Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010

Η κρίση στο Μεξικό


Le Monde Diplomatique

Η κακή τύχη των μακιλαδόρας της Τιχουάνα

Της ειδικής απεσταλμένης της Le Monde Diplomatique Anne Vigna
Δημοσιογράφου



Τα εργοστάσια συναρμολόγησης του Μεξικού, εκτός από σύμβολα εργασιακών συνθηκών μιας άλλης εποχής, καταφέρουν και σοβαρό πλήγμα στους ντόπιους όταν κλείνουν ή υπολειτουργούν, όπως στην Τιχουάνα. Η επιλογή προσωπικού γίνεται ακόμη πιο αμείλικτη, καθώς μεγαλώνουν οι ουρές των εργατών που ζητούν ένα μεροκάματο.

«Η κρίση; Ποια κρίση; Μπα, κι άλλη κρίση; Πρέπει να σου πω ότι εδώ, στην Τιχουάνα, η κρίση δεν σταμάτησε ποτέ!», παρατηρεί χαμογελώντας ο Χάιμε Κότα. Παρά την εξαθλίωση που παρελαύνει από το γραφείο του, προσπαθεί να κρατήσει το χιούμορ του. Πρόκειται για τον άνθρωπο που, χωρίς αμφισβήτηση, γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον στην Τιχουάνα τις συνθήκες ζωής στις μακιλαδόρας,(1) τα εργοστάσια συναρμολόγησης που εγκαταστάθηκαν από τη δεκαετία του ’60 στο Μεξικό, κατά μήκος της τριών χιλιάδων χιλιομέτρων συνοριακής γραμμής με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τι τα προσέλκυσε στο Μεξικό; Το φτηνό εργατικό δυναμικό, οι σχεδόν ανύπαρκτοι φόροι, η ανοχή των αρχών απέναντι στις αυθαιρεσίες, δηλαδή ό,τι θα επιθυμούσαν και, μάλιστα, ακριβώς δίπλα στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου (2). Έτσι, «χάρη στις μακιλαδόρας, είμαστε μια οικονομία πλήρους απασχόλησης», κατάφεραν να υποστηρίζουν για χρόνια οι διαδοχικοί κυβερνήτες της μεξικανικής πολιτείας της Κάτω Καλιφόρνια.



Κοινωνική στήριξη
Ο Κότα ξεκίνησε ως εργάτης και, στη συνέχεια, έγινε ερευνητής. Σήμερα, είναι δικηγόρος. Το Κέντρο Ενημέρωσης για τους Εργάτες και τις Εργάτριες που έχει ιδρύσει (Cittac) (3) είναι το μοναδικό που, εδώ και είκοσι χρόνια, υποστηρίζει όσους αποβάλλουν τα εργοστάσια: απολυμένους, εργαζόμενους που έπεσαν θύματα εργατικών ατυχημάτων, εποχικούς χωρίς δικαιώματα και συμβάσεις… Έρχονται στο κέντρο όταν οι αυθαιρεσίες σε βάρος τους είναι πια ολοφάνερες. Τους συμβουλεύει και, ορισμένες φορές, τους προτείνει να προσφύγουν στα δικαστήρια. Πρέπει, λοιπόν, να έρθει κανείς στις εγκαταστάσεις του κέντρου για να πιάσει τον κοινωνικό σφυγμό της συνοριακής πόλης με τα 1,4 εκατ. κατοίκους.

Σήμερα, τρεις εργάτριες έχουν κλείσει ραντεβού. Την πρώτη την έδιωξαν για δύο ημέρες από το εργοστάσιο, για ένα κακοφτιαγμένο κομμάτι στα επτακόσια που παράγει μέσα σε δέκα ώρες καθημερινής δουλειάς. «Θέλουν να με απολύσουν, είναι συνέχεια από πάνω μου, όλο κάτι βρίσκουν», λέει με χαμηλωμένο βλέμμα. Στο χαρτί της εταιρείας που δίνει στον Κότα, γράφει ήδη ότι «ζημίωσε σκόπιμα την επιχείρηση». Η ίδια προσθέτει ότι, στη συγκεκριμένη μακιλαδόρα, οι «τεχνικές άδειες» δίνονται πλέον κάθε εβδομάδα. Μια ημέρα χαμένη, που μειώνει λίγο περισσότερο τον ήδη εξευτελιστικό μισθό (755 πέσος την εβδομάδα, μόλις 40 ευρώ).
Πραγματικά, οι «τεχνικές άδειες» συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο πρόσφατα ευρήματα των ιδιοκτητών των εργοστασίων. Ο Μεξικανός πρόεδρος Φελίπε Καλδερόν τις προωθεί στο όνομα του αγώνα ενάντια στις μαζικές απολύσεις. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πληρώνει το ένα τρίτο του μισθού, η μακιλαδόρα ένα ακόμη τρίτο, ενώ το υπόλοιπο ένα τρίτο ο εργαζόμενος το… χάνει λόγω των επιπλέον ημερών που δεν δουλεύει. Σε αντιστάθμισμα, τα εργοστάσια δεσμεύονται να απολύσουν έναν αριθμό εργαζομένων ανάλογο –και όχι μεγαλύτερο- με τη μείωση της παραγωγής (ή των πωλήσεων τους). Όμως, όπως εξηγεί η Μαγνόλια Πινέδα, πρόεδρος του συνδέσμου των μακιλαδόρας της Τιχουάνα (4), «λίγες επιχειρήσεις δέχτηκαν να μπουν στο πρόγραμμα αυτό, καθώς τους είναι αδύνατο να μην έχουν πλήρη ελευθερία απολύσεων. Πρόκειται για απαράδεκτο περιορισμό». Έτσι, προχωρούν με δική τους πρωτοβουλία σε «τεχνικές άδειες», παρακρατώντας, όμως, την αμοιβή που αναλογεί, γεγονός τελείως παράνομο. Κατά τα λοιπά, προσθέτει η πρόεδρος της εργοδοτικής ένωσης, «οι εργαζόμενοι έχουν κατανοήσει πολύ καλά την κατάσταση: δεν έχει γίνει καμία απεργία».


