Κυριακή 29 Μαρτίου 2009

Προστατεύει στ’ αλήθεια το ενιαίο νόμισμα;


Le Monde Diplomatique

Του Laurent Jacque 
 Καθηγητή στο Fletcher School, Tufts University, ΗΠΑ


Από την 1η Ιανουαρίου του 2009, η Σλοβακία είναι η δέκατη έκτη χώρα που υιοθέτησε το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα. Κι ο Μπρινό Λε Μερ, ο Γάλλος Υφυπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, δήλωσε γεμάτος ενθουσιασμό : «Οι Σλοβάκοι φίλοι μας εντάχθηκαν σε ένα σταθερό ευρώ, σε ένα ευρώ που προστατεύει τις οικονομίες μας και τους συμπολίτες μας!» Ωστόσο, η οικονομική κρίση αποκαλύπτει, τόσο τις αδυναμίες, όσο και τα πλεονεκτήματα που παρουσιάζει το νόμισμα που δημιουργήθηκε πριν από δέκα χρόνια. Καθώς κλονίζονται τα θεμέλιά της, η νομισματική ένωση έχει αρχίσει να παρουσιάζει ρωγμές. 

Υπάρχει άραγε περίπτωση να αμφισβητηθεί η μακροημέρευση από την χρηματοοικονομική αναταραχή που πλήττει την παγκόσμια οικονομία; Οι υπέρμαχοι του ευρώ είναι βέβαιοι ότι θα συμβεί το αντίθετο. Κατά τη γνώμη τους, η ζώνη του ευρώ έχει μετατραπεί σε λιμάνι σταθερότητας και ηρεμίας το οποίο προσφέρει ένα ισχυρό –ή και σταθερό- νόμισμα στην δεύτερη ισχυρότερη οικονομική ζώνη στον κόσμο. Εξάλλου, η Σλοβακία έγινε η δέκατη έκτη χώρα που εντάχθηκε σε αυτήν, την 1η Ιανουαρίου του 2009. Ακόμα καλύτερα, λέγεται ότι οι χώρες που είχαν σνομπάρει το ενιαίο νόμισμα στα πρώτα του βήματα (Δανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Σουηδία) έχουν αρχίσει να επανεξετάζουν τη στάση τους. Μάλιστα, πιθανολογείται ότι η δανική κορώνα θα ενταχθεί σύντομα στο ευρώ. 

Σύμφωνα με τους υπέρμαχους του ενιαίου νομίσματος, η Ευρωπαϊκή Κεντρική τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία υπερασπίζεται επίμονα την ανεξαρτησία της από τις κρατικές αρχές, κατόρθωσε να ελέγξει την αύξηση της νομισματικής μάζας και να μειώσει τον πληθωρισμό στο 2% περίπου. Τα ονομαστικά επιτόκια ανέρχονται στο 2,5% κατά μέσο όρο, ενώ τα πραγματικά επιτόκια βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδό τους από τη δεκαετία του 1960. Υποστηρίζεται δε ότι, χάρη στην εξάλειψη των συναλλαγματικών κινδύνων (1) και του επιπλέον κόστους που επιβάρυνε τις συναλλαγές, η κατάργηση των εθνικών νομισμάτων έδωσε τεράστια ώθηση στις επενδύσεις στη ζώνη του ευρώ και στο εμπόριο που έχουν σημαντική συμβολή στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της. 

Ισοτιμία ρεκόρ
Δέκα χρόνια μετά την δρομολόγησή του, το ευρωπαϊκό νόμισμα έφτασε το 2008 σε μια ισοτιμία ρεκόρ με το δολάριο, ενώ η ραγδαία πτώση της στερλίνας και η χρεοκοπία της Ισλανδίας δικαιώνουν τις χώρες που συμμετέχουν σε αυτό. Τέλος, υποστηρίζεται ότι η ζώνη του ευρώ θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως μια εναλλακτική λύση για την παντοδυναμία της ζώνης του δολαρίου : το «ισχυρό» ευρώ συνιστά περισσότερο από το ένα τέταρτο των συναλλαγματικών αποθεμάτων των κεντρικών τραπεζών, ενώ επιλέγεται ολοένα περισσότερο για την έκδοση διεθνών ομολογιακών τίτλων. Όπως συνοψίζει γεμάτος ενθουσιασμό ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν Κλοντ Τρισέ, «συμβάλλουμε καθημερινά στη δημιουργία ενός ολοένα υψηλότερου επιπέδου ευημερίας και διαδραματίζουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο σημαντικό ρόλο στην ενοποίηση της Ευρώπης (2)». 

