Την άνοιξη του 1942 οι Γερμανοί ετοιμάστηκαν για μια νέα καλοκαιρινή επιχείρηση, με σκοπό την κατάληψη των πλούσιων κοιτασμάτων πετρελαίου στον Καύκασο (Γκρόσνυ, Μπακού), ο έλεγχος των οποίων θα εξασφάλιζε την απρόσκοπτη συνέχιση του πολέμου. Για να έχει την άμεση εποπτεία της επιχείρησης, ο Χίτλερ μετέφερε στις 16 Ιουλίου το στρατηγείο του («Βέρβολφ») στην περιοχή της Βύνιτσα στην Ουκρανία και ανέλαβε προσωπικά την ανώτατη στρατιωτική διοίκηση. Μετά τον χωρισμό της «Ομάδας Στρατιάς Νότου» στη βόρεια «Ομάδα Στρατιάς Α» και στη νότια «Ομάδα Στρατιάς Β» διέταξε την πρώτη από τις δύο ομάδες να διαλύσει τις εχθρικές δυνάμεις στο Ρόστοβ του Ντον, να κατευθυνθεί έπειτα στον Καύκασο, να καταλάβει την ανατολική ακτή της Μαύρης Θάλασσας και να προελάσει μέχρι την Τσετσενία και το Μπακού στην Κασπία Θάλασσα. Η δεύτερη από τις δύο ομάδες έλαβε την εντολή να κυριεύσει το Στάλινγκραντ και να διεισδύσει μέσω του Αστραχάν στον κάτω Βόλγα. Η διάσπαση της «Ομάδας Στρατιάς Νότου», σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη έναρξη των δύο επιχειρήσεων και την αποδέσμευση Μεραρχιών για την υποστήριξη της γερμανικής επίθεσης στο Λένινγκραντ, φανέρωνε τη διαρκή υποτίμηση της μαχητικότητας του Κόκκινου Στρατού από τον Γερμανό δικτάτορα.
Η επονομαζόμενη «Επιχείρηση Μπλε» ξεκίνησε με την επίθεση της «Ομάδας Στρατιάς Α» υπό τη διοίκηση του στρατηγού Εβαλντ φον Κλάιστ στην Κριμαία, που οδήγησε στην πτώση της Σεβαστούπολης και στην αιχμαλωσία πολλών χιλιάδων Σοβιετικών στρατιωτών. Στο Στάλινγκραντ, όμως, έμελλε να ταφούν τα γερμανικά όνειρα για κυριαρχία στην ανατολή. Η πόλη αυτή (450.000 κάτοικοι) είχε δεσπόζουσα στρατηγική σημασία, τόσο για τους Γερμανούς όσο και για τους Σοβιετικούς. Ηταν σπουδαίο βιομηχανικό κέντρο στις όχθες του Βόλγα και βασική εμπορική οδός από και προς τον Καύκασο. Επίσης έφερε το όνομα του μισητού εχθρού του «Φύρερ», γεγονός που θα έδινε στην αντιπαράθεση μια ιδιαίτερη προσωπική νότα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι διαταγές τόσο του Χίτλερ όσο και του πρώην συμμάχου του, Στάλιν, απέκλειαν ρητά κάθε σκέψη υποχώρησης.
