Τα πυρηνικά όπλα υπήρξαν άρρηκτα συνδεδεμένα με τον Ψυχρό Πόλεμο
63 χρόνια πριν
Του Διονυση Xουρχουλη*
Πριν αναφερθούμε στο σοβιετικό πρόγραμμα κατασκευής της ατομικής βόμβας, πρέπει να προβούμε σε δύο γενικότερες διαπιστώσεις: πρώτον, ότι η ατομική εποχή ξεκίνησε πριν από την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, και συγκεκριμένα μεσούντος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν τρεις δυνάμεις (ΗΠΑ, Βρετανία και ΕΣΣΔ), σε διαφορετικό βαθμό και ένταση, αποφάσισαν να προχωρήσουν στην κατασκευή της ατομικής βόμβας (η ναζιστική Γερμανία εγκατέλειψε το 1942 τα όποια σχέδια για την απόκτηση του όπλου). Δεύτερον, ότι τα πυρηνικά όπλα υπήρξαν τόσο άρρηκτα συνδεδεμένα με τον Ψυχρό Πόλεμο, ώστε πρακτικά καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής κάθε απόπειρα διαχωρισμού των δύο. Ερωτήματα όπως αν τα πυρηνικά όπλα προκάλεσαν τον Ψυχρό Πόλεμο ή αν η κούρσα των πυρηνικών εξοπλισμών υπήρξε συνέπεια του Ψυχρού Πολέμου παρά αίτιό του ή, επίσης, αν τα πυρηνικά όπλα συνέβαλαν στην κλιμάκωσή του ή, αντιθέτως, συνέβαλαν στο να αποτρέψουν τη μετατροπή του Ψυχρού Πολέμου σε θερμή γενική σύρραξη έχουν αποτελέσει, και εξακολουθούν να αποτελούν, αντικείμενο έρευνας και αντιδικίας ανάμεσα σε ιστορικούς, διεθνολόγους και πολιτικούς επιστήμονες.
Απόλυτη προτεραιότητα για κράτος και κόμμα
Ο ατομικός βομβαρδισμός της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι από τις Ηνωμένες Πολιτείες τον Αύγουστο του 1945 ερμηνεύτηκε από τον Στάλιν ως «ατομικός εκβιασμός», ως μια ενέργεια προορισμένη να εκφοβίσει τη Σοβιετική Ενωση στη μεταπολεμική εποχή και να την αποκλείσει από τυχόν γεωπολιτικά κέρδη στην Απω Ανατολή (και όχι μόνο) την επαύριο της ιαπωνικής ήττας και συνθηκολόγησης.
Ο Στάλιν, οι στενότεροι συνεργάτες του και οι Σοβιετικοί πυρηνικοί είχαν την πεποίθηση ότι το αμερικανικό ατομικό μονοπώλιο συνιστούσε θανάσιμη απειλή για την ασφάλεια της Σοβιετικής Ενωσης. Στις 20 Αυγούστου 1945, δύο εβδομάδες μετά τον βομβαρδισμό της Χιροσίμα, ο Στάλιν υπέγραψε το διάταγμα για τη σύσταση μιας ειδικής επιτροπής για την ατομική βόμβα. Επικεφαλής τέθηκε ο αδυσώπητος αρχηγός της NKVD, Λαβρέντι Μπέρια. Ο Στάλιν αποφάσισε ότι το σοβιετικό ατομικό πρόγραμμα θα αποτελούσε εγχείρημα «ολόκληρου του κόμματος», ότι θα εκτελείτο υπό απόλυτη μυστικότητα, ενώ η αρμόδια επιτροπή θα ενεδυόταν με έκτακτες εξουσίες.
Η υλοποίηση του προγράμματος έλαβε απόλυτη προτεραιότητα και υπήρξε η πρώτη εκστρατεία κινητοποίησης του κρατικού, κομματικού και βιομηχανικού-επιστημονικού δυναμικού της Σοβιετικής Ενωσης στη μεταπολεμική εποχή. Η ειδική επιτροπή, που ήδη απαρτιζόταν από επιφανείς πυρηνικούς επιστήμονες, υψηλόβαθμους κρατικούς και κομματικούς αξιωματούχους, καθώς και ανώτερα στελέχη της μυστικής αστυνομίας, πήρε λευκή επιταγή να στρατολογήσει από άλλους κλάδους της οικονομίας τα καλύτερα στελέχη και να χρησιμοποιήσει όποιες εγκαταστάσεις και πλουτοπαραγωγικές πηγές έκρινε αναγκαίες.
Τεράστιο κόστος
Το σοβιετικό ατομικό πρόγραμμα υπήρξε κολοσσιαίο εγχείρημα για μια χώρα που είχε υποστεί τρομακτικές ανθρώπινες απώλειες και υλικές ζημιές κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με τα διαθέσιμα στοιχεία, φαίνεται ότι σε απόλυτες τιμές κόστισε περισσότερο από το ανάλογο «Πρόγραμμα Μανχάταν» των ΗΠΑ και, φυσικά, πολύ περισσότερο ως ποσοστό του ΑΕΠ. Παράλληλα, η εχθρότητα του σταλινικού καθεστώτος απέναντι στη σοβιετική διανόηση και την επιστημονική κοινότητα είχε κρατήσει στο περιθώριο τους Σοβιετικούς πυρηνικούς επιστήμονες ώς το 1945.
