Πώς και γιατί απομακρύνθηκαν οι ΗΠΑ από τη στρατηγική της «ανάσχεσης»
62 χρόνια πριν
Του Λυκουργου Kουρκουβελα*
Η στρατηγική της «ανάσχεσης» (containment) που είχε εισηγηθεί ο Αμερικανός διπλωμάτης Τζωρτζ Κένναν από τις αρχές του 1946 με το «Μακρύ Τηλεγράφημα» (Long Telegram) αποτέλεσε το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε η αμερικανική διπλωματία τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Ακρογωνιαίο λίθο των προτάσεων του Κένναν αποτελούσε η αντίληψη πως ο σοβιετικός κίνδυνος ήταν πρωτίστως πολιτικής φύσης και επομένως έπρεπε να αντιμετωπιστεί από τις ΗΠΑ -και κατ' επέκταση από τον δυτικό κόσμο- κυρίως με πολιτικούς και οικονομικούς, όχι στρατιωτικούς, όρους. Η ενίσχυση του εθνικού αισθήματος εντός του κομμουνιστικού κόσμου με στόχο την εκ των έσω κατάρρευσή του και η ενδυνάμωση «αντισταθμιστικών» προς την ΕΣΣΔ κέντρων ισχύος μέσω της οικονομικής βοήθειας των ΗΠΑ θα συνέτειναν αποφασιστικά, σύμφωνα με την άποψη του Αμερικανού διπλωμάτη, στον περιορισμό της σοβιετικής επεκτατικότητας.
Στο πρακτικό πολιτικό πεδίο, οι αντιλήψεις αυτές υλοποιήθηκαν με την εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν και του Σχεδίου Μάρσαλ το 1947. Η επιρροή των αντιλήψεων του Κένναν στην αμερικανική πολιτική ηγεσία, κυρίως όσον αφορά την πολιτική φύση του σοβιετικού κινδύνου, άρχισε να μειώνεται από το 1948 όταν η κυβέρνηση Τρούμαν αποφάσισε τη σύσταση του ΝΑΤΟ, επιλογή με την οποία ο Αμερικανός διπλωμάτης ήταν αντίθετος διότι θα οδηγούσε, σύμφωνα με την άποψή του, στη ραγδαία στρατιωτικοποίηση του Ψυχρού Πολέμου και στην οριστικοποίηση της διαίρεσης της Γερμανίας, κατ' επέκταση και της Ευρώπης.
Κομβικό σημείο στην οριστική απομάκρυνση από τη στρατηγική της ανάσχεσης του Κένναν αποτέλεσαν δύο εξελίξεις που σημειώθηκαν εντός του κομμουνιστικού κόσμου το 1949: η «κομμουνιστικοποίηση» της Κίνας με την επικράτηση του Μάο Τσε Τουνγκ στον κινεζικό εμφύλιο και η επιτυχής δοκιμή της ατομικής βόμβας από την ΕΣΣΔ. Ιδιαίτερα η απόκτηση ατομικής δυνατότητας από τους Σοβιετικούς -σε πολύ πιο σύντομο χρονικό διάστημα από αυτό που εκτιμούσαν οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες- είχε δραματικές επιπτώσεις στον τρόπο που η αμερικανική πολιτική ηγεσία αντιλαμβανόταν την ψυχροπολεμική διαμάχη. Πλέον, αυτό που θα είχε σημασία ως προς την πρόσληψη της σοβιετικής απειλής δεν ήταν τα πολιτικά κίνητρα και οι προθέσεις της Σοβιετικής Ενωσης (όπως εισηγούνταν ο Κένναν), αλλά οι στρατιωτικές της δυνατότητες και οι κίνδυνοι που αυτές ενείχαν για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.
Ενα έγγραφο ορόσημο πενήντα οκτώ σελίδων
Υπό το βάρος των εξελίξεων ο πρόεδρος Τρούμαν τον Ιανουάριο του 1950 εξουσιοδότησε μία ad hoc επιτροπή αποτελούμενη από αξιωματούχους των υπουργείων Εξωτερικών και Αμυνας να συντάξουν μία αναλυτική έκθεση των απειλών, συμφερόντων και πιθανών πολιτικών απαντήσεων απέναντι στον κομμουνιστικό κίνδυνο. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο Paul Nitze, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Κένναν, ως προϊστάμενος, στη Διεύθυνση Σχεδιασμού Πολιτικής (Policy Planning Staff), μιας συμβουλευτικής επιτροπής που υπαγόταν στο State Department. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η Εκθεση NSC-68, η οποία αποτέλεσε έγγραφο-ορόσημο όχι μόνο για τη στρατηγική των ΗΠΑ αλλά και για την πορεία του Ψυχρού Πολέμου γενικότερα.