Απουσία συνδικάτων

Πράγματι, ο κοινωνικός αναβρασμός δεν έχει πλήξει τα εργοστάσια-υπεργολάβους, τα οποία επανεξάγουν τα προϊόντα τους στις Ηνωμένες Πολιτείες μόλις συναρμολογηθούν. Σύμφωνα με την πληρέστερη μελέτη που έχει γίνει, στο 82% των εργοστασίων συναρμολόγησης της Τιχουάνα, δεν υπάρχουν συνδικάτα (5). Το υπόλοιπο 18% διαθέτει οργανώσεις που οι εργάτες αποκαλούν «συνδικάτα-φαντάσματα». Η Πινέδα δεν θα τα χαρακτήριζε έτσι, αλλά όσο κι αν ψάξει στη μνήμη της, διαπιστώνει ότι, στα πενήντα χρόνια ύπαρξης των μακιλαδόρας, ποτέ δεν υπήρξε σύγκρουση. Λεπτομέρεια: δεν είναι η «κατανόηση» των εργαζομένων, αλλά ο φόβος των αντιποίνων, που έχει διαμορφώσει το κλίμα εργασιακής ειρήνης, το οποίο πάντοτε επικρατούσε στη συνοριακή πόλη. Αρκεί να βρεθεί κανείς νωρίς το πρωί στα βιομηχανικά πάρκα για να το καταλάβει.

Εδώ και αρκετούς μήνες εμφανίστηκαν ουρές ανέργων που περιμένουν, με την ελπίδα ότι θα βρουν ένα μεροκάματο. Ορισμένοι κοιμούνται επί τόπου για να έχουν περισσότερες πιθανότητες. Στις 5 το πρωί, αν και κανένας υπεύθυνος της εταιρείας δεν έχει φανεί, όλοι είναι τρομοκρατημένοι: «Μην μου μιλάτε, μην πλησιάζετε», μουρμουρίζει ο ένας. «Δεν μπορώ να σας πω τίποτα, δεν έχω το δικαίωμα». Ένας άλλος: «Δεν μπορείτε να βρίσκεστε εδώ, απαγορεύεται. Εντάξει, στο δρόμο είμαστε, αλλά μπροστά στο εργοστάσιο και ο δρόμος “δικός τους” είναι». Στις 7 το πρωί, και αφού η εταιρεία δεν πήρε κανέναν για μεροκάματο, προσπαθούν να ζεσταθούν πίνοντας έναν κακό καφέ, πεντακόσια μέτρα από το εργοστάσιο. Φοβούνται ακόμα: «Έχουν κάμερες και εσείς κρατάτε στυλό, είναι πολύ επικίνδυνο». Μόνο μια γυναίκα δέχεται να πει πως ψάχνει για δουλειά εδώ και μήνες, αλλά «δεν υπάρχει τίποτα». Δεν θέλει, όμως, να αναφέρει ούτε το όνομά της ούτε την ηλικία της ούτε την καταγωγή της.