Ωστόσο, η απόφαση για την κατασκευή της σοβιετικής ατομικής βόμβας και η διαδικασία υλοποίησης του προγράμματος σύντομα οδήγησαν όχι μόνο σε δραματική αλλαγή των σχέσεων ανάμεσα στο σταλινικό καθεστώς και την επιστημονική κοινότητα (ιδίως τους πυρηνικούς επιστήμονες), αλλά τελικά και στη δημιουργία ενός σύγχρονου και πανίσχυρου στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος. Η συνακόλουθη τεχνολογική και οργανωτική βελτίωση πολλών τομέων της σοβιετικής οικονομίας και βαριάς βιομηχανίας επέτρεψε λίγο αργότερα τη δημιουργία βιομηχανιών παραγωγής εξελιγμένων συστημάτων αντιαεροπορικής άμυνας, βαρέων βομβαρδιστικών και βαλλιστικών πυραύλων.
Ισχυρή ώθηση στη διεθνή κούρσα των εξοπλισμών
Στο διπλωματικό πεδίο, ο Στάλιν φοβόταν ότι οι ΗΠΑ θα εκμεταλλεύονταν το ατομικό τους μονοπώλιο για να ασκήσουν πίεση στη Σοβιετική Ενωση και ενδεχομένως να εκμαιεύσουν πολιτικές παραχωρήσεις από τη Μόσχα. Ετσι, υιοθέτησε σε μια σειρά ζητημάτων – ιδίως όσων θεωρούνταν ζωτικά για τη σοβιετική ασφάλεια, όπως η παγίωση του σοβιετικού ελέγχου στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης– μια πολιτική «αντοχής και σταθερότητας». Από την άλλη πλευρά, ανάμεσα στο 1946 και το 1949 το Κρεμλίνο ακολούθησε πιο προσεκτική και συγκρατημένη πολιτική σε ζητήματα που μπορούσαν να προκαλέσουν την άμεση αμερικανική επέμβαση και να αποτελέσουν casus belli για την Ουάσιγκτον (όπως, λόγου χάρη, κατά τη διάρκεια των κρίσεων στην Τουρκία, το Ιράν και την Ελλάδα ή στον αποκλεισμό του Βερολίνου).
Απόλυτη μυστικότητα
Εν τω μεταξύ, ενώ το σοβιετικό ατομικό πρόγραμμα βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη αλλά ακόμα δεν είχε αποδώσει απτά αποτελέσματα, ο Στάλιν παρουσιαζόταν ψύχραιμος σε συναντήσεις του με ξένους δημοσιογράφους ή σε δημόσιες εμφανίσεις του, προσπαθώντας να δείξει ότι το Κρεμλίνο δεν επτοείτο από το αμερικανικό ατομικό μονοπώλιο. Τον Σεπτέμβριο του 1946, δύο μήνες μετά τη δοκιμή ατομικών όπλων από τις ΗΠΑ στην ατόλη Μπικίνι στον Ειρηνικό, ο Στάλιν δήλωσε: «Οι ατομικές βόμβες προορίζονται να φοβίσουν όσους έχουν αδύναμα νεύρα, αλλά δεν μπορούν να καθορίσουν την έκβαση των πολέμων, καθώς οι ατομικές βόμβες είναι αρκετά αναποτελεσματικές για αυτό». Βέβαια, πίσω από τα παρασκήνια, η αγωνία και η ένταση των σοβιετικών ηγετικών κύκλων παρέμεναν μεγάλες μέχρι την επιτυχή δοκιμή της ατομικής βόμβας τον Αύγουστο του 1949.
Παράλληλα, η σοβιετική ηγεσία ανησυχούσε μήπως οι ΗΠΑ ελάμβαναν λεπτομερείς πληροφορίες για την πρόοδο του σοβιετικού ατομικού προγράμματος και επιχειρούσαν να εμποδίσουν την ολοκλήρωσή του μέσω ενός ατομικού προληπτικού πλήγματος εναντίον σοβιετικών εγκαταστάσεων. Ταυτόχρονα, ο Στάλιν πίεσε έντονα για την ταχύτατη επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος. Ακόμα και όταν τελικά η πρώτη σοβιετική ατομική βόμβα –αρχικά πιστό αντίγραφο της αμερικανικής και εν πολλοίς προϊόν κατασκοπείας– κατασκευάστηκε και δοκιμάστηκε επιτυχώς τον Αύγουστο του 1949, ο Στάλιν προσπάθησε να διατηρήσει μυστικό το επίτευγμα έως ότου κατασκευαστούν και άλλες ατομικές βόμβες, κάτι που πάντως δεν κατέστη δυνατό.
