Χρήστος Ιακώβου*
Η ετυμηγορία του ποινικού δικαστηρίου της Κωνσταντινούπολης,
στις 21 Σεπτεμβρίου, για τη γνωστή υπόθεση «Βαριοπούλα», στην οποία ξεχωρίζει η
20ετής κάθειρξη των τεσσάρων πρώην ανωτάτων αξιωματικών (Τσετίν Ντογάν,
Ιμπραχίμ Φιρτίνα, Οζντέν Ορνέκ και Εργκίν Σαϊγκούν), αποτελεί ένα σημαντικό
κρίκο στην αλυσίδα αποκάλυψης του τουρκικού παρακράτους, που άρχισε με την
πολύκροτη υπόθεση Εργκενεκόν. Η πραγματικότητα αυτή, όπως ξετυλίγεται, έρχεται
να επιβεβαιώσει τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε για δεκαετίες ένα μέρος της
δυτικής τουρκολογίας, για να αναλύσει τις σχέσεις κράτους-κοινωνίας στη
σύγχρονη Τουρκία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο χρησιμοποιήθηκε από πολλούς ερευνητές
ο όρος «πραιτοριανό κράτος» για να ερμηνεύσει τη διαπλοκή που δημιούργησε το
Τουρκικό κράτος με παρακρατικούς θεσμούς, πάντοτε με τον εθνικιστικό μανδύα,
προκειμένου να μπορέσει να ασκεί το ρόλο του ως Devlet Baba (κράτος πατέρας)
και να μπορούν να ασκούν το μονοπώλιο ηγεμονικής ισχύος οι θεσμοί που
επιφορτίστηκαν από την ίδρυση του τουρκικού κράτους να παίζουν αυτό το ρόλο
(στρατογραφειοκρατία).
Ο όρος «πραιτοριανό κράτος» εισήχθη για πρώτη φορά στην
Πολιτική Επιστήμη από τον αμερικανό καθηγητή Amos Perlmutter το 1974 (Egypt, The
Praetorian State), προκειμένου να προσδιορίσει
μία συγκεκριμένη τυπολογία κρατών του Τρίτου Κόσμου. Σύμφωνα με αυτή την θεωρητική προσέγγιση,
«πραιτοριανό» είναι το κράτος το οποίο αποτελεί όργανο εξουσίας ενός στρατού
που η πραγματική του δύναμη ευρίσκεται πίσω από τους πολιτικούς θεσμούς. Πιο
συγκεκριμένα, πρόκειται για το καθεστώς όπου μια στρατογραφειοκρατία, η οποία
αποτελεί το επίκεντρο του συστήματος υπαγορεύει τους κανόνες συνοχής και
επιβίωσης του κράτους. Σε τέτοια καθεστώτα είναι απαραίτητα η ύπαρξη μίας
πραιτοριανής κλίκας η οποία δρα υπογείως και αποτελεί προέκταση της
πραιτοριανής εξουσίας. Εντός αυτής της κλίκας υπάρχει στρατιωτική δύναμη, η
οποία εγγυάται την υπαγόρευση, την καθοδήγηση και τον περιορισμό δράσεων για
δυνάμεις που εισέρχονται απειλητικά στο πολιτικό παιγνίδι σε κρίσιμες περιόδους
ή εσωτερικεύονται από διάφορους κοινωνικούς δρώντες. Αυτή, η κλίκα στα πραιτοριανά καθεστώτα παίζει το ρόλο του
παρακράτους. Στα «πραιτοριανά κράτη» η κοινωνία είναι, εκ των πραγμάτων,
διαχωρισμένη από το κράτος, η ύπαρξη του οποίου ανάγεται σε αυτοσκοπό. Τα άτομα
και οι θεσμοί που αποτελούν το «πραιτοριανό κράτος» είναι επιφορτισμένα με την
αναπαραγωγή του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το «πραιτοριανό κράτος» αποκτά το ρόλο
του υπερκράτους και για να λειτουργήσει έχει την ανάγκη δημιουργίας ενός
παρακράτους. Οι πολιτικοί θεσμοί που εμφανίζονται να λειτουργούν σε ένα πλαίσιο
δημοκρατικών αρχών εκλαμβάνονται από το «πραιτοριανό κράτος» ως υποκείμενοι στο
δική του έλεγχο, και μάλιστα αυτό, όπως στην περίπτωση της Τουρκίας, υπήρξε
συνταγματικά κατοχυρωμένο, με την ίδρυση και λειτουργία του Συμβουλίου Εθνικής
Ασφαλείας. Αυτό το θεωρητικό μοντέλο έλκει την προέλευσή του από την ύστερη
Ρωμαϊκή περίοδο.
Αρχικά, οι πραιτοριανοί φρουροί (cohors praetoria) συγκροτήθηκαν
με σκοπό την προστασία υψηλόβαθμων αξιωματικών. Κατά την εποχή του αυτοκράτορα
Αυγούστου, οι πραιτοριανοί φρουροί απέκτησαν το δικαίωμα να εισέρχονται ενόπλως
στους ιερούς χώρους του ρωμαϊκού κράτους και με αυτό τον τρόπο έγιναν
αυτοκρατορικοί φρουροί. Σταδιακώς, απετέλεσαν μία τάξη με δύναμη και επιρροή
στην επιλογή δημοσίων πολιτικών και αυτοκρατόρων καθώς επίσης και στις
αποφάσεις της Συγκλήτου. Στο τέλος, έφθασαν να ενισχύουν και να υποστηρίζουν
εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις οι οποίες υπηρετούσαν περισσότερο τα συμφέροντά
τους με αποτέλεσμα να μετασχηματίσουν και να ταυτίσουν το δικό τους συμφέρον με
αυτό του κράτους. Αυτός είναι, εν συντομία, ο αρχαϊκός τύπος πραιτοριανής
εξουσίας.