«Έχω προσπαθήσει με όλα τα μέσα εδώ και πολλά χρόνια, αλλά ποτέ δεν με άφησαν να μπω σε κάποιο εργοστάσιο, ενώ μας καλούν σε όλες τις συνεντεύξεις τύπου που δίνουν στα μεγάλα ξενοδοχεία της πόλης», εξηγεί ένας δημοσιογράφος της περιοχής, που καλύπτει τα οικονομικά θέματα (6). Οι μακιλαδόρας διέθεταν πάντοτε τα απαραίτητα φίλτρα για να εμποδίζουν την ελεύθερη πληροφόρηση. Έτσι, πρέπει να γυρίσει κανείς στις εγκαταστάσεις του Cittac για να μάθει κάτι περισσότερο γύρω από τον μυστικό κόσμο των εργοστασίων. Εδώ, όσοι μια μέρα άνοιξαν την πόρτα και έμαθαν τα δικαιώματά τους δεν φοβούνται πια να μιλήσουν.

Για πολλά χρόνια, οι μαρτυρίες λένε τα ίδια πράγματα: η δουλειά στις μακιλαδόρας είναι μια κόλαση και με την κρίση ανοίγει νέος κύκλος, οι συνθήκες ζωής υποβαθμίζονται κι άλλο. Έχοντας δουλέψει σε πολλές τέτοιες εταιρείες από τα 21 του, ο Ροχέλιο, σαραντάρης πια, έχει να πει πολλά για τις πρακτικές τους: «Η καταγωγή μου είναι από το Μιτσοακάν και, μόλις έφτασα εδώ, δούλεψα πρώτα για τη γιαπωνέζικη Takubi, που συναρμολογούσε πλαίσια ηχείων. Μετά πήγα στην Tabushi, γιαπωνέζικη κι αυτή, όπου φτιάχναμε καλώδια για την Canon. Και, μετά στην αμερικάνικη Sohnen, τη χειρότερη απ’ όλες, όπου επισκευάζαμε διάφορα ηλεκτρικά είδη».


Αντίξοες συνθήκες
Στη Sohnen, ο Ροχέλιο έκανε σεμινάρια για να γίνει τεχνικός -δύο ώρες το βράδυ, μετά από δέκα ώρες μόχθου. Πήρε προαγωγή, ο μισθός του ήταν σχεδόν ικανοποιητικός (1.700 πέσος την εβδομάδα, δηλαδή 90 ευρώ), αλλά οι ρυθμοί ήταν εξαντλητικοί. «Είχαμε είκοσι λεπτά για να επισκευάσουμε ένα μηχάνημα. Αν δεν προλάβαινες, έπρεπε να το τελειώσεις το βράδυ και, φυσικά, χωρίς υπερωρίες».

Σύμφωνα με τον εργοδηγό του, ο Ροχέλιο δεν ήταν αρκετά γρήγορος. Στην πραγματικότητα, είχε αρχίσει να οργανώνει συνδικάτο μαζί με άλλους εργάτες. Είχαν συγκεντρωθεί αρκετές φορές σε κάποιο πάρκο και μοίραζαν φυλλάδια στην έξοδο του εργοστασίου. Οι επόπτες ρώτησαν τους άλλους εργάτες εάν ο Ροχέλιο ήταν ο εμπνευστής. Η διεύθυνση θεώρησε ότι ήταν «ο αρχηγός» και ένα ωραίο πρωί απολύθηκε, αλλά αρνήθηκε να δεχτεί την εξευτελιστική αποζημίωση που ήθελαν να του δώσουν μετά από χρόνια δουλειάς στην επιχείρηση. Χάρη σε μια δικαστική μάχη που έκανε η Cittac, ο Ροχέλιο έλαβε μια περισσότερο ικανοποιητική αποζημίωση. Το όνομά του, όμως, βρισκόταν πλέον στη «μαύρη λίστα» (7).

Η Sharp τον προσέλαβε για μερικές εβδομάδες, μέχρι να το αντιληφθεί και να τον απολύσει αμέσως. Οι πόρτες όλων των εργοστασίων ηλεκτρονικών στην πολιτεία της Κάτω Καλιφόρνια ήταν πια κλειστές για τον Ροχέλιο. Έτσι, το 2007, υποχρεώθηκε να ζητήσει δουλειά από τη Unisolar Ovonic, μια αμερικανική «maquiladora» που συναρμολογεί ηλιακά πάνελ. «Η δουλειά δεν είναι εύκολη. Υπάρχουν δεκαέξι φούρνοι και καθόλου εξαερισμός, η ζέστη είναι αποπνικτική. Έπειτα, η ζώνη κοπής είναι η πιο επικίνδυνη. Όλη τη μέρα, αναπνέεις τα υπολείμματα των υαλονημάτων, τα οποία κολλάνε και στο δέρμα. Στο τέλος της μέρας, είσαι γεμάτος σε όλο σου το σώμα». Τα παράπονα των εργατών δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα: «Κάθε φορά, μας επαναλαμβάνουν ότι είμαστε τυχεροί που έχουμε δουλειά σε τέτοιους καιρούς κρίσης».