Ο εγκωμιαστικός απολογισμός θα μπορούσε σχεδόν να μας κάνει να ξεχάσουμε πολλούς παράγοντες που αποτελούν τα μελανά σημεία του. Η ζώνη του ευρώ γνώρισε μια μάλλον δύσκολη πρώτη δεκαετία ζωής, η οποία χαρακτηρίστηκε από μια αναιμική ανάπτυξη, υψηλά επίπεδα ανεργίας, ενώ ταυτόχρονα το δημοσιονομικό έλλειμμα πολλών από τις οικονομίες της ξεπέρασε συχνά το ανώτατο όριο του 3% του ΑΕΠ που είχε οριστεί από το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης (3). Πρόκειται για μια εντυπωσιακή αντίθεση με τη Σουηδία, τη Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, χώρες που χαρακτηρίζονταν από χαμηλά ποσοστά ανεργίας, υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και περιορισμένα ελλείμματα (αν όχι πλεονάσματα). 

Μέχρι σήμερα, το ενιαίο νόμισμα δεν έχει διόλου ανακόψει την ευρωπαϊκή οικονομική δυσφορία, η οποία οφείλεται κατά κύριο λόγο σε διαρθρωτικά προβλήματα, για τα οποία το ευρώ ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι αποτελούσε την πανάκεια. Ωστόσο, οι ελπίδες για επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας και τη μείωση της ανεργίας ποτέ δεν υλοποιήθηκαν, ενώ δεν μπορούμε να αποφύγουμε να θέσουμε στον εαυτό μας τα εξής ερωτήματα: μήπως το ευρώ ευθύνεται εν μέρει για τις οικονομικές δυσκολίες της περασμένης δεκαετίας; Θα βγει άραγε άθικτο από μια κρίση που προβλέπεται να είναι εξαιρετικά άγρια; 

Σύγκριση με ΗΠΑ
Το 1999, η δρομολόγηση του ενιαίου νομίσματος στηριζόταν στην πολιτική βούληση και όχι στην οικονομική θεωρία της βέλτιστης νομισματικής ζώνης (ΒΝΖ). Σύμφωνα με αυτήν, μια ομάδα χωρών ή περιφερειών μπορεί να συγκροτήσει μια ΒΝΖ όταν οι οικονομίες της αλληλεξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό, τόσο σε επίπεδο ανταλλαγών αγαθών και υπηρεσιών, όσο και από την άποψη της κινητικότητας των συντελεστών της παραγωγής (εργασία και κεφάλαιο). Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν το πλέον πλήρες παράδειγμα βέλτιστης νομισματικής ζώνης. Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Οι εμπορικές ανταλλαγές που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της αντιπροσωπεύουν το 15% περίπου του ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ, επίπεδο πολύ χαμηλό σε σύγκριση με εκείνο που παρατηρείται στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού. Και παρ’ όλο που η κινητικότητα του κεφαλαίου έχει αυξηθεί σημαντικά στο εσωτερικό της ζώνης του ευρώ, η κινητικότητα της εργασίας εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά περιορισμένη σε σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες (μάλιστα, είναι χαμηλή ακόμα και στο εσωτερικό των κρατών που την αποτελούν).

Περιορισμοί οικονομικής διαχείρισης 
Αγνοώντας αυτά τα σημαντικά ζητήματα, η συνθήκη του Μάαστριχτ δημιούργησε μια ενιαία νομισματική πολιτική, της οποίας η διαχείριση ανατέθηκε στην ΕΚΤ • έτσι, τα κράτη έχασαν δύο (από τα τρία) εργαλεία οικονομικής διαχείρισης που διέθεταν: την ανεξάρτητη εθνική νομισματική πολιτική και την ευελιξία της ισοτιμίας του νομίσματός τους. Όσο για το τρίτο εργαλείο, την δημοσιονομική πολιτική, η οποία εξακολουθεί να παραμένει στην αρμοδιότητα των κρατών, υφίσταται τους περιορισμούς που της επιβάλλει το σύμφωνο σταθερότητας, το οποίο ορίζει ότι το έλλειμμα κάθε χώρας μέλους δεν θα πρέπει να ξεπεράσει το 3% του ΑΕΠ της. Επιπλέον, το εθνικό χρέος περιορίζεται –θεωρητικά τουλάχιστον- στο 60% του ΑΕΠ, αν και στην πράξη παρατηρούνται σημαντικές αποκλίσεις, όπως στην περίπτωση της Ιταλίας και της Ελλάδας (αντίστοιχα 104% και 95% του ΑΕΠ). Εξαιτίας αυτών των διαφορών ανάμεσα στα κράτη μέλη, η αυτονομία των οικονομικών πολιτικών τους μετατρέπεται σε σημαντικό ζήτημα, ιδιαίτερα στην περίπτωση που ένα από αυτά δεχθεί ένα δυνατό σοκ το οποίο δεν θα επηρεάζει την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ. 