Μέσα στον ορισμό του Perlmutter εμπίπτει και το κεμαλικό κράτος.
Πιο συγκεκριμένα, η πτυχή που αφορά τη γένεση και εξέλιξη του τουρκικού
παρακράτους και η σχέση με την πραιτοριανή εξουσία ανιχνεύεται στην εποχή του
ψυχρού πολέμου. Η είσοδος της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, το 1952, αύξησε τις ανάγκες
των αμερικανικών υπηρεσιών για επαρκή μέτρα ασφαλείας στο εσωτερικό της χώρας.
Έτσι, το 1952 ιδρύεται από τη Βορειοατλαντική συμμαχία μια ειδική οργάνωση με
την ονομασία «Ελεγκτική Επιτροπή Επιστράτευσης». Επρόκειτο για μία γενική
υπηρεσία που δημιουργήθηκε στα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ και είχε το χαρακτήρα
δικτύου Ανορθόδοξου Πολέμου, γνωστής ως GLADIO. Το παρακρατικό αυτό δίκτυο πραγματοποίησε, υπό το
πρόσχημα της αντιμετώπισης του κομμουνιστικού κινδύνου, σωρεία εγκληματικών
ενεργειών σε βάρος πολιτών στην πορεία του ψυχρού πολέμου. Στην Τουρκία, το
1965, η Ελεγκτική Επιτροπή Επιστράτευσης μετωνομάσθη σε «Διεύθυνση Ειδικού
Πολέμου» (ΔΕΠ) η οποία υπήχθη στον υπαρχηγό των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων.
Όπως αποδεικνύεται, τα τελευταία χρόνια, με τις διάφορες
συλλήψεις και καταδίκες στην Τουρκία, η Εργκενεγκόν για να επιτύχει τους
στόχους της διείσδυσε και οργανώθηκε στα πολιτικά κόμματα, στην υπηρεσία
πληροφοριών, στην κρατική ασφάλεια, στο χώρο της Παιδείας, του Τύπου, των
θρησκευτικών ιδρυμάτων, και της Δικαιοσύνης. Με υπόγεια δράση επιδιώκει να
καθορίσει τις αναγκαίες αναθεωρήσεις νόμων συμπεριλαμβανομένων και του
Συντάγματος επιζητώντας να ρυθμίζει τους νόμους ανάλογα με τις δικές τις
επιλογές. Αυτή η τεραστία οργάνωση που διείσδυσε και ελέγχει πολλές κοινωνικές,
πολιτικές, οικονομικές, πολιτιστικές ακόμη και αθλητικές δραστηριότητες της
τουρκικής κοινωνίας, για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της χρηματοδότησης της
ανέπτυξε δραστηριότητες στο χώρο του οικονομικού εγκλήματος (εμπόριο
ναρκωτικών, λαθρεμπόριο όπλων, λαθρομετανάστευση κ.λπ.) εντός της Τουρκίας (πρβλ. το σκάνδαλο
Σουσουρλούκ το 1996) και της κατεχομένης Κύπρου.
Παρά την προσπάθεια του Ερντογάν για εκσυγχρονισμό, ο οποίος
είναι ταυτισμένος με την πολιτική του επιβίωση, ο ρόλος του παρακράτους είναι
άμεσα συνυφασμένος με το μέλλον του κεμαλικού «πραιτοριανού κράτους». Τα
αλλεπάλληλα κτυπήματα που επέφερε ο Ερντογάν στο «πραιτοριανό κράτος έχουν
αποδυναμώσει την πολιτική του ισχύ, όχι όμως και την οικονομική, η οποία
αποτελεί το δεύτερο ισχυρό του υποστήριγμα.
Επιπλέον, το «πραιτοριανό κράτος» είναι συνυφασμένο με τον
εκδημοκρατισμό της Τουρκίας και η αποδόμησή του από την κυβέρνηση Ερντογάν δεν
σημαίνει ταυτόχρονα ότι η Τουρκία οδεύει προς την κατεύθυνση του
εκδημοκρατισμού. Θα πρέπει η κυβέρνηση των ισλαμιστών να αποδείξει ότι η
αντιπαράθεση με την κεμαλική στρατογραφειοκρατία έγινε στη βάση υπεράσπισης
δημοκρατικών αρχών και δεν ήταν απλώς μία αντιπαράθεση επιβολής ισχύος, όπου οι
αρχές έπαιζαν το ρόλο πολιτικής νομιμοποίησης. Η δημοκρατία στην Τουρκία δεν
μπορεί να οικοδομηθεί μόνο με καταδικαστικές αποφάσεις. Χρειάζονται πολιτικές
που θα επιτρέπουν την αλλαγή της πολιτικής κουλτούρας της χώρας, μέσα στην
οποία θα μπορεί να λειτουργήσει η δημοκρατία όπως την εκλαμβάνει ο δυτικός
κόσμος.
*Διευθυντής του Κυπριακού
Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.