Ψυχολογική βία

Οι απειλές απόλυσης έγιναν πιο σοβαρές κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Ο Ροχέλιο και ο Μανουέλ, πρόσφυγας από την Ονδούρα, έκαναν έρευνα για την επιχείρηση, ώστε να μπορέσουν να συντάξουν μια προκήρυξη που μοίρασαν διακριτικά στους εργάτες. Έτσι, ανακάλυψαν ότι ο νέος πρόεδρος της Unisolar Ovonic, Μαρκ Μορέλι, εξέφρασε πρόσφατα τη χαρά του για τα καλά οικονομικά αποτελέσματα του ομίλου το 2008 («αύξηση κερδών κατά 16%», διευκρινίζει ο Μανουέλ), πριν μιλήσει για τις λαμπρές προοπτικές των ηλιακών πάνελ - λόγω «οικολογικής συνειδητοποίησης»! «Εάν πιστέψουμε τον πρόεδρο, το βιβλίο παραγγελιών του ομίλου είναι γεμάτο μέχρι το 2012, επομένως, γιατί μας απειλούν διαρκώς με απολύσεις;», λέει με αγανάκτηση ο Ροχέλιο. «Η κρίση είναι οπωσδήποτε υπαρκτή», προσθέτει ο Κότα, «αλλά αποτελεί και πρόσχημα για να πειθαρχήσουν οι εργαζόμενοι και να ξεχάσουν οποιαδήποτε μισθολογική διεκδίκηση».

Από την πλευρά τους, οι εργοδοτικές οργανώσεις θεωρούν τέτοιου τύπου διεκδικήσεις πραγματικά «εκτός τόπου και χρόνου» «σε αυτή τη δύσκολη για όλους περίοδο». Το σημαντικότερο, όμως, είναι άλλο. Γιατί, σύμφωνα με τον Κλαούδιο Αριόλα, πρόεδρο του τοπικού παραρτήματος του Εθνικού Επιμελητηρίου Ηλεκτρονικής (Canieti), αν και απομένουν ακόμη μερικοί δύσκολοι μήνες, η οικονομική ανάκαμψη πλησιάζει. Ο πρόεδρος Καλδερόν είχε πει ακριβώς το ίδιο την προηγουμένη, διαβεβαιώνοντας ότι «τα σημάδια ανάκαμψης πολλαπλασιάζονται». Σήμερα, συμφωνεί και ο Αριόλα, «πρέπει να προχωρήσουμε μπροστά. Η βιομηχανία ηλεκτρονικών, έτσι όπως τη γνωρίζουμε, χωρίς αμφιβολία τελειώνει εδώ, διαθέτουμε, όμως, πάντα σοβαρά πλεονεκτήματα, ιδιαίτερα τη γειτνίαση με τις Ηνωμένες Πολιτείες».


Οι δυνατότητες της Τιχουάνα

Μολονότι η αισιοδοξία επιβάλλεται ενώπιον του διεθνούς τύπου, πρόκειται για βαρυσήμαντη ομολογία. Η βιομηχανία ηλεκτρονικών, κλάδος που απασχολεί ακόμη τους περισσότερους εργαζόμενους στην πόλη, αρχίζει να μένει πίσω από τις εξελίξεις. Δέκα χρόνια πριν, οι ίδιοι εργοδότες χαρακτήριζαν την Τιχουάνα «Σίλικον Βάλεϊ του Νότου». Ήταν η «παγκόσμια πρωτεύουσα της τηλεόρασης» και η πόλη της «πλήρους απασχόλησης». Οι υποστηρικτές των μακιλαδόρας δεν φείδονταν εγκωμίων για το οικονομικό μοντέλο που είχε προσελκύσει ξένες επενδύσεις εκατομμυρίων δολαρίων, σε τέτοιο σημείο ώστε οι επτά στους δέκα τηλεοπτικούς δέκτες που πωλούνταν στις Ηνωμένες Πολιτείες να κατασκευάζονται στην Τιχουάνα.

Από το 1994, χρονιά που υπογράφηκε η Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελεύθερων Συναλλαγών (NAFTA), μέχρι το 2001, υπήρξε τεράστια επέκταση. Ο κλάδος εκτιμούσε ιδιαίτερα τα μικρά, επιδέξια χέρια των εργατριών, ενώ οι τοπικές αρχές έκαναν τα στραβά μάτια όσον αφορά τη χρήση τοξικών υλικών, ιδιαίτερα μολύβδου.
Εγκατεστημένες στις πύλες της Καλιφόρνια, οι μακιλαδόρας προσλάμβαναν τους μετανάστες για να ικανοποιήσουν μια κατανάλωση ηλεκτρονικών «γκάτζετς» που φαινόταν σαν να μην επρόκειτο να κορεστεί ποτέ. «Από το 1994 έως το 2000, είχαμε στην Τιχουάνα πλήρη απασχόληση, με ανεργία μόλις 1%», εξηγεί ο Κουαουτέμοκ Καλδερόν, οικονομικός ερευνητής στο Κολέγιο των Βόρειων Συνόρων της Τιχουάνα.

