Κυριακή 25 Απριλίου 2010

Κατάκτηση του «ζωτικού χώρου»



Του Νικου Παπαναστασιου*


«Σήμερα τη νύχτα Πολωνοί στρατιώτες άνοιξαν πυρ επί γερμανικού εδάφους. Από τις 5.45 ανταποδίδονται τα πυρά». Με τα λόγια αυτά ανήγγειλε ο Αδόλφος Χίτλερ από το βήμα του Ράιχσταγκ, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, τη βίαιη γερμανική εισβολή στην Πολωνία. Σύμφωνα με την ευρωκεντρική αντίληψη, η ημερομηνία αυτή σηματοδοτεί την επίσημη έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το ψέμα του Χίτλερ ήταν διπλό. Πρώτον, διότι η εισβολή είχε ξεκινήσει μία ώρα νωρίτερα και δεύτερον, επειδή δεν επρόκειτο για ανταπόδοση πυρών, αλλά για προσχεδιασμένη και επιμελώς σκηνοθετημένη ναζιστική επίθεση. Ήταν προφανές ότι στόχος του «Φύρερ» ήταν να πείσει τη γερμανική και τη διεθνή κοινή γνώμη ότι επρόκειτο για νόμιμη άμυνα ενάντια στην αυξανόμενη πολωνική επιθετικότητα. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο γερμανικό Κοινοβούλιο απέφυγε να χρησιμοποιήσει τη λέξη «πόλεμος», με την ελπίδα ότι η Γαλλία και η Βρετανία δεν θα αντιδρούσαν με στρατιωτικά μέσα.


Οι απαρχές του Πολωνικού ζητήματος ανάγονται στην αναδιανομή γερμανικών εδαφών βάσει της Συνθήκης των Βερσαλλιών (1919-1920). Με την επανασύσταση ανεξάρτητου πολωνικού κράτους ύστερα από 123 χρόνια, ακρωτηριάστηκε εδαφικά η Γερμανία, χάνοντας το ένα έβδομο των εδαφών της και το ένα δέκατο του πληθυσμού της. Πέρα από την απώλεια της Δυτικής Πρωσίας και της μισής Ανω Σιλεσίας, μόνιμη εστία εντάσεων αποδείχτηκε ο «πολωνικός διάδρομος» που παρεμβαλλόταν μεταξύ των εδαφών του Ράιχ και της Ανατολικής Πρωσίας. Σε μήλο της Εριδος επρόκειτο να εξελιχθεί το Ντάντσιχ (σημερινό Γκντανσκ), που βρισκόταν στο στόμιο του διαδρόμου. Αν και η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού εκεί ήταν γερμανόφωνη, το λιμάνι αυτό είχε τεθεί υπό τον έλεγχο της Κοινωνίας των Εθνών. Την αντιπαράθεση υποδαύλιζε και η ύπαρξη μεγάλης γερμανικής μειονότητας εντός του «διαδρόμου».

Προς γενική έκπληξη, ο Χίτλερ εγκαινίασε σχέσεις καλής γειτονίας με τη Βαρσοβία, χωρίς, ωστόσο, να αναγνωρίσει όπως και οι προκάτοχοί του τα ανατολικά σύνορα του Ράιχ. Μάλιστα τον Ιανουάριο του 1934 υπέγραψε σύμφωνο μη επιθέσεως με τον στρατάρχη Πιλσούδσκι, γνωστό για τον αντικομμουνισμό και τον αντισημιτισμό του. Μετά δε τη Συνδιάσκεψη του Μονάχου, πρότεινε στην Πολωνία διαπραγματεύσεις για την επίλυση όλων των εκκρεμών υποθέσεων, με σκοπό να την εντάξει στο φιλογερμανικό μπλοκ στην Ανατολική Ευρώπη. Το δέλεαρ της αναγνώρισης των κοινών συνόρων και της παράτασης ισχύος του συμφώνου μη επιθέσεως για 25 συνολικά έτη, με αντάλλαγμα την ενσωμάτωση του Ντάντσιχ στο Ράιχ δεν έγινε τελικά αποδεκτό από την πολωνική πλευρά, κυρίως για να αποφύγει το ενδεχόμενο να καταστεί γερμανική «σατραπεία». Ραγδαία επιδείνωση στις σχέσεις Βερολίνου-Βαρσοβίας επήλθε τελικά μετά τη δεύτερη τσεχοσλοβακική κρίση (άνοιξη του 1939), όταν η Πολωνία αποδέχτηκε τη βρετανογαλλική εγγύηση για τα σύνορά της.

