθονται» πάνω στην υφαλοκρηπίδα της Ανατολίας.
Εάν όλα τα παράκτια κράτη κάνουν χρήση των δικαιωμάτων τους για θέσπιση ΑΟΖ 200 ν. μ., τότε η περιοχή των ωκεανών που θα ανήκει σ' αυτά τα κράτη θα καλύπτει γύρω στα 37,7 εκατ. τετραγωνικά ναυτικά μίλια ή το 35,8% της παγκόσμιας θαλάσσιας επιφάνειας. Μέσα στην επικυριαρχία αυτών των ζωνών περιλαμβάνονται πάνω από το 90% της παγκόσμιας αλιείας, πάνω από το 87% του πετρελαίου και γύρω στο 10% των πολυμεταλλικών κονδύλων. Επομένως, εύκολα μπορεί κανείς να αντιληφθεί την κρίσιμη σημασία που έχει η ΑΟΖ όχι μόνο για το Δίκαιο της Θάλασσας, αλλά γενικότερα για την παγκόσμια οικονομία και τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις.
Πλεονεκτήματα
Το άρθρο 56 της σύμβασης αναφέρεται στα δικαιώματα, τις αρμοδιότητες και τις υποχρεώσεις του παράκτιου κράτους μέσα στην ΑΟΖ. Σύμφωνα με αυτό, στην ΑΟΖ το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα για την έρευνα, την εκμετάλλευση, τη διατήρηση και τη διαχείριση των -ζώντων ή μη- πόρων του βυθού, του υπεδάφους και των υπερκείμενων υδάτων. Τα οφέλη που μπορούν να προκύψουν από τη δημιουργία ΑΟΖ μπορεί να είναι τεράστια, εφόσον ένα πάρα πολύ μικρό κατοικήσιμο νησάκι βρίσκεται στρατηγικά τοποθετημένο σε απόσταση πέρα από 400 ν. μ. από οποιαδήποτε γειτονική χώρα. Ετσι, θα μπορεί, επί παραδείγματι, να εξασφαλίσει αποκλειστική ζώνη για αλιεία και εκμετάλλευση του θαλάσσιου βυθού που να ξεπερνάει τα 125.000 τετραγωνικά μίλια, δηλαδή έκταση μεγαλύτερη από τη Γαλλία. Τέτοιου είδους περιπτώσεις παρουσιάζονται κυρίως στον Ειρηνικό ωκεανό αλλά και στον Ατλαντικό. Στον νότιο Ειρηνικό υπάρχει ένα νησιωτικό κράτος, το Κιριμπάτι (πληθυσμός 60.000) που παλαιότερα είχε την ονομασία Νησιά του Γκίλμπερτ, το οποίο τώρα διαθέτει ΑΟΖ 770.000 τ. ν. μ.
Υπάρχουν τέσσερις βασικές θέσεις που δεν αμφισβητεί κανείς σε σχέση με την ΑΟΖ:
1. Η ΑΟΖ αποτελεί πλέον, χωρίς καμία αμφιβολία, μέρος του γραπτού και εθιμικού διεθνούς δικαίου, ιδιαίτερα τώρα που η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας έχει τεθεί σε ισχύ.
2. Η ΑΟΖ, σε αντίθεση με την υφαλοκρηπίδα, δεν ανήκει στο παράκτιο κράτος ipso jure, αλλά πρέπει σαφώς να ανακηρυχθεί από το παράκτιο κράτος. Εάν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, ΑΟΖ απλώς δεν υφίσταται. Η θαλάσσια περιοχή (η επιφάνεια και τα υπερκείμενα ύδατα) που δεν θα ανακηρυχθεί ως ΑΟΖ παραμένει νομικώς (ως) μέρος της ανοιχτής θάλασσας.
3. Το νομικό περιεχόμενο αυτού του νέου θεσμού του διεθνούς δικαίου ορίζεται από το 5ο μέρος της σύμβασης. Τα παράκτια κράτη δεν μπορούν να υπερβαίνουν τους περιορισμούς που τους έχουν επιβληθεί από το 5ο μέρος της σύμβασης σχετικά με τα δικαιώματά τους, τις δικαιοδοσίες τους και τις υποχρεώσεις τους. Ετσι, «άλλα» κράτη έχουν δικαιώματα στην ΑΟΖ ενός παράκτιου κράτους και το παράκτιο κράτος δεν μπορεί να δημιουργήσει ΑΟΖ που να υπερβαίνει τα 200 ν. μ.