«Σε όλη τη συνοριακή ζώνη, η μακιλαδόρα αποτέλεσε εργαλείο συγκράτησης των μεταναστευτικών κυμάτων. Όμως, αυτό το μοντέλο επιχείρησης είναι εντελώς αποκομμένο από την υπόλοιπη οικονομία και δεν έχει αναπτυξιακό αντίκτυπο σε άλλους κλάδους. Τα προϊόντα εισάγονται, συναρμολογούνται και επανεξάγονται. Οι μακιλαδόρας, ωστόσο, δεν μπορούν να απορροφήσουν τη μαζική μετανάστευση που βίωσε το Μεξικό. Η βίαιη απορρύθμιση της οικονομίας μας είχε ως αποτέλεσμα τη μετακίνηση πεντακοσίων χιλιάδων Μεξικάνων κάθε χρόνο, φαινόμενο φυσικό για ένα κράτος μόνο σε καιρό πολέμου».

Εξάρτηση από τις ΗΠΑ

Με τη νέα χιλιετία, το μοντέλο άρχισε να εμφανίζει τις πρώτες ρωγμές: η ύφεση του 2001, στις Ηνωμένες Πολιτείες, προκαλεί την απώλεια διακοσίων χιλιάδων θέσεων εργασίας στις μακιλαδόρας των συνόρων. Το 2002, ο κλάδος των ηλεκτρονικών χάνει το 31% των θέσεων εργασίας του -27% στην Τιχουάνα. Γιατί, όπως εξηγεί η Λετίθια Ερνάντες, ειδική σε θέματα επενδύσεων, «εδώ, εξαρτόμαστε απόλυτα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμη και το 2008, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσώπευαν το 78% των ξένων άμεσων επενδύσεων στην περιοχή των συνόρων. Ήταν επόμενο, λοιπόν, η κρίση που πλήττει την άλλη πλευρά των συνόρων να προκαλέσει πρωτοφανή ανεργία».

Το φετινό φθινόπωρο, το επίσημο ποσοστό ανεργίας στην Τιχουάνα (7%) είναι υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο (5%). Και, όπως και στην υπόλοιπη χώρα, η παραοικονομία απασχολεί πάντα το ήμισυ του ενεργού πληθυσμού. Η προσγείωση είναι ανώμαλη: «Δεν έγινε μεταφορά τεχνογνωσίας και, μέσα σε τέσσερις δεκαετίες, ο αριθμός θέσεων μηχανικών και τεχνικών που δημιουργήθηκαν υπήρξε εντελώς απογοητευτικός», εκτιμά η κοινωνιολόγος Σιρίλα Κιντέρο, ειδική στη μελέτη των μακιλαδόρας στο Κολλέγιο των Βόρειων Συνόρων του Ματαμόρος. Στην Τιχουάνα, το 13% των μακιλαδόρας δεν διαθέτει κανέναν μηχανικό, ενώ το 65% απασχολεί μόνο έναν έως δέκα. Επιπλέον, το 73% των εργοστασίων συναρμολόγησης ηλεκτρονικών ειδών δεν διαθέτουν κέντρο έρευνας και ανάπτυξης. Πρέπει να σημειωθεί ότι στις μισές από τις επιχειρήσεις αυτές, συναρμολογείται μόνο ένα προϊόν, ενώ μόνο στο 13% των περιπτώσεων συναρμολογούνται τρία. «Η μακιλαδόρα από μόνη της δεν φέρνει ανάπτυξη, αλλά, απλώς, μια άνιση επέκταση, με κύρια συνέπεια τη δημιουργία επισφαλών και υποαμειβόμενων θέσεων εργασίας», εκτιμά η ερευνήτρια.

Η εξαγωγική οικονομική δραστηριότητα, που εξαρτάται απόλυτα από το μεγάλο βόρειο γείτονα, είχε ήδη χάσει το βηματισμό της πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Πράγματι, η ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2001 είχε αλλάξει τα δεδομένα. «Ήδη, εδώ και δέκα χρόνια, παρατηρούμε όλο και πιο κραυγαλέες αυθαιρεσίες, εκτός από τις απολύσεις χωρίς αποζημίωση», τονίζει ο Κότα. «Τα εργοστάσια είναι απρόθυμα να πληρώσουν για ο,τιδήποτε, ακόμη και για τα μέτρα προστασίας από τα επικίνδυνα υλικά. Αφού, όμως, δεν υπάρχει δουλειά, ο κόσμος δε λέει τίποτα».