Εάν επρόκειτο πράγματι για μια βέλτιστη νομισματική ζώνη, η χώρα που θα αντιμετώπιζε δυσκολίες θα επεδίωκε την προσαρμογή της στη νέα κατάσταση μέσα από την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού του προς την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ, την ελαστικότητα των μισθών και των τιμών και/ή τις δημοσιονομικές μεταβιβάσεις από τις Βρυξέλες στο κράτος μέλος που επλήγη από το σοκ, έτσι ώστε να επιτευχθεί η επανεξισορρόπηση της κατάστασης. Καμία από αυτές τις τρεις προϋποθέσεις δεν πληρούνταν κατά τη δημιουργία του ευρώ, και, από εκείνη την εποχή, δρομολογήθηκαν λίγες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να αποκτήσει μεγαλύτερη «ευελιξία» η αγορά εργασίας έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια ΒΝΖ. Η τρίτη προϋπόθεση –και η απλούστερη ως προς την εφαρμογή της- καθιστά αναγκαίο ένα ελάχιστο επίπεδο φορολογικού φεντεραλισμού και την ύπαρξη μιας συγκεντρωτικής οικονομικής εξουσίας η οποία θα μπορούσε να αντισταθμίσει την ανεξαρτησία της ΕΚΤ. Αυτοί οι στόχοι παραμένουν μακρινοί, καθώς αμφισβητούν την εθνική κυριαρχία κάθε κράτους. Στην πραγματικότητα, η Ευρωπαϊκή Ένωση – η οποία διαθέτει περιορισμένους πόρους (έναν προϋπολογισμό για τον οποίο έχει τεθεί το ανώτατο όριο του 1,27% του ΑΕΠ της, αλλά ο οποίος έχει ουσιαστικά καθηλωθεί στο 1,23%)- δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί σε δημοσιονομικές μεταβιβάσεις για να επιτευχθεί η αντιμετώπιση των σοκ που μπορεί να δεχθούν οι εθνικές οικονομίες. 

Η ελαστικότητα της Αμερικανικής οικονομίας 
Η κατάσταση στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι εντελώς διαφορετική: το 60% των δημόσιων δαπανών πραγματοποιείται σε ομοσπονδιακό επίπεδο, ενώ η κινητικότητα της εργασίας και η ελαστικότητα των μισθών είναι πολύ υψηλότερη σε σχέση με την Ευρώπη. Ακόμα και η ενοποιημένη Γερμανία –στην οποία το 1991 συγχωνεύτηκε το ανατολικογερμανικό με το δυτικογερμανικό μάρκο- δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει μια ΒΝΖ : παρά την μαζική μεταφορά 200 δισεκατομμυρίων ευρώ από το 1991, το ποσοστό ανεργίας στο ανατολικό τμήμα της χώρας ξεπερνάει το 20%.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας της ζωής του, το ευρώ αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τουλάχιστον δύο σοκ τα οποία αποκλήθηκαν «ασύμμετρα» δεδομένου ότι δεν έπλητταν όλα τα μέλη του κατά τον ίδιο τρόπο: καταρχάς, την περίοδο 1999-2002, το «ακριβό» ή υπερτιμημένο δολάριο και στη συνέχεια, πιο πρόσφατα, την περίοδο 2005-2008, την ραγδαία αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Στην πρώτη περίπτωση, οι χώρες που είναι περισσότερο προσανατολισμένες προς το διεθνές εμπόριο (και λιγότερο προς τις ανταλλαγές με τις υπόλοιπες χώρες της ζώνης του ευρώ) υπέφεραν από τον εισαγόμενο πληθωρισμό (αυξημένο κόστος εισαγωγής λόγω του ακριβού δολαρίου) πολύ περισσότερο από τις χώρες των οποίων οι ανταλλαγές είναι κατά κύριο λόγο στραμμένες προς τη ζώνη του ευρώ. Έτσι, την περίοδο 1999-2002, ο πληθωρισμός της Ιρλανδίας ανερχόταν στο 4,1%, τη στιγμή που ο πληθωρισμός στη Γερμανία -η οποία είναι περισσότερο επικεντρωμένη στο ενδοκοινοτικό εμπόριο απ’ ό,τι στο διεθνές- παρέμενε στο 1,2%.