Την επιχείρηση για την κατάληψη του Στάλινγκραντ ανέλαβε στις 23 Ιουλίου 1942 ο διοικητής της 6ης Στρατιάς της «Ομάδας Στρατιάς Β» στρατηγός Φρίντριχ φον Πάουλους (δεδηλωμένος θαυμαστής της «στρατιωτικής ιδιοφυΐας» του Χίτλερ), με την υποστήριξη μονάδων της 4ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων υπό τον στρατηγό Χέρμαν Χοτ. Ας σημειωθεί ότι στην επιχείρηση συμμετείχαν στο πλευρό των Γερμανών ρουμανικά, ιταλικά και ουγγρικά στρατεύματα. Την υπεράσπιση της πόλης ανέλαβε η 62η Στρατιά του Κόκκινου Στρατού υπό έναν επαγγελματία αξιωματικό, τον στρατηγό Βασίλη Τσούικωφ. Ο τελευταίος είχε θεωρηθεί από τη σοβιετική ηγεσία υπεύθυνος για την ήττα της 9ης Στρατιάς στον πόλεμο κατά της Φινλανδίας και είχε πέσει σε δυσμένεια. Τώρα θα του δινόταν η ευκαιρία να αποκαταστήσει το στρατιωτικό του κύρος. Μια από τις πρώτες ενέργειές του ήταν να διατάξει ένοπλα τμήματα της μυστικής αστυνομίας (NKWD), να συλλαμβάνουν και να εκτελούν χωρίς καθυστέρηση κάθε Σοβιετικό λιποτάκτη.
Η πολιορκία
Στις 23 Αυγούστου 1942 ξεκίνησε ο ανελέητος βομβαρδισμός του Στάλινγκραντ, αρχικά από τη γερμανική αεροπορία, προκαλώντας ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές με πολλά θύματα. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Στάλιν επέτρεψε στον άμαχο πληθυσμό να εγκαταλείψει την πόλη που μεταβαλλόταν γοργά σε σωρούς ερειπίων. Στις 12 Σεπτεμβρίου τα στρατεύματα του φον Πάουλους εισέβαλαν στο Στάλινγκραντ· την ίδια κιόλας ημέρα ο επικεφαλής της 6ης Στρατιάς συνάντησε τον αρχηγό του Γ΄ Ράιχ και τον διαβεβαίωσε ότι η κατάληψη της πόλης θα ολοκληρωνόταν σε λίγες εβδομάδες. Η τύχη του σοβιετικού πληθυσμού ήταν προδιαγεγραμμένη. Ο Χίτλερ είχε ήδη αποφασίσει την εξόντωση όλων των ανδρών και τον εκτοπισμό γυναικών και παιδιών.
Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1942, οι στρατιώτες του φον Πάουλους είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης, γεγονός που οδήγησε τον Χίτλερ να δηλώσει δημόσια ότι επίκειται η πτώση του Στάλινγκραντ. Παρά τις συστάσεις του φον Πάουλους και άλλων ανώτερων στρατηγών, να διατάξει την υποχώρηση, επειδή ήθελαν να αποφύγουν την εμπλοκή του γερμανικού στρατού σε μάχες από σπίτι σε σπίτι, ο Χίτλερ αποφάσισε στις 6 Οκτωβρίου τη συνέχιση της πολιορκίας, υποκύπτοντας στο δέλεαρ της κατάκτησης της πόλης-συμβόλου της σοβιετικής αντίστασης. Οι αμείωτες επιθέσεις της γερμανικής αεροπορίας και του βαρέος πυροβολικού στη «σοβιετική ζώνη» του Στάλινγκραντ δεν απέδωσαν όμως τα αναμενόμενα αποτελέσματα, καθώς τα ερείπια και τα χαλάσματα πρόσφεραν στους αμυνόμενους ιδανικές εστίες οχύρωσης, που με την υποστήριξη ελεύθερων σκοπευτών και την τοποθέτηση χιλιάδων ναρκών σε διάφορα οδικά σημεία, γίνονταν απροσπέλαστα. Για τους Γερμανούς στρατιώτες οι μάχες σώμα με σώμα, χειροβομβίδα με χειροβομβίδα, ήταν πλέον αναπόφευκτες. Οι Σοβιετικοί μετέβαλλαν υπόγεια και μισογκρεμισμένα κτίρια σε απόρθητα φρούρια, η κατάκτηση των οποίων από τους Γερμανούς προϋπέθετε υψηλό κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Το ηθικό των ανδρών της Βέρμαχτ άρχισε να φθίνει, όπως μαρτυρούν αρκετές επιστολές προς τις οικογένειές τους. Στο αντίπαλο στρατόπεδο διαφαινόταν τώρα ένα κλίμα συγκρατημένης αισιοδοξίας, το οποίο ενισχύθηκε ύστερα από την προώθηση ξεκούραστων και καλά εξοπλισμένων δυνάμεων.