Κίνδυνοι για την υγεία

Αυτήν την περίοδο, την προσοχή προσελκύει το εργοστάσιο συναρμολόγησης της Power Sonic, που κατασκευάζει μπαταρίες για ηλεκτρονικά είδη. «Πρώτα, κανείς δεν ήθελε να δουλέψει εκεί, γιατί πρέπει να πιάνεις μόλυβδο όλη την ημέρα», εξηγεί ο Ροχέλιο. «Τώρα, κάθε πρωί υπάρχει ουρά έξω από το εργοστάσιο». Ο Νετσαουαλκόγιοτλ, 36 χρόνων, με δύο παιδιά και υποθηκευμένο σπίτι, λέει ότι «δεν είχε επιλογή» όταν έχασε τη θέση του στη Sohnen. Θέλει να πιστεύει στην ποιότητα του προστατευτικού εξοπλισμού που χρησιμοποιεί. «Οι εργοδηγοί λένε ότι μόνο όσοι δεν τον χρησιμοποιούν σωστά αρρωσταίνουν». Ο ίδιος δεν έχει ακόμη παρουσιάσει προβλήματα -σύμφωνα με τα κριτήρια της επιχείρησης, η οποία τους υποβάλλει σε εξετάσεις αίματος κάθε μήνα. «Δεν μας δίνουν τα αποτελέσματα, αλλά, εάν η συγκέντρωση μολύβδου στο αίμα είναι πολύ υψηλή, μας αλλάζουν πόστο. Έτσι καταλαβαίνουμε αν είμαστε άρρωστοι».

Βασικό συστατικό όλων των ηλεκτρονικών ειδών, ο μόλυβδος βρίσκεται παντού: στους φόβους, στις συζητήσεις, στα ποτάμια. Κατ’ αρχήν, γιατί, για δέκα χρόνια, οι κάτοικοι της συνοικίας του Τσιλπανσίνγκο, που βρίσκεται λίγο χαμηλότερα από τα βιομηχανικά πάρκα, αγωνίστηκαν ενάντια στα απόβλητα μολύβδου που αδειάζονταν στη φύση. Χάρη στη βοήθεια μιας αμερικανικής οικολογικής μη κυβερνητικής οργάνωσης, της Environmental Health Coalition, το 2008, τρεις χιλιάδες τόνοι εδάφους εστάλησαν για απορρύπανση στις Ηνωμένες Πολιτείες και οκτώ χιλιάδες τόνοι σφραγίστηκαν κάτω από ένα στρώμα μπετόν.

Δεν πλήρωσαν οι εταιρείες, αλλά οι κυβερνήσεις των δύο χωρών. «Όλοι αντάλλαξαν συγχαρητήρια μπροστά στον Τύπο. Εμείς, όμως, για χρόνια, φωνάζαμε χωρίς να μας ακούει κανείς, όταν τα παιδιά γεννιούνταν χωρίς εγκέφαλο και πέθαιναν αμέσως. Και έπειτα, δυστυχώς, δεν άλλαξε τίποτα, εξακολουθούν να μη γίνονται σοβαροί έλεγχοι ούτε για τη διαχείριση των αποβλήτων των επιχειρήσεων ούτε για την υγεία των εργαζομένων», υπενθυμίζει η Γιεσίνα Παλομάρες, που συνεχίζει να πρωτοστατεί στις κινητοποιήσεις του Τσιλπανσίνγκο. Το επιβεβαιώνει και η μαρτυρία της Κάρμεν, που δούλεψε στην Panasonic: «Άπλωνα μόλυβδο στις ηλεκτρονικές πλακέτες και κάθε φορά ένιωθα ότι εισπνέω σκόνη από τα υπολείμματα», διηγείται. Μέσα σε έξι μήνες, εμφανίστηκαν κηλίδες στο πρόσωπό της, μαζί με ένα γενικό αίσθημα κόπωσης και πόνους στη μέση. «Ο γιατρός της Panasonic με διαβεβαίωνε ότι δεν έχω τίποτα και, κατόπιν, ένας παθολόγος μου έκανε εξετάσεις και μου είπε: “Η σταματάς ή σύντομα θα πάθεις λευχαιμία”».


Πληθαίνουν οι άνεργοι

Η Κάρμεν υπάκουσε γιατί εκείνη την εποχή άλλαζε κανείς εργοστάσιο εύκολα. Σήμερα, υποστηρίζει, είναι διαφορετικά. «Προσέχουμε λιγότερο». Στη γειτονιά της, οι άνεργοι πληθαίνουν μετά το κλείσιμο του εργοστασίου της Sony. Μάλιστα, ορισμένοι από τους γείτονές της γύρισαν στον τόπο καταγωγής τους. «Εγώ ήρθα από την Τσιάπας, ήμουνα 13 χρονών. Για τριάντα χρόνια, δεν είχα δει κανέναν να επιστρέφει στο Νότο». Θεωρητικά, μετά από κάποια χρόνια δουλειάς στις παραμεθόριες πόλεις, ο μετανάστης συγκέντρωνε το ποσό που ζητούσε ο οδηγός και δοκίμαζε την τύχη του, περνώντας τα σύνορα. Τώρα πια είναι υπερβολικά επικίνδυνο και οι προοπτικές πολύ αβέβαιες. «Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι Μεξικάνοι μετανάστες δουλεύουν κυρίως στις οικοδομές. Τώρα, όμως, δεν είναι και η καλύτερη στιγμή», λένε στον ξενώνα μεταναστών από την Τιχουάνα, τον οποίο διατηρεί η καθολική εκκλησία και που για πρώτη φορά μετά από χρόνια, έχει αδειάσει αισθητά.