Στην Κορέα
Η απόκτηση της ατομικής βόμβας από τους Σοβιετικούς οπωσδήποτε ανακούφισε τη σοβιετική ηγεσία και τον Στάλιν προσωπικά. Ο τελευταίος θεώρησε ότι η εξέλιξη εκείνη θα καθυστερούσε το ενδεχόμενο έκρηξης μείζονος πολέμου με τη Δύση, που σε αντίθετη περίπτωση ίσως ξεσπούσε ακόμα και το 1950-51. Ωστόσο, η σοβιετική δοκιμή του Αυγούστου του 1949 δεν γέμισε με τόση αυτοπεποίθηση τον Στάλιν ώστε να τον οδηγήσει στην απόφαση να στηρίξει τον Βορειοκορεάτη ηγέτη Κιμ Ιλ Σουνγκ στην επιδίωξη του τελευταίου να επανενώσει με τη χρήση στρατιωτικής βίας την κορεατική χερσόνησο. Αλλωστε, τον Σεπτέμβριο του 1949, σχεδόν ταυτόχρονα με τη δημόσια παραδοχή του Στάλιν περί της επιτυχούς δοκιμής της σοβιετικής ατομικής βόμβας, το σοβιετικό Πολιτικό Γραφείο ρητά απέτρεψε τον Κιμ από το να επιτεθεί εναντίον της Νότιας Κορέας. Συνεπώς, παρά την προφανή ανακούφιση της σοβιετικής ηγεσίας εξαιτίας της απόκτησης της ατομικής βόμβας και της εύλογης αποτρεπτικής αξίας της τελευταίας έναντι των ΗΠΑ, η αιτία της αλλαγής της σοβιετικής στάσης έναντι του Κιμ πρέπει να αναζητηθεί αλλού: ήταν πρωτίστως η οριστική κατίσχυση του Μάο στον κινεζικό εμφύλιο πόλεμο και η ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας η εξέλιξη εκείνη η οποία οδήγησε στην ανατροπή του περιφερειακού «συσχετισμού ισχύος» προς όφελος των κομμουνιστικών δυνάμεων – σε συνδυασμό βέβαια με τον τερματισμό του αμερικανικού μονοπωλίου της ατομικής βόμβας. Ετσι, τον Ιανουάριο του 1950, ο Στάλιν έδωσε τη συγκατάθεσή του στον Κιμ να προχωρήσει στη βίαιη επανένωση της Κορέας. Πρέπει να τονιστεί ότι στις αρχές του 1950 η ΕΣΣΔ διέθετε μόλις δύο ατομικές βόμβες και πρακτικά αδυνατούσε να πλήξει το αμερικανικό έδαφος. Ετσι, όταν οι ΗΠΑ επενέβησαν ενεργά στον Πόλεμο της Κορέας, ο Στάλιν δεν ενεπλάκη ενεργά, παρά προσέφερε μόνο αεροπορική υποστήριξη στις κινεζικές δυνάμεις του Μάο που έσπευσαν σε βοήθεια του Κιμ.
Σειρά δοκιμών
H απόκτηση της ατομικής βόμβας από τους Σοβιετικούς έδωσε νέα ώθηση στην κούρσα των εξοπλισμών, καθώς τον Ιανουάριο του 1950 ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν ενέκρινε την κατασκευή τής κατά πολύ ισχυρότερης βόμβας υδρογόνου. Μεταξύ του Νοεμβρίου του 1952 και του Νοεμβρίου του 1955, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Σοβιετική Ενωση προχώρησαν σε σειρά δοκιμών θερμοπυρηνικών όπλων με ισχύ έως χίλιες φορές μεγαλύτερη από τη βόμβα που ερρίφθη στη Χιροσίμα. Ενώ μέχρι τότε οι πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες των υπερδυνάμεων θεωρούσαν την ατομική βόμβα σχεδόν συμβατικό όπλο, η καταστρεπτική ισχύς των θερμοπυρηνικών όπλων σόκαρε την παγκόσμια κοινή γνώμη, την επιστημονική κοινότητα, ακόμα και τους ηγέτες, Σοβιετικούς και μη. Ετσι, μέχρι το 1954-55 είχε καταστεί σαφές ότι μια μείζονα σύρραξη των υπερδυνάμεων (που αναπόφευκτα θα κλιμακωνόταν σε πυρηνική ανταλλαγή) θα ισοδυναμούσε με αμοιβαία καταστροφή. Παρ’ όλα αυτά, εν μέρει για λόγους αμοιβαίας αποτροπής, η αύξηση του πυρηνικού οπλοστασίου της Σοβιετικής Ενωσης, των ΗΠΑ και άλλων δυνάμεων συνεχίστηκε αμείωτη, ενώ τα συστήματα εκτόξευσης και μεταφοράς των πυρηνικών όπλων αναπτύχθηκαν με φρενήρεις ρυθμούς.
*Ο κ. Διονύσης Χουρχούλης είναι διδάκτωρ Ιστορίας του Queen Mary University of London.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούνται οι φίλοι που καταθέτουν τις απόψεις τους να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο για να διευκολύνεται ο διάλογος. Μηνύματα τα οποία προσβάλλουν τον συγγραφέα του άρθρου, υβριστικά μηνύματα ή μηνύματα εκτός θέματος θα διαγράφονται. Προτιμήστε την ελληνική γλώσσα αντί για greeklish.