Για το Βερολίνο, η επάνοδος στα σύνορα του 1913 είχε πάψει πλέον να αποτελεί αυτοσκοπό, όπως δείχνει η δήλωση του Χίτλερ ότι το διακύβευμα δεν ήταν το Ντάντσιχ. Αποτελούσε απλώς το εφαλτήριο για την κατάκτηση «ζωτικού χώρου» στην Ανατολική Ευρώπη και για τον ανεφοδιασμό των γερμανικών στρατευμάτων. Ηδη, από τον Απρίλιο του 1939 ο Χίτλερ είχε διατάξει την ολοκλήρωση του επιχειρησιακού σχεδίου για την εισβολή στην Πολωνία (Επιχείρηση «Λευκό Σχέδιο») μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους.

Κεραυνοβόλος πόλεμος

Το γεγονός ότι η Πολωνία είχε καταστεί σημαντική περιφερειακή δύναμη στην Ανατολική Ευρώπη και ότι δαπανούσε στη δεκαετία του 1930 το μισό των κρατικών δαπανών για στρατιωτικούς σκοπούς (R. Overy) δεν στάθηκε αρκετό για να αντιμετωπίσει τον «κεραυνοβόλο πόλεμο» (Blitzkrieg) της Βέρμαχτ. Ακόμα κι αν είχε διατάξει εγκαίρως επιστράτευση, η συντονισμένη επίθεση εναντίον της από τα βόρεια, δυτικά και νότια (από το έδαφος της Σλοβακίας) ξεπερνούσε τις δυνατότητές της. Αλλωστε, η ναζιστική πολεμική μηχανή αποτελείτο από σχεδόν διπλάσιο αριθμό στρατευμάτων και τριπλάσιο αριθμό αεροσκαφών και τεθωρακισμένων. Τη χαριστική βολή στην πολεμική προσπάθεια της Πολωνίας έδωσε η πισώπλατη μαχαιριά που δέχθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου από δύναμη 800.000 ανδρών του σοβιετικού Κόκκινου Στρατού. Οπως αποδείχτηκε, το γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ (23.8.1939), που προηγήθηκε της εισβολής, δεν προφύλασσε απλώς το Ράιχ από το ενδεχόμενο στρατιωτικής εμπλοκής σε δύο μέτωπα, αλλά συνοδευόταν από μυστικό πρωτόκολλο που διαμοίραζε τα πολωνικά εδάφη μεταξύ των δύο θανάσιμων έως τότε εχθρών. Ούτε η Βρετανία και η Γαλλία πρόσφεραν την παραμικρή στρατιωτική βοήθεια στην Πολωνία, που αναγκάστηκε σε μόλις ένα μήνα να συνθηκολογήσει (6.10.1939).

Συστηματική εξόντωση των αμάχων

Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων έχασαν τη ζωή τους τουλάχιστον 60.000 Πολωνοί στρατιώτες, έξι φορές περισσότεροι από τις γερμανικές απώλειες. Από το προοίμιο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου διαφάνηκε ότι επρόκειτο για «πόλεμο εξόντωσης» (Vernichtungskrieg), όπου τα περισσότερα θύματα θα προέρχονταν κυρίως από τη συστηματική εξόντωση αμάχων, και λιγότερο από τα πεδία των μαχών. Το αντιπολωνικό μένος των ειδικών ομάδων της Ασφάλειας (Einsatzgruppen), των Ες Ες, αλλά και μεμονωμένων μονάδων της Βέρμαχτ στράφηκε εναντίον της ιντελιγκέντσιας, αλλά και της πολιτικής και οικονομικής ελίτ. Σε διάστημα λίγων εβδομάδων δολοφονήθηκαν πάνω από 12.000 άμαχοι (60.000 ώς το τέλος του 1939). Στον αριθμό αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται οι χιλιάδες Εβραίοι που εξοντώθηκαν κατά τη γερμανική εισβολή. Αποτελούν δε οδυνηρή υπενθύμιση για το γεγονός ότι τα κυριότερα στρατόπεδα συγκέντρωσης, συνώνυμα της γενοκτονίας των Ευρωπαίων Εβραίων (Αουσβιτς, Τρεμπλίνκα, Μαϊντάνεκ, Σόμπιμπορ) λειτούργησαν την περίοδο της ναζιστικής κατοχής στα πολωνικά εδάφη.