Το NSC-68, ένα έγγραφο πενήντα οκτώ σελίδων, αποτέλεσε μία «επιθετική» εκδοχή της ανάσχεσης έτσι όπως αυτή είχε συλληφθεί από τον Κένναν. Υπόβαθρο της έκθεσης αποτέλεσε η «νέα» πρόσληψη των ιθυνόντων της αμερικανικής διπλωματίας όσον αφορά τις στρατιωτικές δυνατότητες της ΕΣΣΔ: η επιτυχής δοκιμή της ατομικής βόμβας από τους Σοβιετικούς καταδείκνυε ότι η ισορροπία των στρατιωτικών δυνάμεων είχε γείρει αποφασιστικά προς την πλευρά της Σοβιετικής Ενωσης, της οποίας η ανωτερότητα σε συμβατικό οπλισμό θεωρούνταν δεδομένη.
Η έμφαση του NSC-68 στον συσχετισμό στρατιωτικών δυνάμεων ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις και όχι στις πολιτικές προθέσεις των Σοβιετικών σήμαινε ότι πλέον οι ΗΠΑ θα έπρεπε να απαντούν σε οποιαδήποτε απειλή παρουσιαζόταν από την πλευρά του κομμουνιστικού κόσμου σε κάθε γωνιά της υφηλίου. Με άλλα λόγια, ενώ η στρατηγική της ανάσχεσης του Κένναν εκκινούσε από τον όσο το δυνατόν πιο ακριβή προσδιορισμό των ζωτικών αναγκών των ΗΠΑ, το NSC-68 αντιλαμβανόταν τα αμερικανικά συμφέροντα μέσα από το πρίσμα της σοβιετικής απειλής: η έγερση οποιουδήποτε στρατιωτικού κινδύνου από την πλευρά της ΕΣΣΔ απειλούσε ευθέως τα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Δύσης.
Υπό αυτή την προοπτική, το NSC-68 προσλάμβανε το μεταπολεμικό διεθνές σύστημα με αμιγώς διπολικούς όρους, σύμφωνα με τους οποίους η επικράτηση του ενός από τους δύο αντιπάλους θα σήμαινε ταυτόχρονα την ολοκληρωτική καταστροφή του άλλου. Σύμφωνα με το NSC-68, ο «ελεύθερος» καπιταλιστικός κόσμος είχε να αντιμετωπίσει μία «φανατική πίστη» (τον κομμουνισμό) που ως στόχο είχε την επιβολή της απόλυτης ισχύος της σε πλανητικό επίπεδο. Αυτό που διακυβευόταν, επομένως, ήταν η ίδια η ύπαρξη του «ελεύθερου κόσμου». Το μείζον πρόβλημα, σύμφωνα με το NSC-68, ήταν ότι η κατοχή της ατομικής βόμβας είχε καταδείξει ότι οι κομμουνιστές δεν επεδίωκαν απλώς να επιβάλλουν την κυριαρχία τους στον κόσμο, αλλά ότι πλέον μπορούσαν να την επιτύχουν, και μάλιστα άμεσα.
Οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες εκτιμούσαν ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950, περίοδο κατά την οποία η σοβιετική στρατιωτική ισχύς θα βρισκόταν στο απόγειό της, υπήρχε πολύ σοβαρό ενδεχόμενο οι Σοβιετικοί να εξαπολύσουν μία μαζική προληπτική επίθεση (pre-emptive attack) με σκοπό να προλάβουν τις ΗΠΑ πριν αυτές καλύψουν το στρατιωτικό κενό και αποκαταστήσουν την ισορροπία των δυνάμεων. Συνεπώς, αυτό που εισηγούνταν το NSC-68 ήταν η δραστική ενδυνάμωση του αμερικανικού οπλοστασίου σε συμβατικά και πυρηνικά μέσα. Το πρώτο βήμα είχε ήδη πραγματοποιηθεί τον Ιανουάριο του 1950 όταν ο Τρούμαν ενέκρινε την κατασκευή της υδρογονοβόμβας, που θα είχε απείρως καταστρεπτικότερη ισχύ από αυτή της ατομικής βόμβας και η οποία θα ήταν επιχειρησιακά έτοιμη, σύμφωνα με αμερικανικούς υπολογισμούς, μέχρι το 1952.