Κατά τον ίδιο τρόπο, η τετραπλασιασμός της τιμής του βαρελιού πετρελαίου δεν έπληξε με όμοιο τρόπο τον ρυθμό της ανάπτυξης και τον πληθωρισμό όλων των χωρών: για παράδειγμα, το πετρέλαιο καλύπτει μονάχα το 35% των ενεργειακών αναγκών της Γαλλίας η οποία έχει στραφεί στην πυρηνική ενέργεια, αντίθετα απ’ ότι συμβαίνει στην Ισπανία, στην Ιταλία ή στην Ελλάδα όπου αυτό το ποσοστό υπερβαίνει το 55%.
Δυστυχώς, ο συνδυασμός μιας συγκεντρωτικής νομισματικής πολιτικής και μιας αποκεντρωμένης δημοσιονομικής πολιτικής συνεπάγεται τη διαμόρφωση διαφορετικών επιπέδων πληθωρισμού τα οποία οδηγούν σε διαφορές όσον αφορά την αγοραστική δύναμη του ευρώ και την ανταγωνιστικότητα ανάμεσα στα κράτη μέλη. Στο πλαίσιο ενός συστήματος «εθνικών» νομισμάτων, αυτή η συνέπεια θα μπορούσε εύκολα να διορθωθεί με μια ανατίμηση ή με μια «ανταγωνιστική» υποτίμηση του νομίσματος. Όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι πλέον δυνατόν, λόγω του ενιαίου νομίσματος που εξουδετερώνει το εργαλείο των συναλλαγματικών ισοτιμιών, ενώ παράλληλα ακυρώνει την ανεξαρτησία των εθνικών νομισματικών πολιτικών. 

Διαβρώνεται το Ευρώ; 
Εξαιτίας αυτής της αδυναμίας να διορθωθούν οι αποκλίσεις που παρατηρούνται όσον αφορά το επίπεδο του πληθωρισμού, σε ορισμένες χώρες, η αγοραστική δύναμη του ευρώ διαβρώνεται σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ και με τη Γερμανία. Για παράδειγμα, από τον Ιανουάριο του 1999 ως τον Σεπτέμβριο του 2008, με βάση διαφορετικά μισθολογικά κόστη, το ευρώ στην Ιταλία ανατιμήθηκε κατά 40% σε σχέση με το ευρώ στη Γερμανία. Η κατάσταση που διαμορφώθηκε στην Ισπανία και στην Ελλάδα δεν απέχει πολύ από αυτόν τον αριθμό. 

Η διόρθωση των αποκλίσεων που έχουν συσσωρευτεί αποτελεί ένα δύσκολο καθήκον, καθώς η μείωση του επιπέδου των μισθών εμφανίζεται ως πολιτικά εκρηκτική. Μονάχα τα κέρδη ανταγωνιστικότητας μπορούν να αναστρέψουν αυτήν την τάση: πράγματι, η Γερμανία και η Ολλανδία το έχουν κατορθώσει. Δεν είναι λοιπόν περίεργο το γεγονός ότι πολλές επιχειρήσεις επέλεξαν να επιλύσουν το «πρόβλημα» μεταφέροντας την παραγωγική τους δραστηριότητα (ή απειλώντας ότι θα το κάνουν) σε χώρες της Κεντρικής ή της Ανατολικής Ευρώπης. 

Επαναφορά εθνικών νομισμάτων
Τέλος, υπάρχει μια ακόμα παράμετρος η οποία καθιστά ακόμα περισσότερο πολύπλοκη την κατάσταση: οι διάσπαρτες εκλογικές αναμετρήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (προεδρικές, βουλευτικές ή δημοτικές εκλογές) εντείνουν την έλλειψη συγχρονισμού των εθνικών οικονομικών κύκλων, καθώς πριν από τις εκλογές προηγείται συνήθως μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική. 

Τη στιγμή που η υφήλιος βυθίζεται σε μια βαθιά κρίση, η συγκράτηση των υψηλών ποσοστών ανεργίας –η οποία ενδέχεται να ξεπεράσει σύντομα το όριο του 10 ή του 12%- θα μετατραπεί στον κυριότερο στόχο. Αυτό έχει ήδη συμβεί στην Ισπανία όπου, κατά τη διάρκεια του περασμένου εξαμήνου, η ανεργία έφθασε το 13%. 