Οι Σοβιετικοί συντρίβουν τους Γερμανούς
Στις αρχές Νοεμβρίου 1942 πάνω από ένα εκατομμύριο Σοβιετικοί στρατιώτες ήταν έτοιμοι να προσβάλουν μαζικά τις εχθρικές θέσεις. Η σοβιετική αντεπίθεση εκδηλώθηκε στις 19 Νοεμβρίου σε ένα αδύναμο σημείο των ρουμανικών γραμμών στα μετόπισθεν, 150 χλμ. δυτικά του Στάλινγκραντ. Η σοβιετική πλευρά εκμεταλλεύθηκε το ολέθριο σφάλμα του διοικητή της Ομάδας Στρατιάς Β΄, αντιστράτηγου Μαξιμίλιαν φον Βάιχς, να συγκεντρώσει τις γερμανικές δυνάμεις για την υποστήριξη των επιχειρήσεων του Φον Πάουλους στο Στάλινγκραντ. Τα ρουμανικά στρατεύματα αιφνιδιάστηκαν και τράπηκαν σε φυγή, ενώ η καθυστέρηση του Φον Πάουλους να αποστείλει βοήθεια αποδείχθηκε καθοριστική. Οι Σοβιετικοί διέσπασαν και τις γερμανικές γραμμές, με αποτέλεσμα να απωθηθούν τα γερμανικά στρατεύματα προς το Στάλινγκραντ. Οι Γερμανοί αξιωματικοί δεν είχαν προβλέψει μια επίθεση τέτοιας ισχύος και άργησαν να αντιληφθούν ότι επρόκειτο για μια κλασική κίνηση περικύκλωσης. Οι δυνάμεις του Φον Πάουλους (20 μεραρχίες από τις οποίες οι 6 μηχανοκίνητες) αποκόπηκαν έτσι από τα μετόπισθεν. Κάθε σκέψη διαφυγής αποκλείστηκε εξαρχής, αφού κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με υποχώρηση και «προδοσία».
Μετά την αποτυχία της επιχείρησης για την απελευθέρωση των Γερμανών εγκλωβισμένων και του ανεφοδιασμού τους μέσω της αερογέφυρας που έστησε ο Γκέρινγκ, οι πολιορκητές μετεβλήθησαν σε πολιορκημένους. Η απώλεια του τελευταίου αεροδρομίου που ήλεγχαν στις 16 Ιανουαρίου 1943 ήταν καίριο πλήγμα. Θαμμένοι κυριολεκτικά κάτω από τα ερείπια, έκαναν οικονομία σε σφαίρες και τρόφιμα ακούγοντας στο ραδιόφωνο ψυχαγωγικές εκπομπές από τη Γερμανία και χάνοντας κάθε ελπίδα να ξαναδούν τις οικογένειες και τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Ο βαρύς ρωσικός χειμώνας επέτεινε τις κακουχίες και την εξάντλησή τους. Στις 28 Ιανουαρίου διατάχθηκαν να αφήσουν τους άρρωστους και τους τραυματίες στην τύχη τους. Η εθνικοσοσιαλιστική ηγεσία επιφύλαξε κατ’ αυτόν τον τρόπο στους στρατιώτες της τη μοίρα που προόριζε για τους «Σλάβους υπανθρώπους», ενώ η επίσημη προπαγάνδα εξυμνούσε τον ηρωισμό των μαχητών του Στάλινγκραντ. Στις 30 Ιανουαρίου ο Γκέρινγκ συνέκρινε σε μια ομιλία του, που μεταδόθηκε ραδιοφωνικά, τον αγώνα της 6ης Στρατιάς με την αντίσταση των Σπαρτιατών στο στενό των Θερμοπυλών κατά των Περσών. Η σύγκριση αυτή δεν έγινε τυχαία, αφού η γερμανική προπαγάνδα θα τόνιζε στο εξής την υπεράσπιση του ευρωπαϊκού πολιτισμού από τις «ορδές των μπολσεβίκων».