4. Κανένα κράτος ή ομάδα κρατών δεν έχει το δικαίωμα να ισχυρισθεί ότι κάποιο παράκτιο κράτος δεν μπορεί να ανακηρύξει τη δική του ΑΟΖ. Αν και πότε ένα παράκτιο κράτος ανακηρύσσει την ΑΟΖ του εξαρτάται εντελώς από τη δική του δικαιοδοσία και βούληση.
Επανερχόμενος στο θέμα των υποστηρικτών της υφαλοκρηπίδας θέλω να επισημάνω ότι ένα μεγάλο σφάλμα που διαπράττουν είναι το γεγονός ότι παριστάνουν πως αγνοούν την αξία της αλιείας στην οικονομική ανάπτυξη ενός κράτους και δεν ενδιαφέρονται καθόλου για την προστασία των Ελλήνων ψαράδων στο Αιγαίο από τις παρενοχλήσεις των Τούρκων. Ενας από τους λόγους που πολλά κράτη έχουν ανακηρύξει ΑΟΖ 200 ν. μ. είναι διότι θέλουν να διασφαλίσουν την υπέρμετρη εκμετάλλευση των αλιευτικών πηγών τους. Η Ελλάδα με ένα σύνολο ακτών γύρω στα 15.000 χιλιόμετρα αναγκάζεται να εισάγει σχεδόν 70.000 τόνους ψαριών κάθε χρόνο.
Συμπερασματικά, η Ελλάδα πρέπει άμεσα να ανακηρύξει την κυριαρχία της σε μια ΑΟΖ, με βάση το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, όπως αυτό εκφράζεται στη Σύμβαση του Δίκαιου της Θάλασσας, και να μη διακατέχεται από φοβικό σύνδρομο. Ο εκλιπών πρόεδρος της Κύπρου, Τάσσος Παπαδόπουλος, ανακήρυξε ΑΟΖ το 2004 έχοντας μόνο τέσσερα τανκς και δύο ελικόπτερα και δεν φοβήθηκε την Τουρκία, η οποία απλώς είπε ότι δεν αναγνωρίζει την κυπριακή ΑΟΖ, ενώ αντίθετα και οι ΗΠΑ και η Ε. Ε. την αποδέχθηκαν αμέσως. Φυσικά, μια τέτοια ΑΟΖ δεν θα διαθέτει μόνο η ηπειρωτική χώρα, αλλά και όλα τα ελληνικά νησιά. Ετσι, η Ελλάδα θα αποκτήσει μια ΑΟΖ που θα έχει έκταση 147.300 τ. χλμ., δηλαδή μια έκταση μεγαλύτερη από αυτήν της ηπειρωτικής χώρας. Χρησιμοποιώντας τις αρχές της ΑΟΖ, το μεγαλύτερο ποσοστό του Αιγαίου και οι φυσικοί του πόροι θα ανήκουν στην Ελλάδα και με αυτόν τον τρόπο δεν θα χρειασθεί ούτε να γίνει οποιαδήποτε επέκταση των χωρικών μας υδάτων ούτε να συζητάμε με τους Τούρκους αν τα νησιά μας έχουν υφαλοκρηπίδα ή όχι.
Προσφυγή στη Χάγη
Είναι δύσκολο και ίσως παράτολμο να επιχειρήσει κανείς να προβλέψει τι είδους απόφαση θα ελάμβανε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, σε περίπτωση που τελικά έφτανε ενώπιόν του η ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Εχοντας όμως υπόψη τις προηγούμενες αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου σε παρεμφερείς διαφορές, μπορούμε να εικάσουμε ότι το Δικαστήριο θα χρησιμοποιούσε σ' αυτή την περίπτωση την αρχή της «ίσης απόστασης - ειδικών περιστάσεων» αντί μόνο την αρχή της ίσης απόστασης. Το κύριο πρόβλημα που θα έχει η Ελλάδα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι αυτό του Καστελλόριζου, διότι το Δικαστήριο, σε περιπτώσεις που ένα νησάκι βρίσκεται μπροστά σ' έναν τεράστιο ηπειρωτικό χώρο ενός άλλου κράτους, ποτέ δεν δίνει «πλήρη επήρεια» σε αυτό το νησάκι.
Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε η Ελλάδα δεν θα έχει θαλάσσια σύνορα με την Κύπρο. Γι' αυτόν τον λόγο η απραξία των κυβερνήσεων της Ελλάδας τα τελευταία 30 χρόνια να μην ορίσουν ΑΟΖ και να κάνουν ταυτόχρονη οριοθέτηση με την Αίγυπτο και την Κύπρο αποτελεί μια τεράστια παράλειψη. Βέβαια, ακόμα και σήμερα δεν είναι καθόλου αργά να γίνει κάτι τέτοιο. Πρέπει να συμφωνήσουμε για μια τριεθνή οριοθέτηση της ΑΟΖ ανάμεσα στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Αίγυπτο, που θα δίνει πλήρη επήρεια στο Καστελλόριζο και στη Στρογγύλη. Η Τουρκία, σίγουρα, θα μπορεί να ζητήσει παρέμβαση της Χάγης, κάτι που δικαιούται να κάνει, αλλά η θέση της θα είναι πιο αδύναμη εάν υπάρχει αυτή η τριεθνής οριοθέτηση που θα έχει και την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Σε περίπτωση που τελικά δεν έχουμε θαλάσσια σύνορα με την Κύπρο, η ζημιά πέραν από πολιτική και ιδεολογική είναι και οικονομική. Διότι μπορεί να υπάρξει οικονομική ζημιά εάν τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου που θα χάσουμε, σε περίπτωση μείωσης της ΑΟΖ του Καστελλόριζου και της Στρογγύλης, είναι αρκετά μεγάλα.
Πάντως, καλό είναι να γνωρίζουμε ότι εάν χρειαστεί να περάσει ένας αγωγός από την Κύπρο στην Κρήτη και πρέπει η διέλευση να γίνει από την τουρκική ΑΟΖ, η Τουρκία δεν έχει κανένα δικαίωμα να την εμποδίσει διότι είναι ρητά αναγνωρισμένο δικαίωμα από το άρθρο 79 της Συνθήκης για το Δίκαιο της Θάλασσας. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να καθορίσει την πορεία που θα πρέπει να ακολουθήσει ένας αγωγός όταν διασχίζει τη δική της ΑΟΖ.
Παρά το γεγονός ότι το θέμα της Χάγης έχει διαιρέσει τους Ελληνες ειδικούς σε χαμένους και κερδισμένους, προσωπικά δεν πιστεύω ότι αυτό είναι η ουσία του θέματος. Το Δικαστήριο εκδίδει «αποφάσεις» που όλα τα κράτη οφείλουν να αποδέχονται, ανεξάρτητα εάν έχασαν ή κέρδισαν. Σημασία έχει ότι μια απόφαση της Χάγης θα λύσει την ελληνοτουρκική διένεξη και η Ελλάδα δεν θα κινδυνεύει από τον τουρκικό επεκτατισμό, ενώ θα είναι ελεύθερη να κάνει γεωτρήσεις για πετρέλαιο και φυσικό αέριο, θα μπορεί να αξιοποιήσει στο έπακρον την αλιευτική της δυνατότητα και να χρησιμοποιήσει τον εναέριο χώρο της ΑΟΖ για αιολική ενέργεια.
Ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν ότι όσοι προτείνουν προσφυγή στη Χάγη είναι σχεδόν «προδότες». Αλλά με αυτό το σκεπτικό ήταν προδότες και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου που επέμεναν ότι η διένεξή μας με την Τουρκία έπρεπε να πάει στη Χάγη. Στη Χάγη βέβαια δεν πρόκειται να πάμε ποτέ διότι δεν το θέλει η Τουρκία, όχι μόνο επειδή θα χάσει αλλά επειδή δεν επιθυμεί να υπάρξει λύση στην ελληνοτουρκική διένεξη η οποία θα βασίζεται στην ασφάλεια του διεθνούς δικαίου. Πιστεύει έκδηλα ότι αυτή η διένεξη είναι χρήσιμη και συμφέρουσα για τα δικά της σχέδια στην περιοχή, τα οποία επιδιώκει να «λύσει» όχι με βάση τους κανόνες του διεθνούς δικαίου αλλά με προσφυγή σε πολιτικά και στρατιωτικά μέσα πίεσης.
Τέλος, η Τουρκία για πάνω από τριάντα χρόνια τώρα επιμένει ότι η μοναδική της διαφορά με την Ελλάδα είναι αυτή της υφαλοκρηπίδας και έχει απαγορεύσει στην Ελλάδα να φέρνει το θέμα της ΑΟΖ στις συζητήσεις τους, κάτι που έχουν αποδεχθεί όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από την πτώση της χούντας μέχρι σήμερα. Ετσι είναι απορίας άξιον πώς υπάρχουν σοβαροί Ελληνες επιστήμονες που υποστηρίζουν αυτές τις τουρκικές θέσεις.
* Ο κ. Θ. Καρυώτης είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ. Ηταν μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.