Σε μαζικές συλλήψεις και εκτελέσεις Πολωνών αξιωματικών της Αστυνομίας και του Στρατού προέβησαν και σοβιετικές δυνάμεις στις περιοχές που προσάρτησαν. Στο πλαίσιο αυτής της ανελέητης πολιτικής εκσοβιετισμού εντάσσεται και η σφαγή του Κατίν (Katyn), όπου την άνοιξη του 1939 εκτελέστηκαν και θάφτηκαν σε μαζικό τάφο πάνω από 20.000 αιχμάλωτοι πολέμου. Επρόκειτο για τον ανθό της πολωνικής κοινωνίας, αν αναλογιστεί κανείς ότι όσοι Πολωνοί είχαν ανώτατη μόρφωση (γιατροί, δικηγόροι, καθηγητές κ.ά.) ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετήσουν ως έφεδροι αξιωματικοί. Μόλις το 1990, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αναγνώρισε ως ηγέτης της ΕΣΣΔ την ευθύνη της χώρας του για το μακελειό με τη σφραγίδα του Στάλιν.

Παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου όλες οι εμπλεκόμενες χώρες πίστευαν ότι είχαν πάρει το μάθημά τους από τις εξελίξεις που προηγήθηκαν της σύγκρουσης του 1914. Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν κατάφεραν να αποφύγουν, έστω πρόσκαιρα, τη γενικευμένη σύρραξη καταδεικνύει τον αποτυχημένο χειρισμό της κρίσης εκ μέρους των ηγετών τους. Μολονότι όμως υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ιστορικών ότι ο Χίτλερ «πυροδότησε» με τις ενέργειές του τον πόλεμο, εξακολουθούν ακόμα να διαφωνούν για τη δυνατότητα αποτροπής μιας ευρωπαϊκής σύρραξης το 1939, αλλά και το μερίδιο ευθύνης που αναλογεί στους πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου.

Η σχετική συζήτηση διεξάγεται με μεγάλη ένταση, ιδιαίτερα από τότε που ο Βρετανός ιστορικός A.J.P. Taylor πρωτοδιατύπωσε στις αρχές της δεκαετίας του '60 την άποψη ότι το ξέσπασμα του πολέμου τον Σεπτέμβριο του 1939, ήταν το άθροισμα επιμέρους λαθών όλων των πλευρών (Γερμανίας, Πολωνίας, Βρετανίας και Γαλλίας). Κατά τον Taylor, ο Χίτλερ ανέλαβε το ρίσκο ενός μεγάλου πολέμου, πιθανολογώντας ότι η Βρετανία και η Γαλλία δεν θα αντιδρούσαν στην επίλυση του Πολωνικού ζητήματος διά των όπλων. Μάλιστα, επισήμανε ότι η δαιμονοποίηση του Χίτλερ και των επιλογών του επικράτησε μεταπολεμικά, διότι απάλλασσε τους υπόλοιπους ηγέτες, αλλά και τον γερμανικό λαό, από τις ευθύνες που τους αναλογούσαν.

Ο γενικευμένος ευρωπαϊκός πόλεμος του 1939 παρουσιάζεται συχνά σαν κάτι το αναπόφευκτο. Ακόμα όμως και παραμονές της ναζιστικής εισβολής στην Πολωνία υπήρχαν περιθώρια εξεύρεσης διπλωματικής λύσης, αν και όπως φαίνεται οι ηγέτες της εποχής είχαν συμφιλιωθεί με το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής αναμέτρησης. Ο ίδιος ο Χίτλερ υπολόγιζε ότι το Ράιχ θα ήταν πλήρως ετοιμοπόλεμο το νωρίτερο το 1943. Τελικά η Γερμανία, όπως και την παραμονή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, επέδειξε ανυπομονησία και έλλειψη στρατηγικής. Αγνοώντας ότι η γεωπολιτική πραγματικότητα με τη Συνδιάσκεψη του Μονάχου καθιστούσε αναπόφευκτη τη διεύρυνση της γερμανικής ισχύος στην Ευρώπη.

* Ο κ. Νίκος Παπαναστασίου είναι ειδικός επιστήμων στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.


Πηγή: http://news.kathimerini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.