Μία ημέρα μετά την ομιλία του Γκέρινγκ, ο Φον Πάουλους και οι άνδρες του συνθηκολόγησαν στο νότιο τμήμα του Στάλινγκραντ. Επρόκειτο για τον πιο υψηλόβαθμο αξιωματικό της Βέρμαχτ που έπεφτε σε σοβιετικά χέρια. Την ίδια ημέρα μάλιστα είχε προαχθεί από τον Χίτλερ στον βαθμό του στρατάρχη· μια έμμεση εντολή να αυτοκτονήσει. Στις 2 Φεβρουαρίου παραδόθηκαν και τα τελευταία υπολείμματα της 6ης Στρατιάς στο βόρειο τμήμα. Συνολικά πάνω από 200.000 Γερμανοί έχασαν τη ζωή τους και 235.000 Γερμανοί και σύμμαχοι στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν. Οι τελευταίοι 91.000 αιχμάλωτοι στάλθηκαν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων. Μέχρι τα μέσα Απριλίου είχαν πεθάνει 55.000 από τις κακουχίες. Οι Σοβιετικοί δεν ήταν προετοιμασμένοι για να υποδεχθούν έναν τόσο μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων. Τελικά, περίπου 5.000 Γερμανοί αιχμάλωτοι θα έβλεπαν πάλι την πατρίδα τους. Κάποιοι θα παρέμεναν για αρκετά χρόνια όμηροι των γκουλάγκ. Οι σοβιετικές απώλειες ήταν υπέρτερες των γερμανικών – όχι όμως δυσαναπλήρωτες.
Η μάχη του Στάλινγκραντ αποτέλεσε σημείο καμπής στην πορεία του πολέμου. Θεωρήθηκε και ήταν προανάκρουσμα της στρατιωτικής συντριβής του Γ΄ Ράιχ, αλλά και της απελευθέρωσης (ή της κατάκτησης) της ανατολικής Ευρώπης από τον Κόκκινο Στρατό. Ο μύθος της ανίκητης Βέρμαχτ είχε τρωθεί ανεπανόρθωτα και το ηθικό των αντιστασιακών κινημάτων, ιδίως των κομμουνιστικών, στις κατεχόμενες από τον Αξονα χώρες αναπτερώθηκε. Οι μυστικές υπηρεσίες του Ράιχ διαπίστωναν από την πλευρά τους ότι η πίστη του γερμανικού λαού στον φύρερ είχε κλονιστεί. Ισχυρή επίδραση άσκησε το μέγεθος της ήττας και σε στρατιωτικούς κύκλους. Ορισμένοι αξιωματικοί αντιλήφθηκαν το μάταιο της συνέχισης του πολέμου και συνέδραμαν τη συνωμοτική κίνηση που κατέληξε στην «απόπειρα της 20ής Ιουλίου». Στην προσπάθειά του να εμψυχώσει τον γερμανικό λαό, ο Γκέμπελς διακήρυξε στις 18 Φεβρουαρίου τον «ολοκληρωτικό πόλεμο». Περίπου δύο χρόνια αργότερα, οι οδομαχίες του Στάλινγκραντ θα επαναλαμβάνονταν στο Βερολίνο...
* Ο κ. Βάιος Καλογρηάς είναι διδάκτορας Ιστορίας του Πανεπιστημίου Μάιντς Γερμανίας.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_2_24/10/2010_419714
(24/10/10)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.