Η καταπολέμηση της ανεργίας θα συνεπάγεται αναπόφευκτα την μεγάλη αύξηση των φορολογικών ελλειμμάτων τα οποία θα δημιουργήσουν στο σύμφωνο σταθερότητας ρήγματα τα οποία θα είναι δύσκολο να κλείσουν και θα θέσουν υπό αμφισβήτηση τη σταθερότητα του ενιαίου νομίσματος: τα σχέδια ανάκαμψης δυναμιτίζουν το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ελλείμματος 3% και χρέους 60% του ΑΕΠ. Επιπλέον, θα αμφισβητήσουν την ανεξαρτησία της ΕΚΤ. Ωστόσο, για ορισμένες οικονομίες οι οποίες έχουν ήδη καταστεί εξαιρετικά ευάλωτες εξαιτίας των αποκλίσεων του ύψους του πληθωρισμού, αυτό δεν θα αποδειχθεί διόλου αρκετό και θα εμφανιστεί ο πειρασμός να ακολουθήσουν το πρόσφατο παράδειγμα της απότομης υποτίμησης της στερλίνας. Έτσι, η Ισπανία, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Πορτογαλία (των οποίων τα ποσοστά ανεργίας ξεπέρασαν συχνά το 10% κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας) δεν θα μπορέσουν να ανεχθούν το γεγονός ότι θα χαρακτηρίζονται αιωνίως από μειωμένη ανταγωνιστικότητα λόγω της υπερτίμησης του «δικού τους ευρώ». 

Όσο τραυματικό κι αν είναι το ενδεχόμενο της επαναφοράς του παλαιότερου εθνικού τους νομίσματος, ορισμένες χώρες ενδέχεται να αποφασίσουν να εγκαταλείψουν το ευρώ για να ανακτήσουν την οικονομική τους ανταγωνιστικότητα. Κατά βάθος, αυτό το σενάριο δεν είναι τίποτε άλλο από την επιστροφή στις μεγάλες κρίσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών των παλαιότερων εποχών του Μπρέτον Γουντς (1944-1971) και του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος (1979-1999) (4) : βέβαια, είναι ελάχιστα πιθανό σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, αν σκεφθεί κανείς πόσο ακριβή θα γινόταν για μια χώρα που θα εγκατέλειπε το ευρώ η εξυπηρέτηση ενός δημόσιου χρέους υπολογισμένου σε ευρώ και το οποίο θα εκφραζόταν πλέον με ένα υποτιμημένο και πρόσφατα καθιερωμένο νόμισμα. Ωστόσο, κάθε επιδείνωση ενός ήδη εύθραυστου κοινωνικού κλίματος [όπως απέδειξαν πρόσφατα οι βίαιες λαϊκές διαδηλώσεις στην Ελλάδα(5)], το οποίο θα οδηγείται σε παροξυσμό από την ραγδαία επιδείνωση της ανεργίας, ενδέχεται να εντείνει σε ορισμένες χώρες τον πειρασμό της προσφυγής σε αυτήν την ακραία λύση. 


Υποσημειώσεις

1. Κίνδυνοι που συνδέονται με τη διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Πριν τη νομισματική ενοποίηση, οι επενδυτές κερδοσκοπούσαν συχνά στο γαλλικό φράγκο, την ιταλική λιρέτα ή τη στερλίνα. Για παράδειγμα, τον Σεπτέμβριο του 1992, ο Τζορτζ Σόρος είχε αποκομίσει σημαντικές υπεραξίες στοιχηματίζοντας στην πτώση της στερλίνας καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο βυθιζόταν στην οικονομική κρίση.
2. Συνέντευξη που δόθηκε στην «Die Zeit», Αμβούργο, 23 Ιουλίου 2007.
3. Το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης υιοθετεί τα κριτήρια σύγκλισης που ορίστηκαν από τη συνθήκη του Μάαστριχτ. Διατηρεί κυρίως το στόχο της μείωσης των δημοσίων ελλειμμάτων που είχε καθιερωθεί ενόψει της ένταξης στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση.
4. Το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα, το οποίο δημιουργήθηκε το 1979, αποσκοπούσε στη σταθεροποίηση της ισοτιμίας των ευρωπαϊκών νομισμάτων. Τα νομίσματα ήταν συνδεδεμένα με μια λογιστική μονάδα (το εκιού), της οποίας η αξία υπολογίζονταν με βάση ένα καλάθι νομισμάτων των κρατών μελών.
5. Βάλια Καϊμάκη, «Aux banques ils donnent de l’argent, aux jeunes ils offrent… des balles », «Le Monde diplomatique», Ιανουάριος 2009, βλ. http://monde-diplomatique.gr/spip.php?article198

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.