Από την άλλη πλευρά, η «επιθετικότητα» του NSC-68 δεν σήμαινε σε καμία περίπτωση ότι μοναδική ή έστω πρώτιστη επιλογή για την αντιμετώπιση της σοβιετικής απειλής ήταν ο πόλεμος. Αντιθέτως, ο βασικός στόχος του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Ντην Ατσεσον και του Nitze ήταν η ραγδαία ενίσχυση του αμερικανικού οπλοστασίου σε τέτοιο βαθμό ώστε οι ΗΠΑ να παρουσιάζονται στη διπλωματική αρένα από θέση ισχύος. Σύμφωνα με την περίφημη φράση του Ατσεσον, οι ΗΠΑ έπρεπε σε διπλωματικό επίπεδο να δημιουργούν, μέσω της στρατιωτικής τους ενδυνάμωσης, «καταστάσεις ισχύος» (situations of strength), δηλαδή αυτό που έμεινε αργότερα γνωστό ως «αποτροπή». Αυτό βέβαια που ήταν προφανές αλλά δεν αναφερόταν ρητά στο NSC-68 ήταν πως η στρατιωτική ενδυνάμωση των ΗΠΑ θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν πόλεμο με την ΕΣΣΔ.
Ετσι, παρά το γεγονός ότι μία στρατιωτική σύγκρουση ήταν απευκταία, οι ιθύνοντες της αμερικανικής διπλωματίας ήταν πρόθυμοι να αποδεχτούν τον κίνδυνο μιας πυρηνικής σύρραξης, μόνο όμως όταν θα επιτυγχανόταν η πλήρης μεταβολή των στρατιωτικών συσχετισμών προς όφελος των ΗΠΑ. Προς το παρόν, το 1950, οι ΗΠΑ, σύμφωνα με τον Nitze, ήταν αδύναμες και έπρεπε να αποφύγουν να αναμιχθούν «σε γενικές εχθροπραξίες με την ΕΣΣΔ στην παρούσα κατάσταση της στρατιωτικής αδυναμίας... χωρίς να θυσιάσουμε την αυτοεκτίμησή μας αλλά και χωρίς να διακινδυνέψουμε την επιβίωσή μας».
Ο Πόλεμος της Κορέας άλλαξε τα δεδομένα
Το NSC-68 δεν έγινε άμεσα αποδεκτό από τον Τρούμαν, ο οποίος θεωρούσε ότι ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την οικονομική του πολιτική και τη μείωση των στρατιωτικών δαπανών που αυτή προέβλεπε. Παρ' όλα αυτά δεν απέρριψε την έκθεση, αλλά ζήτησε την επανεξέταση των οικονομικών της προϋποθέσεων. Μέχρι τον Ιούνιο του 1950, και παρά τις προσπάθειες των Ατσεσον και Nitze, φαινόταν ότι το NSC-68 δεν θα εγκρινόταν από τον Λευκό Οίκο. Η κατάσταση άλλαξε ριζικά με το ξέσπασμα του Πολέμου στην Κορέα στα τέλη Ιουνίου. Ο Πόλεμος της Κορέας επιβεβαίωνε με τον πιο δραματικό τρόπο τις βασικές υποθέσεις του NSC-68: το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ ήταν πρόθυμη να αποδεχθεί τον κίνδυνο του πολέμου με τις ΗΠΑ -πρώτα εγκρίνοντας τη βορειοκορεατική επίθεση και έπειτα στηρίζοντας την κινεζική παρέμβαση- καταδείκνυε τη στρατιωτική ισχύ που οι ίδιοι οι Σοβιετικοί θεωρούσαν πως είχαν ως προς τις ΗΠΑ και την πιθανή πρόθεσή τους να συγκρουστούν με τη Δύση όχι μόνο στην Απω Ανατολή, αλλά ακόμη και στην Ευρώπη. Ως αποτέλεσμα, ο Τρούμαν ενέκρινε τελικά το NSC-68 στις 30 Σεπτεμβρίου 1950, δίνοντας έτσι το πράσινο φως για την κάθετη ενδυνάμωση του αμερικανικού συμβατικού και πυρηνικού οπλοστασίου.
Το NSC-68 επέδρασε καίρια πάνω στη στρατηγική των ΗΠΑ αλλά και στην ίδια την πορεία του Ψυχρού Πολέμου. Παρά το γεγονός ότι η επόμενη αμερικανική κυβέρνηση Αϊζενχάουερ απέρριψε τις οικονομικές παραμέτρους της έκθεσης, δίνοντας έμφαση στα πυρηνικά όπλα, εν τούτοις ο πυρήνας των εισηγήσεων του NSC-68, η πρόσληψη δηλαδή του κομμουνιστικού αντιπάλου με όρους στρατιωτικής ισχύος, οδήγησε στην κούρσα των εξοπλισμών ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις που αποτέλεσε ένα από τα καίρια χαρακτηριστικά της ψυχροπολεμικής διαμάχης.
* Ο κ. Λυκούργος Κουρκουβέλας είναι διδάκτωρ Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.