Οι επίδοξοι μετανάστες αρχίζουν να συνειδητοποιούν την κατάσταση. Μόλις μερικά μέτρα από τα σύνορα! Περιμένοντας καλύτερες μέρες, χτυπάνε πόρτες σπιτιών και προτείνουν τις υπηρεσίες τους. Έχοντας μερικά εργαλεία, γίνονται υδραυλικοί, κηπουροί, ηλεκτρολόγοι, καθώς «οι μακιλαδόρας δεν προσλαμβάνουν κόσμο, σε αντίθεση με όσα μας έλεγαν», διηγείται κάποιος από τον ξενώνα. Ορισμένοι εγκαταλείπουν την προσπάθεια, άλλοι επιμένουν, όλοι, όμως, βιώνουν την κρίση πολύ πριν πατήσουν σε αμερικανικό έδαφος. Σφίγγουν το ζωνάρι για να μην ξοδέψουν εδώ τα χρήματα που θα πρέπει να δώσουν στον οδηγό για να τους περάσει στην άλλη πλευρά των συνόρων.


Διευρύνεται η φτώχεια

Στην Τιχουάνα, η κρίση γίνεται αισθητή κυρίως στους ανθρώπους άνω των πενήντα. Ανέκαθεν, τα εργοστάσια συναρμολόγησης ζητούσαν προσωπικό νεαρής ηλικίας. «Μέχρι 35 χρόνων», γράφουν οι περισσότερες αγγελίες. Οι εργαζόμενοι που φθάνουν στη μοιραία ηλικία των πενήντα, αρχίζουν μια καθημερινή μάχη για να μην εκδιωχθούν. «Οι εργαζόμενοι που έχουν φθάσει στην ηλικία αυτή υποφέρουν πραγματικά», εξηγεί ο Νετσαουαλκόγιοτλ. «Δουλεύουν σαν τρελοί για να μην τους πουν: “Δεν μπορείς να ακολουθήσεις το ρυθμό”. Έχουν τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα στην εταιρεία, αλλά κοστίζουν πολύ ακριβά. Όσο σκληρά και να δουλεύουν δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα, θα τους διώξουν».

Συνέβη στη Δελφίνα, ακριβώς μόλις έκλεισε τα πενηντατέσσερα. «Θυμάμαι ότι, προς το τέλος, έβγαζα τη δουλειά τριών ανθρώπων, είχα πονοκεφάλους, από τη μύτη μου έτρεχε αίμα, και ο εργοδηγός ήταν συνέχεια από πάνω μου και μου έλεγε να κάνω γρήγορα. Αποφάσισαν να μας βάζουν να δουλεύουμε όρθιες, γιατί καθιστές είχαμε μικρότερη απόδοση. Δεν επιτρεπόταν να μιλάμε, να πάμε στην τουαλέτα, ούτε καν να μασάμε τσίχλα».

Η Δελφίνα απολύθηκε χωρίς εξηγήσεις το Νοέμβριο του 2008. Δεν της πλήρωσαν ούτε την τελευταία εβδομάδα που είχε δουλέψει ούτε και της έδωσαν αποζημίωση. Έκανε καταγγελία και περιμένει το συμβούλιο επίλυσης εργατικών διαφορών εκδώσει την απόφασή του. Αυτή τη στιγμή περνά με 200 πέσος την εβδομάδα (10,5 ευρώ), που της στέλνει μια από τις κόρες της, η οποία έχει μπακάλικο. Αλλά με το ποσό αυτό πρέπει να ζήσουν τρεις. «Τρώμε μόνο δύο φορές την ημέρα», απαντά ενοχλημένη, στην ερώτηση πώς τα βγάζει πέρα με τόσα λίγα χρήματα. Μετά από εικοσιπέντε χρόνια στη μακιλαδόρα, η Δελφίνα δεν έχει σύνταξη, δεν έχει οικονομίες, καθώς μεγάλωσε μόνη της επτά παιδιά. Όπως πολλές απομονωμένες μητέρες, δούλεψε νυχτερινή για χρόνια και είδε «πολύ ωραία πράγματα».

Στο εργοστάσιο παιχνιδιών της Mattel, χρειάστηκε να αγωνιστεί για τα δικαιώματά της. «Όταν η Mattel αγόρασε την εταιρεία που εργαζόμουν, ήθελαν να με διώξουν χωρίς αποζημίωση. Επειδή το δέχτηκα, με απήγαγαν». Περνά, λοιπόν, μια ολόκληρη νύχτα, κλεισμένη σε ένα γραφείο με κάποιον φρουρό. Και, τα ξημερώματα, αναγκάζεται να δεχτεί μια επιταγή 2.000 πέσος (106 ευρώ) για να μπορέσει να φύγει. «Καταλαβαίνετε, τα παιδιά μου με περίμεναν». Με την υποστήριξη του Cittac, κατήγγειλε το γεγονός στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο. Από την πλευρά της Mattel, δεν υπήρξε καμία αντίδραση. Εξάλλου, η δικαιοσύνη έκρινε ότι δεν επρόκειτο για «απαγωγή», εφόσον κανείς δεν ζήτησε λύτρα…

Σήμερα, η Δελφίνα γνωρίζει ότι δεν θα ξαναβρεί ποτέ δουλειά σε κάποια μακιλαδόρα. «Είναι αδύνατον στην ηλικία μου, αφού δεν παίρνουν πια ούτε τους νέους», λέει δείχνοντας τον ανιψιό της, άνεργο στα είκοσί του. «Υπάρχουν, βέβαια, και αυτοί που προσπαθούν να πουλήσουν κάποια μικροπράγματα, αλλά εδώ είμαστε όλοι φτωχοί, δεν μπορούμε να αγοράσουμε και τίποτα σπουδαίο». Η συνοικία της μοιάζει με πολλές άλλες στην Τιχουάνα, πρώτα ήταν παράνομη, στη συνέχεια νομιμοποιήθηκε. Οι αρχές, ωστόσο, δεν έχουν φτιάξει δρόμους. Οι κάτοικοι χρειάστηκε να αυτοοργανωθούν για το νερό και το ηλεκτρικό ρεύμα. Όταν κάηκε το σπίτι του γιου της, η πυροσβεστική δεν ήρθε. «Δεν είναι σωστό», λέει με αγανάκτηση, «αλλά σε ποιον να διαμαρτυρηθείς;». Η οικογένεια του γιου της τα έχασε όλα. «Η μακιλαδόρα όπου δουλεύει δεν του έδωσε τίποτα, μόνο οι συνάδελφοί του τον βοήθησαν. Η αλληλεγγύη είναι το μόνο πράγμα που λειτουργεί ακόμη εδώ».


Υποσημειώσεις


(1) ΣτΕ: Για τη λέξη «maquiladora» (πληθ. «maquiladoras») δεν υπάρχει μετάφραση στα ελληνικά, αφού πρόκειται για ιδιαιτερότητα της περιοχής, γι’ αυτό και παραμένει αμετάφραστη αλλά καταγράφεται με ελληνική γραφή.
(2) Βλ. κυρίως Janette Habel, «Entre le Mexique et les Etats-Unis, plus qu’une frontière» και «Le jour où le Mexique fut privé de tortillas», «Le Monde diplomatique», Δεκέμβριος 1999 και Μάρτιος 2008, αντίστοιχα.
(3) www.cittac.org
(4) www.aim.org.mx
(5) Jorge Carillo και Redi Gomis, «La Maquiladora en datos. Resultados de una encuesta sobre tecnologia y aprendizaje», Κολλέγιο των Βόρειων Συνόρων, Τιχουάνα, 2004.
(6) Οι μόνες εικόνες από το εσωτερικό των εργοστασίων της Τιχουάνα γυρίστηκαν από εργάτριες για το ντοκιμαντέρ «Maquilapolis» (Vicky Funari και Sergio De La Torre, 2006). Παρά τον κίνδυνο που διέτρεχαν, οι εργάτριες κατάφεραν να καταγράψουν αρκετές σκηνές με κρυφές κάμερες. Το ντοκιμαντέρ (68 λεπτά, στα αγγλικά και στα ισπανικά) μπορεί να το αγοράσει κανείς στο www.newsreel.org, ΣτΕ: Μια πρόγευση στο http://www.monde-diplomatique.gr/spip.php?article236
(7) Αρκετοί εργάτες, όπως και η Cittac, διαβεβαιώνουν ότι αυτές οι λίστες υπήρχαν πάντοτε (κάτι που διαψεύδουν οι εργοδοτικές οργανώσεις). Υποψιάζονται ότι το Μεξικανικό Ινστιτούτο Κοινωνικής Ασφάλισης παρέχει πληροφορίες στις διευθύνσεις των μακιλαδόρας γύρω από τις δικαστικές προσφυγές ορισμένων εργατών.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.